Χάρτης 65 - ΜΑΪΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-65/klimakes/na-eisai-ekei
του Γιάννη Λελούδα (12/8/1968-15/3/2024)
Εάν μια μέρα απρόσμενα αξιωθείς τη δωρεά μιας θέασης της ίδιας της στιγμής του θανάτου σου, το ανεξερεύνητο εκείνο ύψωμα που κανείς πριν απ’ του χρόνου του το τέλος δεν επισκέφθηκε, εκτός και ήταν μεθυσμένος μ’ άγνωστα ποτά, ίσως να διακρίνεις στους κόκκους της κλεψύδρας, που διαστέλλεται καταπίνοντας θραύσματα ιστορίας, μια αποκάλυψη. Λες και αυτός ο άγνωστος που χρόνια μες στα σπλάχνα σου χόρευε με τη μοναξιά του, σε μια στιγμή αλλοφροσύνης καταβρόχθισε με μιας ολάκερο το σώμα της ύπαρξης. Ύστερα λέει ήρθανε οι έμπιστοι ακτινολόγοι, και ιδού τώρα το θαύμα, η σκιά, η ζώσα ακτινογραφία, ο μυστικός αστέρας κάθε πράξης. Σαν κάπου ξαφνικά να δόθηκε η ετυμηγορία, να εκφωνήθηκε αυτό που πάντα ήξερες μα δεν τολμούσες να εκστομίσεις: Ήτανε ήδη πριν από τη γέννηση που πρώτη φορά βημάτισες, με μάτια κλειστά και καρδιά εορτάζουσα, όπως ιδανικός αυτόχειρας, πάνω στην ίδια απροσπέλαστη διαδοχή χρησμών που ύστερα ονόμασες ζωή σου.
Ο Γιάννης, την 15η
Μαρτίου 2024, φτάνοντας με ένα αμάξι στο γεωγραφικό σημείο της Πελοποννήσου που καταγράφεται ως Λεωνίδιο ―και που στην ψυχή μας σήμερα αφήνει όχι μοναχά την επίγευση ενός βασιλιά που αποθεώθηκε, μα τη στυφή γεύση μιας αδιανόητης θυσίας―, κατέβασε απ’ το αμάξι το ποδήλατο, καβάλησε, και ξεκίνησε στη γύρω έρημη φύση την τελευταία του μοναχική διαδρομή.
Στα μάτια μου αυτή η αναχώρηση διατηρεί κάτι απ’ την ωραιότητα της εικόνας ενός Περικλή Γιαννόπουλου που καβαλά το λευκό του άλογο και χάνεται στη θάλασσα του ίδιου του τού χρόνου, κάτι απ’ την ανάσα του αραχνοΰφαντου πέπλου με το οποίο ο μύθος ντύνει τις εγκιβωτισμένες στην επικράτεια της αγάπης εικόνες και τις χαράζει με ανεξίτηλες χαραγματιές στον αμφιβληστροειδή της ψυχής. Η διαφορά είναι πως ο Περικλής Γιαννόπουλος μπήκε συνειδητά στο ευρύχωρο βασίλειο της αποχώρησής του. Και να που εδώ καίει τη γλώσσα μου μια πυρωμένη σκέψη, ο μυστηριώδης τρόπος που το ασυνείδητο αρτιώνει πράξεις που εμείς εκ των υστέρων λέμε πεπρωμένο.
Δεν ξέρω πώς αλλιώς να μιλήσω για την ανεξίτηλη στο σώμα μας απουσία ενός ανθρώπου που όλοι θεωρούσαμε αδιαπέραστο στις κατολισθήσεις της μοίρας, άτρωτο στις μικρές και στις μεγάλες ατυχίες, ψηλά και μακριά εγκατεστημένο πάνω απ’ το φθαρτό θα έλεγες της ίδιας του της ύπαρξης, έναν ευγενή πολεμιστή μιας καθημερινότητας που σε όλες της τις εκφάνσεις διατηρούσε τα χαρακτηριστικά του ασκητικού βίου.
Ετούτος ο ιδανικός κοσμοκαλόγερος και Δάσκαλος όλων μας ―αν μας δοθεί η χάρις να μιλήσουμε μέσα απ’ το πρίσμα της γενναιοδωρίας με την οποία η οριστική χροιά των γεγονότων μάς προικίζει― είχε απλώσει ένα μετέωρο αλωνάκι ετερόκλητων ενεργειών κάτω απ’ τον ήλιο της διαρκούς του καλοσύνης, είχε απλώσει τα ασκητικά παιχνίδια του και έπαιζε αδιαλείπτως:
Πρώτο παιχνίδι υπήρξε η δουλειά του οδοντίατρου, που φώτιζε, με τον μεγάλο προβολέα που συνήθως φωτίζει τους πρωταγωνιστές, την ανάγκη του για φροντίδα προς τους άλλους, μια τρυφερή υπόκλιση πάνω απ’ το χάσμα της εξακολουθητικά σιωπούσας ανημπόριας. Εργασία με σταθερό ρυθμό και ρυθμιζόμενα επείγοντα ― αυτή τη φωταγωγημένη έκτακτη στιγμή που οι έντιμοι γιατροί ενσωματώνουν στη ζωή τους και που στα μάτια μου μεταμορφώνεται σε διαρκή ανάστροφη εξομολόγηση, σε μαθητεία ακριβή προς το ίδιο το κρυφό επείγον του κόσμου. Η ιατρική καρέκλα του Γιάννη υπήρξε για κάποιους ο μεταμορφωμένος θρόνος ενός διαστρικού ταξιδιού, η βασιλική πρώτη θέση μες στο διαστημόπλοιο των παράλληλων συμπάντων που η ευγένειά του είχε στήσει στον τελευταίο όροφο ενός κεντρικού σημείου στου Ζωγράφου, ενός σημείου που επόπτευε τη διαρκή ροή των ασθενών όσο και την ανοιχτή δυνατότητα του βουνού απέναντι, του Υμηττού, που θα ήταν η μόνιμη απόδρασή του απ’ την ίδια θα ‘λεγες την απόδραση.
Παιχνίδι δεύτερο ήταν το βουνό, ή να το πω αλλιώς, ο έρωτας προς τα έμβια και μη της ιδιωτικής του κιβωτού, που είχε εγκαταστήσει πάνω στους δυο τροχούς του ποδηλάτου του, τροχούς που κουβαλούσαν τον ίδιο, αλλά κυρίως αυτά τα υπό εξαφάνιση είδη, που μέσα στη ροή της κίνησης, σαν Camera οbscura άλλης εποχής, αρτίωναν το ιερό απείκασμα του ονειρικού του τοπίου. Πάνω σε αυτά τα υπέροχα ποδήλατα-κιβωτούς θα διαπερνούσε κάθε σημείο της ελληνικής υπαίθρου και θα μάζευε εικόνες για τα προσωπικά του ταξίδια. Όπως κάθε εξερευνητής που, όπως ξέρουμε, τίποτε άλλο απ’ τη μέσα γεωγραφία δεν εξερευνά, τίποτε άλλο απ’ τις ιδιωτικές του πεδιάδες δεν διατρέχει, αγόραζε με την προσήλωση παλαιάς κοπής συλλέκτη τα καλύτερα ποδήλατα, χτίζοντας χρόνο με τον χρόνο το κέλυφος μιας σύμπνοιας σώματος και μηχανήματος. Έδινε ένα διαρκές ραντεβού στην ευλογημένη συναστρία, μες στην επικράτεια της οποίας θα μετέπλαθε το τεχνολογικό επίτευγμα σε προέκταση της ψυχής του, θα εξανθρώπιζε το εργαλείο, θα το μεταστοιχείωνε σε σάρκα απ’ τη σάρκα μιας ήδη κατακτημένης εποπτείας. Έτσι θεώρησα μεγάλη μου τιμή που κάποτε μου πρόσφερε το ποδήλατό του για να κατέβουμε πλάι πλάι απ’ τα Τζουμέρκα, κάτω απ’ το φως μιας αδιανόητης πανσελήνου που φώτιζε τον δρόμο όσο και τα πρόσωπά μας, όσο και την ψυχή θα έλεγες της ίδιας της στιγμής, για να καταδυθούμε, ευτυχείς, βαθιά στους πρόποδες της νύχτας, μέσα σε ένα καλοκαίρι που άφηνε ήσυχα τους σπόρους του στη μνήμη, δεκαπέντε χρόνια πριν, για να τους βρούμε σήμερα, σε μια ανάστροφη πορεία, σαν όψιμοι κοντορεβιθούληδες. Ακόμα κατεβαίνω δίπλα του εκείνη την ατελείωτη κατηφόρα κάτω από μια πανσέληνο που διαπερνούσε όλες τις μεμβράνες κι έλαμπε κατευθείαν μέσα μας. Και να γιατί, σωστά, εκείνο το ποδήλατο προσφέρθηκε τότε, θυσία στην διαρκή μνήμη που σήμερα μας κρατά αγκαλιασμένους.
Παιχνίδι τρίτο ήταν η μουσική. Δεξιοτέχνης στα τύμπανα, κατάφερνε, εγκατεστημένος στο κέντρο μιας εξουθενωτικής πολυπραγμοσύνης, να βρίσκει χρόνο για μελέτη και για πρόβες, με τον τρόπο που μόνον οι τίμιοι επαγγελματίες μπορούν: υπεροπτικότατα ερασιτεχνικά. Με τον έρωτα προς το μυστικό σθένος των πράξεων, το μη προσοδοφόρο εκείνο κέντρο που απεχθάνεται ό,τι δεν εξηγείται με όρους αγάπης. Παίξαμε κι εμείς μαζί, και παίξαμε πολύ. Καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον, αξιωθήκαμε έναν δύσκολο διάλογο με τον πιο φυσικό τρόπο -μια κλασική κιθάρα και ένα σύνολο εξαίσιων χειροποίητων τυμπάνων που με ιερατικό τρόπο έστηνε και χειριζόταν- σαν να ήμασταν ένα από καταβολής κόσμου ηχητικά ισοδύναμο σχήμα. Ποτέ δεν προσπαθούσες να ακουστείς δίπλα του, όλα ισορροπούσαν σαν ταχυδακτυλουργοί πάνω στην ικανότητά του να φροντίζει, να ακούει τις σιωπές, να αγκαλιάζει την αμηχανία σου, να συμμαχεί στον διονυσιασμό, να στέκεται σε μια ζεστή σκιά παραμονεύοντας με έμπυρη διάθεση την πιο μικρή λεπτομέρεια της παρουσίας σου, μια αντιστοίχιση θα έλεγες του ιατρείου μέσα σε έναν μουσικό διάλογο που προοριζόταν να εκτεθεί στην αγορά προκειμένου να θεραπεύσει κάθε έτοιμο ασθενή, δίχως στιγμή να κρύβει το αμφίστομο ρίσκο των ακριβών του φαρμάκων.
Παίξαμε πολλοί φίλοι μαζί του και πάντα υπήρξε ο πιο εργατικός. Και για να μας φιλοξενεί όσο καλύτερα μπορούσε μες στο μοναστήρι του, έχτισε την προσωπική του σκήτη, το στούντιο στο υπόγειο τού σπιτιού που έμενε με την Κατερίνα, τη γυναίκα και σύντροφό του, που στεκόταν με έναν όμοια χαμηλόφωνο τρόπο στο κέντρο μιας παράξενα δικής τους οικογένειας. Μπορώ να υποθέσω πως όλοι αναρωτιόμασταν σχετικά με το ειδικό εκείνο σθένος που τους κρατούσε σταθερά δεμένους και βαθιά συμπορευόμενους στην αγάπη, ενώ πατούσαν ο καθένας σε διαφορετικά οχήματα.
Άλλο παιχνίδι ήτανε αυτές οι ίδιες οι συγκεντρώσεις φίλων μέσα σε εκείνο το σπίτι, που εκτός από υψηλής σκληρότητας τσίπουρα της καταγωγής του, περιείχαν μουσικούς αυτοσχεδιασμούς εγκατεστημένους στο κέντρο του σαλονιού, σαν εκείνο το σαλόνι να είχε επί τούτου γεννηθεί μέσα σε μία πρόθυμη του παρελθόντος φάτνη, προκειμένου να αγκαλιάσει τους ανθρώπους που τώρα γιόρταζαν μέσα του.
Παιχνίδι πρόσφατο ήταν και οι αναρριχήσεις. Αυτές ήταν προχωρημένες για την ηλικία μας, δεν μπόρεσα να τις ακολουθήσω. Γιατί, ξέχασα να σας πω, δεν είχε ο Γιάννης ηλικία, όπως δεν έχει ηλικία ο πνευματικός ή ο ψυχοθεραπευτής σου ή ο φίλος σου, είναι ένα πρόσωπο που το στενεύει ο χρόνος του, που κοιτιέται μαζί σου στον καθρέφτη σαν το κλέφτη, και βλέπει μόνο ό,τι ήδη ξέρεις, ή έτσι που σκέφτεσαι έναν φίλο που έχει από χρόνια φύγει, και σκάλωσε το ρούχο του στη μέρα που τον πήρε. Να τώρα που θα παραμένει ακίνητος, κι εσύ πειθήνια θα τον ακολουθείς έως το τέλος της κοινής σας διαδρομής, μονάχα έτσι είναι που θα μεγαλώνετε.
Κι ήταν μετά το άλλο παιχνίδι, της φωτογραφίας, του μηχανήματος των δαιμονίων του ακινητοποιημένου χρόνου, που συλλαμβάνει ό,τι η αντίληψη δεν πρόλαβε και το κρατάει δώρο για την άλλη μας στιγμή ―μια κλειδαρότρυπα για να κοιτάς από διαφορετικά σημεία της ωρίμανσης―, κι άλλοτε, στις καλές της τις στιγμές, φέρει σε όλο το ακριβό της σώμα, σαν ιερή ασθένεια, το ήδη μέσα σου τετελεσμένο αίσθημα και το αφήνει δώρο στις γενιές. Το ιατρείο στόλιζαν τέτοια αποσπάσματα από τις εξορμήσεις του, λες και μια υπενθύμιση των παράλληλων κόσμων μέσα στον κόσμο της φροντίδας ήταν μια καλή μέθοδος να παραμένεις αρτιμελής. Έτσι υπήρξε ό,τι όλοι μας θα θέλαμε να είμαστε: πρόσωπα που υφαίνουν το ένα ίδιο πάντοτε εργόχειρο με χίλιους διαφορετικούς τρόπους, που ο καθένας τους γίνεται ορατός από ένα διαφορετικό σημείο της αντίληψης. Έτσι είναι κάποτε που ακτινοβολούν οι άνθρωποι.
Κι ήτανε τέλος το παιχνίδι της δικής του οικογένειας, αυτής που λίγο μόνο τόλμησα να ακουμπήσω, ίσως γιατί για μένα πάντα ήταν το μέγα μυστήριο, κι ίσως το πιο σπουδαίο επίτευγμα του Γιάννη και της Κατερίνας. Ζούσαν μαζί με έναν τρόπο που κανείς δεν ξέρω να έχει καταφέρει. Μαζί, και όχι μαζί. Ποτέ μαζί στα επί μέρους, πάντα και διαρκώς μαζί στα καθημερινά. Και τι είναι άραγε το καθημερινό αν όχι αυτό που περιέχει κάτω από το δέρμα του, με έναν βιωμένο τρόπο, τα επί μέρους; Ίσως να είναι έτσι, ίσως και αλλιώς. Η λύση αυτού του έσχατου μυστήριου θα εξηγούσε αυτοστιγμεί τον λόγο που η παρουσία του Γιάννη στοιχειώνει σήμερα και εμένα και όλους τους φίλους που αγκάλιασε. Ίσως όμως ένα τέτοιο ακριβό ερώτημα να πρέπει να παραμείνει αναπάντητο, γιατί τα πιο βαθιά δε λέγονται με λόγια. Μπορεί με ένα βαφτισμένο στην αγάπη μονοσύλλαβο που λάμπει στον βυθό της αμεριμνησίας.
Βιάζομαι να τα πω όλα ετούτα σήμερα, 19 Απριλίου του 2024, γιατί αύριο θα συναντηθούν οι φίλοι και οι συγγενείς για εκείνο που στην εκκλησία είναι οι σαράντα μέρες απ’ την αποχώρηση, και είναι ένας τρόμος που με κυριεύει, μην και φανεί ότι το πένθος έχει μονοδρομήσει τα σκαλοπάτια του, βιάζομαι, μήπως αύριο σκοντάψω στο αόρατο, γείρω και βυθιστώ ολάκερος μέσα σε πεισματάρα λήθη σαν μέσα σε κινούμενη άμμο, λήθη που θα ανοίξει το ραμμένο της στόμα μόνο δεκαετίες αργότερα. Ίσως όμως και αύριο, δίπλα στον δικό μας θάνατο.
Όποιος κάθεται απ’ αυτήν την πλευρά της αγάπης, ξέρει πως το οριστικό της αποχώρησης ξυπνά δυνάμεις που δεν τις υποπτευόταν. Ό,τι σου λείπει είναι αυτό που τώρα περισσότερο φωτίζεται. Έτσι, εδώ, η έλλειψη ―πήγα να πω η έκλειψη εκείνης της σελήνης που φώτιζε την κατάβασή μας στα Τζουμέρκα ή ίσως η έκλειψη του ίδιου του προσώπου σαν σελήνης της κοινής μας ιστορίας― φέρνει στο κέντρο της σκηνής ό,τι απουσιάζει, και το λούζει με τον πιο ιδανικό προβολέα. Τώρα η απουσία χαράζεται ανάστροφα στο φιλμ, καίει το αρνητικό της και φωτίζει την καινούργια διαρκή πραγματικότητα, που ήτανε πάντα εδώ αλλά που ποτέ δεν της είχες δώσει τη σημασία που της άξιζε: Εδώ και μέρες ζω μια καλοσύνη που φωτίζει από μέσα μου τη λύπη σαν ήλιος. Η καλοσύνη του προσώπου που απουσιάζει, το δώρο που άφησε πριν να χαθεί πίσω απ’ το παραπέτασμα που στο εξής θα μας χωρίζει. Βλέπω τώρα τον στρατηγό, τον καλό παλιό συνεργάτη μου, με το μαύρο του περιβραχιόνιο, να στέκεται στη γωνία της σκηνής και να προστάζει αυτό το φως να απλωθεί και να φωτίσει όλα μας τα χρόνια: «-Να είσαι εκεί!», διατάζει, και η μεταξένια διαταγή του ωραίου μου στρατηγού κάνει τώρα τον φίλο μου πιο ζωντανό από ποτέ.
Η θάλασσα κλείνει το στόμα της πάνω απ’ το λευκό του άλογο. Ο ποδηλάτης λειαίνει το μονοπάτι που θα περπατήσουμε αύριο στην κορυφογραμμή. Είχε σταθεί να ξαποστάσει, εκείνος που ποτέ δεν στεκόταν. Τώρα ξέρω γιατί. Θα είναι εκεί, στον δρόμο, δίχως να επιμένει, δίχως να βιάζεται, δίχως να ζητά, χωρίς ήχο κανέναν, δίχως νεύμα, χαμογελαστός, σηκώνοντας ένα μικρό ποτήρι τσίπουρο πάνω απ’ το φωτοστέφανο της αγάπης.