Χάρτης 64 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-64/afierwma/mikro-poiitiko-anthologhio
Εικονογράφηση: πίνακες του Caspar David Friedrich
_____________
Ο ποιητής, σαν πρόλογος* (Der Dichter, als Prolog)
Σας προσκαλώ, κυρίες μου ευειδείς και κύριοι ευφυείς,
Κι εσάς εδώ που θέλετε κάτι καλό να δείτε,
Σε έργο κατακαίνουργο
Με ύφος άκρως νεωτερικό,
Δοσμένο απλά και ατέχνως συρραμμένο,
Ντυμένο με γερμανική ωμότητα, ευγενική,
Σαν παλικάρι ξέθαρρο μέσα στο στρατολόι,
Για σπίτι καθώς πρέπει ολίγον ασεβές.
Αυτό μπορεί σαν σύσταση να είναι αρκετό,
Ελπίζω, μιας και είμαστε μες στο βαρύ χειμώνα,
Μια ώρα έξω στο πράσινο κακό να μην σας κάνει.
Να ξέρετε πως σήμερα με το τραγούδι αυτό
Η άνοιξη με τ’ άνθια της στήνει τρελό χορό.
Κι ελεύθερη κάτω απ' το φως γυρίζει η ανέμη,
Στον καθαρό αέρα και μακριά από την πόλη πέρα,
Σε δάση, σε χωράφια, λιβάδια και βουνά.
Κι ό,τι ’ναι μες στους τέσσερις τοίχους να μας συμβεί,
Μέσα από το μισάνοιχτο θα δείτε παραθύρι,
Θα ’χουνε γίνει έτσι πολλά για σας και για την τέχνη.
[…]
Προβάλλει από τα σύννεφα τ’ ολόγιομο φεγγάρι
Με τον θλιμμένο λύχνο του, που λεν κι οι ποιητές.
Δάσος τριγύρω υψώνεται, το φόντο στεφανώνει,
Χυμάει το κυνηγόσκυλο, το κέρας αντηχεί,
Ξεχύνεται η δροσοπηγή από κρημνώδη βράχο
Και στην κοιλάδα ροβολά νερό ασημωτό.
Βρυχάται γύρω η φτερωτή και τρίζει μέσα ο μύλος,
Μόλις που ακούς κελαηδισμούς στο κοντινό δασάκι.
Κι αν κάποια τραγουδάκια πια σας φαίνονται ωμά,
Σκεφτείτε, ο μύλος προκαλεί την αίσθηση αυτή.
Την πιο ωραία μουσική την κάνουν οι τροχοί.
Αυτό θα σας το πει, ασφαλώς, ο πρωταγωνιστής.
Γιατί αν το προδώσω εγώ, θα του χαλάσω το έργο.
Καλή διασκέδαση, λοιπόν! Υγεία και χαρά!
(Μτφρ. Λίνα Φιλοπούλου)
__________________________
*Όπου δεν αναφέρεται η πηγή, ή αναφέρεται η μετάφραση ως συλλογική, το ποίημα προέρχεται από την επικείμενη δίγλωσση έκδοση Ποιημάτων και Πεζών του Μύλλερ από το «Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος», με επιμέλεια Αναστασίας Αντωνοπούλου και Συμεών Σταμπουλού.
Περιπλάνηση (Wanderschaft)
Του μυλωνά είν' η χαρά
Να φεύγει!
Άξιος δεν θα ’ναι μυλωνάς,
Ο που δεν σκέφτεται με μιας
Να φεύγει.
Απ’ το νερό το μάθαμε,
Απ’ το νερό!
Ποτέ δεν έχει αναπαμό,
Και το φευγιό έχει στο μυαλό του
Το νερό.
Τις φτερωτές δες τες κι αυτές,
Τις φτερωτές!
Που ακίνητες δεν στέκουνε,
Που κούραση δεν ξέρουνε
Οι φτερωτές.
Κι οι πέτρες κι αν είναι βαρειές,
Οι πέτρες!
Χορεύουνε με μουσικές,
Να γίνουν θέλουν πιο γοργές
Οι πέτρες.
Ω, φεύγω, φεύγω, τι χαρά,
Ω, φεύγω!
Αφέντη κύρη και κυρά,
Αφήστε με αθόρυβα
Να φεύγω.
(Μτφρ. Λίνα Φιλοπούλου)
Πρωινός χαιρετισμός (Morgengruss)
Γεια και χαρά σου, ωραία μυλωνού!
Πώς σκύβεις το κεφάλι βιαστικά;
Μην έκανα κάτι κακό;
Σ' ενόχλησε τόσο πολύ ένα μου γεια;
Σε πείραξε μια μου ματιά;
Τότε ας πηγαίνω στο καλό.
Άσε με να σταθώ από μακρυά,
στο λατρευτό σου παραθύρι να κοιτώ,
Μακρυά πολύ!
Ξανθό μου κεφαλάκι, έλα μπροστά!
Απ΄την ουράνια πύλη σας φανείτε
Αστέρια γαλανά του πρωιού!
Δροσάτα της αυγής αστέρια!
Μάτια στον λήθαργο σβησμένα
Λουλούδια δροσοσκέπαστα
τον ήλιο τι θωρείτε φοβισμένα;
Σας πήρε της νυχτιάς η σιγαλιά
Τόσο που τη δική της αγκαλιά
Ζητάτε πάλι μεθυσμένα;
Διώξτε του ονείρου τον ανθό
Κι ολόφρεσκα σταθείτε ορθά,
Χαρά θεού είν΄ το πρωινό!
Σαν πεταρίζουν τα πουλιά
Από τα βάθη της καρδιάς
Βάσανα ο έρωτας τραβά.
(Μτφρ. Αγγελική Λυσικάτου)
Το Υδραιόπουλο (Der kleine Hydriot)
Ήμουνα μικρό παιδάκι και μαζί του μιαν ημέρα
ο πατέρας μου με πήρε στα μακριά πελάγη πέρα.
Μου ’μαθε εύκολα κολύμπι μ’ ένα χέρι δυνατό
μες στα κύματα να πέφτω κι ώς την άμμο να βουτώ.
Ασημόφραγκο πετούσε τρεις φορές μες στο νερό,
και για δώρο μου τ’ αφήνει, μόνο αν τρεις φορές το βρω.
Ύστερα κουπί μου δίνει και στη βάρκα του με βάζει,
ενώ ακούραστος κοντά μου στέκεται και με γυμνάζει.
Μου ’μαθε να σπω το κύμα μ’ ένα χτύπο κοφτερό,
τα μπουρίνια ν’ αποφεύγω, τα κοτρώνια ν’ αψηφώ.
Κι από τη μικρή βαρκούλα στο καράβι του με παίρνει,
που στους βράχους και στις ξέρες άγρια τρικυμιά μας σέρνει.
Πάνω στο ψηλό κατάρτι κοίταζα στο περιγιάλι,
να περνούν βουνά και κάστρα πίσω μας με βια μεγάλη.
Κάθε πέταγμα μου δείχνει των πουλιών να μελετώ,
κάθε φύσημα του αγέρα, κάθε νέφος να κοιτώ.
Κι αν λυγούσε το κατάρτι μέσα στην ανεμοζάλη
κι αν με ράντιζε το κύμα λούζοντάς με ώς το κεφάλι,
ο πατέρας μου στα μάτια μ’ έβλεπε με προσοχή·
στο καλάθι εγώ καθόμουν δίχως φόβου ταραχή.
Τότε μ’ όψη φλογισμένη, λέει, και μάτι αστραφτερό:
«Βλογημένο το σπαθί σου, Υδραιόπουλο μικρό!».
Σήμερα σπαθί στο χέρι μού ’βαλε και μ’ άγια ελπίδα
μ’ όρκισε να πολεμήσω για Θεό και την Πατρίδα.
Με το βλέμμα του απ’ τα πόδια με μετρούσε ώς την κορφή
και το βύθιζε, θαρρούσες, στην καρδιά μου σαν καρφί.
Απ’ το χέρι το σπαθί μου ξάφνου μια στιγμή τ’ αρπάζει
και κρατώντας το σαν άντρας προς τον ουρανό κοιτάζει.
Κι είπε μ’ όψη φλογισμένη και με μάτι αστραφτερό:
«Βλογημένο το σπαθί σου, Υδραιόπουλο μικρό!».
(Μτφρ. Γεώργιος Στρατήγης, περ. Νέα Εστία, τόμ. 3, 1928, 311)
Ο μικρός Υδραίος (Der kleine Hydriot)
Μικρό παιδί σαν ήμουνα, μόλις που περπατούσα,
Με σήκωσε ο πατέρας μου στο στιβαρό του χέρι
Και μ' έμαθε να κολυμπώ στη θάλασσα κοντά του,
Βαθιά στο κύμα να βουτώ χειμώνα καλοκαίρι.
Νόμισμα μου έριχνε αργυρό να ψάξω στο βυθό,
Δώρο, αν πέσω τρεις φορές και τρεις φορές το βρω.
Στο χέρι μού έβαζε κουπί, στη βάρκα του μαζί,
Κι αυτός πλάι μου ακούραστος να με καθοδηγεί.
Το κύμα να παλεύω μ' ένα χτύπημα σκληρό
Μπουρίνια ν' αποφεύγω, φουρτούνες ν' αψηφώ.
Κι απ' τη βαρκούλα μ' έφερε στο πλοίο μεμιάς να μπω,
Που θύελλες το σέρνανε σε ξέρες πρωί βράδυ.
Απ' το ψηλό κατάρτι του να βλέπω τις στεριές
Βουνά να φεύγουν πίσω μου και κάστρα και πλαγιές.
Κάθε πουλιού το πέταγμα να το παρατηρώ,
Τον άνεμο, τα σύννεφα που πάν' με τον καιρό.
Κι αν το κατάρτι λύγιζε μέσα στο χαλασμό,
Κι αν μ' έλουζε πατόκορφα το κύμα αγριωπό,
Ατάραχος παρέμενα κι ας μ’ έγδερνε ο αγέρας,
Και τότε στάθηκε αντικρύ θωρώντας με ο πατέρας.
Μου μίλησε με πρόσωπο αναμμένο, φλογερό:
«Τιμή σου κι ευλογία, Υδραιόπουλο μικρό!»
Κι ευθύς σπαθί μού έδωσε στο χέρι να κρατήσω,
όρκο για την πατρίδα, το θεό, να πολεμήσω.
Το μάτι του με μέτρησε απ’ τη κορφή ώς τα νύχια,
Βαθιά το βλέμμα του ένοιωσα ώς της καρδιάς τα μύχια.
Έστρεψα τότε το σπαθί ψηλά στον ουρανό,
Και μέσα μου αισθάνθηκα τον άντρα τον τρανό.
Ψυχή, ορμή και λεβεντιά ένοιωσα στο κορμί μου,
Μηδέ καρδιά μου έλειπε να υψώνω το σπαθί μου.
Με πρόσωπο μου μίλησε ο πατέρας φλογερό:
«Τιμή σου το σπαθί σου, Υδραιόπουλο μικρό!».
(Μτφρ. Ελένη Βίσκα)
Η ελπίδα της Ελλάδας (Griechenlands Hoffnung)
Eλπίδα ξένη, αδέλφια μου, δεν πρόκειται να ρθεί
Στα βάθη της ψυχής σας, εκεί έχει κρυφτεί.
Από αλλού εγγύηση, ποτέ δεν θα δοθεί,
Ποτέ, αδέλφια μου, ποτέ, από την ξένη Αυλή.
Μόνη σου επωμίστηκες αβάσταχτο ζυγό,
Ελλάδα, τον κουβάλησες σήμερα ώς εδώ,
Ποτέ σου να μην καρτερείς Ελλάδα παινεμένη,
Στον τόπο σου τη λύτρωση ξένο να φέρει χέρι,
Πολέμησε, μονάχη σου, για να λευτερωθείς,
Δικό σου είναι το χρέος κι οι δάφνες της τιμής.
Πολλοί θα κάνουν προσευχές, πολλοί θα σε θρηνούν,
Πολλοί με κούφιες συμβουλές θε' να μεσολαβούν.
Της λευτεριάς προπύργια μη χτίζεις στην ελπίδα
Χτίσματα τέτοια καταντούν ερείπια σωρός.
Της λευτεριάς σου η τιμή, το δίκιο είναι του κόσμου,
Κι ο ελεύθερος στο μνήμα του κοιμάται σαν τον δούλο.
Τα άρματά σου ακούμπησε στο θρόνο του Σουλτάνου,
Μετανιωμένος γύρισε στην γνώριμη σκλαβιά σου:
Στου Τούρκου τη συγχώρεση να ελπίζεις ταπεινά,
Στην πίστη σου σαν σκλάβος στηρίξου τη βαθειά
Ειρήνη θέλ’ η Ευρώπη. Ελλάδα τι ζητάς;
Μην μέθυσες απ' το γλυκό κρασί της λευτεριάς;
Ν’ αφήσεις την ελπίδα σου στου ξένου το σπαθί;
Το στρώμα του Σουλτάνου αυτός θρόνο το καλεί.
Πού έστρεψες το βλέμμα σου; Ελλάδα, πού κοιτάς;
Ψηλά, παιδί μου, το ’στρεψα, κοιτάζω το Θεό,
Τη σκέπη μου στον πόνο μου και στον πικρό χαμό!
(Μτφρ. Παναγιώτα Καλογερά)
Ο γέρος της Ύδρας (Der Greis auf Hydra)
Σε βράχο στάθηκα ψηλό, στα πόδια μου κατακλυσμός.
Ξάφνου η ψυχή μου σκίρτησε με θέληση γεμάτη,
Το βλέμμα μου μακρύθωρο σε θάλασσες, στεριές.
Ούτε αλυσίδας κλάγγασμα δε φτάνει ώς εκεί,
Μακριά στα πέρατα που καν φεγγάρι δεν θα δεις,
Σε όρη, πύργους, σε ιστούς, σκιρτούν οι τίμιοι σταυροί
Μέχρις εκεί που ολωνών υψώνονται τα στήθη
Στης πίστης μέσα τη φωτιά, στον πόθο, στην αγάπη,
Και τα δεσμά που μας κρατούν, κι αυτά που μας λυγίζουν,
Όσα μας θλίβουν την καρδιά και όσα μας μαγεύουν,
Τα ρίχνουμε όλα στη φωτιά, στου χείμαρρου το διάβα,
Που ξεχειλίζει απ’ τις καρδιές σε φλόγα ιερή.
Βλέπω τα πλοία να περνούν, τον άγριο παφλασμό,
Της λευτεριάς τη θύελλα που τα πανιά μανιάζει.
Ώρα καλή, ταξιδευτές, σε σας και στ’ άρματά σας!
Τραβάτε μες στο χαλασμό για τον καλό σκοπό!
Στο αίμα σας ποτίζεται της νίκης ο ανθός.
Αχός βαρύς ακούγεται, της μάχης ο αχός.
Το κύμα σκάζει αγριωπό στην πέτρα, στο γιαλό·
Θα σπάσει μέσα μου η καρδιά στο βροντερό αχολόι.
Για μάχες είμαι γέρος πια χωρίς κανένα γιο.
(Μτφρ. Λίνα Φιλοπούλου)
Η Ελλάδα και ο κόσμος (Hellas und die Welt)
Χωρίς τη λευτεριά, τι θα ’σουνα, Ελλάδα;
Χωρίς εσένα, Ελλάδα μου, τι θα ’τανε ο κόσμος;
Ελάτε οι λαοί της γης
Δείτε τα στήθη που σας θήλασαν
Με αγνό, σοφίας γάλα! ―
Θ’ αφήσετε να τα σπαράξουν βάρβαροι;
Δείτε τα μάτια που σας φώτισαν
Με θεία λάμψη ομορφιάς!
Θ’ αφήσετε να τα τυφλώσουν βάρβαροι;
Δείτε τη φλόγα που σας ζέστανε
Βαθιά μέσα στο στήθος,
Που όλοι τότε νoιώσατε
Ποιοι είστε και τι θέλετε,
Το χρέος σας ποιο είναι,
Του ανθρωπισμού σας την ευγένεια,
Τη λευτεριά σας! ―
Θ’ αφήσετε να τ’ αφανίσουν βάρβαροι;
Ελάτε οι λαοί της γης,
Βοηθάτε να λευτερωθούν
Όσοι σας λευτερώσαν!
Χωρίς τη λευτεριά, τι θα ’σουνα, Ελλάδα;
Χωρίς εσένα, Ελλάδα μου, τι θα ’τανε ο κόσμος;
(Μετάφραση συλλογική)
Η Σπαρτιάτισσα (Die Mainottin)
Εφτά λεβέντες βύζαξαν το γάλα των στηθιών μου
Και στους εφτά παράδωκα τ’ άγιο σπαθί στο χέρι,
Σπαθί για την ελευθεριά, την πίστη, την πατρίδα.
Σκλάβος κανείς δεν έγινε ―χαρά σ’ εμέ!― απ’ τους γιους μου.
Για τους πολέμους με χαρά κινήσαν και λαχτάρα,
Κι εγώ αποχαιρετώντας τους καρδιά βαριά δεν είχα·
―Γυρίστε πίσω ελεύτεροι, τους είπα, ή μη γυρίστε!
Ελάτε ’δω να ψάξουμε, των Σπαρτιατών μανάδες,
Ίσως κι ευρούμε της παλιάς της Σπάρτης τα συντρίμμια,
Για να συνάξωμε απ’ αυτά για χούφτωμα λιθάρια,
Σκληρά να χαιρετήσωμε τον πρώτο άτιμο σκλάβο,
Που αλάβωτος κι αμάτωτος θελά γυρίσει πίσω,
Και για το σπίτι του ο δειλός δε φέρει ένα στεφάνι.
(Μτφρ. Άγις Θέρος, περ. Μπουκέτο, τχ. 89, 3 Ιανουαρίου 1926, 9)
Ο Χιώτης (Der Chier)
Είχα ένα ωραίο αρχοντικό, ψηλό, με τόξα φεγγερά,
Και τα κουζινικά μαλάματα κι ασήμια στη σειρά∙
Κι όταν γυρόφερνα το βλέμμα απ’ την κορφή στο δώμα κάτω,
Λειμώνας γίνονταν το σπιτικό στο μάτι το χορτάτο.
Είχα γυναίκα ευγενική, της νιότης κάμα ποθητό,
Μ’ όλες τις χάριτες προικιά, τις αρετές για φυλαχτό.
Τρεις γιους είχα σαν άλικο λουλούδι που σκιρτά τη ζήση,
Πνεύμα ορθρινό η ελπίδα μέσα στη νυχτιά να πρωτανθίσει,
Παντοτινό, καθάριο ήλιο που η μέρα προμηνά.
Και μια κορούλα, γλυκασμό δειλό της μάνας που αγρυπνά,
Ούτε παιδί ούτε κοπέλα ακόμη, ανήσυχο πουλάρι
Που βλέπει μες στα σπλάχνα του να οργά του λουλουδιού η χάρη. –
Τώρα δεν έχω τίποτα. Λεπίδι μόνο κοφτερό
Που τ’ ανεμίζω στον εχθρό ατσάλινο, θανατερό,
Κι ευφραίνομαι μ’ αυτό. Και ό,τι χάθηκε, γυρίζει πάλι,
Κάθε πού πέφτει και κουτρουβαλά ένα τούρκικο κεφάλι,
Κι όλα στοιβάζονται σωρός, του γδικιωμού σηματωρός.
Και τότε η δίψα η φλογερή γίνεται άγριος χαλασμός
Για την καρδιά μου που έσπασε, στους θησαυρούς μου επάνω
Να γείρω και φτερούγα ν’ απλωθώ, βαθιά να ξανασάνω.
(Μτφρ. Συμεών Σταμπουλού, στον τόμο: Ο Αγώνας του 1821 στην ελληνική και ξένη ποίηση. Ανθολογία, 2021, 833-834)
Οι Έλληνες προς τους φίλους της αρχαιότητας (Die Griechen an die Freunde ihres Altertums)
Πολλά μας έχουν γράψει με λόγους κι άσματα,
Μ’ επαίνους, φθόνους, θρήνους κι αξιοθαύμαστα,
Κι ονόματα προγόνων ηχούνε μαγικά,
Που η οικουμένη όλη υμνεί δοξαστικά.
Ποιος φλέγεται για δόξα, τιμή και λευτεριά,
Τη φλόγα απ’ την εστία ας πάρει απ’ τα παλιά,
Τη φλόγα που γαλήνια στις στάχτες ηρεμεί,
Αυτές που ηρώων αίμα Ελλήνων έχουν πιει.
Λαοί της οικουμένης τι τόση αποκοτιά.
Το πνεύμα που καλείτε, από βαθιά νυχτιά
Εγείρεται με αίγλη και δίνεται σε σας.
Μην είναι άγνωστη σε σας η λεύτερη Ελλάς;
Οι σπίθες μες στη στάχτη π’ ανακατώνατε,
Οι σπίθες μες στις φλόγες που εντός σας νιώθατε,
Σηκώνουν ορεξάτες πυρόγλωσσες ψηλά –
Μικρόψυχοι, σας πιάνει περ’σσή λιγοθυμιά.
Αλί, μονάχα, φίλοι, με λέξεις παίζετε,
Περήφανα στα ύψη κι αν βέλη στέλνετε!
Ο χρόνος έχει φύγει κι είπαμε αρκετά,
Μ’ επαίνους, φθόνους, θρήνους κι αξιοθαύμαστα […]
(Μτφρ. Μιχάλης Πουμπουρής, περ. Διόραμα, Κύπρος, τχ. 16, 2018, 44)
Το αγριοκόριτσο (Der Wildfang)
Σαν αγριοκάτσικο πηδά,
Τρέχει αλαφιασμένο
Κόντρα στο δροσερό βοριά!
Κορίτσι αγαπημένο.
Ξέπλεκα έχει τα μαλλιά,
Θαρρείς θ’ αγγίξουν τα κλαδιά,
Μ' αυτά λυγίζουνε δειλά,
Και το αφήνουν και περνά.
Τα πικραγκάθια δεν τολμούν
Τη νιότη του να αγγίσουν,
Ούτε κι απλώνουν να πιαστούν
Το ρούχο μην τρυπήσουν.
Τι καρτεράμε, έρωτα,
Άπραγοι εδώ και μοναχοί;
Το αγριοκόριτσο ψηλά,
Ποιος πρώτος θα το παραβγεί;
(Μτφρ. Φιλαρέτη Καρκαλιά)
Της αγάπης έαρ (Frühling der Liebe)
Έξω λυσσά κακός χειμώνας,
Και τ’ άνθη τα τσαλακωμένα
Χλευαστικά πετά στα τζάμια
Ωχρές, ακίνητες εικόνες.
Χειμώνα, όρμησε και τρέξε!
Δεν τρέμω πια εγώ για σένα
Γιατί απ’ τα βάθη της καρδιάς
Αφήνω ν’ αναβλύσει έαρ,
Το χιόνι πια δεν το σκεπάζει
Κι ο πάγος άλλο δεν παγώνει,
Αυτό το έαρ με τον ήλιο
Τα μάτια είναι της αγάπης
Το φυλαχτό της ευωδιά
Τα ρόδα της είναι τα χείλη,
Πετώ κι εγώ σαν το πουλάκι
Με το τραγούδι κατά ’κεί.
(Μτφρ. Ειρήνη Κορώνη)
Έρωτας, γλωσσοδιδάσκαλος (Amor, ein Sprachlehrer)
Διαφθορέας είν’ της λέξης,
Γλωσσοδέτης, ηχοπλέχτης,
Στης Βαβέλ τον Πύργο ο Έρως
Φτιάχνει λέξεις παιχνιδιάρες.
Κι όταν κλαίω, ψιθυρίζει
Λόγια ευχάριστα στο αφτί.
Και σαν λειώνω από μαράζι,
Με γλυκοπαρηγορεί.
Στης γιορτής το σαματά
Πρέπει σαν τον δάσκαλό μου
Να δηλώνω ότι είμαι μόνος
Και στο έρημο δασάκι
Να μη λέω τη μοναξιά μου.
Μια γλυκά και μια πικρά,
Ήπϊα, βασανιστικά
Λόγια έχει ένα σωρό
Στ' άπειρά του λεξικά
Που οι μεγάλοι γλωσσολόγοι
Δεν τολμούν να μου εξηγήσουν,
Και με δαύτον κάθε μέρα
Φτιάχνω τα γερμανικά μου.
Ξεμαθαίνω τη λαλιά μου.
(Μτφρ. Ειρήνη Κορώνη, Φιλαρέτη Καρκαλιά, Λίνα Φιλοπούλου)
Η φλαμουριά (Der Lindenbaum)
Στη βρύση τη βουνίσια
σιμά είν’ η φλαμουριά,
στον ίσκιο της καθόμουν
να ονειρευτώ συχνά.
Εχάραζα στη φλούδα
ονόματα ιερά
και πάντα εκεί γυρνούσα
σε λύπη ή σε χαρά.
Μια μέρα ταξιδεύω
σε μέρη μακρινά
περνώ να χαιρετήσω
στερνά τη φλαμουριά.
Βουίζαν τα κλαδιά της
σαν να μου κράζαν: «Ω,
κοντά μου πάντα μείνε,
θα βρεις γαλήνη εδώ».
Μακριά τώρα στα ξένα
δεν έχω τη χαρά
που ένοιωθα εκεί πάνω,
κοντά στη φλαμουριά.
(Μτφρ. αγνώστου. Βλ. ΕΔΩ και Λουκιανός Κηλαηδόνης, στον δίσκο «Αχ πατρίδα μου γλυκιά», 1992)
Το Ταχυδρομείο (Die Post)
Από το δρόμο ακούγεται η σάλπιγγα του ταχυδρόμου.
Τι είν’ αυτό που σε κάνει να σκιρτάς έτσι
Καρδιά μου;
Ο ταχυδρόμος δεν έχει γράμματα για σένα:
Γιατί χτυπάς έτσι αλλόκοτα
Καρδιά μου;
Νάτος λοιπόν ο ταχυδρόμος που ’ρχεται από την πόλη
Όπου κάποτε είχα μι’ αγάπη γλυκιά,
Καρδιά μου!
Θα ’θελες να πας να ρωτήσεις
Πώς πάν’ τα πράγματα εκεί πέρα,
Καρδιά μου;
(Μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης, Το χειμωνιάτικο ταξίδι, Άγρωστις 1989)
Η Ανάληψη του Μεσολογγίου (Missolunghis
Himmelfahrt)
Έπεσες, Μεσολόγγι; Έπεσε η πόλη, πάρθηκε;
Όχι. Μέσα σε θρίαμβο βροντής,
Σε λαμπηδόνες αστραπής,
Υψώθηκε στον ουρανό,
Πέτρα και γη, πύργος και ανάχωμα πνοής,
Της νίκης άρματα και ήρωες, κομμάτια,
Μέσα σε πάταγο θανατερό!
Και τους νεκρούς ακόμα που έκρυβες
Στη μαύρη του τάφου αγκαλιά,
Ελεύθερους τους σήκωσες
Για ν’ ανταμώσουν πάλι
Ψηλά στου αιθέρα
Τον λεύτερο αέρα,
Όπου τους αγκαλιάσανε οι ψυχές
Αγαλλιάζοντας, όλο χαρά,
Που λυτρωθήκαν απ’ τη συμφορά.
Την πόλη, δες, την Ιερή,
Τις ντάπιες των μαρτύρων,
Στάχτη σωρός, μια ερημιά
Στη ματωμένη ακτή.
Ελάτε σεις,
Των Χριστιανών οι κεφαλές
Που με της δύναμης το σκήπτρο
Ειρήνη διακηρύξατε και τάξη
Κι ένα Συμβούλιο Σοφών
Για να την διαφυλάξει
[…]
(Μτφρ. Συμεών Σταμπουλού, περ. Νέα Ευθύνη, τχ. 52-53, Ιαν.-Ιούλ. 2021)