Χάρτης 64 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-64/klimakes/into-the-box-iliakhtides-sta-mploitzin
Ως συνήθως ο κόσμος (η φράξια της γενιάς μας, πάει να πει, γιατί αυτό ήταν το σύμπαν όλο: η Φράξια της Γενιάς μας) ήταν εγελιανά χωρισμένος στα δύο: εν προκειμένω, καβγαδίζαμε με απρεπέστατο φανατισμό για το αν ο Frank Zappa μας κατέστρεψε ή εάν, απεναντίας, ο Don van Vliet ήταν αυτός που μας οδήγησε στον όλεθρο. Και πίσω απὸ την πλάτη μας η Κρυπτομνησία έκανε τη δουλειά της: ο Captain κυκλοφορεί, τον Νοέμβριο του 1974, το Bluejeans & Moonbeams / ο Θοδωρής Μανίκας κάνει εκπομή στο Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι, τέλη δεκαετίας του εβδομήντα, με τίτλο Ηλιαχτίδες στο μπλουτζίν μου / ο Μπαμπασάκης αρχίζει να γράφει στο χέρι, στις 14 Δεκεμβρίου του 2023, το συναρμολογούμενο μυθιστόρημα Ηλιαχτίδες στα μπλουτζίν […και να ξαμολυθούμε στ᾽ αστέρια και να ᾽χουμε πάλι ηλιαχτίδες στα μπλουτζίν!]
— Κι Εκείνη με τις Doc Martens της (μετά τον τρίτο δυνατό καφέ με άρωμα καραμέλα βουτύρου να είναι πλέον, και επιτέλους, συντονισμένη με την πραγματικότητα της επιλογής της· πάει να πει με την αρχιτεκτονική της σκόρπιας δυναμικής ονειρικής υφής της πραγματικότητας, ήτοι εξακολουθώντας να ονειρεύεται αλλά avec les yeux ouverts, όπως το ήθελεν ο Μπρετόν, όπως το ήθελεν ο Ντεμπόρ, καθόσον Εκείνη ήταν θιασώτις και υπέρμαχος της αντιστροφής του περιλάλητου “pack up the moon and dismantle the sun’’ —Όντεν, Απρίλιος 1936— μιας και πάντοτε πάντα αείποτε και απαρεγκλίτως μετά τον τρίτο δυνατό καφέ με άρωμα καραμέλα βουτύρου, απομακρυσμένη απαλά κατά τα ειωθότα από το εωθινό ενύπνιο, το οναράκι, εκθείαζε το φεγγάρι & τον ήλιο, άνθη —σαν του Τσίγκου, έχει ειπωθεί— και χαμόγελα παιδιών εκθείαζε, και χαρταετούς του Ακριθάκη συνάμα, και με τα μάτια ορθάνοιχτα, διάπλατα ανοιχτά, γλεντούσε το θαύμα της οράσεως, με το βλέμμα ρουφούσε τον κόσμο τόσο ως βούληση όσο και ως παράσταση, ναι, Γιάννη Ρίτσο, άρμεγε με τα μάτια της το φως της οικουμένης, και, καίτοι παιδιάστικα συνοφρυωμένη, μα με μύτη ηδύτατα γαλλική, απολάμβανε τις ευωδιές των λουλουδιών στο εργαστήριο και γραφείο της, και ανοιγόταν στον κόσμο και επέτρεπε στον κόσμο να Της ανοιχτεί με τη σειρά του, και καλωσόριζε με τα κοχυλάκια ώτα της ακόμα και την κακοφωνία και τον ορυμαγδό της πόλης, κι έπιανε να υποτονθορύζει μέσα Της «σε μια ρώγα από σταφύλι έπεσαν οχτώ σπουργίτες / μεθοκόπαγαν οι φίλοι / τσίρι τίρι τσιριτρό / τσιριτρί τσιριτρό», και μουρμούριζε ψευτοέντονα & περιπαιχτικά σ᾽ εκείνον «ζόμπι, Νώε, γεροζόμπι, πάλι άτσαλα έδεσες τα κορδόνια μου, μεθυσμένε πρωινιάτικα, Ανθέ μου» —
— Κι εκείνος με τις Doc Martens του (μετά το τρίτο ποτηράκι άχραντο κόκκινο κρασάκι, λουσμένος φεγγαρόσκονη φερμένη απ᾽ την Καλκούτα, καθώς όρισεν ο Αγιονικοκαρούζος, με μάτια που φεγγοβολούσαν ήδη από την στιγμή που Της έδεσε, έστω άτσαλα άγαρμπα αδέξια τα κορδόνια, με λέξεις, τουρλού-τουρλού αρχικά μες στον διοπτροφόρο νου του, αλλά, βαθμιαία, σε διάταξη ψυχής, με λέξεις ασφαλώς συγκερασμένες, τελεσφόρες, προκειμένου να επιδοθούν, Εκείνη και εκείνος, βαδίζοντας νωχελικά, με ελαφρώς και κατά τι κεκαμμένους τους ώμους αμφότεροι, στις οδούς Σκύρου και Σπετσών και Σύρου, σε μιαν από εκείνες τις περιελισσόμενες, οξυδερκείς, όπως Εκείνη τις χαρακτήριζε μειδιώντας προς τις νεφέλες, συζητήσεις τους σχετικά με τη σημασία και το νόημα της Ποιήσεως και της Τέχνης σ᾽ έναν κόσμο αλλόφρονα και σαλταρισμένο, σε μια κατακερματισμένη αντιπραγματικότητα, σε ένα σύμπαν ασπόνδυλο, γεμάτο ερωτήσεις ανυπόστατες (π.χ. τι ζώδιο είσαι & π.χ. θέλεις ζάχαρη στον καφέ σου;) αλλά και συζητήσεις σχετικά με τη ροή των δευτερολέπτων, με την περιδίνηση των στιγμών, και επίσης σχετικά με το πνεύμα της άμυνας και με την άμυνα του πνεύματος, συν —βεβαίως— σχετικά με την σαρακοστιανή νηστεία και εν γένει τη μυσταγωγία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τη νηφάλιο μέθη, την πορεία προς συνάντηση του «εγγίζοντος Θεού», καθόσον καιρό τώρα μελετούσαν περιπαθώς το Αρχείον του Πεντζίκη και του Αγίου Σιλουανού τον βίο όπως τον ιστόρησεν ο Σωφρόνιος) —
— Κι Εκείνη με τις Doc Martens της, κι εκείνος με τις Doc Martens του, μετά τον τρίτο (Της) καφέ και το τρίτο (του) κρασάκι, να σεργιανάνε στης Κυψέλης τα καντούνια, επιδιδόμενοι ήδη και ως εικός και προτού φτάσουν στον προορισμό τους, στο θαλπερό μαγέρικο «Μυρτιά», σε μιαν από τις (μελλοντικώς) θρυλικές συζητήσεις τους, τούτη τη φορά σχετικά με τη φράση του Πεντζίκη «Ο χρόνος κατά το αυτό θεωρητικό σημείωμα, ξένος προς τον σταθερό βράχο, αποτελεί σειρά αναδιπλώσεων, ανεξάρτητη από γέννηση και θάνατο, τα δυο μαζί, σβησμένο και εν ταυτώ αναμμένο λυχνάρι» (Αρχείον) εν συνδυασμώ με τη φράση της Άιρις Μέρντοχ «Μιλάμε για υπαρκτή αγωνία, σαν κι αυτή που πρέπει να νιώθει το έντομο καθώς ξεπροβάλλει από τη χρυσαλλίδα ή το στριμωγμένο έμβρυο καθώς χτυπιέται για να βγει στον κόσμο. Δεν ήταν ούτε μετακίνηση στο παρελθόν. Η μνήμη τώρα φάνταζε περίπου άσχετη. Τώρα πλέον επρόκειτο για έναν καινούργιο όρο ύπαρξης» (Θάλασσα, θάλασσα) και με την φράση του Κολμ Τόιμπιν «Πάνω απ᾽ όλα όμως δεν ήξερε αν το σχέδιό του να δραματοποιήσει το καθαυτό πέρασμα του χρόνου ή το χρόνο που κόβει ταχύτητα, σαν να ήταν πρόσωπο και ο χρόνος, θα συγκινούσε τους αναγνώστες του βιβλίου. Μέσα του χαμογελούσε στη σκέψη πως τούτο το βιβλίο είχε πηγάσει από τις πιο προσωπικές εμμονές και ίσως ευδοκιμούσε περισσότερο σε προσωπική σφαίρα», καθώς μήνες τώρα τους απασχολούσε έντονα το ζήτημα του χρόνου και της μνήμης, ενώ χρυσοστραφτάλιζαν τα σύννεφα στον αττικό ουρανό, ενώ ένα αεράκι απαλό δρόσιζε τα μάγουλα Εκείνης, μάγουλα που το δίχως άλλο θα εγκωμίαζε ο Ανδρέας Μπρετόν εάν συνέχιζε να συνθέτει και εάν επεξέτεινε εξαισίως τον θεσπέσιο ύμνο στον έρωτα και στην αγάπη, το ποίημα “Union libre’’ που ο αείμνηστος φίλος εκείνου ήδη από το 1980, ναι, ο αείμνηστος Νάνος Βαλαωρίτης, μετέφρασε ως «Ελεύθερη Ένωση» και δημοσίευσε στο ρηξικέλευθο περιοδικό Πάλι, στο έκτο (και δυστυχώς —ας όψεται η δικταορία των συνταγματαρχών— τελευταίο) τεύχος —Δεκέμβριος 1966, 20 δρχ., χειρόγραφα και αλληλογραφία στον Ν. Βαλαωρίτη, Αναγνωστοπούλου 52, Αθήνα— και στις σελίδες 82-85, μόνο που παρέλειψε (;) ο ειρημένος Μπρετόν, ενώ εγκωμίασε (κατά σειράν) μαλλιά, σκέψεις, μέση, στόμα, δόντια, γλώσσα, ματόκλαδα («η γυναίκα μου με ματόκλαδα όρθιες γραμμούλες παιδικής γραφής»), φρύδια, κροτάφους, ώμους, καρπούς χεριών, δάχτυλα («… τύχης και καρδιάς άσσου κούπα), μασχάλες, μπράτσα, γάμπες, κινήσεις, πόδια, λαιμό («… μαργαριταριού αλεσμένου κριθαριού, χρυσής κοιλάδας»), στήθια, κοιλιά («… βεντάλιας των ημερών όταν ξεδιπλώνεται»), ράχη, πλάτη, σβέρκο, γλουτούς, αιδοίο (« … γλαδιόλας, φλέβας χρυσού κι ορνιθορύγχου, αιδοίο φύκια και καραμέλες του παλιού καιρού»), μάτια («…στο ύψος του νερού στο ύψος του αέρα της γης και της φωτιάς»), ας επαναληφθεί παρέλειψε (;) να εγκωμιάσει τα μάγουλα, τα οποία μάγουλα Εκείνης, εάν έβλεπε τώρα που βάδιζαν εκείνος κι Εκείνη στην Κυψέλη, κάτω από τα χρυσοστραφταλιστά σύγνεφα, ο Ανδρέας Μπρετόν σίγουρα θα εγκωμίαζε επεκτείνοντας το φλογοβόλο ποίημα «Ελεύθερη Ένωση», όχι, δεν υπάρχει περίπτωση να μην εγκωμίαζε αυτά τα μάγουλα από φίλντισι και από αλάβαστρο και από πετροκέρασο και από πέταλα καμέλιας και ορχιδέας και ντάλιας —
— Κι Εκείνη με τις Doc Martens της, κι εκείνος με τις Doc Martens του περπατούσαν και συνομιλούσαν και ανέλυαν τη φράση του Πεντζίκη και τη φράση της Μέρντοχ και τη φράση του Τόιμπιν, κι εκείνος εντός παρενθέσεων αναπολούσε τους καβγάδες με τους επιστήθιους φίλους του στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα με θέματα εμπρηστικά όπως ποιος έπρεπε να θεωρείται πιο ολέθριος για την επικείμενη και βέβαιη κοινωνική τους αποτυχία, σε μια θεωρούμενη από τους ίδιους αποτυχημένη κοινωνική συγκρότηση, ο Zappa ή ο Beafheart, του οποίου ο τίτλος του δίσκου Bluejeans & Moonbeams, ενέπνευσε τον τίτλο της εκπομπής του δανδή της ροκενρόλλας Θοδωρή Μανίκα στο Τρίτο Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι, τίτλος που ασμένως έμελλε να υιοθετηθεί, μέσω κρυπτομνησίας, από τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη, όταν θα άρχιζε, στις 14 Δεκεμβρίου του 2023, να γράφει ένα μυθιστόρημα-αρχείο, στο οποίο φυσικά θα εγκωμίαζε εκείνα τα φωτοβόλα μάγουλα Εκείνης, ένα μυθιστόρημα-αρχείο πολυσέλιδο και γραμμένο στο χέρι με την αγαπημένη του πένα, ένα μυθιστόρημα-αρχείο στο οποίο η αγάπη, όπως και το ον, θα λεγόταν πολλαχώς, ένα μυθιστόρημα-αρχείο που θα το συνέθετε επί χρόνια και ως εάν να ήταν ντιτζέι που σαμπλάρει, ένα μυθιστόρημα-αρχείο όπου θα σκόρπιζε στρατηγικά κομμάτια κι αποσπάσματα από άλλα λογοτεχνήματα, ακόμα και παλαιότερα δικά του αλλά κυρίως των δημιουργών που του άνοιξαν μάτια και δρόμους, ένα μυθιστόρημα-αρχείο που θα έγνεφε προς τον ντανταϊσμό και που θα ήταν ένα έγγραφο ρεπεράζ στα τοπία μεγάλων ερώτων, ένα κολλάζ θραυσμάτων από την αλληλογραφία ανδρών και γυναικών επιφανών, ένα ασαμπλάζ κομματιών αποσπασμένων από αγαπημένα του εικαστικά έργα, μια ινσταλέισον λέξεων που γίνονται τρισδιάστατες, ένα παλίμψηστο, για να το πούμε μονολεκτικά, ναι, ένα μυθιστόρημα-αρχείο με τίτλο (βεβαίως, βεβαίως!) Ηλιαχτίδες στα μπλουτζίν […και να ξαμολυθούμε στ᾽ αστέρια και να ᾽χουμε πάλι ηλιαχτίδες στα μπλουτζίν!]—