Χάρτης 64 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-64/klimakes/vraveia
Βλέπω τη γλώσσα και μέσα της βλέπομαι. Κι αυτό που βλέπω, είναι ένα ανυπόφορο παιδί -αλλά όχι “ο ιδιοφυής”, “το παιδί κατά βούλησιν”, του Μποντλέρ. Βλέπω ένα κατ' ανάγκην παιδί. Η ανάγκη το κάνει ανυπόφορο. Την ανάγκη αυτή την ισοφαρίζω με την αρνητικότητα και με μια αισθητική της αποφατικότητας, που περιορίζει τη σημασία της επικοινωνίας στη μοναχική θέαση του έργου τέχνης. Παρά ταύτα, εκφράζομαι με λυρισμό όταν μελετώ το γνωστικό μου ―άγνωστο― αντικείμενο: τον θάνατο.
Δεν με εκπλήσσει η συστηματική αποσιώπηση του έργου μου από τις Επιτροπές. Αντίθετα με έχει ευνοήσει στο μέτρο που οι κρίσεις τους δηλώνουν ένα συνεχιζόμενο “Μανή, θεκέλ, φάρες”, που σημαίνει ότι “ζυγίστηκαν και ευρέθησαν ελλειπείς”.
Και επειδή έχω αποδεχτεί την αποσιώπηση σαν το τίμημα του ονόματός μου ―η κατάθεσή μου γι' αυτό που έγινα― έμαθα πώς να διασκεδάζω με τους συγχρόνους μου ― όπως ο Καβάφης που με την τέχνη πάλι «ξεκουράζεται από τη δούλεψή της».
Συνεχίζοντας λοιπόν: «Είμαι γνωστός ασθματικός. Λοιπόν είναι δικό μου το λαχάνιασμα όπου τ’ ακούτε». (Σινόπουλος).
Δεν πρόκειται όμως να ανοίξω το στόμα μου ούτε για τη σύσταση αυτών των Επιτροπών τύποις, ούτε για την κατ’ ουσίαν ανυπαρξία τους (υπήρξα και εγώ προ ετών μέλος). Και παρότι δεν ξεπερνώ αυτό που επίμονα διατηρώ (την αρνητικότητα) προκειμένου να προφυλάξω το παιδί, έχω επίγνωση των ορίων μου όπου και ακονίζω το μαχαίρι.
Η παιδική ηλικία δεν θα με ξεβράσει στη σοβαροφάνεια της ζωής των ενηλίκων που νομίζουν ότι χρειάζονται το παρελθόν και γι’ αυτό δεν χειρίζονται εικόνες από το μέλλον. Για μένα, οι θεσμοί είναι υπόλογοι στη Δικαιοσύνη. Η Δικαιοσύνη είναι διάκριση αξιών. Η αξία είναι εκτίμηση. Διαφορετικά, φρουρός του θεσμού είναι εκείνος ο φύλακας προ της θύρας του νόμου στον Κάφκα. Η μόνη μάχη που δίνει είναι για να παραμένει στο θυρωρείο, στον έντρομο ναρκισσισμό ή στα οφέλη εκ της θέσεώς του.
Στη Θεσσαλονίκη, τις προάλλες, ο Δημήτρης Καμαρωτός δημιουργώντας εκ νέου το «Προσδοκώ» αντί αναπαράστασης του θεατρικού κειμένου, έφτιαξε εικόνες, ώστε το έργο μου να είναι ό,τι είχε αρχίσει να γίνεται στη σκηνή. Έτσι αισθάνθηκα, βλέποντας. Έτσι υπολόγισα την αίσθησή μου εκτός του δικού μου αισθητικού κριτηρίου. Έτσι κατάλαβα ότι το χιούμορ και όχι η μιζέρια είναι η αβρότητα του “υπερεγώ”, να ξέρει να αποσύρεται εκεί που “το εγώ οφείλει να πάει”. Αλλά επειδή στον Φρόιντ όσο και στον Μαρξ βλέπω τον άγγελο της Ιστορίας, αντιλαμβάνομαι ότι γράφω μιαν αλήθεια γι' αργότερα.
Έχω και έχετε να πούμε πολλά, αλλά τη φορά αυτή με μια γλώσσα που είναι και δείκτης εξουσίας του καθενός μας και φιλολογία. Διότι ο σχηματισμός των γραμματικά ορθών φράσεων των πορισμάτων σας και των επιχειρηματολογημένων αποφάνσεών σας για τα καθηλωμένα άτομα που είσαστε, είναι το προαπαιτούμενο της υποταγής.
Και παρότι δεν αναγνωρίζω δύο είδη γλωσσών αλλά δύο πιθανές εκδοχές της ίδιας γλώσσας, κι όσο περισσότερο αυτή η μία γλώσσα υποδέχεται τις πιθανότητές της, τόσο και προσεγγίζει όχι τη φιλολογία αλλά την “παρτιτούρα”, που μου έδειξε ο Καμαρωτός, μετασχηματίζοντας τα νοήματα σε μουσική.
Από διετίας, ο Χάρτης με συμπεριέλαβε στους “εκλέκτορες” του ετήσιου βραβείου του. Ζήτησε το γούστο μου χωρίς αιτιολογικές εκθέσεις, ψηφοφορίες, συνεδριάσεις κτλ. κάτω από το τραπέζι. Ζήτησε ένα de gustibus. Γνώριζε προφανώς πως η λογοτεχνία “παραμένει το αντικείμενο της κριτικής αλλά η κριτική δεν φανερώνει τη λογοτεχνία”, σα να έχει την ίδια άποψη με τον Μπλανσό: “όσο περισσότερο η κριτική πραγματώνεται τόσο περισσότερο οφείλει να αυτοεξαλείφεται”. Θεωρεί κι αυτός τον κριτικό απαραίτητο, όχι γιατί το έργο δεν είναι επαρκές αλλά γιατί “ανάμεσα στην ιστορία και το έργο πρέπει να παρεμβληθεί αυτό το πονηρό υβρίδιο ανάγνωσης και γραφής”.
Το θέμα με αυτό το πονηρό υβρίδιο είναι αν θα μπορούσε να γράψει χωρίς να πρέπει να διαβάσει και ακόμη περισσότερο να διαβάσει χωρίς να χρειάζεται να γράψει.
YΓ. Είναι αφελής όποιος πιστέψει στην τροποποίηση του status του θεσμού των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων. Το πρόβλημα που θέτει η κριτική δεν είναι νομοτεχνικού χαρακτήρα αλλά αισθητικού. Και το περίφημο de gustibus non est disputandum συνιστά κατά τη γνώμη μου υπεκφυγή. Συζητάμε και αξίζει να σκεφτούμε ότι η αισθητική είναι περισσότερο κοινωνικό ζητούμενο παρά ατομικό και πως το πρόβλημα μεταξύ ενός «γουστάρω» και ενός «διακρίνω» επιλύεται μόνο με τη σύνθεση μεταξύ της τάσης και του τρόπου που την ικανοποιεί. Διότι η τάση (το γούστο) ικανοποιείται εν τέλει με μέσα που δεν εξαρτώνται μόνον από αυτήν. Και φυσικά η αρχή της αντιπροσώπευσης, ξέρω ξέρω…
Αλλά το κακό γούστο του κράτους που το περνάει δια του εκάστοτε «αρμόδιου» υπουργού στις «αρμόδιες» Επιτροπές κρίσης, δεν βελτιώνεται. Αντιθέτως, επιδεινώνεται κατευθυνόμενο στην αισθητική της μαζικότερης των τρόπων, τουτέστιν της τηλεόρασης. Ως εάν οι επιτροπές αυτές να είναι προθάλαμος των media και της αγοράς.
Ο πολιτισμός και οι επιλογές του δεν είναι οι εκλογές του Κασσελάκη από τη βάση, δηλαδή την πλειοψηφία. Άλλη είναι η βάση της αισθητικής κρίσης: η κινούμενη άμμος στην κλεψύδρα του έργου. Απ’ όλους τους κόκκους, αυτοί που θα συγκινηθούν θα μείνουν σαν κατακάθι στο γυαλί.