Χάρτης 64 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-64/hartaki/to-palio-ghliko-krasi-toi-erota
Λένε ―κι έτσι είναι― πως ο Έρωτας συντροφεύει τα νιάτα.
Ναι, έτσι είναι, αλλά είναι και κάτι ακόμα ― ελάχιστοι αυτό το θυμούνται.
Ο Έρωτας γλυκαίνει και τα γηρατειά. Ίδια με τη δροσιστική σκιά μιας βαλανιδιάς κι ίδια με τη μεθυστική οσμή της φλαμουριάς.
Από τα παλιά, τα παμπάλαια χρόνια ―από την εποχή των μύθων― συμβαίνει αυτό. Τουλάχιστον από μια μακρινή εποχή, όπου σε τόπο φτωχό, κάπου χωμένο ανάμεσα σε βουνά και φαράγγια, ζούσαν ο Φιλήμονας και η Βαυκίδα.
Μαζί από τα νιάτα τους, από τότε που με μια πρώτη ματιά ερωτευτήκανε. Και από τότε, από τα νιάτα τους είχαν επιλέξει να στήσουν το σπιτικό τους κάπως απόμερα από τα άλλα σπιτικά του χωριού τους ― στη σκιά του βουνού, στην απότομη ράχη φαραγγιού.
Κι εκεί στη ερημιά και μέσα στη προστασία των βράχων ο Φιλήμονας άπλωνε τα χέρια του για να κλείσει πάνω στο πλατύ του στήθος ―γερό το κορμί του ίδια με κορμό βελανιδιάς― τη αγαπημένη του, την Βαυκίδα που τα πλούσια μαλλιά της μοσχομύριζαν ίδια με τα μικρά, κιτρινωπά λουλουδάκια της φλαμουριάς.
Ο Έρωτας ζητά την απομόνωση ― και οι δυο ερωτευμένοι νέοι πήραν την απόφαση απομονωμένα να περάσουν τη ζωή τους. Μέχρι το τέλος της… Όποτε κι αν αυτό ερχότανε.
Τέκνα δεν αξιώθηκαν. Όποτε ―και τις δυο φορές― που η Βαυκίδα αισθάνθηκε μια νέα ζωή να σαλεύει μέσα στα σπλάχνα της ― πάνω στους τρεις, ίσως και στους τέσσερις μήνες, αυτά τα ίσια τα σπλάχνα έδειχναν ανίσχυρα να συγκρατήσουν ότι πάνω τους λαχτάραγε να γραπωθεί και η Βαυκίδα έβλεπε το σκούρο, το πηχτό το αίμα να ποτίζει το σκληρό χώμα στο χωράφι τους και η μόνη παρηγοριά που της απέμενε ήταν μετά από λίγες μέρες να φυτεύει στο σημείο εκείνο κάποιο φυτό, από αυτά που ξέρουν να ευδοκιμούν ακόμα και ανάμεσα σε πέτρες.
Έτσι κι ο ερωτάς τους ήξερε να ευδοκιμεί.
«Είσαι για μένα και μάνα και σύντροφος και θυγατέρα… Είσαι η γυναίκα μου και η συντροφιά μου» ο Φιλήμονας τη νανούριζε τα βράδια κάτω από τις κρύες αστροφεγγιές.
«Είσαι για μένα και πατέρας και σύντροφος και υιός… Είσαι ο άντρας μου και ο σύντροφός μου» η Βαυκίδα του μουρμούριζε τα βράδια όταν η σιωπή του χιονιού έμπαινε μέσα στο φτωχικό τους.
Ερωτευμένοι. Και θυμόντουσαν να γιορτάζουν αυτόν τον έρωτα άλλοτε μαζεύοντας άγρια βατόμουρα για να έχουν πιο βαθύ κόκκινο τα χείλη τους όταν φιλιόντουσαν, άλλοτε πάλι αφήνοντας ψίχουλα κριθαρένιου καρβελιού να τσιμπολογάνε τα πετούμενα τις μέρες που ο πάγος πάγωνε τις ρωγμές των βράχων, άλλοτε πάλι χαιρετώντας από το ύψωμα του σπιτιού τους, τους περαστικούς ξωμάχους που όμως κανένας από αυτούς δεν είχε σκεφτεί να μοχθήσει παίρνοντας την ανηφόρα για να φτάσει στο απομακρυσμένο και φτωχικό σπιτικό τους.
Μόνοι τους, μα η μοναξιά τι τάχα να ‘ταν δεν το γνώριζαν. Ολόγυρά τους χέρσα γης ― πουρνάρια και καχεκτικά κλίματα. Με κόπο και ιδρώτα ο Φιλήμονας είχε καταφέρει να φτιάξει ένα μικρό μποστάνι ― ίσα για να έχουν κάποια χορταρικά να βράζει στο τσουκάλι η Βαυκίδα.
Μαζί τους, τα μόνα άλλα ζωντανά πλάσματα, μια κατσίκα και τρεις όρνιθες. Και κράταγε η Βαυκίδα μερικές από τις λεξούλες που της χάριζε τα βράδια ο Φιλήμονας ―«καλή μου» και «λουλουδάκι μου» και «βεργολυγερή μου»― και με αυτές καλημέριζε την κατσικούλα και τις όρνιθες της κι έτσι έφερνε κάθε πρωινό στην κουζίνα της παχύ γάλα και δίκροκα αυγά.
Το γάλα και τα αυγά ποτέ δεν έλειψαν από το λιτό δείπνο του ζευγαριού. Κι ακόμα κάποια φρεσκοκομμένα χορταρικά, κριθαρένια παξιμάδια και στυφό κρασί ―όλα τους φτιαγμένα από τον μόχθο του Φιλήμονα― σκληρή υπόθεση να τιθασεύεις αγρό στα χείλη φαραγγιού και σκιασμένο από βουνίσιο όγκο.
Όλα τους μαγειρεμένα από τα χέρια της Βαυκίδας, χέρια που ξέρανε να χαϊδολογούν ― τέχνη μεγάλη να ξέρεις να χαρίζεις στη γεύση τον πλούτο ενός συναισθήματος.
Μόνο ―ή μήπως όλα;― αυτά!
Κι ο Έρωτας τους. Που μέστωνε μαζί τους όσο τα σώματά τους μεστώνανε, που γέρναγε μαζί τους όσα κι οι ίδιοι γερνούσαν. Που όσο αυτοί αναπνέανε, ανάπνεε κι αυτός.
Και πάντα θυμότανε να τους χαρίζει ένα φιλί την κάθε μέρα, να ενώνει την ανάσα του με τις δικές τους, να πηγαίνει και να κουρνιάζει μέσα στις παλάμες τους καθώς αυτές αφήνανε το χάδι τους δίπλα στις ρυτίδες εκεί στα μάγουλα και στη βάση του λαιμού που όλο και περισσότερες γινόντουσαν.
Έτσι περνούσανε καλοκαίρια και χειμώνες· μήνες και χρόνια. Μέρες και νύχτες.
Μέχρις εκείνη τη νύχτα ―προχωρημένο φθινόπωρο ήταν και το αγιάζι κατρακυλούσε στη ρεματιά― που ενώ ο Φιλήμονας και η Βαυκίδα ετοιμαζόντουσαν να καθίσουν στο τραπέζι ―λίγα κάστανα και βατόμουρα θα ήταν το φαγητό τους― χτύπημα επίμονο τράνταξε την πόρτα του μικρού σπιτιού.
Κοίταξε κάπως έκπληκτη η Βαυκίδα τον Φιλήμονα ― καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που κάποιος είχε χτυπήσει τη θύρα τους!
Με σταθερά βήματα και ακόμα πιο σταθερή κίνηση ―τι να φοβηθεί όποιος ποτέ κακό για άλλον δεν έχει σκεφθεί;― ο Φιλήμονας πλησίασε την εξώθυρα· την άνοιξε.
Είδε δυο άντρες.
Από πίσω τους απλωνότανε η ράχη του βουνού και κάποιες λάμψεις ―βουβές λάμψεις― φωτίζανε τους όγκους των βράχων.
Βαριά, υγρή η ατμόσφαιρα, καταιγίδα πως έφτανε δείχνανε τα σημάδια και ο γέρος Φιλήμονας, παραμέρισε και προσκάλεσε τους ξένους…
«Ελάτε!... Βάρυνε ο καιρός… Στο σπιτικό μου μπορείτε να περιμένετε να κοπάσει η μπόρα»
Οι δυο άντρες προχώρησαν μέσα στη κάμαρα. Και ο όγκος του ενός ―του μεγαλύτερου― λες και γέμισε όλο τον χώρο. Ηλικιωμένος κι αυτός, μα καλοστεκούμενος, πλούσια όσο και λιτά ντυμένος ― από αγνό μαλλί προβάτου ήταν φτιαγμένη η χλαμύδα του που έφτανε έως τα δερμάτινα σανδάλια των ποδιών του. Γένια πυκνά, ακόμα δεν είχαν χάσει το σκούρο χρώμα τους. Και μάτια μαύρα. Ίδια με κάρβουνο που ετοιμαζότανε να πυρώσει.
Πίσω και δίπλα του, ο άλλος. Σαφώς νεότερος. Ίσως και γιος του πρώτου ― ένας σεβασμός συγκρατούσε τις κάπως ανάλαφρες κινήσεις των άκρων του. Κοντή και πιο λεπτοδουλεμένη η δικιά του χλαμύδα, άφηνε ελεύθερα πόδια και μπράτσα. Τα δάχτυλα του ενός χεριού κρατούσαν βέργα περίεργη ― ήταν μισόφωτο μέσα στην κάμαρα και δεν βόλευε να διακρίνει κανείς τι μπορεί να ήταν αυτό που τυλιγότανε ολόγυρα από το λεπτό, ομοιόμορφα σκαλισμένο ξύλο.
«Ελάτε…» η Βαυκίδα είχε βρεθεί πίσω από τον άντρα της και προσκάλεσε κι αυτή τους ξένους, «Καθήστε…» τους έδειξε σκαμνιά ολόγυρα από το τραπέζι.
Σα να γλύκανε το βλέμμα του ηλικιωμένου και με ήσυχη δρασκελιά πλησίασε το σκαμνί. Κάθισε και αναστέναξε.
Ο νεότερος, κάπου πιο δίπλα κάθησε κι αυτός και με φωνή νεανική ―ίχνη βραχνάδας μπορεί και να φανερώνανε μια όψιμη εφηβεία― ζήτησε,
«Λίγο νερό υπάρχει;»
Μήτε απαίτηση, μήτε όμως και παράκληση. Απλώς μια φράση ― ερώτηση και επιβεβαίωση.
Κάπως έτσι θα μιλάνε οι άρχοντες ― σκέφτηκε ο Φιλήμονας και η Βαυκίδα αφού βιάστηκε να αφήσει πάνω στο τραπέζι κανάτα και ποτήρια, είπε ― αυθόρμητα μίλησε, έτσι όπως αυθόρμητα προσκαλούνε στο τραπέζι τους όσοι είναι χορτασμένοι από συναισθήματα:
«Δείχνετε κουρασμένοι… Θα πεινάτε κιόλας… Να μοιραστούμε όλοι ό,τι υπάρχει…»
Ο Φιλήμονας γέλασε.
«Μα τι είναι αυτά που λες, καλή μου; Ήρθαν στο σπίτι μας διαβάτες και εμείς θα τους φιλέψουμε κάστανα και αγριόχορτα;… Θα πάω να σφάξω και μια από τις κότες μας… Ώσπου να την μαδήσω, φούντωσε εσύ τη φωτιά και βάλε νερό να βράζει…»
Χαμογέλασε η Βαυκίδα.
«Καλά λες… Και θυμήθηκα τώρα πως μας έχει μείνει και λίγο τυρί… Φτάνει για μια πίτα…»
Ο ηλικιωμένος ξένος ανασήκωσε το χέρι του.
«Μόνο νερό… Κι αυτό φτάνει για να …» δεν ολοκλήρωσε τη φράση του.
Μα ο νεότερος γέλασε και πρότεινε
«Αν έχετε και κρασί… Στον πατέρα μου, αλλά και σε μένα αρέσει το απόβραδο να πίνουμε ένα δυο ποτηράκια»
Νέα κανάτα πάνω στο τραπέζι ακούμπησε η Βαυκίδα, και ο Φιλήμονας γέμισε τα ποτήρια των δυο ξένων.
«Μόνο που είναι κρασί στιφό… Φτωχό το έδαφος και βαρύς ο όγκος του βουνού πάνω στο χωραφάκι μου»
Δεν είπαν τίποτε οι δυο ξένοι. Μα με απανωτές γουλιές αδειάσανε τα πήλινα ποτήρια. Και μετά ο ηλικιωμένος αναστέναξε.
«Το κρασί σας μου ζέστανε τα σωθικά… Θεϊκή η γεύση του» είπε
Ξαφνιάστηκε το ανδρόγυνο. Κοίταξε ξαφνιασμένος ο Φιλήμονας την γυναίκα του. Η Βαυκίδα ανασήκωσε τους ώμους της.
«Ελάτε πιέστε κι εσείς μαζί μας» πάλι με αρχοντική ανεμελιά ο νεότερος πρότεινε.
Κοκκίνησε η Φιλήμονας.
«Το τελευταίο ήταν… Μικρό το χωράφι μου και λίγο το κρασί που…», πήγε να δικαιολογηθεί.
Γελάσανε οι δυο ξένοι.
Και ο νεότερος έπιασε την κανάτα, την γύρισε, γέμισε ξανά τα δικά τους τα ποτήρια, γέμισε και δυο ακόμα.
«Λάθος θα έκανες… Γεμάτη η κανάτα με το κρασί σου είναι τώρα», είπε.
Με τα χείλη τους και μόνο στην αρχή, Φιλήμονας και Βαυκίδα τόλμησαν να αγγίξουν το κρασί και μετά με έκπληξη πήραν με απανωτές γουλιές να τα αδειάζουν.
Δεν ήταν το δικό τους στιφό, ξινό κρασί αυτό που γευτήκανε.
«Έτσι πρέπει να είναι το κρασί που πίνουνε οι θεοί…» μουρμούρισε ο Φιλήμονας και ο ηλικιωμένος άντρας γέλασε.
Γέλασε και σηκώθηκε.
Και είπε… Τους ενημέρωσε και τους συμβούλεψε.
«Ζείτε στην άκρη του χωριού σας. Το σπίτι σας πολύ πιο φτωχικό από τα άλλα σπίτια. Μα εσείς πιο πλούσιοι από τους άλλους συχωριανούς σας. Από όλους ζητήσαμε φιλοξενία. Όλοι μας την αρνηθήκανε. Μας έδιωξαν. Στυγνές καρδιές. Στεγνοί άνθρωποι. Χωρίς αγάπη. Με μίσος μόνο… Εσείς όμως… Αξίζετε μια ανταμοιβή!»
Η φωνή του ξένου βροντερή και πήγε και ενώθηκε με τη βροντή που ακούστηκε απ΄ έξω· με τον αντίλαλο του κεραυνού που κάπου πάνω στην κορυφή του βουνού έπεσε.
Ο νεότερος σηκώθηκε κι αυτός κι άνοιξε την εξώθυρα.
«Τραβάτε όσο πιο ψηλά μπορείτε. Μην φοβηθείτε τη νεροποντή που θα σας μουσκεύει.. Μη φοβηθείτε τους κεραυνούς που θα ακούτε να πέφτουν από πίσω σας, αγνοείστε όλα αυτά. Προχωράτε και μη γυρίσετε να κοιτάξτε πίσω σας, παρά μονάχα όταν όλος αυτός ο χαλασμός θα έχει τελειώσει»
Δίστασε η Βαυκίδα. Γύρισε προς τη μεριά του Φιλήμονα. Βουβή ερώτηση έστειλε το βλέμμα της.
«Γιατί;» ο Φιλήμονας κοντοστάθηκε κάτω από την κάσα της εξώθυρας και θέλησε να μάθει.
«Πες του!» ο ηλικιωμένος ξένος ζήτησε από τον σύντροφό του.
Κι αυτός ―πάντα με εκείνη την ελαφρώς βραχνή φωνή της όψιμης εφηβείας― εξήγησε.
«Γιατί αξίζετε κι εσείς να γεύεστε το δικό μας το κρασί… Το αξίζει η ζεστασιά του έρωτά σας… Ενός έρωτα που ξέρετε να τον μοιράζεστε με τους άλλους… Όπως το σταφύλι γίνεται κρασί, έτσι κι ο Έρωτας γίνεται Αγάπη… Μυστική και για λίγους η συνταγή» κάτι τέτοιο είπε και αμέσως έσπρωξε Φιλήμονα και Βαυκίδα να βγούνε έξω στην νεροποντή που δυνάμωνε. Μα πρόλαβε να κρεμάσει στον ώμο του άντρα ένα ασκί.
Και πήρε το ηλικιωμένο ζευγάρι ―τυλιγμένα τα χέρια τους και το κεφάλι εκείνης ακουμπούσε στον ώμο εκείνου― να ανηφορίζει και πίσω τους οι βροντές και οι κεραυνοί και αγριεμένα ρυάκια που γινόντουσαν ανυπότακτοι χείμαρροι.
Πίσω τους ολόκληρο το χωριό χανότανε.
Μα και οι αντοχές των δυο γέρων λιγοστεύανε.
Και κάποια στιγμή πρώτα κοντοστάθηκαν. Μετά σταματήσανε.
«Ποιοι να ήταν;» αναρωτήθηκε η Βαυκίδα.
«Ο ένας σίγουρα ο άρχοντας τον κεραυνών…», είπε ο Φιλήμονας
«Κι ο άλλος ο γιος του ο Ερμής», συμφώνησε μαζί του η Βαυκίδα.
«Ναι, πρόσεξες το ραβδί του… Ένα φίδι είχε τυλιγμένο ολόγυρα του»
«Γιατί μας σώσανε;» η γυναίκα κοίταξε μέσα τα μάτια τον άντρα. «Επειδή τους φιλοξενήσαμε;… Έτσι λέω εγώ…»
Ακούμπησε την παλάμη του ο Φιλήμονας πάνω στα βρεγμένα λευκά μαλλιά της συντρόφου του.
«Κάτι είπανε για τον ερωτά μας…»
Αναστέναξε η Βαυκίδα.
«Σταμάτησε η βροχή… να γυρίσουμε να κοιτάξουμε τώρα;» φοβισμένα ακούστηκε η φωνή της
Γυρίσανε.
Κάτω από μια θολή λίμνη όλο το χωριό.
«Όλα… Όλοι νεκροί!» ο Φιλήμονας βόγκηξε. «Μόνο εμείς σωθήκαμε… Μόνο εμάς μας έσωσαν ο Δίας και ο Ερμής»
Η Βαυκίδα βούρκωσε.
«Καλύτερα να μας είχαν κι εμάς αφήσει εκεί… Να είχαμε μαζί πεθάνει όπως όλη μας της ζωή μαζί τη ζήσαμε»
«Ναι, καλύτερα…» αναστέναξε ο Φιλήμονας.
Από τον ώμο του ξεκρέμασε το ασκί που του είχε δώσει ο Ερμής.
«Περίεργο δώρο» μονολόγησε.
Η Βαυκίδα ανατρίχιασε.
«Να το δοκιμάσουμε…» ζήτησε και ήταν σίγουρη πως αυτό που είχε ευχηθεί με μια γουλιά κρασί θα γινότανε αλήθεια.
Φέρανε τα πρόσωπά τους δίπλα, δίπλα. Ανοίξανε τα στόματά τους. Ο Φιλήμονας ανασήκωσε το ασκί, άφησε πάνω στα χείλη τους να κυλήσει το νέκταρ.
Κλείσανε τα βλέφαρα από τη γλύκα.
Δεν χρειάστηκε να τα ανοίξουνε ξανά.
Εκείνος είχε γίνει μια στιβαρή βελανιδιά. Εκείνη μια ολάνθιστη φλαμουριά.
Δυο δέντρα. Στην κορυφή ενός βουνού. Για πάντα το ένα δίπλα στο άλλο.