Χάρτης 33 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021
https://www.hartismag.gr/hartis-33/dokimio/pros-ti-na-ton-xypnhsoyme
ο Λάζαρος φτωχός σ’ όλες τις περιπτώσεις
Μαφρέδας Σ.Θ. Βήμα Πριν, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2021
Η συζήτηση για την φύση της ζωής πέραν από τον τάφο είναι αρχαία,[1] ατέλειωτη, κουραστική και πάντοτε υποκειμενική. Είτε με φιλοσοφικό πρόσημο, είτε με θεολογικό, η κατάσταση του μετά του ανθρώπου, που παύει να είναι άνθρωπος, να είναι δηλαδή ύλη ουσίας, κρατάει μέσα στην βιβλιογραφία ένα σημείο ανάφλεξης· και αυτό δεν είναι άλλο από την επαναφορά του Λαζάρου.
Το να γράψεις για το υποκείμενο Λάζαρος, χωρίς να προσκαλέσεις στο γραπτό και τον Χριστό είναι εκτός από ακατόρθωτο και άτοπο. Ο Λάζαρος είναι η απόλυτη ταραχή της ζωής και του θανάτου και κύριος υπαίτιος δεν είναι άλλος από τον στενό του φίλο, τον Χριστό.
Η ιστορία του Λαζάρου είναι η μεγαλύτερη όλων στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη και βρίσκεται στο κέντρο του.[2] Συνδέει για πρώτη φορά τον θάνατο με την ανάσταση. Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη αφηγείται τα επτά σημεία δράσης του Ιησού, ή αλλιώς τα επτά θαύματα. Ξεκινάει με τη μεταμόρφωση του νερού σε κρασί και τελειώνει με την επαναφορά του νεκρού σε Λάζαρο. Μπορούμε ωστόσο να παρατηρήσουμε μία φθίνουσα πορεία στο Ευαγγέλιο: ο κόσμος ολοένα και σοκάρεται, ολοένα και χλευάζει, τα θαύματα φέρνουν τα αντίθετα αποτελέσματα, οδηγώντας τον κόσμο να μεταμορφωθεί σε όχλο και να αποπειραθεί να λιθοβολήσει τον Ιησού και τους Μαθητές (προ ολίγου εζήτουν οι Ιουδαίοι να σε λιθοβολήσουν και πάλιν πηγαίνεις εκεί; Ιωάννης, κεφ. ια΄, 8). Χρειάζεται κάτι τρανταχτό για να πιστέψει ο κόσμος. Χρειάζεται τον Λάζαρο.
Όταν λέμε Λάζαρος, εννοούμε σχεδόν υπό οποιοδήποτε πρίσμα – και αυτό το κάνει εξαιρετικά περίπλοκο – έναν εαυτό που τίθεται όχι καθαυτός, αλλά από μία ανώτερη δυναμοποίηση. Γίνεται αντικείμενο θαύματος και μάλιστα εξαιρετικά ακραίου, ανέλπιστου και παράδοξου[3]
θαύματος: επιστρέφει μετά από τέσσερις ημέρες νεκρός στην [ξανα]ζωή. Στις «πλάτες» του Λαζάρου πραγματοποιήθηκε το δραματικό αποκορύφωμα του χριστιανικού μηνύματος: η ζωή που μέχρι τώρα σήμαινε θάνατος, από δω και πέρα σημαίνει Ζωή. Οργώνει ο καθένας τη ζωή του μέσα στην ασάφεια για να σπείρει το ζωντανό σκοτάδι [του], αλλά μέχρι εδώ, μας λέει το Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Από την αρχή του Ευαγγελίου, ο Ιωάννης μας λέει ένα πράγμα προσεκτικά και έντεχνα: η ανθρωπότητα πάσχει, τυφλώνεται, πεινάει, τριγυρνά αβοήθητη, πνευματικά σπασμένη, ετοιμοθάνατη, βαριά άρρωστη. Με το που ανακοινώνεται ότι ο Λάζαρος πέθανε, καταλαβαίνουμε ότι ο Ιωάννης με άλλα λόγια μας λέει ότι πέθανε η ανθρωπότητα.[4]
Ο τετραήμερος Λάζαρος έχει μία χρονική σημειογραφία πολύ σημαντική, δεδομένου ότι στην εβραϊκή σκέψη η ψυχή του αποθανόντος πιστεύεται πως δεν εγκαταλείπει το σώμα για τρεις ημέρες. Όμως η τέταρτη ημέρα κάνει τον Λάζαρο μία ψυχή αποκλεισμένη και μη αναστρέψιμη· προσφέρει αμήχανα την αντι-ανθρώπινη πεποίθηση ενός σίγουρου νεκρού. Διότι:
Δεν αναστήθηκε ο Λάζαρος πνέοντας τα λοίσθια από κάποια αρρώστια, όπως ο δούλος του εκατόνταρχου, ούτε δόθηκε ζωή σε ένα παιδί που μόλις είχε πεθάνει, όπως στην κόρη του αρχισυνάγωγου, ούτε σηκώθηκε όρθιος από το φέρετρο κάποιος νεαρός που επρόκειτο σε τάφο, όπως στην πόλη Ναΐν. Αλλά ένας άνθρωπος που ήδη είχε περάσει στην ιστορία και ήταν νεκρός από καιρό […][5]
Ο Ωριγένης προσθέτει μία αλληγορική εξήγηση γιατί έχουν σημασία οι τέσσερις ημέρες: ο τέταρτος αριθμός, μας λέει, είναι υλικός και σωματικός και γι’ αυτό βλαπτικός, επειδή γενικά τα σώματα είναι τέσσερα.[6]
Ο Λάζαρος πρέπει να παραμείνει τέσσερις ημέρες στον τάφο – έναν τάφο σπηλιά, καθώς η εγγύτητα με τους νεκρούς ήταν απαγορευτική και έφερνε ακαθαρσία στους ζωντανούς – ούτως ώστε το θαύμα να μην μπορεί παρά να γίνει πιστευτό, αυτή την φορά. Δεσμευμένος με τα ρούχα και τα αρωματικά του θανάτου, θύμα της μεροληψίας του χρόνου, με το δυσοίωνο στη δυσωδία, επιστρέφει και βρίσκει τη ζωή εκεί ακριβώς που την άφησε· επιστρέφει όμως και με τη μεγαλύτερη απελπισία. Σ’ όλο το Ευαγγέλιο μιλάνε όλα κι όλα πέντε πρόσωπα κι ο Λάζαρος δεν είναι ανάμεσά τους. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ούτε ένα κείμενο του Λαζάρου, ούτε μία φράση του για όλα όσα έζησε ακόμα κι όταν δεν ζούσε (οι παραδόσεις τον θέλουν σκυθρωπό και αγέλαστο κατά την παρούσα ζωή, με την σιωπή του να σπάει μόνο μία φορά – και μάλλον με πικρία – όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο αγγείο, σχολιάζοντας: «το ένα χώμα κλέβει το άλλο χώμα»), με λίγα λόγια, θα μπορούσα να πω ότι επέστρεψε στη ζωή για να αφανιστεί ολοσχερώς κάτω από το βάρος του θαύματος.
Ο Αντρέγιεφ, στο διήγημά του Λάζαρος,[7] μας παρουσιάζει έναν Λάζαρο, κατά τη γνώμη μου, όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι για όλους μας: ένα πλάσμα τρομακτικό – με πρόσωπο σαν μισοτελειωμένο σχέδιο ζωγράφου, σοβαρός και σιωπηλός. Η αφήγηση του Αντρέγιεφ προκαλεί μία μόνιμη αμηχανία για την εγωιστική πράξη του Ιησού. Το μεγαλύτερο θαύμα, με τα μάτια του Ρώσου συγγραφέα, ξαναγράφεται και ανανεώνει τον τρόμο στον ύψιστο βαθμό. Ο Λάζαρος επανέρχεται στη ζωή και μαζί μ’ αυτόν έρχεται και η απόλυτη αναταραχή της ύπαρξης: ο Λάζαρος είναι αφύσικος, σιωπηλός, μόνος και κανείς δεν τολμά να τον κοιτάξει, ακριβώς όπως κι έναν νεκρό στο χώμα.
[…] η εικόνα του Λαζάρου: το πελιδνό πρόσωπο του νεκρού, τα γαμπριάτικα ρούχα, τα πολυτελή και ζωηρόχρωμα, και το ψυχρό βλέμμα που στα βάθη του είχε παγώσει ασάλευτη η φρίκη.[8]
Ακόμα και η προσευχή του Ιησού έξω από το μνήμα, λίγο πριν φωνάξει τον Λάζαρο, δεν είναι προς τον πεθαμένο, αλλά προς όλους όσους παρευρίσκονται στον ίδιο τόπο (αλλά είπον μεγαλοφώνως το Ευχαριστώ, δια να ακούση ο λαός, που στέκεται γύρω μου, Ιωάννης ια΄42). Κάτι δεν επέζησε στον Λάζαρο κατά την επιστροφή του.
Ποια όμως είναι η απελπισία του Λαζάρου; Ότι πρέπει με την επιστροφή του να διορθώσει το έργο του Χριστού. Ο Λάζαρος ακόμα και ιδωμένος υπό το θαύμα που είναι, ο ίδιος δεν συνιστά θαύμα, γιατί δεν είναι. Καταπρόσωπο τόσο με τη ζωή όσο και με τον θάνατο, ο Λάζαρος τριγυρνά αποφασισμένος αλλά αποσυρμένος με το βλέμμα του τίποτα. Να το γράψω πιο συγκεκριμένα: ο Λάζαρος ό,τι είναι, είναι σαν να μην ήταν. Το υποκείμενο Λάζαρος και η ιστορία που δημιουργείται παρά τη θέληση και γνώση του, συνοδεύεται από ένα ερώτημα: όχι γιατί έπρεπε να πεθάνει, αλλά γιατί έπρεπε να ξαναζήσει. Καλούμαστε μέσω του Λαζάρου να διαμορφώσουμε τι σημαίνει να είσαι πλήρως ανθρώπινος, να ζεις τη ζωή όπως σου δίνεται, να μεταφέρεις το ιερό στο συνηθισμένο, να [μην] ζεις.
Το επίμονο ερώτημα από τι αποτελείται η ταυτότητα του ατόμου εντός του χρόνου, είναι θεολογικό, φιλοσοφικό και επί της ουσίας πρόβλημα ζωής και θανάτου. Οι απαντήσεις στην συγκεκριμένη ερώτηση καθορίζουν στο μέτρο του δυνατού τις συνθήκες υπό τις οποίες τα άτομα επιβιώνουν ή παύουν να υφίστανται κατά τη διάρκεια των ατέλειωτων διαδρομών· μία τέτοια διαδρομή ακολούθησε κι ο Λάζαρος, όπως η φύση που γεννιέται, ζει και πεθαίνει – μόνο που για τον Λάζαρο μεταβλήθηκε σε διαδρομή που η ζωή οδηγεί στον θάνατο κι ο θάνατος ο ίδιος τον κατρακυλά ξανά στη ζωή. Μία ζωή η οποία δεν είναι δεύτερη, αλλά η συνέχιση της πρώτης – δεν είναι ανάσταση, είναι επαναφορά. Κι ένα θαύμα που δεν είναι ανάσταση νεκρών, αλλά του νεκρού. Ο Λάζαρος μετά τον θάνατό του αλλά κυρίως μετά την [ξανά]ζωή του γίνεται ένα ον ψυχολογικό, μία ασώματη ψυχή που συνεχίζει να υπάρχει, όσο υπάρχει και μία ξύλινη εικόνα. Από ασώματο και αποσυντιθέμενο σώμα, ο Λάζαρος καλείται να γίνει εκ νέου ενσώματος.
Ο Νίκος Καζαντζάκης στον Τελευταίο Πειρασμό εκφράζει απροκάλυπτα την δυσφορία του για την επιστροφή αυτού του σώματος. Η εικονοποιία του είναι αποκαλυπτική, με την ανάσταση να μην είναι τίποτα περισσότερο από την συντήρηση της σήψης στον έξω κόσμο. Εντελώς αντι-ιωαννικός στον λόγο του, ο Καζαντζάκης προσπαθεί να μας παρουσιάσει τη μεγάλη ταραχή που προκαλεί στους πάντες, μέχρι και στον ίδιο τον Ιησού, η ανάσταση του Λαζάρου:
[…] κι η ταφόπετρα αγάλια αγάλια σηκώνουνταν· κι είδαμε δυο μπράτσα κίτρινα, κι ύστερα ένα κεφάλι πρασινισμένο, ραϊσμένο, γεμάτο χώματα· κι ύστερα το σκέλεθρο κορμί τυλιγμένο με το σάβανο… Άπλωσε το ένα πόδι, ύστερα το άλλο, βγήκε· ήταν ο Λάζαρος.[9]
[…] τα πόδια του, τα μπράτσα του, η κοιλιά του ήταν πρησμένα, πρασινισμένα, σαν τέσσερων μερών νεκρός· το πρόσωπό του, φουσκωμένο, είχε ολούθε ραΐσει κι έτρεχε ένα ασπροκίτρινο νερό, που του λέρωνε το άσπρο σάβανο που φορούσε ακόμα· είχε κολλήσει απάνω του και δεν μπορούσαν να του το βγάλουν.[10]
Ο Καζαντζάκης εντελώς αντίθετος με την ύλη[11], επιδιώκει να μας προκαλέσει αυτήν ακριβώς την αποστροφή στο ξαναζωντανεμένο σώμα και σχολιάζει το συμβάν της επιστροφής και τον θεϊκό εμπαιγμό στον θάνατο, μ’ έναν γκροτέσκο τρόπο: ο Ιησούς ομολογεί ότι ανέστησε κατά λάθος τον Λάζαρο. Επίσης, και ο καζαντζακικός Λάζαρος δεν έχει φωνή:
— Πώς τα καλοπέρασες στον Άδη; τον ρώτησε· χαρά σε σένα, Λάζαρε, ξέρεις τώρα εσύ όλα τα μυστικά του κάτω κόσμου […]
Έσκυψε στο αυτί του:
— Σκουληκάκια, ε; τίποτα άλλο ε; τον ρώτησε, μισό χωρατεύοντας, μισό τρέμοντας.
Περίμενε κάμποση ώρα, μα ο Λάζαρος δεν αποκρίθηκε· φούρκισε ο τυφλός, πήρε το ραβδί του κι έφυγε.[12]
Η λογοτεχνία μας βοηθάει να συμφωνήσουμε ευκολότερα στην ανυπαρξία του Λαζάρου κατά την δεύτερη του παρουσία και στην απελπισία του. Στο Calvary του William Butler Yeats, ο Λάζαρος τυφλώνεται από το φως της μοναξιάς που δημιουργεί το θέαμα του θανάτου, μιας και μοναδικός - αυτός μόνος του είδε τον θάνατο· στριφογυρίζει ανήσυχος για πάντα σε μια γωνιά της ζωής, εκεί όπου νόμιζε ότι θα ήταν ασφαλής για πάντα. Αντίστοιχα στο τραγούδι “Dig, Lazarus, Dig!”, ο Nick Cave φαντάζεται τον Λάζαρο ατελείωτα και βασανιστικά αθάνατο, να περιπλανιέται άσκοπα στους δρόμους της σύγχρονης Νέας Υόρκης.[13] Η «Λαίδη Λάζαρος» της Sylvia Plath μυρίζει κρεματόριο και αφανίζεται κάτω από το βάρος του επαναλαμβανόμενου θαύματος· η γνώση ότι πρέπει να πεθάνει πρώτα για να ξαναζήσει, αφανίζει και την παραμικρή πίστη ότι μπορεί να ελέγξει τη ζωή [και τον θάνατό της]. Η Λάζαρος είναι ένα υποκείμενο χωρίς ταυτότητα και μέλλον, πρωταγωνίστρια σε μπουρλέσκ, ένα σκουληκιασμένο θύμα βίας, που έχει απομείνει με την γνώση ότι η ζωή μετά τον θάνατο είναι ανάλγητη.
Παρόμοια, αν όχι πιο έντονα, μας καλεί και η ζωγραφική να δούμε πραγματικά τον Λάζαρο, πέραν από τις αγιογραφίες – που στο κέντρο τους έχουν πάντοτε το θείο πρόσωπο. Ο εξαιρετικά δυναμικός πίνακας του Caravaggio «Η ανάσταση του Λαζάρου», μας παρουσιάζει κυρίως τον Λάζαρο και δευτερευόντως όλους τους υπόλοιπους. Ο Caravaggio αγνοώντας το Ευαγγέλιο του Ιωάννη και το βροντερό «δεύρο έξω», απεικονίζει τον φωτεινό αν και άχρωμο Λάζαρο οριζόντιο να υποβαστάζεται, προοιωνίζοντας με τη στάση του τη θέση του Ιησού μετά από λίγες ημέρες. Ακριβώς από πίσω οι Εβραίοι στρέφονται αναμεταξύ τους για εξήγηση, ενώ πίσω τους ακριβώς μία απόλυτη, κάθετη καταπακτή· ένα πελώριο σκοτάδι, [ακόμη] ανοικτό να περιμένει. Ένας πίνακας με τα πρόσωπά του να μην κοιτάζουν τον Ιησού. Κάτι ανάλογο φαίνεται και στον πίνακα του Simon De Vos· εκτός από την Μάρθα, την Μαρία και τον ίδιο τον Λάζαρο κανένας άλλος δεν κοιτάζει τον Ιησού και ο ίδιος ο Ιησούς φαίνεται να μην κοιτάζει κανέναν απολύτως. Ο Rembrandt είναι ένας ακόμα ζωγράφος που έχει ασχοληθεί με τον Λάζαρο. Στον πίνακά του «Η ανάσταση του Λαζάρου», ο Λάζαρος είναι κάτισχνος και η έκπληξη στα πρόσωπα των παρευρισκομένων δύσκολα μεταφράζεται σε χαρούμενο χαιρετισμό, εύκολα όμως μας έρχεται στο νου ένα φρικώδες ξάφνιασμα. Μεταγενέστερα, ο Van Gogh ξανα-ζωγραφίζει τον πίνακα του Rembrandt την εποχή που νοσηλεύεται στο ψυχιατρικό νοσοκομείο στο Saint Remy στην Προβηγκία και ήταν ένα από τα τελευταία του έργα, πριν αυτοπυροβοληθεί. Ο Van Gogh ζωγραφίζοντας τον Λάζαρο, ζωγράφισε τον εαυτό του. Με έναν Χριστό απόντα, ο Λάζαρος κείμενος με τα σημάδια του θανάτου απάνω του, κάτωχρος, άνευρος, ζαλισμένος και τόσο χλωμός που δεν ξεχωρίζει από τα σεντόνια. Ο Van Gogh και όλοι οι παραπάνω ζωγράφοι, μας παρουσιάζουν την όψη ενός Λαζάρου που δεν αναστήθηκε μόλις, αλλά πρόκειται να ξαναπεθάνει. Και φυσικά, στους πίνακες, ο Λάζαρος είναι ακόμη πιο θανατερά σιωπηλός.
Τι μπορούμε να συμπεράνουμε από την ολική σιωπή του Λαζάρου; Η οποία δεν είναι μόνο εκκωφαντική, αλλά και απογοητευτική. Σαν να βουτάει απότομα και να σπάει η φωνή στη σκέψη ότι κάποτε θα ξαναπεθάνει. Τον ίδιο εκνευρισμό εκφράζει και ο Herbert Mortimer Luckock (The Intermediate
State Between Death and Judgment,
1891: 5-6): συχνά φανταζόμαστε τους εαυτούς μας να στέκονται δίπλα στον ανοιχτό τάφο και να ακούνε με αγωνία την φωνή εκείνη που καλεί τον νεκρό να εξέλθει· κλείνουμε όμως το Ευαγγέλιο με λύπη που δεν βρέθηκε ούτε λέξη, ούτε συλλαβή από τους νεκρούς που ξαναγύρισαν. Αμφιβάλλουμε ότι δεν βρέθηκε ούτε ένας που να μην ζήτησε να αποκαλυφθεί [ο Λάζαρος]· σε όλους μοιάζει να στρέφει το ίδιο βλέμμα – το πρόσωπό του κλονισμένο από τα οράματα του παρελθόντος, δεν χαμογέλασε ποτέ ξανά, το μυστικό δεν αποκαλύφθηκε.
Η μεγαλύτερη απόδειξη της δύναμης του Χριστού –ο επανεμφανιζόμενος Λάζαρος– δεν μίλησε ποτέ γι’ αυτό· δεν μίλησε.
Από την άλλη, στην ιστορία του Λαζάρου, μονίμως αναμετρόμαστε με τον Ιωάννη και τον λόγο του:
ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζ ή σ ε τ α ι· και πας ο ζ ω ν και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα (Ιωάννης, ια΄26).
Ένας εξαιρετικά περίπλοκος και δύστροπος στίχος, που εισάγει την έννοια του μέλλοντος σε κάτι τόσο άχρονο, όπως είναι η θεϊκότητα και η αιώνια ζωή. Το κυριολεκτικό και συγκεκριμένο στη ζωή και τον θάνατο του στίχου· μία γλώσσα στρεβλωμένη που υποβάλλεται στην εξασφάλιση της ζωής με Θεό. Δεν μπορεί παρά να μας ξαφνιάσει η ιωαννική διατύπωση ότι ο άνθρωπος πιστεύει στον Θεό που κάνει και [ξανα]ζουν οι νεκροί. Για τον Χριστό εμφανίζεται ως ον – όχι αυτό που είναι, αλλά αυτό που πιστεύει στην κλήση
και εξαφανίζεται ως μη ον – όχι αυτό που δεν είναι, αλλά αυτό που πιστεύει ότι μπορεί να στηριχθεί στη δική του φωνή. Ο Χριστός υπερφορτίζει το Dasein με τη δόξα του Θεού. Μας καλεί να επανεξετάσουμε τα πράγματα όχι αυτά καθαυτά, αλλά αναφορικά και συνδεόμενα με την καλοσύνη του Θεού. Ο Ιωάννης μέσα από τον λόγο του μας παρουσιάζει πως όλα τα πράγματα (νερό, κρασί, ψωμί, ακόμη και το σώμα) είναι ιερά και ότι ο Χριστός εργάζεται και αναδημιουργεί τα ίδια στα ίδια πράγματα· από άρτο σε σώμα, από την προσωρινότητα στην αναπνοή, από την αρρώστια στην ανάνηψη κ.τ.ό.
Το επίμονο θέμα του Ιωάννη φαίνεται να είναι το εξής: ο Θεός της ζωής καλεί τον άνθρωπο να ξεφύγει από την βαθιά κουλτούρα του θανάτου και να οδηγηθεί προς την πληρότητα της Ζωής. Υπεράνω βίας και υπεράνω θανάτου, καλεί τον άνθρωπο να ζήσει τη νέα ζωή της ανάστασης εδώ και τώρα. Η ανάσταση στον λόγο του Ιωάννη σημαίνει την ελευθερία να σπάσει ο άνθρωπος την ομοφωνία του θανάτου· μία σκέψη που συμπλέκει με την κιρκεγκωριανή σκέψη «η τελευταία λέξη να μην ανήκει στον θάνατο». Ωστόσο, ο Λάζαρος είναι όλος – από πάνω μέχρι κάτω – ένας θάνατος. Ή για να το πω πιο σωστά δεσμευμένος με τον θάνατο. Ό,τι γίνεται προς τον Λάζαρο, γίνεται για τον Χριστό. Ο Λάζαρος και η [ξανά]ζωή του περιστρέφονται και επιστρέφουν ακριβώς όπως η σχέση ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο κι ο κόσμος επιστρέφει στον Θεό. Επέστρεψε όμως χωρίς το πνεύμα – μόνο σώμα, μόνο ύλη – άδειος, κενός από λ ό γ ο.
Στον Ιωάννη, είναι σχεδόν ακατάληπτη η προθυμία του Ιησού να καλοδεχτεί τον θάνατο του φίλου του Λάζαρου (είναι φίλος του· είναι ο μόνος που τον φωνάζει με το όνομά του), για να δείξει την δύναμή του πέραν από τον θάνατο. Στο Ευαγγέλιο ακόμα και η ίδια η εικόνα του θαύματος είναι πιο κεντρική από τον ίδιο τον Λάζαρο. Ένα μανιφέστο του Ιησού είναι ο Λάζαρος.
Ο Λάζαρος
είναι πιστός στον ιωαννικό λόγο και κατ’ επέκταση πιστός· χρησιμοποιεί τον κόσμο χωρίς να τον χρησιμοποιεί· δεν ανήκει στον κόσμο παρεκτός ως αντικείμενο θαύματος και πίστης – ή πιο σωστά απιστίας, γι’ αυτό και ασκείται ως συμβάν θαύματος. Ακόμα και το όνομά του φανερώνει αυτή την σταθερή στρέβλωση της γλώσσας από τον Ιωάννη: το «Λάζαρος» προέρχεται από το «El’azar», που σημαίνει «ο Θεός τον έχει βοηθήσει». Ένα όνομα που πλησιάζει περισσότερο σε μία φρικιαστική προφητεία, παρά σε όνομα. Πιστεύω πως θα έπαυε να αποτελεί παράδοξο αν το ίδιο το όνομα του Λαζάρου, έπαυε να είναι το άτομο που βοηθείται προτού βοηθηθεί, αν πιο σωστά και ειλικρινά σήμαινε «αυτός που βοήθησε τον Θεό».
Το Ευαγγέλιο του Ιωάννη ενδεχομένως να οδηγήσει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί μήπως είναι ένα ατύχημα της γλώσσας, μία συνάρτηση ίσως της απαράμιλλης ικανότητας του να γεννάει ασάφεια, αφήνοντας στο τέλος μία ανάγνωση παντοδύναμη ή απολύτως διαστρεβλωμένη. Η γλωσσική σύγχυση είναι πανταχού παρούσα: το «ας πάμε μαζί του» των Μαθητών, μετατρέπεται «ας υπάγωμεν και ημείς εκεί δια να αποθάνωμεν μαζή του» (Ιωάννης, ια΄16). Παρακάτω στο Ευαγγέλιο, ο Ιωάννης φαίνεται σχεδόν σαν να θέλει να συγκρίνει τις αδερφές του Λαζάρου, την Μαρία με την Μάρθα. Μάρθα, σύμφωνα με τον Θεοφάνη Κεραμέα, σημαίνει ‘κοπιώσα’, είναι η σάρκα, ενώ Μαρία
που μεταφράζεται σε ‘Κυρία’ είναι το σύμβολο της ψυχής. Όσο για τον Λάζαρο, δεν μπορεί παρά να σημαίνει τον ίδιο τον νου.[14] Η Μάρθα λοιπόν πρώτη τρέχει και πρώτη δέχεται τον λόγο του Ιησού για την ανάσταση των νεκρών (ακόμη και στους μαθητές του δεν χρησιμοποιεί την λέξη ‘ανάσταση’). Η Μάρθα σε γενικές γραμμές δέχεται τον λόγο του Ιησού, αλλά δεν τον κατά-νοεί. Ο ‘Υιός του Θεού’, αντικαθίσταται από το ζαλισμένο και γενικόλογο ‘Δάσκαλος’. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην προηγούμενη ενότητα, με τους Μαθητές. Υπάρχει μία γλωσσική ασάφεια σ’ όλο το κεφάλαιο του Ιωάννη. Λέξεις που χρησιμοποιούνται για να αντικαταστήσουν άλλες λέξεις: ο Λάζαρος είναι άρρωστος, ο Λάζαρος κοιμάται, ο Λάζαρος πεθαίνει, ο Λάζαρος πρέπει να ξυπνήσει.
Καθορίζεται μία γνωστικιστική στάση απέναντι στον Λόγο, μία αλλαγή των συγκεκριμένων και μόνιμων λέξεων, κυρίως μετά την επαναφορά του Λαζάρου. Ολόκληρος ο σκοπός των τελευταίων λέξεων, σημαίνει τίποτα λιγότερο από το: η αιώνια ζωή συμβαίνει όταν πιστεύεις στον σωστά κατανοητό Θεό. Ο Ιωάννης επιβεβαιώνει ότι μετά το ακραίο αυτό θαύμα πολλοί άνθρωποι πίστεψαν· αυτή η πίστη, όμως, καθοδηγείται στρεβλωμένα γλωσσικά από την συγκεκριμένη εμπιστοσύνη του να μην πεθαίνεις ποτέ. Παρόλα αυτά και εντελώς σκληρά (ο Ευαγγελιστής θα έπρεπε να το περιμένει ότι μας αφήνει με την φωνή του τίποτα), το μεγαλύτερο θαύμα, η απόλυτη κυριάρχηση της Ζωής απέναντι στην προσωρινή ζωή και τον θάνατο – η πράξη που γίνεται στην ακρότητά της για να πιστέψει ο άνθρωπος είναι και αυτή που ξαναφέρνει τον θάνατο και μάλιστα τον μεγαλύτερο και μαρτυρικότερο: την σταύρωση του Χριστού (απεφάσισαν από την ημέραν εκείνην όλοι των να τον θανατώσουν, Ιωάννης, ια΄53), αλλά και την θανάτωση του ίδιου του Λαζάρου (ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, Ιωάννης, ιβ΄10). Πώς σκοτώνεται όμως αυτός που τόσο ελάχιστα υπάρχει; Που ακόμα και στο σπιτικό δείπνο της οικογένειας του μετά τον τάφο, δεν έχει φωνή για τίποτα· ο Ιωάννης όχι μόνο κρατά τον Λάζαρο σε αφωνία, αλλά δίνει φωνή στο αμέσως επόμενο σημαντικό πρόσωπο του Ευαγγελίου: τον Ιούδα.[15] Η αφωνία του Λαζάρου είναι ακριβώς το αντίθετο της φωνής του Είναι. Δίχως καμία αγωνία πια στη ζωή του (αφού έχει δει μέχρι και τον θάνατο), δεν συναντά και δεν συναντιέται ποτέ με το θαύμα των θαυμάτων: ότι το ον είναι. Όπως πολύ ωραία το λέει ο Jean – Luc Marion: «η ανία ούτε κουνάει, ούτε λαλάει, ούτε βλέπει τίποτα. Η ανία δεν εξαιρεί τίποτα από το δυσμικό της βλέμμα […] Κανένα είδωλο δεν υπάρχει για την ανία, ούτε καν το αξεπέραστο θέαμα του δεδομένου όντος».[16]
Τελικά θανατώθηκε ο θάνατος στο συμβάν του Λαζάρου; Ο θάνατος που δεν μπορεί να θανατώσει τον θάνατο είναι η συνείδηση της μη-ανάστασης, αν λάβουμε υπόψη μας την κιρκεγκωριανή σκέψη. Τι ακριβώς φανέρωσε αυτό το θαύμα, αν όχι την απελπισία; Η υγεία της ύπαρξης δεν είναι η αρμονία της σωματικής υπόστασης, μας λέει ο Κίρκεγκωρ.
Ξαναγυρνώντας στη λογοτεχνία και συγκεκριμένα στον Μέγα Ιεροεξεταστή, ο Ντοστογιέφσκι[17]
είναι διεισδυτικός και τολμηρός και τον διαβάζουμε σε σχέση με τον λόγο επιστροφής του Λαζάρου:
Συ που ήρθες για να θυσιάσεις τη ζωή Σου για τους ανθρώπους! Αντί να γίνεις κύριος της ελευθερίας του ανθρώπου, του την πολλαπλασίασες μόνον και με τα βάσανα που σ’ αυτή ενυπάρχουν εβάρυνες την ψυχή του εις τον αιώνα τον άπαντα. Ζητούσες την ελεύθερη αγάπη του ανθρώπου για να τον παρασύρεις και να τον δελεάσεις να Σε ακολουθήσει θεληματικά […] Υπάρχουν τρεις δυνάμεις, μόνον τρεις δυνάμεις στη γη, που μπορείς να κάνεις μ’ αυτές να κατανικήσει και να αιχμαλωτίσει για πάντα τη συνείδηση αυτών των αδύνατων ταραχοποιών για τη δική τους την ευτυχία. Αυτές οι δυνάμεις είναι: το θαύμα, το μυστήριο και η εξουσία. (Φ. Ντοστογιέφσκι, Ο Μέγας Ιεροεξεταστής (1879), μτφρ. Α. Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβόστης 2015, σσ. 28-29)
Η επίδειξη της δύναμης αίρει την ελεύθερη βούληση της εκλογής του ανθρώπου (τι απέγινε άραγε το «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν»; ) και τοποθετεί την πίστη ως μία αίσθηση εξαναγκασμού που γεννιέται από το υποχρεωτικό θαύμα. Ο Λάζαρος
ως τραγική μορφή της ζωντανής Ζωής μετασχηματίζεται σε μία υλική και αναγκαστική οργάνωση που υπόσχεται να ελευθερώσει τον άνθρωπο από το βάρος του θανάτου. Αλλά η ζωντανή Ζωή απαιτεί και μία πίστη ζωντανή. Δεν είναι αυτό βαθιά αντι-ανθρώπινο;
Αναρωτιόμαστε για την ιστορία του Λαζάρου πρωτίστως γιατί σκεφτόμαστε πως οι σημερινές αξίες και προτιμήσεις μπορούν να διαμορφώσουν την μελλοντική εικόνα. Ο Λάζαρος
δεν είναι ένα χριστιανικό ζήτημα – είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, που συνοδεύεται με την πρέπουσα συνειδητοποίηση μίας εποχής που όχι μόνο ο άνθρωπος, όχι μόνο η ιατρική, όχι μόνο η ηθική και η ελευθερία του σώματος και της ψυχής, αλλά η σύγχρονη ολική ύπαρξη τελεί υπό κρίση. Σκοντάφτουμε στην εικόνα για το μετά του Λαζάρου γιατί δεν μπορούμε να απαντήσουμε στις ερωτήσεις γι’ αυτή την απόλυτη πράξη, κι έτσι δεχόμαστε ολοένα και περισσότερο ότι η [ξανα]ζωή του Λαζάρου τού έκλεψε ένα μεγάλο κομμάτι οντικότητας. Ίσως περάσει αρκετός καιρός για να δεχτεί ο άνθρωπος ότι ο θάνατος δεν καταστρέφεται.