Χάρτης 64 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-64/metafrash/i-teleitaia-khara
___________
Σύμφωνα με τον Herman Hesse τα βιβλία της προκαλούσαν ενθουσιασμό, συγκίνηση και αγάπη. Κι όμως το λογοτεχνικό έργο της Έμι Χένινγκς (Emmy Hennings,1885-1948) πέρασε στη σκιά κι αν μνημονεύεται πια, είναι σαν μούσα των πρώτων εξπρεσιονιστών και σαν συν-ιδρύτρια του κινήματος DADA και του Cabaret Voltaire με τον σύζυγό της Hugo Ball. «Μια φωνή, που μπορεί να πηδήξει πάνω από πτώματα και να τα περιγελάσει με ψυχωμένο κελάηδημα, όπως ένα καναρίνι», έγραφε μια κριτική της εποχής για την performance της.
Γεννημένη στο Φλένσμπουργκ, υπήρξε ηθοποιός σε περιοδεύοντα θίασο, ώσπου να καθιερωθεί στα καλλιτεχνικά καμπαρέ του Μονάχου και κατόπιν του Βερολίνου. Εθισμένη στη μορφίνη και τον αιθέρα, έζησε την μποέμικη ζωή μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο με καθαρά αντι-αστική ιδεολογία ―δεν μεγάλωσε η ίδια το παιδί της―, δούλεψε επίσης σαν μοντέλο για ζωγράφους και περιστασιακά, σαν πόρνη.
Ερωμένη αρκετών και έμπνευση πολλών εξπρεσιονιστών, το όνομά της βρίσκεται συνδεδεμένο με ονόματα όπως του Johannes R. Becher, για τον οποίο ήταν «η ξανθιά μούσα», του Georg Heym, του Ferdinand Hardekopf (Siurlai), του αναρχικού Erich Mühsam, που την αποκάλεσε «ερωτική ιδιοφυία» και του «προστατευομένου» της Jakob von Hoddis, που χρεώνεται με την εφεύρεση των πρώτων εξπρεσιονιστικών τρόπων. Η πολύχρονη ενασχόληση της με τον καθολικισμό εξάλλου, έδωσε στον τελευταίο την αφορμή να παρουσιάσει τα πρώτα συμπτώματα της τρέλας, που έβαλε τέλος στην καριέρα του. Και η ίδια όμως κατέληξε δύο φορές στην φυλακή, βοηθώντας φίλους της να αποφύγουν την υποχρεωτική στράτευση και να μεταναστεύσουν από τη Γερμανία κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Με τον Hugo Ball συναντήθηκε γύρω στο 1913, όταν εκείνος αγόρασε την πρωτόλεια ποιητκή της συλλογή, που κυκλοφορούσε σαν χειρόγραφο, δεμένο σε μετάξι. Η Τελευταία χαρά
είναι η πρώτη της τυπωμένη συλλογή, που εκδόθηκε τον ίδιο χρόνο. Ο εξομολογητικός τόνος, που χαρακτηρίζει όλα τα γραπτά της ―ακόμα και τα πεζά― έχει ακόμα εδώ μια αφελή αισθαντικότητα, μάλλον χαρακτηριστική της εποχής.
Μετακόμισαν μαζί στη Ζυρίχη το 1915. Τον επόμενο χρόνο βρίσκουμε τη λέξη DADA για πρώτη φορά στο ημερολόγιο του Ball. Με τη συνεργασία των Tristan Tzara, Hans Arp κ.ά. ιδρύουν το «Cabaret Voltaire». Το 1920 παντρεύτηκαν, επτά χρόνια πριν το θάνατο τού Ball. Την καλλιτεχνική τους περιπέτεια διέσωσε η Emmy Hennings σε μια σειρά αυτοβιογραφικών κειμένων, με αρκετές όμως ―προφανώς ηθελημένες― ανακρίβειες. Τα τελευταία δέκα χρόνια, ο εκδοτικός οίκος Wallstein επανέκδοσε το έργο της (πεζά, ποίηση και αλληλογραφία) σε τέσσερις τόμους.
Αιθέρα στροφές
Τώρα πρέπει να πέσω απ’ την μεγάλη σφαίρα.
Εξάλλου είναι μεγάλη γιορτή στο Παρίσι.
Το Gare de l’ Est ο κόσμος έχει πλημμυρίσει,
πολύχρωμες, μεταξωτές σημαίες κυματίζουν στον αέρα.
Ανάμεσα τους όμως δε συχνάζω.
Στο μεγάλο διάστημα πετώ.
Σε κάθε όνειρο τρυπώνω εγώ
και χίλια πρόσωπα διαβάζω.
Μεσ’ στη μιζέρια, κάποιος άρρωστος είναι ξαπλωμένος.
Το τελευταίο του βλέμμα με υπνωτίζει.
Μια καλοκαιρινή μέρα λαχταράμε, που δε γυρίζει...
Μαύρος σταυρός στην κάμαρα είναι απλωμένος.
(αυτό το ποίημα είναι για τον Hardy)
≈
Τα τζάμια η βροχή χτυπάει.
Ένα λουλούδι με κόκκινο έχει φωτιστεί.
Αγέρι δροσερό προς τα μένα φυσάει.
Ξύπνια είμαι ή νεκρή;
Ένας κόσμος βρίσκεται μακριά, πολύ,
τέσσερις ένα ρολόι χτυπάει αργά.
Μα δε ξέρω την ώρα, τη στιγμή.
Πέφτω στη δική σου αγκαλιά...
(αφιερωμένο στον Robert Jentzsch)
≈
Και το βράδυ μεσ’ στο βαθύ σκοτάδι,
τα κάδρα απ’ τους τοίχους ξεκαρφώνονται,
και κάποιος γελάει με τρόπο τόσο αυθάδη,
καθώς χέρια μακριά πάνω μου γραπώνονται.
Και μια γυναίκα με πράσινα μαλλιά
λυπημένη με κοιτάει
και λέει, πως μάνα ήταν παλιά
και δεν αντέχει να πονάει.
Σφίγγω στην καρδιά μου αγκάθια
και μένω ακίνητη, βουβή,
να υποφέρω θέλω όλα τα πάθια,
γιατί αυτό μου έχει ζητηθεί.
Στη Fränzi
Στους δρόμους μόνη περπατώ,
καθώς πέφτει η βραδιά.
Χαμηλά τραγουδώ τον δικό σου το σκοπό.
Αχ, νιώθω τόση ερημιά.
Κάτω απ’ το αχνό, κόκκινο φως,
(ω, πόσο το στόμα σου ήταν οδυνηρό),
το πρόσωπό σου τόσο γλυκό, κάπως χλoμό,
και πόσο εγκάρδιος ο λαϊκός σου ο σκοπός.
Μάτια, που τα δάκρυα ήξεραν καλά,
που της αγάπης τα βάσανα γνωρίσαν,
σα δυο αστέρια σκοτεινά, που δε σβήσαν
μα μέσα τους φωτιές καίγανε σιγά...
Ένα όνειρο
Σε μια λίμνη είμαστε βυθισμένοι, βαθιά
και τίποτα δεν ξέρουμε για τον πόνο, τη συμφορά.
Τα νούφαρα μας έχουν περιτριγυρίσει,
όπως κρατάμε σφιχτά ο ένας τον άλλο.
Δεν πασχίζουμε, δεν ευχόμαστε, δε θέλουμε τίποτ’ άλλο.
Κάθε επιθυμία μας έχει πια αφήσει.
Αγαπημένε, μου λείπει ακόμα ένα,
μια ευχή, μου έμεινε εμένα:
Για τη λαχτάρα μια λαχτάρα.
Ύπνωση
Το σώμα μου πονάει, σε κάποια χώρα ξενιτεμένο,
δε νιώθω το κορμί μου καιρό πια,
τα πόδια σα μολύβι είναι βαριά,
το στήθος κούφιο και καμένο.
Τίποτα δεν έχω κι όμως οι πόνοι θεριά,
στα μάτια σου φαντάζω εξόριστος εχθρός.
Αποκοιμιέμαι, καίνε κεριά,
στην άγνωστη χώρα μου ρίχνουν φως.
(για τον Siurlai)
Στο σπίτι μου
Η γιαγιά άντεξε όλο το βράδυ
―ένα φως έκαιγε στο πράσινο ποτήρι―
σε βάρδια από ένα καγκελωτό παραθύρι,
το πρόσωπό της κοιτούσα το χλωμό μεσ’ στο σκοτάδι.
Τα έπιπλα στην κάμαρα, που μπλε είναι βαμμένη,
σ’ αυτά έχουν τα βάσανά μας συγκεντρωθεί.
Κι όταν κάποιος πεθαίνει, εκείνη τη στιγμή
το ρολόι σταματά με μια γκρίνια αρρωστημένη.
Στο νοσοκομείο
Όλα τα φθινόπωρα με προσπερνούν.
Άρρωστη κείτομαι στο δωμάτιο το λευκό.
Σκέφτομαι πάντα τα βιολιά να ηχούν,
θα ‘θελα καλύτερα να πάω για χορό.
Χίλια φώτα παιχνιδίζουν.
Ω, πόσο ωραία σήμερα είμ’ εγώ!
Μακιγιαρισμένα πρόσωπα γυρίζουν,
πολύχρωμα, γρήγορα πλάι, στο ρυθμό.
Αχ, πολλά τριαντάφυλλα μαραμένα,
που το βράδυ σπίτι κουβαλούσα,
απ’ το φαγοπότι ήταν διαλυμένα
το πρωί που στο τραπέζι ακουμπούσαν.
Στα κορίτσια ο νους μου πάλι παέι,
αυτές που έρωτα κάνουν όπως κι εγώ,
σαν άρχιζε η καθεμιά σκοπούς να τραγουδάει
του τόπου της, με κλάμα – με χαχανητό.
Και τώρα εγκαταλειμμένη είμαι στο χτες,
στο άσπρο δωμάτιο το βουβό.
Ω, του δρόμου εσείς αδερφές,
ελάτε στ’ όνειρό μου, όταν κοιμηθώ.
Μετά το καμπαρέ
Γυρνάω σπίτι νωρίς τα πρωινά.
Το ρολόι χτυπάει πέντε, έχει ήδη φωτίσει,
τις λάμπες στο ξενοδοχείο όμως δεν έχουν σβήσει.
Το καμπαρέ επιτέλους τέλειωσε πια.
Σε μια γωνιά τα παιδιά πάνε να κρυφτούνε,
ήδη οι αγρότες για την αγορά τραβούνε.
Βουβοί και γερασμένοι πάνε στην εκκλησία.
Απ’ το καμπαναριό σοβαρά η καμπάνα καλεί
και μια πόρνη με άγριο μαλλί
περιπλανιέται ακόμα, ξενυχτισμένη και κρύα.
≈
Δυο φορές ήδη έχω γεννηθεί,
και τότε για χρήματα τραγουδούσα,
αλλά ο κόσμος πιο ηλιόλουστος μου ’χε φανεί
και χάθηκε η ψυχή που κουβαλούσα.
Κάπου στο βάθος ο χρόνος περνάει,
στην αγκαλιά μου τον νιώθω να ξεφεύγει.
Σκέφτομαι τον εαυτό μου να πρωτοξεκινάει,
πόσο πολύ το άπειρο μου διαφεύγει.
≈
Περιπλανιέμαι μόνη τις νύχτες με τη σκέψη σου
Κάποιες φορές διακρίνω ένα παλτό, μοιάζει με το δικό σου.
Σε φωνάζω τότε σιγανά, με τ’ όνομά σου.
Η καρδιά σταματημένη απ’ τη θλίψη.
Κουρασμένα ακουμπάω στον τοίχο και κλείνω τα μάτια.
Αργά κυλάνε τα δάκρυα στη γη.
Ο κόσμος έχει μείνει ξοπίσω.
Αιωρούμαι μεσ’ από άσπρα σύννεφα σ’ αγκαλιές ανοιχτές.
Ροδοβροχή πέφτει δροσίζοντας τ’ άρρωστα μου μάτια.
Όλα είναι τόσο λευκά και τρυφερά.
Αχ, τόσο γλυκά.
(αφιερωμένο στον Ferdinand Hardekopf)