Χάρτης 64 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-64/metafrash/i-ghinaika-kanivalos-alla
________
Α Π Ε Ι Ρ Ο Σ Χ Ω Ρ Α
______
Η Έιντα Λιμόν (Ada Limon, βλ. και Χάρτης#55) είναι σύγχρονη Αμερικανίδα ποιήτρια και αυτήν την περίοδο μέχρι και την άνοιξη του ’25 είναι δαφνοστεφής ποιήτρια των ΗΠΑ. Το πρότζεκτ της για αυτό το αξίωμα λέγεται Είσαι Εδώ και σε αυτό εστιάζει στο πώς η ποίηση μπορεί να βοηθήσει στη σύνδεσή μας με το φυσικό κόσμο. Τον Οκτώβρη που πέρασε, της δόθηκε η χορηγία Μακάρθουρ.
Στο The Carrying, την προτελευταία της ποιητική συλλογή, μιλάει, μεταξύ άλλων, για τις αποτυχημένες της απόπειρες να μείνει έγκυος, για τη στειρότητα, και για τον τρόπο της να τη διαχειριστεί. Για τις επιθυμίες της, αλλά και την αμφισβήτησή τους. Για αυτό που θέλουμε, που δεν ξέρουμε αν θέλουμε, ή αν μπορούμε να το υποστηρίξουμε. Εστιάζεται στην καταγραφή των αγαπημένων μας ανθρώπων και στα διακυβεύματα των περιγραφών τους στο ποιητικό έργο. Γράφει για έναν πατέρα που θα της ζητηθεί να περιγράψει, αλλά και για τις ιστορίες που αυτός θα της παραδώσει, για μια γυναίκα που φοβίζει με την αγάπη της, καθώς και για ένα παιδί, το οποίο δεν θα έρθει ποτέ. Για τη σύγχρονη ποιητική παραγωγή, για τις υποτροφίες, για τις διαδικασίες των λογοτεχνικών σαλονιών και για τους ατζέντηδες που διασφαλίζουν την πρόσβαση στο αμερικανικό λογοτεχνικό στερέωμα. Αν και περιγράφει σκληρές προσωπικές της στιγμές, με την ποίησή της να διακατέχεται από μια ευαλωτότητα, καταφέρνει να το κάνει με έναν τρυφερό τρόπο, ξεφεύγοντας από άμεσες και βάναυσες γραφές. Η Λιμόν δεν μας κρύβει κάτι. Μας ανοίγει την πόρτα στις σκέψεις της, σκέψεις αμήχανες, εκδικητικές, αφελείς, ανάλεκτες.
Το συμβόλαιο λέει: Θα θέλαμε η συζήτηση να είναι δίγλωσση
Όταν έρθεις, φέρε τη καστανό-
τητά σου έτσι ώστε να είμαστε σίγουροι ότι θα ευχαριστήσουμε
τους χρηματοδότες. Μπορείς να τικάρεις αυτό το
κουτί· κάνουμε αίτηση για μια χρηματοδότηση.
Έχεις κανένα ποίημα που μιλά
σε προβληματισμένους έφηβους; Δίγλωσσο ό,τι καλύτερο.
Θα ήθελες να έρθεις σε δείπνο με τους
πάτρονες και να πιούμε Πατρόν;
Θα μας πεις τις ιστορίες που μας κάνουν
να νιώθουμε άβολα, αλλά όχι συνενοχή;
Μην μας διαβάσεις αυτό όπου
είσαι ακριβώς σαν και μας. Γεννημένη σε ένα θερμοκήπιο,
κήπο, μην μας πεις πως μάζευες
ντομάτες και τις έτρωγες στη σκόνη
παρατηρώντας αρπακτικά να κατασπαράζουν ενός άλλου
πουλιού τα κόκαλα στο δρόμο. Πες μας αυτό
για τον πατέρα σου που κλέβει ζάντες
αφότου ένας συνάδελφος είπε ότι αυτό είναι που
κάνει το είδος του. Πες μας πως ήρθε
στη συνάντηση φορώντας πόντσο
και προσπάθησε να πουλήσει στον άντρα τις ζάντες
του πίσω. Μην αναφέρεις ότι ο πατέρας σου
ήταν καθηγητής, μιλούσε αγγλικά, αγαπούσε
να φτιάχνει μπίρα, αγαπούσε το μπέιζμπολ, πες μας
ξανά για το πόντσο, για τις ζάντες,
για το πως τις έκλεψε, για το πως έκανε το πράγμα
που προσπαθούσε να αποδείξει ότι δεν έκανε.
Γυναίκα κανίβαλος
Ψάχνω τις σωστές λέξεις, αλλά το μόνο μπορώ να σκεφτώ είναι:
αλεξίπτωτο ή παγωμένο νερό.
Δεν υπάρχει τίποτα πέραν αυτού του ιστιοφόρου μέσα μου, αργά προσπαθώντας να πιάσει
έναν άνεμο, ίσως υπάρχει ένας γέρος σε αυτό, ίσως ένα μικρό παιδί,
το μόνο που ξέρω είναι ότι θα ήθελαν να πάνε κάπου. Θα ήθελαν να δούνε το πανί
να ισιώνει, να τεντώνεται, και να τους πάει σε κάποιο μέρος. Αλλά αντιθέτως περιμένουν,
ένα μικρό τρυφερό κύμα έρχεται και τους αφήνει
ακριβώς εκεί που ήταν εξαρχής.
Πώς συνέβη αυτό; Δεν μπορώ να ξορκίσω κανέναν άνεμο πλέον.
Ο πατέρας μου μού είπε την ιστορία μιας γυναίκας μεγαλύτερης από ένα βουνό,
που συνέθλιβε σεκόγιες με τα πόδια της, που μπορούσε να διασχίσει μια ολάκερη λίμνη
σε δύο απλωσιές—έτρωγε ανθρώπινη σάρκα και τρομοκρατούσε τους ανθρώπους.
Λάτρευα αυτή την ιστορία. Ήταν μεγαλύτερη από κάθε τέρας, από το Μεγαλοπόδαρο,
ή το πλάσμα του Λοχ Νες—
μια γυναίκα που ήταν σαν καιρός, τεράστια σαν καταιγίδα.
Θα μου έλεγε πως περπάταγε μέσα στο δάσος, κάθε δέντρο
να πέφτει, κλαδί γινόταν πριονίδι, φύλλο σκελετός, κάθε βουνό
λιανισμένο σε σκόνη.
Τότε στήσανε μια παγίδα. Μια τρύπα τόσο βαθειά που δεν θα μπορούσε να βγει από αυτήν.
(Την έχω γνωρίσει αυτήν την παγίδα.)
Τότε οι άνθρωποι της βάλανε φωτιά με πυρσούς. Έτσι ώστε δεν θα μπορούσε να τους φάει
πλέον, δεν θα μπορούσε να κλέψει τα παιδιά τους ή να καταστρέψει τα δέντρα τους.
Μου άρεσε αυτό το κομμάτι επίσης. Η φωτιά. Φανταζόμουν το πώς έκαψε το στόμα της,
το δέρμα της, και πως προσπάθησε να σταθεί αλλά δεν μπόρεσε, πως σχεδόν φάνηκε
καλό σε αυτήν—σαν κάτι να συναντούσε επιτέλους την επιθυμία της με επιθυμία.
Το κομμάτι που δεν μου άρεσε ήταν το τέλος, το πώς κάθε στάχτη που πέταξε εκείνη τη νύχτα
έγινε κουνούπι, πώς είναι ακόμα παντού γύρω μας
στο σκοτάδι, πολλαπλασιασμένη.
Ανησυχούσα όλη μου τη ζωή ότι ο πατέρας μου το είπε αυτό επειδή
αυτή είναι ο θυμός μου: πρώτα έρχεται αυτή η πείνα, έπειτα η άβυσσος, έπειτα η φωτιά,
και τότε μια σχεδόν αόρατη μύγα φτιαγμένη από στάχτη πάει και τρώει μπουκιά
μετά από μπουκιά από αυτούς που αγαπώ.
Σπουργίτι, σπουργιτάκι, τι μου είπες;
Μια ολόκληρη μέρα χωρίς συζητήσεις,
βροχή, έπειτα ήλιος, μετά βροχή ξανά,
λίγα φυτά στη γη, άβγαλτα
φύλλα κρυμμένα στο μαύρο χώμα, και νομίζω
είμαι καλή σε αυτό, αυτό το να είμαι μόνη
στον κόσμο, να παρατηρώ πράγματα
να μεγαλώνουν, αυτό το μεγαλύτερο εγώ, το αυτή
σε άνετα παπούτσια δίχως χρόνο
για τα πιάτα, το αυτή που πέρασε
μια ώρα προσπαθώντας να καταλάβει πως το πουλί
του οποίου το κάλεσμα είναι τρεις νότες που κατεβαίνουν
είναι απλά ένα σπουργίτι. Τι στο καλό
θα έκανα με ένα παιδί εδώ; Να της διδάξω
να φυτεύει, να την προσέχω όπως
τα φύλλα μαρουλιού, τρυφερά, να βάζει
τις παλάμες της στη γη, να χωρίζει τα
σκούρα μαλλιά της σαν να φυτεύει ένα σπόρο; Ή
μήπως εγωιστικά θα απαιτούσα να γυρίσει αυτή η μέρα
πίσω, μια πλήρη αδέσμευτη μέρα προσπαθώντας
να καταλάβω τι πουλάκι με
καλούσε και γιατί.