Χάρτης 64 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-64/biblia/mitsos-papanikolaoi
Η συγκέντρωση των ποιημάτων, των ποιητικών μεταφράσεων και των αθησαύριστων πεζών του Μήτσου Παπανικολάου και η ένταξή τους σε έναν ενιαίο τόμο με προλόγους των Θωμά Κοροβίνη και Γιώργου Μαρκόπουλου και με εκτενή εισαγωγή του Μιχαήλ Ρεμπά συνιστά ένα εγχείρημα με ιδιαίτερη αξία και σημασία δεδομένης της θέσης που κατέχει ο ποιητής μέσα στη νεοελληνική ποίηση, κυρίως ως γέφυρα ανάμεσα στον Μεσοπόλεμο και τον Μοντερνισμό. Το ενδιαφέρον λοιπόν του σύγχρονου αναγνώστη στρέφεται κατά βάση στον εντοπισμό και την επισήμανση αυτών των σημείων στα οποία ο ποιητής φαίνεται πως μετεωρίζεται μεταξύ της μεσοπολεμικής στιχουργίας και μιας νέας έκφρασης που θα κάνει δυναμικά την εμφάνισή της τα αμέσως επόμενα χρόνια. Μέσα στο πλαίσιο αυτό μπορεί κανείς να αντικρίσει το όλο ζήτημα διαφορετικά και να θελήσει να εντοπίσει τα στοιχεία εκείνα που απομακρύνουν τον Παπανικολάου από την ποίηση του Μεσοπολέμου, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους βασικότερους εκπροσώπους της και θεμελιώθηκε πάνω στη βάση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, και, από την άλλη, τα στοιχεία εκείνα που τον κρατούν μακριά από τον μοντερνισμό και αναστέλλουν την εξ ολοκλήρου ένταξη του ποιητή στη λογική και την τεχνοτροπία του. Πρόκειται για μια αντιστροφή που μπορεί να αποκαλύψει πολλά για τον τρόπο με τον οποίο ο Παπανικολάου τοποθετείται στο περιθώριο της μεσοπολεμικής ποίησης, σε ένα σημείο όπου αυτή στέλνει ξεκάθαρα το απόηχό της, απόηχος οικείος και γνώριμος στον δημιουργό που έχει αφομοιώσει γερά τα διδάγματα της ποίησης της εποχής του, ταυτόχρονα όμως και ένα σημείο από το οποίο μπορεί να αντικρίζει το μέλλον της ποίησης, μιας ποίησης που στις πιο αντιπροσωπευτικές της στιγμές, παρουσιάζεται με ένα εντελώς νέο πρόσωπο που σε τίποτα δεν θυμίζει το παλιό.
Πράγματι, αν διαβάσει κανείς συγκριτικά τα ποιήματα θα διαπιστώσει αφενός μεν την διάθεσή τους, κάποτε ανεπαίσθητη, κάποτε πιο έντονη, να διαφοροποιηθούν από τη μεσοπολεμική ποίηση και ποιητική μετερχόμενα έναν πιο αφηγηματικό τόνο, μια πιο μεγαλόσχημη, ενίοτε, μορφή, ένα πιο ρεαλιστικό περίγραμμα, έναν λυρισμό που εκφράζεται ως αίσθημα και όχι ως αισθηματολογία, μια πιο τολμηρή έκφραση, πιο θαρραλέα και ανατρεπτική, χωρίς όμως στιγμή να προδίδουν την ένταξή τους μέσα στο πλαίσιο του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού, των δύο λογοτεχνικών αυτών ρευμάτων που σφράγισαν την ποιητική παραγωγή του πρώτου μισού του 20ου αιώνα και καθοδήγησαν τη δημιουργική πράξη και πρακτική. Από την άλλη, και παρά την έκδηλη εκτροπή του ποιητικού του λόγου προς μια περιοχή που προαναγγέλλει ξεκάθαρα τη νέα ποίηση, ο Παπανικολάου παραμένει μέσα στην ποιητική παράδοση του Μεσοπολέμου βαθαίνοντάς την ως προς τις παραμέτρους του λυρισμού, της μελαγχολίας, του λυγμικού και νοσταλγικού τόνου, του ερωτισμού και της ονειροπόλησης, στοιχείων δηλαδή που συνέχουν την ποίηση της περιόδου και της δίνουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία και το στίγμα της: Είναι βαριά, πολύ βαριά, σα σύγνεφο η λύπη,/ σύγνεφο χινοπωρινό που βρίσκει αραξοβόλι,/ πάνω απ’ το ήσυχο χωριό κι απ’ την πολύβουη πόλη/ με μια βροχούλα σιγανή να πει το καρδιοχτύπι. («Μια λύπη»)
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για τη λογοτεχνική συγκρότηση του Παπανικολάου είναι οι μεταφράσεις ποιημάτων, Γάλλων κυρίως συμβολιστών, που πραγματοποίησε ο ποιητής καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφικής του παρουσίας στα ελληνικά γράμματα. Κι αυτό γιατί τα μεταφρασμένα ποιήματα ανοίγουν έναν ιδιαίτερα προσοδοφόρο διάλογο με τα πρωτότυπα, νομιμοποιώντας συνδέσεις που μπορεί να αποδειχθούν διαφωτιστικές για τη σχέση της ελληνικής με τη γαλλική ποίηση της εποχής πάνω στη βάση κυρίως της επιδίωξης της «καθαρότητας». Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα πεζογραφήματα τα οποία παρόλο που καταλαμβάνουν μια συγκριτικά μικρότερη έκταση μέσα στο σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής του συγγραφέα, αποκαλύπτουν ένα άλλο πρόσωπο του Παπανικολάου, μία γραφή που δεν αφήνει από καμία σχεδόν χαραμάδα να διαφανεί η ποιητική ιδιότητα του δημιουργού της. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς πόσο ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση του δημιουργού αυτού που μέσα στο μικρό διάστημα της ζωής του κατόρθωσε να εναρμονιστεί με την παράδοση και να χαράξει τη νέα της πορεία, να ανοίξει νέους στιχουργικούς και ποιητικούς ορίζοντες, αποτελώντας ουσιαστικά μια γέφυρα ή μια στιγμή, τη στιγμή κατά την οποία πραγματοποιείται η αλλαγή της σκυτάλης.