Χάρτης 63 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-63/klimakes/aspro-poikamiso-forw
Μαύρα μου μάτια εγώ για σας, έκλαψα και θα κλάψω.
Κ αι τ’ άσπρο μου πουκάμισο, στα μαύρα θα το βάψω.
Πρέπει να ήταν Ιούλιος του 1957. Απέναντι από το σπίτι μας στην Αριστοτέλους, στο ρετιρέ, λειτουργούσε τότε η οφθαλμολογική κλινική του Γεωργιάδη. Κι όπως όλες οι κλινικές είχε κι αυτή τις νοσοκόμες της. Η πιο όμορφη ( στα μάτια μου τουλάχιστο ) ήτανε μια μελαχρινή που όταν έβγαινε στη βεράντα να λιαστεί, ή να καπνίσει, με έβλεπε ― από τότε, σκυμμένο στο γραφείο μου να γράφω, ή να διαβάζω. Επί μέρες ανταλλάζαμε «κλεφτά» βλέμματα. Ώσπου ένα πρωί μου έστειλε ένα γελαστό φιλί, ζεστό όσο ο ήλιος. Κι όταν με είδε αποσβολωμένο με ...«αποτέλειωσε» ένα σινιάλο της «Στις 3 κάτω» σχημάτιζε με τα χείλη της, δείχνοντας με τεντωμένα τρία δάκτυλα του αριστερού χεριού της την ώρα, και με τον δείκτη του δεξιού – επίμονα, το «κάτω».
Ο πατέρας μου ήτανε τότε διευθυντής των ΣΕΚ ( μετέπειτα ΟΣΕ, αργότερα Τrainose και πρ0ς το παρόν, μέχρι το επόμενο δυστύχημα, Hellenic Trains). Το γραφείο του ήταν στο πρώτο πάτωμα, κάτω από το διαμέρισμά μας, στο ίδιο κτήριο. Σ’ αυτό που, σαράντα χρόνια μετά, στεγάστηκε η καλλιτεχνική διεύθυνση του Οργανισμού «Θεσσαλονίκη, πολιτιστική πρωτεύουσα Ευρώπης, 1997», όπου δυστυχώς (...) είχα κι εγώ γραφείο. Τώρα εκεί βρίσκεις το κεντρικό Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης, το επονομαζόμενο «Λευκού Πύργου’», ή σε βρίσκει εκείνο.
Ο πατέρας δεν χρησιμοποιούσε σχεδόν ποτέ (τουλάχιστο τις καθημερινές) το αυτοκίνητο, που ήταν παρκαρισμένο ... άνετα μπρος στην πόρτα μας. Για την ιστορία ― τότε, στην οδό Αριστοτέλους, από την Τσιμισκή μέχρι την Εγνατία υπήρχαν όλα κι όλα 9 (εννέα ! ) αυτοκίνητα. Τα μετρούσαμε ανελλιπώς με το Γιώργο και τον Κώστα, ξέραμε μάλιστα ποιανού ήτανε το κάθε ένα. Δίπλωμα βέβαια δεν είχα ακόμα ( τότε το έπαιρνες στα ‘21’ ), αλλά οδηγούσα. Παράνομα. Αλλά είχα γίνει φίλος με έναν από τους τέσσερις όλους ― κι όλους εποχούμενους τροχονόμους κι έτσι την «έβγαζα» μόνο με μερικές συστάσεις και συμβουλές γιατί έτρεχα πολύ.
Πήρα λοιπόν το Skoda μας (καμιά φορά το λέγαμε ειρωνικά και ...Σκούντα, παρόλο που ήταν ... «κανόνι» ), πήρα και ένα κόκκινο τριαντάφυλλο από τα λουλουδάδικα της Βασιλέως Ηρακλείου και στις 3 ακριβώς περίμενα τη νοσοκόμα μου. Σε λίγο να’ τη και η Σμαρώ στην πόρτα. Χωρίς την άσπρη της στολή και το καπέλο τρόμαξα να τη γνωρίσω. Ήταν ακόμα πιο όμορφη με το φουστάνι της και ...δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου, όπως μου εξομολογήθηκε αργότερα. Όσο ήταν τότε, η Annie Giraudeau, άσε που της έμοιαζε κιόλας. Με την Annie ήμουν ερωτευμένος, χωρίς καμιά ελπίδα. Ιδίως όταν, τρία χρόνια αργότερα στην ταινία «Ο Ρόκο και τ’ αδέρφια του», που «δίδαξε» ο Visconti εκείνη τη σκηνή που την βιάζει ο Renato Salvatori μπροστά στην αγωνία του αδελφού του (Alain Delon), τον οποίο η Annie αγαπούσε απελπισμένα. Και το χειρότερο : Εκείνη, παραδομένη και παραιτημένη, μετά την... καθιερωμένη – όσο και μάταιη αντίσταση, ανταποκρίθηκε μαζοχιστικά στην ηδονική αδρεναλίνη αυτής της ταπείνωσης, σφίγγοντας παθιασμένα πάνω της τον ξαναμμένο μοιχό. Εκεί πια τη λάτρεψα. Αξεπέραστος ο Luchino Visconti. Μέχρι κaι ο μετρ της βίας Σαμ Πέκιμπα ζήλεψε αυτήν τη σκηνή.
Αλλά ας επανέλθω στη νοσοκόμα μου. Μην το πάω όπως ο Τσέχοφ στις ...βλαβερές συνέπειες του καπνού. Άλλωστε αυτό ήταν μονόπρακτο, με ένα πρόσωπο, που μονολογούσε, ενώ εμείς οι δυο είχαμε τρεις πράξεις.
Πήγαμε με τη Σμαρώ απέναντι, στην Αγία Τριάδα, στο Μεγάλο... Καραμπουρνάκι, όπως το λέγαμε. Βάλαμε μαγιό, αφήσαμε τα ρούχα μας στις καρέκλες της ταβέρνας του Δημητρού ( παλιού συντοπίτη του πατέρα, απ’ το Ξάστερο, θέρετρο της Κωνσταντινούπολης ) και πήραμε τη βάρκα του.
Τράβηξα κουπί μέχρι πολύ ανοιχτά όταν εκείνη μου είπε «Φτάνει... έλα κοντά μου τώρα» και βγάζοντας τ’ ολόσωμο μαγιό της, με τράβηξε στον πάτο της βάρκας και της ηδονής. Πονούσαμε πάνω στα γυριστά μαδέρια της βάρκας, καθώς κουνιόμασταν. Έτσι γνώρισα τον έρωτα. Και όχι μόνο ...
Γιατί, όταν τελειώσαμε ― κι αυτό δεν πρόκειται να το ξεχάσω μέχρι το Τέλος, έτσι πως ήταν γυμνή ακόμα, έκλεισε το πρόσωπό μου στις παλάμες της. Για λίγη ώρα με κοίταζε βουρκωμένη ... Έπειτα άρχισε να μου τραγουδάει πολύ τρυφερά και μερακλίδικα, με σωστές παύσεις, το «άσπρο πουκάμισο φορώ και μαύρο θα το βάψω».
Ήταν αθεράπευτα ερωτευμένη μ’ ένα γιατρό, παντρεμένο, που δεν την ήθελε. Κι εγώ μόλις στα δεκαεπτά. Πρώτη φορά που μου «δόθηκε» μία γυναίκα και πρώτη μου φορά που άκουγα αυτό το τραγούδι του Τσιτσάνη, που το ’κανε ευρύτερα γνωστό ο Στέλιος Καζαντζίδης. Πρώτη φορά που μ’ έκαψε στην πλάτη ένας παντοδύναμος ζωοφόρος Ήλιος.
Με τη Σμαρώ δεν ξαναβρεθήκαμε. Το καλοκαίρι πήγε στην πατρίδα της, στα...Κύθηρα. Και το φθινόπωρο εγώ το πέρασα στην κλινική Βαγιανού. Μετά την... υπνοθεραπεία ( ηλεκτροσόκ ) έχεις για λίγο καιρό μια ευεργετική αμνησία. Απ’ τη Σμαρώ θυμόμουν μόνο το υγρό και χνουδωτό της στρείδι και τα βουρκωμένα μελαγχολικά της μάτια. Δεν πρόλαβα να της βγάλω ούτε μια φωτογραφία. Αντί αυτής που μ’ άνοιξε την αγκαλιά της, έχω μια φωτογραφία της απροσπέλαστης Annie.
Την ιστορία αυτή την είχα πει, επαιρόμενος (!), στον πρώτο ποιητή που γνώρισα από κοντά το ’56 και έκτοτε γίναμε φίλοι. τον αξέχαστο Αλέξη. Το Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου. Με το ...πράσινο παλτό, όπως το τραγούδησε ο Διονύσης στη «θανάσιμη μοναξιά του»... Και όταν ο Αλέξης έβγαλε, τρία χρόνια αργότερα, τον Θάνατο του Μύρωνα τον αφιέρωσε, απ’ το τυπογραφείο :
Στη Σμαρώ, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση.
«Βλέπεις, θυμήθηκα και τη δική σου... δασκάλα. Μια απλή ιστορία που σχεδόν λέει τα πάντα… Δεν είναι άλλωστε πολλά. Μόνο δύο. Το Α και το Ω της ύπαρξης. Ο Έρωτας και ο Θάνατος», μου είπε, καταπίνοντας ολόκληρη μια καυτερή πιπεριά στο «Άριστον». Τότε στη Διαγώνιο. Και μου χάρισε τον Μύρωνα προτού κυκλοφορήσει. Στις 6 Δεκεμβρίου του ’59, ημέρα της γιορτής του.
Τώρα που άρχισε η αντίστροφη μέτρηση και «θυμάμαι ό, τι χαίρομαι», νομίζω πώς ο T. S. Eliot επισήμανε κάτι παραπάνω στο «ρόλο» της νοσοκόμας στη ζωή μας όταν έγραψε “Our only health is the desease if we obey the ... dying nurse”.