Χάρτης 32 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2021
https://www.hartismag.gr/hartis-32/klimakes/oi-aolopaidies-ston-xrono-synexizontai
Δυο κόμποι δάκρυα
Τον είδα, ώρα νεκρή από κίνηση, προστατευμένον στην εσοχή του κτιρίου Ακαδημίας και Κριεζώτου γωνία, όπου το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο. Ηλικία γύρω στα εξήντα. Ψηλός, ευσταλής, με άσπρα ίσια μαλλιά, λίγο γεμάτος. Θα πρέπει να ήταν ωραίος στα νιάτα του∙ και τώρα δεν πήγαινε πίσω. Το κεφάλι κατεβασμένο, σαν να ντρεπόταν γι’ αυτό που έκανε, τι ντρεπόταν δηλαδή, να ανοίξει η γη να τον καταπιεί ένιωθε, και το χέρι απλωμένο ζητώντας βοήθεια. Δεν είχε τίποτε από την όψη ενός ζητιάνου. Σπάραξε η ψυχή μου. Τι άραγε τον έφερε σ’ αυτή τη θέση; Άνοιξα την τσάντα και του έδωσα όσα πιο πολλά χρήματα μπορούσα. Σήκωσε τα μάτια, που μέχρι εκείνη τη στιγμή τα ’χε κατεβασμένα, και δυο κόμποι δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό του∙ ήταν το σιωπηλό του ευχαριστώ. Ντράπηκα «για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου». Θυμήθηκα τότε μία από τις νουθεσίες του θείου Μίμη: «Όταν βλέπεις άνθρωπο να απλώνει το χέρι, πάντα να δίνεις. Εφ’ όσον ξεπέρασε την ξεφτίλα που δημιουργεί αυτή η ανάγκη, λυπήσου τον, δεν έχει τίποτε άλλο να φοβηθεί».
——— ≈ ———
Αγάπα τον εαυτό σου
Η Ασπασία και η Γιούλα, περασμένα τα ογδόντα, είναι φίλες από τα γυμνασιακά τους χρόνια στην Άμφισσα. Συχνά βρίσκονται, στην Αθήνα όπου ζούνε τώρα, τα λένε και γκρινιάζουν για τη συμπεριφορά των παιδιών τους. Τα πιο πολλά παράπονα τα έχουν και οι δύο για τις κόρες τους. Όταν η οργή έχει πιάσει κορύφωση η Γιούλα, ως πιο λογική, προτείνει. «Από δω και πέρα, Άσπα μου, πρέπει να φροντίζουμε μόνο για τον εαυτό μας. Πόσος καιρός μάς έχει μείνει ακόμη; Μην ξεχνάς ότι κι εσύ κι εγώ έχουμε φτάσει στα Καραγιαννέικα πια». Το σπίτι του Καραγιάννη, και το μαντρί του δίπλα, είναι το τελευταίο σπίτι στην έξοδο του χωριού και ακριβώς απέναντί του βρίσκεται το νεκροταφείο.
——— ≈ ———
Η θεια Λάμπαινα
Στο ορεινό χωριό της Οίτης έχουν ξεμείνει ως μόνιμοι κάτοικοι καμιά δεκαριά γερόντοι. Λίγοι οι νεότεροι που τους υπηρετούν. Η θεια Λάμπαινα καμαρώνει για την εγγονή της που σπουδάζει στην Αθήνα. Κάποια στιγμή έμαθε ότι αρραβωνιάστηκε. Χάρηκε. Πήρε η τσούπρα το δρόμο της. Καλές και οι σπουδές και τα διπλώματα, αλλά τα κορίτσια πρέπει να παντρεύονται. Της είπαν ότι ο γαμπρός είναι μεγαλοστέλεχος επιχειρήσεως και ασχολείται με τη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού. Δεν κατάλαβε τίποτε. Χάρηκε όμως. Όταν τη ρωτούσαν λοιπόν, «θεια, τι δουλειά κάνει ο αρραβωνιαστικός της εγγόνας σου;», «Το’ να, τ’ άλλο, παιδάκι μου», απαντούσε με σιγουριά.
——— ≈ ———
Ο καφές
Δεν θα την έλεγες και άσχημη την Ερμιόνη∙ πρόσωπο οβάλ, χλωμό, με λίγο καμπουριαστή μύτη και μάτια μελιά. Ήταν όμως αυτό που λέμε κακοσουλούπωτη. Κοντή, αδύνατη με δυο καλαμένια ποδαράκια και περίεργο βιαστικό βάδισμα. Δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να την αγαπήσει κανείς. Γι’ αυτό ψήλωσε μέχρι τον ουρανό, όταν ο Γιώργος, το όμορφο γειτονόπουλο, έστειλε να τη ζητήσουν σε γάμο. Τον αγάπησε με όλη της την ψυχή. Πέρασε καλά μαζί του. Παιδιά δεν έκαναν. Δούλεψαν και οι δυο και καζάντισαν. Όταν εκείνος έφυγε πρώτος, τον έθαψε με δόξα και τιμή. Πάνω από τον περίτεχνα κοσμημένο τάφο, όλο από μάρμαρο, έχτισε ένα μικρό καμαράκι, με αετωματική στέγη. Κάθε απόγευμα, την ίδια ώρα, η Ερμιόνη έφτιαχνε τον καφέ και πήγαινε να τον πιούνε μαζί. Ανανέωνε τα λουλούδια στα βάζα, άναβε το καντήλι, άνοιγε το σπαστό τραπεζάκι, καθόταν στο σκαμνάκι, έβαζε δυο φλυτζάνια αντικριστά και του έλεγε τους καημούς της.
——— ≈ ———
Οι κάλτσες
Στον ενδυματολογικό μου κώδικα έχω πάντα μια εμμονή με τις κάλτσες. Θέλω να είναι μακριές μέχρι το γόνατο, με σφιχτά λάστιχα και να έχουν σχέδια και χρώματα ανάλογα με τα ρούχα και τα παπούτσια που φοράω. Ξέρω πολύ καλά πώς μού προέκυψε αυτό. Μαθητής στην επαρχία, αριστούχος με ιδιαίτερη έφεση στις ξένες γλώσσες, έκανα τη χήρα μάνα μου να καμαρώνει και να λέει «εσύ προορίζεσαι για το διπλωματικό σώμα. Ministere des affaires etrangeres» συμπλήρωνε με τα άψογα γαλλικά της.
Στις τελευταίες τάξεις του Λυκείου έμενα στο σπίτι του θείου μου, στην κωμόπολη, για να κάνω φροντιστήριο. Η εξαδέλφη μου, παιδί της πόλης, λίγο πιο μεγάλη από μένα, που τη θαύμαζα κιόλας, ίσως και να την γλυκοκοίταζα, με πείραζε συχνά για τις αστοχίες μου. Μια μέρα, που θα πηγαίναμε μαζί σε πάρτι, στολίστηκα για να την εντυπωσιάσω∙ με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, με βλέμμα επιδοκιμαστικό και μετά κάρφωσε τα μάτια της στα κάτω άκρα και μου είπε υπομειδιώντας: «φοράς κάλτσες που σου πέφτουνε και θες να πας και στο διπλωματικό;». Ντράπηκα.
Από τότε πρώτη φροντίδα στους συνδυασμούς η κάλτσα.
——— ≈ ———
Αλλαγή σχεδίων
Τέλειωσε τη Σχολή Καλών Τεχνών, με άριστα και υποτροφία για το Παρίσι, ο Πέτρος. Γύρισε πίσω ενθουσιώδης και ονειρευόταν εκθέσεις σε Μουσεία, καθημερινά δημοσιεύματα στον Τύπο και διεθνείς προβολές. Δεν βαριέσαι, κατέληξε καθηγητής των καλλιτεχνικών σε γυμνάσιο. Το μόνο που κατάφερε, ήταν να μείνει στην Αττική, να γλυτώσει την επαρχία. Αγαπητός στα παιδιά και καλός μαζί τους. Εκείνος όμως μου έλεγε σε ώρες ανοιχτές που πίναμε τον καφέ μας.
— Αχ βρε Έλλη μου, τι κατάντια κι αυτή. Έρχομαι στο σχολείο και δεν βλέπω την ώρα να φύγω, να πάω στο ατελιέ να δουλέψω. Ξέρεις πως νιώθω το πέρασμά μου από δω; Όπως τη νύχτα, που σηκώνεσαι να πας στην τουαλέτα και πηγαίνεις με μισόκλειστα τα μάτια, για να μη σου φύγει ο ύπνος. Έτσι, με μισόκλειστα τα μάτια έρχομαι κάθε πρωί.
——— ≈ ———
Γουρούνια από ράτσα
Του πατέρα τού άρεσε να αστειεύεται. Δύσκολα ξεχωρίζαμε αν κάτι το έλεγε περιπαικτικά ή το εννοούσε. Είχε πάντα το ίδιο ατάραχο ύφος. Κάθε φορά που ένα παιδί από μας δυστροπούσε σε φαγητό: «Δε μ’ αρέσουν οι φακές», «δεν θέλω αγκινάρες», «πάρε τις μπάμιες από μπροστά μου», «θέλω πατάτες τηγανητές», σχολίαζε, έτσι καθισμένος σταθερά στην κορυφή του τραπεζιού: «Βέβαια, δεν σας αρέσει, έχετε την πολυτέλεια να διαλέγετε τι θα φάτε, εμείς είμαστε ευχαριστημένοι και μόνον επειδή είχαμε φαγητό, εσείς, το ένα σας μυρίζει, το άλλο σας βρωμάει∙ είσαστε, βλέπεις, απ’ του Διακονιαράκη τα γουρούνια». Τον ακούγαμε αδιαμαρτύρητα.
Ο Διακονιαράκης, μας εξήγησε κάποτε, είχε περιώνυμο χοιροστάσιο στην Αρκαδία με επιλεγμένα γουρούνια, με γουρούνια από σόι.
[ Η ...συνέχεια στο επόμενο ]