Χάρτης 63 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-63/poiisi-kai-pezografia/ta-ghenethlia
.
Η γιαγιά η Θέκλα, που στα ογδόντα πέντε της που έφυγε κι αυτή, γιόρταζε τα γενέθλια του άντρα της κάθε 27 Ιουλίου, επί πέντε χρόνια αφότου πέθανε εκείνος στα εκατόν ένα του – δεν έκανε μνημόσυνο αλλά γενέθλια, αφού ο Αναστάσης ξεψύχησε την ίδια μέρα που είχε γεννηθεί. Την καβαλούσε την γιαγιά ο παππούς μέχρι τέλους, τέσσερις φορές την βδομάδα, την ανεμοτούρλιαζε όλη νύχτα, ακόμα και λίγες μέρες πριν αυτός ξεψυχήσει, δηλαδή πριν αυτοκτονήσει. Του έλεγε η γριά που πια είχε σουφρώσει εντελώς απ’ τα γηρατειά, έτριζε απ’ την οσφυαλγία και τους ρευματισμούς και δεν τον άντεχε πια:
―Πάνε καημένε να βρεις καμιά Βουλγάρα να μ’ αφήσεις ήσυχη
―Βάλε λίγο κόκκινο κραγιόν στα χειλάκια σου, της έλεγε αυτός.
―Ογδόντα χρονών γυναίκα; Ντρέπομαι την Παναγία…
Ο παππούς Αναστάσης ήταν θηρίο άντρας, ψηλός και χειροδύναμος. Ντόπιος Ταξιαρχίτης (απ’ το χωριό Ταξιάρχης) όπως και η γιαγιά, που κρατούσε ακόμα κάποια ίχνη της παλιάς της ομορφιάς. Και είχε χτίσει ο γέρος σχεδόν με τα χέρια του το σπίτι, μια διώροφη τεσσαράγκωνη οικία με κεντρική σάλα και τέσσερα δωμάτια σε κάθε όροφο. Η εσωτερική σκάλα είχε σχήμα Π και οι πόρτες των δωματίων ήταν δίφυλλες. Το σπίτι στο πίσω μέρος είχε μεγάλη κρέμαση, για αποθηκευτική χρήση. Όλα σχεδόν τα έφτιαξε μόνος του – μόνο τα παντζούρια ήταν γαλλικά και η εξώπορτα του ισογείου κατασκευασμένη από τον καροποιό Χρήστο Μητρόκα: δίφυλλη, με τζαμιλίκι, περίτεχνα μεταλλικά καράβολα και με φεγγίτη και ρόπτρο.
Δίπλα στο σπίτι ο γερο-Αναστάσης, έχτισε, αρκετά νέος, και το Εκκοκιστήριο Βάμβακος –φάγανε γλυκό ψωμί όλη η οικογένεια απ’ αυτό, πάντρεψε τις δυο κόρες του (η μία η μικρή του, είναι η μάνα μου) και συνέχισε να το δουλεύει ώσπου βγήκε στη σύνταξη στα εβδομήντα του. Μετά το παράτησε – δεν πήγαινε, πλέον, δεν το ήθελε κανείς και ρημάζει από χρόνια κι αυτό, έρημο και μόνο του. Δεν είχε πια χαΐρι το βαμβάκι κι ο γέρος για να ξεσκάει άρχισε να καλλιεργεί έλατα για Χριστουγεννιάτικα δέντρα και να μαλώνει στο καφενείο για τα κοινοτικά.
Στα εβδομήντα πέντε του ο παππούς έπαθε ζάχαρο κι ο γιατρός τού απαγόρεψε αυστηρώς τα γλυκά. Αυτό ήταν βάσανο για εκείνον, γιατί αγαπούσε πάρα πολύ τις μαρμελάδες, τα λικέρ, τα ρετσέλια και τα κουταλιού που έφτιαχνε η γιαγιά, αυστηρή νοικοκυρά και προκομμένη – της ζητούσε συνέχεια να φάει ένα συκαλάκι, να πιει ένα ποτηράκι λικέρ από κράνα, αλλά εκείνη δεν του έδινε με τίποτα. Πέρασε καλά μαζί του μια ζωή, παρά τις μπόρες, τον αγαπούσε παθολογικά, του έκανε όλα τα χατίρια, αλλά είχε και τον νου της στην υγεία του. Κλείδωσε όλα τα γλυκά και τα λικέρ που έφτιαχνε στον πάνω όροφο, στο καλό δωμάτιο, στην «κάμαρη της διαπλοκής», όπως το έλεγε ο παππούς (ήταν τα ωραία, πράσινα χρόνια) μέσα σε ένα σεντούκι, για να μην τα βάζει χέρι ο γέρος. Και μαντάλωσε καλά και το δωμάτιο, με χοντρό λουκέτο απέξω.
Την τελευταία μέρα του, 26 Ιουλίου (την επόμενη είχε γενέθλια, έκλεινε τα εκατόν ένα) παρά τα γηρατειά του με πήρε μαζί του στο κυνήγι ― έκανα μερικά καλοκαίρια, έφηβος, εκεί, σε αυτό το σπίτι, διακοπές για δέκα μέρες. Ο παππούς, γεροντογέροντας πλέον, περπατούσε δύσκολα, δεν έβλεπε, πια, καλά, αλλά δεν το έβαζε κάτω. Με πήρε λοιπόν, να πάμε για αγριοπερίστερα. Είχε ένα παλιό δίκαννο, κοκοράτο, κι ένα γρήγορο σκυλί, έναν γκέκα από καλά αίματα, με διπλό νύχι, τρίχωμα καφέ, μαύρο παλτό στην ράχη και μαύρα πόδια. Ήταν ελαφρύς και τεσσαρομάτικος ― τα μάτια του αλώνιζαν και η ουρά του δεν σταματούσε ν’ ανεμίζει. Τον αγαπούσα πολύ.
Βγήκαμε απ’ το σπίτι και τραβήξαμε κατά τους πρόποδες του βουνού ― για πιο ψηλά δεν ήμασταν. Ο γέρος ήξερε τα μονοπάτια και τα σύρματα, τα σημαδιακά δέντρα. Πήραμε τον κατανήφορο και μετά κάτι αδέξιους χωματόδρομους. Χρώματα απίθανα παντού ― δεν έχω τις κηρομπογιές να στο εξηγήσω. Με πήγαινε από μέρη που κάτεχε καλά, ν’ αποφύγουμε τα σπανά και τις γκρεμίλες, να περάσουμε δίπλα απ΄ τις αποθερισιές του Ιούλη για να μην γεμίσουνε τα παντελόνια μας κολτσίδες και άγανα.
Με έφτασε στα χαμηλά, στους πρόποδες, σε μια κάπως υπερυψωμένη μπούκα σπηλιάς, όπου κούρνιαζαν αγριοπερίστερα. Ο γκέκας τρελαινότανε γυροφέρνοντας, έπιανε τον ντορό από λαγούς και από άλλα αγρίμια και γάβγιζε άπταιστα, αλλά ο παππούς τού φώναζε λέγοντας πως δεν έχει πια κότσια για τέτοια κυνήγια. Το σκυλί κατάλαβε και ήρθε και στεκότανε δίπλα μας, μυρίζοντας τον αέρα και με τεντωμένα αυτιά.
Κάτσαμε λίγο σε ένα μικρό βράχο να ξεκουραστούμε – εκείνη την ώρα φάνηκε ένας συγχωριανός, γείτονας, κυνηγός κι αυτός, που τον ήξερα. Ένας ατζαμής ήτανε, ένας καψοφυσέκης, τουλάχιστον έτσι τον έλεγε ο παππούς. Κρατούσε μια καλή καραμπίνα, κι αφού μας χαιρέτησε, κοντοστέκεται και λέει τού παππού:
―Τι έγινε, μπαρμπ’ Αναστάση, δεν θα ανεβείς πιο πάνω, να βαρέσεις κανέναν λαγό;
Εκείνος, φουσκωμένος απ’ τον δρόμο τού απαντάει:
―Τα βουνά ψηλώσανε, δεν είναι για μένα.
―Ή, τα βουνά ψηλώσανε, ή εσύ μάζεψες απ’ τα γηρατειά, του λέει αυτός και τράβηξε προς τα δεξιά μέσα σε κάτι βάτα και χάθηκε.
Αφού ξεκουραστήκαμε λίγο προστάζει ο παππούς:
―Πέτα μια πέτρα στην μπούκα της σπηλιάς.
Σκύβω, αρπάζω μια κοτρόνα και την πετάω στο άνοιγμα του βράχου. Ο παππούς είχε σηκώσει τους κόκορες και σημάδευε κιόλας προς τα εκεί – με το που έπεσε μέσα το κοτρόνι, πετάγονται τρομαγμένα από τη μπούκα της σπηλιάς καμιά εικοσαριά αγριοπερίστερα. Ο γέρος γύρισε λίγο το όπλο και έριξε ένα ντουμπλέ, τουφέκισε διπλά στον αέρα μερικά μικρά, φετινάρικα, τότε, που μάθαιναν ακόμα και πετούσαν δύσκολα, αργά, πιο βαριά – είχε ψιλά σκάγια και με τη διασπορά, και παρά το ότι δεν έβλεπε καλά, χτύπησε τρία που πήγαν κι έπεσαν καμιά τριάντα μέτρα παρακάτω σε κάτι τσαλιά. Ο γκέκας είδε πού βούτηξαν τα πουλιά κι έτρεξε κι έκανε apport: τα έπιασε νεκρά, με μαλακό δόντι, και τα έφερε και τα απόθεσε, ένα-ένα, απαλά, στα πόδια του παππού.
Έσκυψα, χάιδεψα το σκυλί στο κεφάλι και είδα στα μάτια του κάποια φωτόνια ανταμοιβής.
Μετά πήγαμε για καρτέρι διακόσια μέτρα παρακάτω. Στο επιτραχήλι ενός μεγάλου βράχου ξάνοιγε μια μικρή σπηλιά όπου πάλι κάνανε κούρνια αγριοπερίστερα και ο γέρος χτύπησε άλλα τέσσερα.
―Γίνονται νόστιμα με αρακά, μου είπε. Θα πω την γριά να μου τα κάνει αύριο που έχω γενέθλια. Μπορεί, λόγω της μέρας να μου δώσει να φάω κι ένα γλυκό, που το έχω λαχταρίσει.
Το είπε και είδα ότι περπατούσε πολύ δύσκολα στον γυρισμό. Κακόσερνε. Χλόμιασε. Σταματήσαμε πέντε φορές να ανασάνει.
Ξαπλώσαμε νωρίς το βράδυ και κοιμήθηκα γρήγορα, χωρίς να ακούσω τον παππού να έχει βάλει από κάτω την γιαγιά – υπήρχε ησυχία. Μάλλον ήταν εξαντλημένος απ’ το κυνήγι και βυθίστηκε αμέσως. Αλλά εκείνος, απ’ όσο καταλάβαμε μετά, δεν κοιμήθηκε. Μόλις πήρε ο ύπνος την γριά κι εμένα, αυτός σηκώθηκε αθόρυβα κι έψαξε για τα κλειδιά του καλού δωματίου. Ή, τα είχε βρει από πριν – ποιος ξέρει. Πήρε μαζί του κι ένα μεγάλο κατσαβίδι για να ανοίξει το σεντούκι. Κοιμόμασταν στο ισόγειο για δροσιά – δεν ακούσαμε τίποτα. Ο γέρος ανέβηκε σιγά-σιγά, βουβά, δύσκολα τη σκάλα, άνοιξε με το κλειδί το δωμάτιο της διαπλοκής, άναψε το φως και πήγε στο μπαούλο. Ξεβίδωσε με το κατσαβίδι αργά, ήσυχα, τους μεντεσέδες (δεν είχε βρει το κλειδί) το άνοιξε κι έβγαλε όλα τα γλυκά: πορτοκάλι, σύκο, κεράσι, κυδώνι, ρετσέλι, μερικά κομμάτια παστέλι, τις μαρμελάδες και τα λικέρ, δύο φιάλες από κράνα και μία με κουμ-κουάτ που τους είχανε φέρει δώρο απ’ την Κέρκυρα. Μετά κάθισε δίπλα στο παράθυρο και τα κουβάλησε όλα πάνω σε ένα τραπεζάκι μπροστά του. Πρώτα μπούχτισε ένα μεσαίο ποτήρι με λικέρ ως τα χείλη και το κατέβασε μονοκοπανιά. Μετά άρχισε να τα τρώει λαίμαργα, ένα ένα μέσα απ’ τα βάζα, με το δάχτυλο και με το κατσαβίδι, αν δεν έφτανε το δάχτυλο, και να πίνει ενδιάμεσα τα λικέρ απευθείας απ’ τα μπουκάλια. Είχε είκοσι πέντε χρόνια στέρηση, αφότου έπαθε το ζάχαρο και δεν τον σταματούσε, πια, τίποτα. Μέχρι να ξημερώσει έφαγε όλες τις μαρμελάδες, όλα τα γλυκά κουταλιού, το κεράσι, το κυδώνι και το βύσσινο, καταβρόχθισε το ρετσέλι, ρούφηξε όλο το λικέρ από κράνα, ήπιε όλο το κουμ-κουάτ και τραγάνισε το παστέλι. Μετά κάθισε ξαπλωτά και κοίταζε ευχαριστημένος, χορτάτος, πλήρης, το ξημέρωμα – σαν να είχε πάρει εκδίκηση. Μέχρι που έμεινε, εκεί, ακίνητος, ξερός. Κόκαλο.
Το πρωί άκουσα την τσιρίδα της γιαγιάς που σηκώθηκε νωρίς να φτιάξει μια χορτόπιτα και μια κολοκυθόπιτα για τα γενέθλιά του και να ξεπουπουλιάσει και να ετοιμάσει τα αγριοπερίστερα με αρακά – δεν έβρισκε τον άντρα της, φώναξε, τον έψαξε, και, ανεβαίνοντας στον πάνω όροφο, είδε την πόρτα του καλού δωματίου ανοιχτή. Μπήκε δισταχτικά και τον βρήκε ξαπλωτό στην καρέκλα σε στάση χαλαρής απόλαυσης, παγωμένο, με το στόμα ορθάνοιχτο. Φορούσε την θερινή κάτω πιτζάμα, ένα κασκορσέ και ήταν ξυπόλητος – τα κανιά του απλωμένα ως πέρα, κίτρινα. Πάνω στο τραπεζάκι ήταν άδεια όλα τα βάζα με τα γλυκά και τα μπουκάλια με τα λικέρ. Δίπλα το κατσαβίδι. Το σεντούκι, πιο εκεί, παραβιασμένο.
Τον έκλαψε, τον κήδεψε όπως πρέπει – τουλάχιστον έφυγε ευχαριστημένος, έλεγε, μόλις κάπως συνήλθε. Χορτάτος. Κι επί πέντε χρόνια που έζησε μετά η γριά, κάθε χρόνο στις 27 Ιουλίου, έκανε όχι το μνημόσυνο, αλλά τα γενέθλιά του, σαν να ζούσε ― ήθελε να τον έχει αθάνατο. Πήγαινα κι εγώ κάθε καλοκαίρι στη μνήμη του, επειδή είχα αδυναμία στον παππού και ήθελα να δω και τον γκέκα που μαράζωνε γιατί κανείς πια δεν τον έβγαζε στο κυνήγι. Μάζευε ανήμερα η γριά όλες τις γειτόνισσες και τις κερνούσε ρετσέλι και λικέρ, που έφτιαχνε επιτούτου η ίδια, να χαρεί το στόμα τους.
―Χρόνια πολλά και γλυκά σ’ ελόγου μας, είπε στα πρώτα γενέθλια μια γειτόνισσα.
Κι αυτή η κουβέντα έμεινε και τη λέγαμε κάθε χρόνο.