Χάρτης 63 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-63/diereynhseis/i-iperaspisi-tis-akrokhalasias
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Μελισσάνθη γράφει ένα ποίημα με τίτλο «Οι στοιχειωμένοι του ύπνου»,[1] υφαίνοντας ―άθελά της;― ένα αυθύπαρκτο σύμπαν, μέσα στην απεραντοσύνη του οποίου εισέρχεται και η Ζέφη Δαράκη. Το ποιητικό έργο της τελευταίας, στο σύνολό του, φαίνεται να αντιστέκεται την ευθυγράμμιση με τις συμβατικές κατηγοριοποιήσεις της «γενιάς» ή της «περιόδου», με τη μυστηριακή αοριστία του εσωτερικού βάθους της ποιήτριας να συμπαρασύρει τελικά το συλλογικό μεταπολεμικό αίσθημα. Έτσι και στην ποιητική συλλογή της Ο απέναντι χρόνος (2006),[2] υπνοβατούν στοιχεία στοιχειά, πέραν των ορίων του χρόνου και του χώρου, που επανέρχονται διαρκώς στο φόντο της ονειροφαντασίας της ποιήτριας: η άκρη του κενού και το σκοτάδι.
Ο χρόνος στην ποίηση της Δαράκη δεν μπορεί παρά να διαβαστεί σε συγχρονία και συνταύτιση με τους κατοικημένους χώρους της φαντασίας της, υποβάλλοντας τη γραφή της σε μία αναπόφευκτη διαίρεση· από τη μία ο πραγματικός χρόνος του ρολογιού, από την άλλη ο απέναντι χρόνος της ποίησης. Ο Βύρων Λεοντάρης, για να ιχνηλατήσει τις εσωτερικευμένες ανάγκες που ωθούν τη μεταπολεμική ποίηση προς τη νοσταλγία και την ταυτόχρονη απόσχιση από τη βιωμένη πραγματικότητα, επινοεί τον όρο «εκστασιακή ποίηση»,[3] στην οποία συγκαταλέγει και τη Δαράκη. Τη διαβάζει, μάλιστα, ως μια γράφουσα «μετέφηβη»,[4] η οποία στρέφεται προς την ερείπωση των νοημάτων και όχι προς την αναζήτησή τους, για χάρη του ανείπωτου και του ανεξιχνίαστου. Αποδέχεται και εκείνος, δηλαδή, να επιβιβαστεί και αυτός στο κενό της ποίησής της, με μόνη συντροφιά το αμετουσίωτο και με τη χρονικότητα να χάσκει διεσταλμένη.
Α. Ανεμίζοντας ένα άδειο δωμάτιο: Η υπεράσπιση του κενού
στην άκρη ενός ολάνθιστου γκρεμού[[5]
Η χιμαιρική χωροθεσία με την οποία ξεκινά η εν λόγω ποιητική σύνθεση είναι εκείνη της άκρης. Η ομιλήτρια τοποθετεί την αφήγησή της σε έναν αόριστο παρελθοντικό χρόνο και, έτσι, οι στίχοι αντηχούν ως εξιστόρηση μιας παράδοξα πραγματικής ανάμνησης· Στεκόμουνα στην άκρη του δωματίου/ με το πρόσωπο στραμμένο στον τοίχο. Ο αναγνώστης φαντάζεται το υποκείμενο να αντικρίζει μία κενή επιφάνεια, ενώ παράλληλα ακέφαλες φωνές εισβάλλουν στο δωμάτιο, σαν από μεγάφωνο, απευθύνοντας αυστηρές απαντήσεις[6] σε απαγορευμένα ερωτήματα που δεν βρίσκουν καν την έκφρασή τους. Με μια αιφνιδιαστική λοξοδρόμηση, ο χρόνος επανέρχεται στο παρόν, το οποίο εμποτίζεται από μια διάχυτη νοσταλγία· η βίαιη εικόνα του παρελθόντος διακόπτεται «ακαριαία με ονειρική ταχύτητα»[7] από την εξίσου συγκεκριμένη ανάμνηση των ρούχων, της περιμέτρου του σώματος δηλαδή, στο φεγγαρόφωτο. Οι διαταγές των Άλλων που σκοτείνιαζαν το σώμα ερμηνεύονται από το ποιητικό υποκείμενο ως μια τιμωρία, για ν’ αλλάξω πεπρωμένο, εξαιτίας της επιμονής του να περιπλανιέται σε ερημικά ανοίγματα, χωρίς κάποιον δέκτη να λαμβάνει τις μετέωρες κραυγές του. Για να στερεοποιηθεί η ανάμνηση, η ομιλήτρια χρειάζεται να παρακολουθήσει τη διέλευση και την έξοδο απόντων προσώπων, σε παρελάσεις φαντασμάτων.[8] Οι ακαθόριστες αυτές εικόνες επιστρέφουν χάρη στην προοπτική που της παρέχει η άκρη του δωματίου. Οι απαγορευτικές απαντήσεις εκπυρσοκροτούν το πίσω μέρος του προσώπου της, το οποίο τις εξοστρακίζει. Απέναντι στο συμβιβασμένο φως του διαδρόμου, η ματιά της καθηλώνεται στο σκοτεινό κενό.
H κλίση της ομιλήτριας δείχνει να είναι προς αυτό που ο Μορίς Μπλανσό περιγράφει ως «ένα κενό δωμάτιο, με την παραφορτωμένη αλλά ρουφηγμένη πάλι απ’ τον ίσκιο επίπλωσή του».[9] Η είσοδος και η διαμονή της εκεί, όμως, ανακόπτεται ξανά από τον απαγορευτικό Άλλο, προσωποποιημένο αυτήν την φορά από τη απρόσωπη φιγούρα του Επιστάτη, του κατόχου, δηλαδή, της αρμαθιάς των κλειδιών. Αυτό που δεν έχει φωνή, το αμίλητο, αυτονομο-ποιείται, ικανό να σκαρφαλώσει μόνο του στο ταβάνι του δωματίου, απλώνοντας το σκοτάδι του. Ο Επιστάτης, ανά πάσα στιγμή, θα την εκτοπίσει σαν εγκληματία[10] από τον χώρο που αναδημιούργησε το αμίλητο, θα την κλειδώσει έξω από το δωμάτιο που ολοένα γεμίζει με σκοτάδια μάτια. Ωστόσο, είναι το ίδιο της το ρίγος, ως ο πληρέστερος τρόπος να μετέχει στη ζωή, που της επιτρέπει να αποκολλάται στιγμιαία από τον τρέχοντα εαυτό της και να γεμίζει με κενό το χρόνο του προσώπου της. Υφαίνεται, έτσι, μια σπειροειδής διαλεκτική του μέσα και του έξω, μια ατέρμονη πάλη διαφύλαξης του δικαιώματος της αυτοπραγμάτωσης, του εισέρχεσθαι και εξέρχεσθαι.
Ο Επιστάτης τελικά κλειδώνει το δωμάτιο που πολιορκήθηκε από το άλαλο και η ποιήτρια στέκει απορημένη· Γιατί κλείδωσαν ένα έρημο δωμάτιο; Τι το κακό κρύβει ένα κενό;. Το πηγαινέλα της, όμως, από τον αυτοεγκλεισμό εντός της άχρονης ονειροπόλησης στη βιωμένη πραγματικότητα επιτρέπει στις λέξεις να κινούνται ιππαστί στο διάσελο ανάμεσα στους δύο χωροχρόνους, υποστασιοπιώντας έτσι τη σχέση της ποιήτριας με τον Άλλον, αλλά και με το πρίσμα του ίδιου του εαυτού της. Το εδώ και το τώρα στην ποίηση της Δαράκη διυλίζονται από την αναπόδραστη αίσθηση του αλλού και του άλλοτε, σχηματίζοντας ένα αλλόκοτο mise en abîme, οπότε η αλώβητη επιστροφή στον παρόντα εαυτό δεν φαντάζει πάντα εύκολη.
Ακόμα και σ’ ένα μυστικό αίθριο χαράς του παρελθόντος, η ομιλήτρια δεν ερωτευόταν παρά κάτι αόριστο· ακόμα και σε ένα δροσερό σκιερό κιόσκι, εκείνη παρέμενε αποπροσανατόλιστη. Αντιστεκόμενη στον ετεροκαθορισμό των Άλλων, για τους οποίους θα έπρεπε να προσαρμοστώ να π ρ ο σ α ν α τ ο λ ι σ τ ώ, ήδη από την παιδική ηλικία το ποιητικό υποκείμενο διεκδικεί το δικαίωμα να μπαινοβγαίνει στα μυστικά αίθρια που πλάθει. Η συμπυκνωμένη διάσχιση, βέβαια, εκείνης της ηλικίας και της εφηβείας σε μόλις πέντε στίχους επιτρέπει στον πραγματικό χρόνο της ενηλικίωσης να εισβάλει στη γλώσσα και να ανασηκώσει τις ονειροπολήσεις στον υδάτινο στρόβιλό του.
Ώσπου η συντροφιά νεαρά παιδιά πετάξαμε
τις ποδιές μας
τα βιβλία και φιληθήκαμε
Ανάβοντας τσιγάρο στο τσιγάρο μεγαλώσαμε
Σάπισαν οι ποδιές μας στα νερά του χρόνου [11]
Καταφέρνοντας να εξέλθει από τον παρόν του τραύματος, το οποίο διάσπαρτες αναμνήσεις με την αστραπιαία διέλευσή τους, το υποκείμενο εισχωρεί στο αλλότριο παρόν της ποίησης. Το βλέμμα παραμένει στραμμένο στον τόπο από τον οποίο αναχώρησε, ο οποίος, όπως και ο χρόνος του, διαθλώνται στην επιφάνεια του χωροχρόνου των λέξεων. Η ποιήτρια καταφέρνει έτσι να κατοχυρώσει το δικαίωμα της περιπλάνησης πότε στο ένα, πότε στο άλλο και πότε ενδιάμεσά τους.
Β. Το φως πέφτει και τσακίζεται: Η υπεράσπιση του σκοταδιού
Και η σκιά, είναι και αυτή μία κατοικία. [12]
Από το λιμάνι του απέναντι νησιού δεν φέγγει το φως κάποιου φάρου και το πλοίο της ποιητικής περιπλάνησης ταξιδεύει πάντα νύχτα· καίγονται οι λαμπτήρες [13]
και η ποιητική γλώσσα παραδίνεται σε σκιές και σκοτάδια, [14] στα μυστικά [15] δηλαδή που την αφεντεύουν. Για τον Μπλανσό, «το έργο αντλεί φως απ’ το σκότος, είναι σχέση μ’ αυτό που δεν ανέχεται συναναστροφές, συναντάει το Είναι προτού γίνει δυνατή η συνάντηση κι εκεί όπου η αλήθεια εκλείπει».[16] Η Δαράκη γνωρίζει τη ζωτική σημασία του σκοταδιού για τις λέξεις της, τη σχέση της με τα πρόσωπα της ζωής της και με τον εαυτό της· μεριμνεί για το απαλό σκοτάδι των ημερών,[17] περιποιείται αγωνιωδώς το σκοτάδι γύρω μας.[18]
Όντας η ίδια έρμαιο των λέξεων,[19] διερωτάται: Είναι κανείς εδώ; [20]
Η απάντηση έχει ήδη δοθεί από το πρώτο κιόλας ποίημα, με τα ξεριζωμένα καλώδια τηλεφώνων[21]
και με τις κραυγές να κρέμονται στη δύναμη του αέρα. Έχοντας επίγνωση της σιωπηρής απάντησης, το ποιητικό υποκείμενο αποπειράται έναν ακόμη απολογιστικό μονόλογο, χωρίς να σταματά να ελπίζει με την ανέλπιδη ελπίδα πως κάποιος ακούει. Η ερημιά, όμως, σκεπάζει τα πράγματα, τα πρόσωπα και τις λέξεις, φέρνοντας τα γνώριμα συναισθήματα του τρόμου και της θλίψης, με την ποιήτρια να αφουγκράζεται την περιρρέουσα σιωπή.
Έστω ότι εγώ προχωρώντας πιο μέσα στο σκοτάδι
και θυμούμενη ότι αυτό που σκοτεινιάζει
είναι ορατό μόνο μέσ’ στο σκοτάδι,
συναντώ την απάντηση…
μέσα στην ποίηση όμως είναι σκοτεινά… [22]
Παρόλο που η απάντηση φαίνεται να δίνεται από τον πραγματικό χωροχρόνο, ο χωροχρόνος της ποίησης αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης, με την ομιλήτρια μέχρι και δυο στροφές πριν το τέλος της σύνθεσης να προβαίνει σε ελπιδοφόρες υποθέσεις. Το σκοτάδι της ποίησης δεν την αποθαρρύνει σε αυτούς τους συλλογισμούς. Αντιθέτως, παρακινεί την ονειροφαντασία της, με τα μυστικά της να ανοιγοκλείνουν σαν φτερά νυχτερίδων. Οι απαντήσεις είναι μεν κρυμμένες στο σκοτάδι, όμως είναι εκεί, παρούσες μέσα στην απουσία τους, επανορθώνοντας για τις πράξεις που δεν τόλμησα, για τις χειραψίες και τα σώματα προσώπων που θρυμματίστηκαν με το πέρασμα του βιωμένου χρόνου. Το άξενο μετατρέπεται σε οικείο και ζεστό και, έτσι, ο κατακερματισμός αντικαθίσταται με την υποστασιοποίηση. Παρεμβάλλοντας εντός παρενθέσεων το τελευταίο τρίστιχο, η ποιήτρια εξομολογείται την άρνησή της να αποκρυπτογραφήσει το μυστικό, ώστε να μη χάσουμε απ’ τα λόγια μας/ το φεγγάρι του μεσονυχτίου.[23] Δεν αρπάζει τυχαία «το καντηλέρι για να κατέβει στα βάθη»,[24] όπως θα έλεγε ο Γκαστόν Μπασλάρ. Μοχθεί για τη συντήρηση του σκοταδιού και συγχρόνως αφήνεται στις σκιές του, καθώς οι λέξεις περιπλανιούνται, μονάχες τελικά, υπό την αδιαφάνεια της σελήνης.
Οποιαδήποτε ώρα της πραγματικής μέρας, το ρολόι της ποίησης της Δαράκη πάντοτε κρούει μεσάνυχτα, με την ποιήτρια να πηγαινοέρχεται ως μια somnambule από το ένα παρόν στο άλλο. Η έμμονη περιπλάνηση/ μες στον κοχλία,[25] κατά τα πρότυπα μιας γεωμετρίας ονειροπόλας, μεταμορφώνεται σε «μια τεχνητή υπνοβασία που κατοικείται από ένα σύνολο αισθήσεων»,[26] οι οποίες συνομιλούν με χώρους, πρόσωπα και πράξεις του παρελθόντος στο παρόν. Οι αναγνώστες που εισχωρούν στις κωνικές εκτάσεις που διανοίγονται από τον ποιητικό χωροχρόνο της Δαράκη δεν μπορούν παρά να ακολουθήσουν τα λόγια του Λεοντάρη: να τον «διαβάσουμε – διαβούμε, ν’ απελπιστούμε, να γκρεμιστούμε μέσα του».[27]
Όλοι οι χωρικοί δείκτες της παρούσας ποιητικής σύνθεσης οδηγούν σε αυτόν τον διαπερατό χαλασμό, μέσω του οποίου πραγματοποιείται η οντολογική ανασύνθεση των λέξεων, των αναμνήσεων και του πολλαπλού εαυτού της ποιήτριας. Μπαίνοντας στον απέναντι χρόνο και τόπο, η ποιήτρια αισθάνεται βαθιά και επιστρέφει πάλι στην εδώ κατάσταση, με τις βαλίτσες φορτωμένες με ακόμα περισσότερα ερωτήματα και ονειροπολήσεις. Το Είναι της, έτσι, όπως και οι λέξεις της, διατηρούν τη ζωντάνια και τη φλογερή αμφισβήτησή τους προς καθετί ετοιμοπαράδοτο και συμβιβαστικό. Γι’ αυτό, άλλωστε, η Δαράκη παραμένει πάντοτε πιστή στη διακινδύνευση, δηλώνοντας με τόλμη και σιγουριά πως πρόκειται να επιμείνουμε/ στο ακαθόριστο του προορισμού μας.[28]