Χάρτης 63 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-63/biblia/enas-anaghennisiakos-anthropos-enas-ekkentros-poiitis
Ο Αντώνης Σκιαθάς είναι ένας πολυπράγμων άνθρωποςˑ ένας άνθρωπος που –θα έλεγε κάποιος– έρχεται κατευθείαν από την Αναγέννηση, ένας homo universalis. Είναι χημικός μηχανικός, εκπαιδευτικός, επιχειρηματίας, ανθολόγος ποιητών, κριτικός λογοτεχνίας, πρώην εκδότης λογοτεχνικού περιοδικού, διευθυντής του Γραφείου Ποιήσεως, δημιουργός τού –ήδη– ξεχωριστού Βιότοπου Πολιτισμού (Culture Book), μέλος του ΔΣ της εταιρίας συγγραφέων, χορηγός, πατέρας, δανδής και άλλα πολλά. Είναι, δηλαδή, ένας πνευματικός άνθρωπος με ευδιάκριτο ποιητικό αποτύπωμα και δραστηριότητα που υπερβαίνει τα τοπικά όρια της Πάτρας, της πόλης όπου ζει και δημιουργεί. Πρωτίστως, όμως, ο Αντώνης Σκιαθάς είναι ποιητήςˑ ένας ποιητής με συνεχή, αλλά όχι πληθωριστική, ποιητική παρουσία, εκπρόσωπος της εν μέρει εξερευνημένης και άρα –ακόμη– αχαρτογράφητης γενιάς του΄80.
Η σχέση του Αντώνη Σκιαθά με τη γενιά του ‘80, είναι έκκεντρη. Εξηγούμαι: Η ποιητική γενιά του ΄80, γνωστή και ως γενιά του ιδιωτικού οράματος (Κεφάλας, 1986) (Κάσσος, 1989), της ατομικότητας και της έκτυπης ποιητικής ιδιοπροσωπίας, απομακρύνεται από τα μεγάλα κοινωνικά οράματα και τις συλλογικότητες. Ο θάνατος της συλλογικότητας που έχει προεξαγγελθεί, προϊόντος του χρόνου, από την περίφημη γενιά του ΄70 –γεγονός που δεν είναι ανεξάρτητο από τη ριζική αλλαγή πολιτικοοικονομικών δομών στην Ελλάδα αλλά και ολόκληρο τον κόσμο στο τέλος της δεκαετίας του 1980 (μεταδιπολική εποχή, παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός)– εδραιώνεται στην «εύφορη εσωστρέφεια» της ποιητικής γενιάς του ΄80.
Η ποίηση του Σκιαθά, από την πρώτη του συλλογή Παραμεθόριο Νεκροταφείο
(1983), δεν περιορίζεται σε ιδιωτικές ατραπούςˑ δεν ομφαλοσκοπεί σε ναρκισσιστικές αυτοαναφορές, αλλά εκκινώντας από μια συγκεκριμένη ανθρωπογεωγραφία –την ελληνική– διαπλέει με ιερό ρομαντισμό ωκεανούς χρόνου ελληνικού πολιτισμού και γλώσσαςˑ ταξιδεύει μέσω θαλάσσης στο συνεχές της ελληνικής Ιστορίας και παράδοσης. Η ποίησή του θυμίζει μνημειακή αφηγηματική τοιχογραφία στην οποία ιστορούνται μυθολογικά πρόσωπα, ήρωες της ελληνικής επανάστασης, δοξασμένα τοπωνύμια, πολιορκίες, αλώσεις, νίκες, πειρατείες, πόλεμοιˑ σύμβολα θρησκευτικά, άγιοι, μια κατανυκτική «σκευή» ορθοδοξίας, αλλά και πρόσωπα-σηματωροί της λογοτεχνικής του πορείας, γεννήτορες ποιητικοί/καλλιτεχνικοί και βιολογικοίˑ μια τοιχογραφία Μινωική, όπου τα χρώματα –ιδίως το μπλε– και το λαμπρό μεσογειακό φως είναι ο εικαστικός του καμβάς.
Αυτό το ποιητικό συνεχές, αυτό το ιστορικό και πολιτιστικό Όλον, που συνθέτει ο Α. Σκιαθάς έχει συνεκτικό δεσμό τη Μνήμη (ο ποιητής ξέρει καλά πως ποίηση χωρίς μνήμη δεν υπάρχει, πως χωρίς μνήμη δεν παράγεται νόημα). Μια μνήμη συλλογική που διυλίζεται, κάποτε επώδυνα, από την προσωπική και βιωματική οπτική του. Και όλο αυτό το ποιητικό σύμπαν κατακλύζεται από φως. Πιο σωστά, από μια φωτοχυσία σολωμικών και ελυτικών καταβολών, μυστικιστική, αλλά και διαυγώς φυσική. Μια φωτοχυσία οραματικής διάστασης, «προφητική», που ευαγγελίζεται ένα νέο ήθος κοινωνικής και ποιητικής ζωής. Είναι το φως, λοιπόν, αλλά και το βάθος του ιστορικού χρόνου που «ανοίγουν» την ποίηση του Σκιαθά και της δίνουν προοπτική. Αυτός ο ορίζοντας δεν είναι μόνο γεωγραφικόςˑ είναι ένα «μάτι» που υπερβαίνει την ατομική βιωματική οπτική και γίνεται ένα τεράστιο συλλογικό βλέμμα. Και εδώ, ακριβώς, είναι που διαφοροποιείται η ποίηση του Σκιαθά από αυτή των ομοτέχνων της γενιάς του. Η ποίηση του δεν είναι ποίηση κλειστού χώρου, δεν είναι μουσική δωματίου, αλλά ποίηση ανοιχτών οριζόντων, μια μεγάλη συμφωνική σύνθεση.
Και ερχόμαστε στην τελευταία του ποιητική συλλογή, την Αρχιτεκτονική της σιωπής, ένα καλαίσθητο βιβλίο 54 σελίδων, τρυφερά επιμελημένο από τις εκδόσεις ΑΩ, μ’ ένα εξώφυλλο γοητευτικό και πολύσημο (σε άλλους θυμίζει κηροπήγιο από πευκοβελονες, σε κάποιους το ντανταϊστικό Πρωινό σε Γούνα της Οπενχάιμ, ενώ σε μένα τη μινωική θεά των όφεων που συμβολίζει τη γονιμότητα). Σ’αυτή, λοιπόν, τη συλλογή, η πρόδηλη διαφοροποίηση τόνου που εχει παρατηρηθεί στην αμέσως προηγούμενη συλλογή του Σκιαθά, Κατασκοπεία του χρόνου, γίνεται δραματική. Μολονότι τα θετικά εικονιστικά μοτίβα που παραπέμπουν στην Ελλάδα (το διαυγές ξημέρωμα, ο ήλιος, το φως, οι ανθοί και τα κλωνάρια, το μπλέ της θάλασσας κ.ά.) επιμένουν, ΤΩΡΑ η Ελλάδα, η πατρίδα, (βασικό στοιχείο της ποιητικής του) είναι δυστοπική· είναι δισδιάστατη, με άπορους θεούς, γλώσσες ματωμένες, ένας κάμπος νεκρών, μια ατέλειωτη αγρύπνια· κουβαλάει τη βαριά ιστορία της μην έχοντας προοπτική.
Νυχτέρι στις Θερμοπύλες
Σούρουπο ασάλευτο.
Άνθρωποι βρεγμένοι στον βοριά δισδιάστατης πατρίδας.
Σε πρώτο πλάνο, άγρυπνοι σ’ ένα ατέλειωτο νυχτέρι.
[...]Έστρωσαν τα στρώματα στην πρωτεύουσα του Βασιλείου.
Έφτιαξαν θυμούς με σανίδια απ’ όλες τις επαναστάσεις. Ελλήνων,
Βαλκάνιων και πολιορκητών του Βυζαντίου.
Πατρίδα κι αυτή με Θερμοπύλες και εφιάλτες, με πηγάδες και
παλουκωμένα κεφάλια, με τεθωρακισμένα και χωροφύλακες
στους δρόμους.
Μια πατρίδα άχαρη, μια Ελλάδα μεταπρατική, η ιστορική μνήμη και θρησκευτική πίστη της οποίας έχουν ενταχθεί στους μηχανισμούς και τους νόμους της αγοράς, σε ένα ατέλειωτο παζάρι, όπου το νενικήκαμεν είναι ανήμπορο
Το παζάρι της σιωπής
[...]«Έχω όμορφο πράμα, τον Βενιζέλο σε κέντημα, τον Καραμανλή
στο αεροπλάνο, τον Ανδρέα με τη Μιμήστα μπουζούκια», όλα
αυθεντικά, από το σπίτι μιας κυρίας στο Κολωνάκι.
[...]Θείο να έρχεσαι, έχω και κάτι περιοδικά με φωτογραφίες παλιές
με γυμνές και έναν πάκο με χαρτιά γραμμένα, έχει και συμβόλαια
πεθαμένων, αν θες τα βάζω στην μπάντα για σένα.
Παράλληλα με την εθνική αλλοτρίωση, υπάρχει ένα φυσικό περιβάλλον, που αποσυντίθεται, που αποδομείται. Τώρα η ασχήμια είναι άφθαρτη και το φεγάρι ξέσαρκο, λιπόσαρκο γιατί ξάφνου άλλαξε ο καιρός, έβρεχε πιθάρια θανάτου και το νερό ήταν γεμάτο απειλές και ελονοσία.
Κλαράκι ξένο
[...] Ούτε ένα κλαράκι με χαρές αειθαλούς καρπού στην οργή του κάμπου.
Δεν έμεινε τίποτα στονν λυρισμό του κάρβουνου.
Δεξιά και αριστερά καμμένα δένδρα.
[...] Στάχτες και οι αλήθειες για τις βροχές που ποτέ δεν ήρθαν.
Σκιάζομαι,
Φοβάμαι για τα κούτσουρα και τις χωμένες προσευχές
στις σαρκοφάγους με τ’απανθρακωμένα ζώα.
Σ’ αυτή τη δυστοπία τόσο ο έρωτας, όσο και η ποίηση, αδυνατούν να αντιταχθούνˑ ο έρωτας εκπνέει καθώς γίνονται σκιές τα ηφαίστεια των ερεθισμών και η ποίηση τίθεται ως αίτημα, μια και ρημάδια τα σύμφωνα και τα φωνήεντα, αγροίκοι οι ποιητές, αγροίκοι και οι κριτικοί τους.
Και ερχόμαστε στη γλώσσα των ποιημάτων. Πρόκειται για μια ποιητική γλώσσα πλούσια που συσσωματώνει τα κοιτάσματα της Ελληνικής στη διαχρονία της. Φροντισμένη, μειωμένης προφορικότητας, με λέξεις διόλου κοινόχρηστες αλλά ούτε και εξεζητημένες που αντλούνται από το βάθος του χρόνουˑ μια γλώσσα που στρωματογραφεί τη παράδοση. Και σε αυτό το σημείο ο Αντώνης Σκιαθάς διαφοροποιείται από τη γενιά του, η οποία υιοθετεί μια γλώσσα καθημερινή και απλή μέχρι «πεζότητας». Το ίδιο συμβαίνει και με την εικονοποιία του. Εικόνες πλατιάς ανάσας, κάποτε επικής και ανοιχτών οριζόντων, που συνάδουν με την καταρχήν υψηλόφωνη άρθρωσή του και την αποστροφή του στο «χθαμαλόν». Όλη αυτή η πληθωρική μίξη θα μπορούσε εύκολα να υπερχειλίσει εάν ο υποκείμενος λυρισμός του και –σ’αυτή τη συλλογή– η συναίσθηση της ματαιότητας που μετατρέπεται σε στιβαρή Αρχιτεκτονική της σιωπής δεν λειτουργούσε ως εξισορροπητικός μηχανισμός και κεντρομόλος αρχιτεκτονική δύναμη.
Η σύνολη ποίηση του Α. Σκιαθά αρδεύεται από την αφηγηματική στιβαρότητα του Ομήρου και τα δροσερά νερά του δημοτικού τραγουδιού (δεν είναι άλλωστε τυχαία η ιαμβική ρυθμολογία που κυριαρχεί σε πάμπολλα ποιήματά του παλαιότερων συλλογων)· τον λυρικοδραματικό βηματισμό του Σολωμού, την Ιδέα του Κάλβου και τους υπερρεαλιστές. Ο ποιητής, όμως, που όρισε την ποιητική του μοίρα είναι ο Ελύτης. Ο γλωσσικά, εικονοπλαστικά και ιδεολογικά, «ολιστικός» Ελύτης είναι αυτός που κληροδοτεί στον Σκιαθά την εκφραστική πληθωρικότητα, τον οραματισμό και μια μοντερνιστική ερμητικότητα απολύτως διαυγή. Στην Αρχιτεκτονική της σιωπής, οι προαναφερθείσες επιδράσεις υποχωρούν, ή έχουν «χωνευτεί», αφομοιωθεί στην ποιητική του ιδιοσυστασία. Τώρα ο Καρυωτάκης δίνει το παρόν –και με άμεση αναφορά– και η Κική Δημουλά ανιχνεύεται σε σε πολλά λεκτικά του ευρήματα (λουόμενες απώλειες, αφόρετα σκουλαρίκια οι θέρμες του Ιούλη, αυτόχειρες μονόλογοι κτλ.)
Ο Α. Σκιαθάς είναι ένας ποιητής αποκλίνων ή αυτό που στη συμβατική λογοτεχνική κριτική λέμε, ένας ποιητής με ιδιαίτερη προσωπική φωνή. Ποιητής με όραμα συλλογικό, με ιστορικό φορτίο και ελληνικές συντεταγμένες, ερωτικός, μα και λανθανόντως μεταφυσικός, αλληγορικός, με μιαν εκρηκτική πληθωρικότητα, μια πλημμυρίδα λυρικών και εκφραστικών τρόπων. Στις τελευταίες δυο συλλογές του και ειδικά στην Αρχιτεκτονική της σιωπής, το ύφος αλλάζει, γίνεται σκοτεινό, πεζολογικό και ρεαλιστικά ελεγειακό, αποδεικνύοντας πως ο ποιητής μας είναι νέος ή «φέρει νεότητα» δεδομένου ότι εξελίσσεται. Εξελίσσεται, αλλάζει, αγωνιά και αναζητά, μετερχόμενος διαφορετικούς ποιητικούς τρόπους και μορφές τη διαθρυλούμενη «επαναμάγευση» (Βαγενάς, 2011) του ποιητικού λόγου.