Χάρτης 62 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-62/biblia/i-tekhni-os-aperanti-allileghghyi
Στην εποχή μας παρατηρείται μετατόπιση από τα πολιτικά στα πολιτισμικά ζητήματα, που συνεπάγεται μια διαδικασία αναστοχασμού και επανεξέτασης των πραγμάτων.[1]
Οι πολιτικές συγκρούσεις φαίνεται να υποχωρούν σταδιακά και το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στον χώρο της κουλτούρας, σε συζητήσεις και αντιπαραθέσεις περί ταυτοτήτων, θρησκείας, φύλου ή μειονοτήτων, διαμάχες σχετικά με την ιστορία, το παρελθόν, την τέχνη. Είναι ορατή η αμφισβήτηση της πολιτισμικής ομογενοποίησης και η αύξουσα ροπή προς την διαφορετικότητα η έμφαση στη διαφορά, στην ετερογένεια, την ποικιλομορφία.
Τα ζητήματα αυτά απασχολούν την Τζάκι Κέι στο εκτενές αφηγηματικό ποίημα με τον τίτλο Χαρτιά υιοθεσίας. Θεωρώ εκπληκτικό πόσο προδρομικός εμφανίζεται στο ποίημα αυτό ο στοχασμός της ποιήτριας. Γιατί, όπως προκύπτει από την εξαιρετικά άρτια μετάφραση της Μαρίας Μπλάνα (εκδ. Loggia, 2023), η ποιήτρια ξεκινά από την πολιτική αλλά ο στόχος της είναι η κουλτούρα με την ευρύτερη ανθρωπολογική έννοια του όρου. Το πέρασμα από τη συντηρητική σε μια πιο ανοιχτή κοινωνία που αποδέχεται πλέον τη διαφορά με όλες τις συνδηλώσεις του όρου: ποικιλότητα, πλουραλισμό, ετερογένεια, πολυτασικότητα.
Η Ζακλίν-Μάργκαρετ Κέι (Jackie Kay), Σκωτσέζα ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας και μυθιστοριογράφος, γεννήθηκε στο Εδιμβούργο το 1961 από Σκωτσέζα μητέρα και Νιγηριανό πατέρα. Υιοθετήθηκε, στη βρεφική της ηλικία, από ζευγάρι λευκών Σκωτσέζων μικροαστών και μεγάλωσε στη Γλασκώβη. Aρχικά το έργο γράφτηκε και μεταδόθηκε στο ραδιόφωνο του BBC Radio 3 και ακολούθως αποτέλεσε μέρος της πρώτης, ομότιτλης, ποιητικής συλλογής της Κέι το 1991. Για τα Χαρτιά υιοθεσίας η Κέι κέρδισε τρία βραβεία στη χώρα της. Ζει στο Μάντσεστερ και διδάσκει Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο του Νιουκάστλ.
Στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης διαβάζουμε ότι «με αφορμή τα Χαρτιά υιοθεσίας η αναζήτηση και η εδραίωση της ταυτότητας της Τζάκι Κέι ως μιγάδας, ως υιοθετημένης κόρης, ως ομοφυλόφιλης γυναίκας και ως ποιήτριας μέσα στη συντηρητική, ρατσιστική κοινωνία της Σκωτίας των δεκαετιών του 1970-1980 αποκτά ένα ειδικό βάρος συλλογικό, που ξεφεύγει από τα όρια της αυτοβιογραφικής αφήγησης». Είναι, νομίζω, η αιχμή του ποιήματος. Αλλά ας δούμε πρώτα το περιεχόμενό του.
Η Κέι μοιράζει την αφήγηση σε τρία πρόσωπα: την υιοθετημένη κόρη, τη θετή μητέρα και τη βιολογική μητέρα. Οι φωνές των τριών γυναικών συμπλέκονται αναπαριστώντας τις τεμνόμενες διαδρομές τους. Διαχωρίζονται με λιγότερο ή περισσότερο τονισμένα τυπογραφικά στοιχεία, συνιστούν ένα αφηγηματικό συνεχές και γίνονται αντηχεία κοινωνικών, ατομικών, ιδεολογικών και άλλων ζητημάτων. Πρόκειται για ζητήματα που αναφύονται στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όπως ο πόλεμος, ο φόβος του πυρηνικού ολέθρου, ο ρατσισμός, οι κοινωνικές διακρίσεις που απασχολούν ακόμη τις κοινωνίες μας.
Το ποίημα αρχίζει παραθέτοντας εν είδει προλόγου τις τρεις φωνές τις οποίες διαπερνά ο πόνος: της θετής μητέρας για τη «μυστική της αποτυχία» να τεκνοποιήσει, της κόρης που προσπαθεί να επιβιώσει, της βιολογικής μητέρας που «έχει ακόμη φυλαγμένη τη φωτογραφία του μωρού».
Το Πρώτο Μέρος διαποτίζει η αγωνία της υιοθετημένης κόρης να βρει τις βιολογικές ρίζες της, που για το κράτος δεν είναι παρά μια «μικροδιαφάνεια». η επιθυμία της θετής μητέρας να ενταχθεί στις πολυπόθητες λίστες αναμονής. ο πόνος της βιολογικής μητέρας για το παιδί που εγκατέλειψε. Στο Δεύτερο και Τρίτο Μέρος η υιοθεσία έχει γίνει. Η τάξη φαίνεται να έχει αποκατασταθεί. «Η μαμάκα μου είναι η καλύτερη μαμάκα στον κόσμο, ναι». Αλλά ο πόνος της βιολογικής μητέρας κατακλύζει τους στίχους. Φτιάχνει την εικόνα της χαμένης κόρης. «Είναι ψηλή και λεπτή». «Αραιές μπούκλες τα μαλλιά της». «Τεντώνω το χέρι να την πιάσω». «Μιλά άραγε με την έντονη προφορά της Γλασκώβης»;
Ο πόνος τροφοδοτεί τη φαντασία η οποία αναπλάθει την απουσία σε παρουσία:
Βασικά είμαι 26. Το φαντάστηκα, καλή μου
Το φαντάστηκα πως ήσουν εσύ. Κι η γιαγιά το κατάλαβε.
Μόλις με πήρε να με ειδοποιήσει πως θα τηλεφωνούσες.
Πώς είσαι; Πώς είναι η ζωή σου;
Στον χώρο του φαντασιακού και η πολυπόθητη συνάντηση:
Δεν υπάρχει συναισθηματισμός σ’ αυτό το σαλόνι
ένα απλό ξύλινο τραπέζι και μερικά βιβλία.
Δεν αγκαλιαζόμαστε ούτε καν σφίγγουμε τα χέρια
αν και χαμογελάμε άξαφνα σαν μια φωτιά που φουντώνει
κι ύστερα σβήνει […].
Τα χέρια μου είναι αμήχανα σαν κούτσουρα.
Τα μάτια μου είναι πέτρες που ξεπλύθηκαν ξανά και ξανά.
Τίποτα δεν έμεινε να πούμε.
Μια καλοχτισμένη, θα λέγαμε, ιστορία που συγκινεί με την αμεσότητα, τη λιτότητα και τη μουσικότητα των εκφραστικών μέσων. Που εξισορροπεί με το διάχυτο εύστοχο χιούμορ την τραγικότητα κάποιων πτυχών του βασικού θέματος. Που διαβάζεται απνευστί, χάρη και στην άψογη μετάφραση της Μαρίας Μπλάνα η οποία, εκτός από την επιστημονική ορθότητα, διασφαλίζει την αναγνωσιμότητα της σύνθεσης.
Όμως είναι αυτός ο στόχος της ποιήτριας; Ο αναγνώστης εύκολα μπορεί να διακρίνει, κάτω από την τρυφερή αυτή επιφάνεια, την βαθύτερη συγγραφική πρόθεση: είναι η καταγγελία των συντηρητικών κοινωνικών δομών και των παγιωμένων αντιλήψεων μέσα στις οποίες η ηρωίδα επιχειρεί να εδραιώσει την ταυτότητά της. Οι ήρωες, όπως εύστοχα παρατηρεί στο επίμετρό της η Μπλάνα, «ισορροπούν και υπάρχουν ανάμεσα στο όριο των παγιωμένων αντιλήψεων περί των προδιαγεγραμμένων πτυχών ταυτότητας, αλλά και ανάμεσα στην ταυτότητα που μάχονται να διαμορφώσουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους, σε αυτήν που έχουν ήδη διαμορφώσει γι’ αυτούς οι άλλοι (συμπεριλαμβανομένου του κράτους και των θεσμών του) και σε αυτήν που θα μπορούσαν ίσως να έχουν διαμορφώσει αν είχαν κάνει διαφορετικές επιλογές» (σ. 81).
Οι ήρωες της Κέι γίνονται, πράγματι, αντηχεία κοινωνικών ζητημάτων (διακρίσεων, ρατσιστικών αντιλήψεων, συντηρητισμού) τα οποία υπόκεινται στη διαμόρφωση των ατομικών ταυτοτήτων. Αλλά πίσω από τις προσωπικές διαδρομές των προσώπων (την αγωνία της υιοθετημένης κόρης, την απόγνωση της άτεκνης, τον πόνο της βιολογικής μητέρας) διακρίνουμε το συλλογικό βάρος που διευρύνει και βαθαίνει την αυτοβιογραφική ποιητική αφήγηση. τις κοινωνικές δομές που διαμορφώνουν ταυτότητες: η άτεκνη θεωρείται κοινωνικά αποτυχημένη, η ανύπαντρη μητέρα υφίσταται τον κοινωνικό κατατρεγμό, ενώ η εκτός γάμου κόρη δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή από την συντηρητική κοινωνία. Η αναζήτηση ταυτότητας μετατοπίζεται λοιπόν από την προσωπική ιστορία στο κοινωνικό οικοδόμημα. Αυτό απηχούν τα λόγια της θετής μητέρας:
Το πρώτο πρακτορείο που πήγαμε
δεν μας ήθελε στις λίστες του
δεν μέναμε αρκετά κοντά σε κάποια ενορία
ούτε ήμασταν από αυτούς που πάνε εκκλησία
«αν και αποφύγαμε να αναφέρουμε πως
ήμασταν κομμουνιστές».
Στο δεύτερο μας είπαν
πως δεν βγάζαμε αρκετά λεφτά.
Βρισκόμαστε στον χώρο των πολιτικών και κοινωνικών διακρίσεων. Έτσι η αναμονή μακραίνει και ο στόχος φαίνεται ανέφικτος, ώσπου «Α, ξέρετε, δεν μας νοιάζει το χρώμα / κι έτσι απλά η αναμονή τελείωσε».
Ακολουθεί η αγωνία της θετής μητέρας να ξεγελάσει την αυστηρότητα της κοινωνικής λειτουργού:
Έβαλα Μαρξ Έγκελς Λένιν -όχι Τρότσκι
στο καλάθι των απλύτων (σιγά μην έχωνε
τη μύτη της εκεί).
Όλα τα τεύχη του «Ημερήσιου Εργάτη»
τα έχωσα κάτω απ’ τον καναπέ
ξεκρέμασα το περιστέρι της ειρήνης απ’ τον τοίχο του καμπινέ.
Κάθεται σταυροπόδι στον καναπέ
μού φαίνεται ακούω τα φύλλα του «Ημερήσιου Εργάτη»
να θροϊζουν κάτωθέ της.
Ωστόσο, το σπίτι χαρακτηρίζεται «διαφορετικό» από την κρατική υπεύθυνη. Το βλέμμα της πέφτει «σε μια κόκκινη κορδέλα με είκοσι κονκάρδες / για την παγκόσμια ειρήνη». Στον χώρο της πολιτικής ακόμη η μητέρα καταθέτει την επιθυμία της να ζήσει το μωρό της σ’ έναν κόσμο χωρίς πυρηνικά.
Η αγωνία της διασταυρώνεται με τον μνησιπήμονα πόνο της βιολογικής μητέρας που αισθητοποιείται στους συνεχείς εφιάλτες: «ΜΗΤΕΡΑ ΠΝΙΓΕΙ ΜΩΡΟ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ», «ΜΗΤΕΡΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙ ΜΩΡΟ». Η ενοχή της έχει κοινωνικά αίτια. Ο πόνος του αποχωρισμού («τότε την κήδεψα, τραγούδησα / κοιμήσου, αγγελούδι μου, φύτεψα μια τριανταφυλλιά») συμπλέκεται με την αγωνία της θετής μητέρας κατά τις επισκέψεις της στο νοσοκομείο («από μέρα σε μέρα, καρδιά μου, από μέρα σε μέρα»), τη λαχτάρα της κόρης («Θα πάρει τρεις βδομάδες, τι περιμένετε να βρείτε», «δεν είναι σίγουρη. Ξέρω το όνομα της γιαγιάς μου; / Κρίμα. Θα μου τηλεφωνήσει ξανά, αν βρει κάτι»).
Όμως ο στόχος της ποιήτριας είναι, είπαμε, βαθύτερος: το πέρασμα από την πολιτική στην κουλτούρα και στην διαμόρφωση ταυτοτήτων:
Το ξέραμε πως ήταν έγχρωμη.
Δηλαδή γι’ αυτούς δεν μετρούσε καν για μωρό
το μωρό μου, το μωρό μου.
Κυνηγώ το μαυράκι μαυράκι του από την πύλη του σχολείου.
Για ξαναπές το.
Μαυ-ρά-κι. Παίζει τη λέξη σαν μπαλάκι που χοροπηδά.
Για ξαναπές το, παλιοσκατιάρη.
Μαυράκι, μαυράκι, κλαίει τώρα.
Τον κλωτσώ στ’ αχαμνά. Τι είπες;.
Τίποτε ψελλίζει δεν είπα τίποτα.
Γυρίζει και φωνάζει βρομονέγρα.
Το ζήτημα της ταυτότητας φύλου, πολιτικής θέσης, πολιτιστικής κουλτούρας και διακρίσεων απασχολεί την Κέι σε όλο της το έργο. Εδώ η κόρη (στην ουσία η ποιήτρια) επιχειρεί να εδραιώσει την ταυτότητά της ως μιγάδα, ως υιοθετημένη, ως γυναίκα. Ακόμα και η μουσικότητα και ο ρυθμός των στίχων της, που αντλεί από το μπλουζ και την τζαζ (μουσικά είδη που αμφισβητούν με πλάγιο τρόπο την εξουσία και που έδωσαν φωνή σε αδύναμους), συμβάλλουν σε αυτό. Όπως και οι διακρίσεις τις οποίες η ηρωίδα συναντά.
Όμως το θλιβερότερο στην ποιητική αφήγηση της Κέι είναι ο εκφασισμός των θεσμών. Η προκατάληψη εκπορεύεται από το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα που περιθωριοποιεί. Έχει θρονιαστεί στη σχολική τάξη όπου η δασκάλα, υπό το κράτος της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, γνωματεύει: «Σε λίγα χρόνια θα είσαι μια ανήλικη παραβάτης». Και που αναγκάζει το μικρό παιδί να διαβάσει από το λεξικό την ερμηνεία της λέξης «παραβάτης»: «Κακοποιό στοιχείο. Βάνδαλος. Χούλιγκαν. Πιο δυνατά. / Σου ’φαγε τη γλώσσα η γάτα;». Συνεχόμενα ρατσιστικά και κακοποιητικά σχόλια:
Κάνουμε πρόβα για τη σχολική γιορτή
προσπαθώ να χορέψω Cha Cha και Black Bottom
μα μπερδεύω τα βήματα
το αριστερό μου πόδι με το δεξί
η δασκάλα μου φωνάζει απ’ το βάθος
της τάξης: «Έλα λοιπόν, δείξε
μας τι μπορείς να κάνεις νόμιζα
πως εσείς το έχετε στο αίμα σας.
Το δέρμα μου καίει σαν αναμμένο κάρβουνο
όπως εκείνη τη φορά που είχε πει ότι οι Αράπηδες είναι
σαν το κάρβουνο
μπροστά σε όλη την τάξη.
Ο χορός και η μουσική των λευκών, όπως την βιώνει μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα η θετή κόρη, «πολιτιστικά εντάσσεται στο φορμαλιστικό πλαίσιο της ορθόδοξης, πατριαρχικής, συντηρητικής σκωτσέζικης κουλτούρας», παρατηρεί η μεταφράστρια (ό.π., σ. 85), και περιθωριοποιεί το μικρό παιδί. Οι στερεοτυπικές εικόνες των σχολικών εγχειριδίων το φυλακίζουν και εκείνο καταφεύγει στη φαντασία:
Στον τοίχο του δωματίου μου έχω μια μεγάλη γιγαντοαφίσα
της Άντζελα Ντέιβις.
Η Άντζελα Ντέιβις είναι η μόνη γυναίκα
που έχω δει (εκτός μια μαύρη γυναίκα στην τηλεόραση)
που μου μοιάζει.
Η μικρή κόρη βιώνει ταυτοτική αβεβαιότητα στην καταδίωξη των λευκών:
Για φαντάσου, λέει, να είσαι
στη λίστα των Δέκα Πιο Καταζητούμενων Ανθρώπων στις ΗΠΑ
στα 26 σου!
Ονειρεύεται να είναι τόσο γενναία όσο εκείνη όταν μεγαλώσει και ασπάζεται κάθε βράδυ την ηρωίδα της:
Χτες βράδυ φίλησα πάλι την αφίσα για καληνύχτα
κι αναρωτήθηκα αν μπορούσε να νιώσει τα φιλιά
που έστελνα από τη Σκωτία ως τη φυλακή πέρα εκεί.
Έτσι χτίζεται η ταυτότητα της κόρης και των άλλων προσώπων. Έτσι διαμορφώνονται αντιλήψεις σχετικά με την ετερότητα και τον Άλλο.
Τα χαρτιά, λοιπόν, τα οποία με αγωνία αναζητούσε η κόρη στις κρατικές υπηρεσίες, δεν χρησιμεύουν σε τίποτα πια. Τα αντικαθιστά η ποιητική καταγραφή που αποκαθιστά και την αλήθεια των τριών ηρωίδων. Τα αχρηστεύει η λογοτεχνία η οποία αμφισβητεί παραδοσιακές αφηγήσεις, καταγγέλλει κοινωνικές ανισότητες και ανοίγει δρόμους αναστοχασμού. Γιατί η λογοτεχνία θα προβάλλει τη νέα κατάσταση της διαφορετικότητας, μια διαδικασία μύησης στον κόσμο του «Άλλου», αποκαλύπτοντας, ταυτόχρονα, την υποκρισία του αστισμού, παρέχοντας φωνή στους ανώνυμους και «υποτελείς».[2]
«Μπορούν να μιλήσουν οι υποτελείς;», διερωτάται στα βιβλία της η Ινδή πολιτική φιλόσοφος Gayatri Spivak, όπου υποτελής είναι ο καθένας που η εξουσία τού στερεί το δικαίωμα να εκφράζεται και να εκπροσωπείται πολιτικά. Η Τζάκι Κέι εδώ, μάρτυρας της εποχής της, ενεργεί διαλογικά και ο λόγος της αναμεταδίδει τις φωνές των άλλων. Προσδίδει ταυτότητα στους «υποτελείς», επιχειρώντας να διαλύσει αρνητικά στερεότυπα και στοχεύοντας στην ειρηνική συνύπαρξη. Παραχωρεί φωνή στον «Άλλο»,[3] οργανώνει λόγους -με εντυπωσιακή μάλιστα συνάφεια αφηγηματικών μέσων- που ανατέμνουν τη χρονική στιγμή και μας επιτρέπουν να διαβάσουμε στην επιφάνεια και στο ιστορικό βάθος της την κοινωνική κατάσταση.
Θα ήταν, νομίζω, περιττό να σχολιάσουμε ότι η λογοτεχνική αυτή πρόσληψη είναι πολλαπλώς χρήσιμη στις σημερινές συγκυρίες. Γιατί ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά[4] αν όχι η ποίηση; Γιατί η ποίηση, συντρίβοντας τα τείχη κάθε κακής προπαγάνδας, μάς ευαισθητοποιεί απέναντι στις σύγχρονες μορφές κοινωνικής ανισότητας. Γιατί η λογοτεχνία, η βασιλική οδός του αναστοχασμού, μας καλεί, με τη δική της γλώσσα, να διαβάσουμε ξανά τον κόσμο μας. Ναι, μπορούν να μιλήσουν οι υποτελείς και οι ευάλωτοι, μας λέει η Κέι, με τη γλώσσα της ποίησης, της τέχνης που έρχεται να καλύψει τα θεσμικά κενά, την κενότητα και την κακότητα της κοινωνίας μας, ως μια «απέραντη αλληλεγγύη».[5]