Χάρτης 61 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-61/diereynhseis/i-epanastatiki-eifiia-toi-khenri-miler
Ο Χένρι Μίλερ γεννήθηκε το μακρινό 1891 στη Νέα Υόρκη και μεγάλωσε στο Μπρούκλιν, σε μία εποχή στην οποία σήμερα είναι τόσο δύσκολο να μεταβούμε νοερά, όσο και σε εκείνη της ευρωπαϊκής Αναγέννησης ή του Διαφωτισμού. Είναι η εποχή που στη Γαλλία ονομάστηκε «Belle Époque», μία περίοδος οικονομικής και (σημαντικότερα) πολιτισμικής άνθησης. Οι γονείς του Μίλερ ήταν εύποροι μεσοαστοί, με γερμανικές ρίζες και Λουθηρανικές πεποιθήσεις. Ο μέλλων συγγραφέας έζησε, τα πρώτα χρόνια της ζωής του, σε ένα σπίτι στο Γιόρκβιλ του Μανχάταν και σαν πρώτη του γειτονιά θυμόταν το Ουίλιαμσμπεργκ, στο Μπρούκλιν, καθώς η οικογένειά του μετακόμισε εκεί πριν ο Μίλερ κλείσει τα δέκα του χρόνια. Μεγαλωμένος, λοιπόν, στην αναπτυσσόμενη τότε ακόμα μητρόπολη της Νέας Υόρκης και φοιτώντας στο City College of New York για ένα εξάμηνο, ο Χένρι Μίλερ υπήρξε «γέννημα-θρέμμα» του αμερικανικού και συγκεκριμένα του νεοϋορκέζικου τρόπου ζωής. Ήταν η καριέρα του ως συγγραφέας (και όχι εκείνη στη Western Union, όπου δούλεψε ως το 1924) που τον οδήγησε, τελικά, στο Παρίσι και τον έκανε, κάνοντας επίκληση στη ρομαντική του πλευρά, να ερωτευτεί παράφορα τον πνευματικά ανώτερο αυτό τόπο και να εγκαταλείψει την πατρίδα του, αποφασίζοντας να ζήσει ως «εκπατρισμένος» συγγραφέας, σαν τον Χέμινγουεϊ ή τη Γερτρούδη Στάιν, που βρίσκονταν ήδη εκεί.
Η συναινετική «ξενιτιά», όπως αυτή του Μίλερ, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ήταν ένα φαινόμενο που είχε πάρει διαστάσεις «μόδας» στους κύκλους των διανοούμενων όλου του Δυτικού κόσμου. Η απόφαση του συγγραφέα να αφήσει πίσω την πατρίδα του, δεν συνέπεσε καν με το «κραχ» της Γουόλ Στριτ, που έλαβε χώρα το 1929 και οδήγησε τον αμερικανικό λαό στη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, κάτι το οποίο ήρθε να επιβεβαιώσει ηθικά την απόφαση του Μίλερ. Ο συγγραφέας εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και μπλέχτηκε, χωρίς πολλή σκέψη, σε οποιαδήποτε σεξουαλική και κάθε άλλου είδους περιπέτεια εμφανίστηκε στο δρόμο του. Αποτελέσματα αυτής της ατελείωτης διονυσιακής γιορτής και εγκωμίου της ζωής, είναι η τριλογία του Μίλερ, που ξεκινάει με τον Τροπικό του Καρκίνου (1934), ένα ημι-αυτοβιογραφικό βιβλίο, το οποίο στην Αμερική έπεσε κατευθείαν στα δίχτυα της λογοκρισίας, με την κατηγορία πως επρόκειτο για «πορνογράφημα».
Ο Μίλερ, αν και συχνά γράφει συνειρμικά, αποκλίνοντας από την κυρίως πλοκή του έργου, είναι παράξενα ακριβής και διαθέτει μία μαγευτική πένα, που αναγάγει καθετί ασήμαντο ή καθημερινό, σε κάτι το θεϊκό, με παντοτινές αξίες, κερδίζοντας επάξια τη θέση του ανάμεσα στους Μοντερνιστές της γενιάς του. Η κατηγορία ότι Ο Τροπικός του Καρκίνου ή η Μαύρη Άνοιξη (1936) και ο Τροπικός του Αιγόκερω (1939) είναι πορνογραφικά είναι το λιγότερο άτοπη, καθώς, μολονότι ο Μίλερ εξιστορεί σε αυτά τις εξορμήσεις του στα μπορντέλα και τις συνευρέσεις του με πόρνες του Παρισιού με ειλικρίνεια, θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν ως θέμα τους το βίο ενός Άγιου, χάρη στις συχνές αναφορές τους σε εσωτερικά κείμενα του παρελθόντος, αλλά και τη δική του μοναδική επεξεργασία των γνώσεων που έχει αποκομίσει διαβάζοντας, συνιστώντας κάτι σαν ένα φιλοσοφικό εγχειρίδιο των δρόμων.
Η όμορφη εποχή που ο Μίλερ περιγράφει, στα πρώτα του έργα, στην «Πόλη του Φωτός», έφτασε στο τέλος της με ένα σκληρό και βάναυσο τρόπο. Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου κατέστρεψε τη γόνιμη για τις Τέχνες πολιτική κατάσταση στη Γαλλία και κατέστησε το Παρίσι επικίνδυνο, όντας στο επίκεντρο της παγκόσμιας αυτής σύγκρουσης. Μία πρόσκληση του Λόρενς Ντάρελ, που στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ζούσε μόνιμα στην Κέρκυρα, έφερε τον Μίλερ στην Ελλάδα για ένα «προσκύνημα» που σημάδεψε για πάντα τη ζωή του και αποτέλεσε τη βάση για ένα από τα πιο αξιόλογα έργα του, τον Κολοσσό του Μαρουσιού (1941). Για τον Έλληνα αναγνώστη, η σημασία αυτού του έργου είναι διττή: Αφενός, πρόκειται για ένα γνήσιο Χένρι Μίλερ, στα καλύτερά του, που σημαίνει ότι πρόκειται για ένα έργο με συγκεντρωμένη πλοκή, αλλά και με μία πνευματική ανάλυση των γεγονότων που συμβαίνουν στη ζωή του κεντρικού χαρακτήρα, που αφήνει συγγραφείς, όπως τον Νίκο Καζαντζάκη, πίσω με διαφορά. Αφετέρου, ένας Έλληνας αναγνώστης μπορεί να βρει εδώ μια αμερόληπτη ματιά επάνω στη χώρα του, και να παρατηρήσει τι εντύπωση κάνουν κάποια καθημερινά πράγματα σε έναν ξένο, κάτι το οποίο μπορεί να πάρει έως και ψυχεδελικές διαστάσεις. Πράγματι, το έργο αυτό ενέπνευσε πολλούς οπαδούς του ψυχεδελικού κινήματος, κατά τη δεκαετία του 1960, προτρέποντάς τους να ταξιδέψουν στην Ελλάδα και να βρουν τον δικό τους Κατσίμπαλη, που ζει μία σχεδόν ασκητική ζωή.
Ο Μίλερ έφυγε από την Ελλάδα με πλοίο, μέσω του Πειραιά, με προορισμό ακόμη μία φορά τη μακρινή Αμερική. Οι εντυπώσεις του συγγραφέα από την «επιστροφή» του αυτή, οι οποίες βρίσκονται συνοψισμένες στο βιβλίο του με τον κυνικό τίτλο, Κλιματιζόμενος εφιάλτης (1945), είναι, ύστερα από τρία χρόνια «περιοδείας» στις διάφορες Πολιτείες της Αμερικής, επιεικώς κακές. Ο Μίλερ διαβλέπει στην προσπάθεια αναστήλωσης της πληγωμένης από την οικονομική κρίση χώρας και στην ανάγκη της κυβέρνησης Ρούζβελτ να στραφεί προς τη γρήγορη ανάπτυξη, ούτως ώστε να παρηγορήσει τους «διαλυμένους» ψυχολογικά πολίτες με το αισιόδοξο όνειρο του καπιταλισμού, το έσχατο ξεπούλημα της χώρας και μία χώρα όπου η απόσταση μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης είναι μεγαλύτερη από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Αν και το βιβλίο είναι εξαιρετικό, ο Μίλερ περιέγραψε την όλη εμπειρία σε ένα φίλο του, ως «χάσιμο χρόνου».
Μέσα από περιόδους φτώχειας και πολλαπλών μετακινήσεων, ο Μίλερ που είχε πάντα μεγάλο ενδιαφέρον για τις ανατολίτικες φιλοσοφίες και ειδικά τον Ινδουισμό και τον Βουδισμό, βρήκε τελικά το «σατόρι» που έψαχνε διακαώς, δηλαδή τη δύναμη να βλέπει τα πράγματα ή τους ανθρώπους όπως πραγματικά είναι. Μέρος αυτής της διαδικασίας της «επιφοίτησης» μπορεί κανείς να συναντήσει στις σελίδες της συλλογής, Μπιγκ Σουρ και τα πορτοκάλια του Ιερώνυμου Μπος (1957), που ο συγγραφέας μιλάει για τη ζωή του στο Μπιγκ Σουρ της Καλιφόρνια και τις φιλίες ή τις γνωριμίες του εκεί. Ο Τζακ Κέρουακ υπήρξε μόνο ένα από τα σημαντικά ονόματα μπίτνικ ή χίπις λογοτεχνών, που επηρεάστηκαν άμεσα από το έργο του Μίλερ. Αν και μεγάλος πια σε ηλικία, ο συγγραφέας (που το 1953 παντρεύτηκε την τέταρτη σύζυγό του, την εικαστικό, Eve McClure, 37 χρόνια νεότερή του, για να τη χωρίσει και αυτή, τελικά, το 1960) έγινε κάτι παραπάνω από αποδεκτός από την κουλτούρα των Μπιτ. Την εποχή εκείνη, όπως συνέβη και με πολλούς άλλους καλλιτέχνες, ο αλκοολισμός τόσο του ίδιου, όσο και των θηλυκών συντρόφων του, κατά καιρούς, χειροτέρευσε, δημιουργώντας προβλήματα στη σωματική και την ψυχική του υγεία. Από την άλλη, η συνεχής του τριβή με τη «νέα γενιά» τον οδήγησε στο να γράψει τη νουβέλα, Ήσυχες μέρες στο Κλισί (1956) και να ολοκληρώσει τη σημαντική τριλογία του (που επικεντρώνει στη σχέση με τη δεύτερη γυναίκα του, Τζουν Μίλερ και την ερωμένη του, Αναΐς Νιν), Η ρόδινη σταύρωση, που αποτελείται από τα βιβλία: Sexus (1949), Plexus (1955) και Nexus (1960).
Ο Χένρι Μίλερ πέθανε το 1980, στο σπίτι του, στο Λος Άντζελες, σε ηλικία 88 ετών. Σε μία σημερινή ανάλυση, η πολύπλοκη και περιπετειώδης βιογραφία του φαίνεται, μάλλον, το ίδιο σκανδαλώδης, όπως φαινόταν στους συντηρητικούς κριτικούς της δεκαετίας του 1930, όταν ξεκίνησε την καριέρα του. Ο ίδιος, πάντα προκλητικός και αντιδραστικός, αν άκουγε τους λόγους που θα τον εξοστράκιζε η «πολιτική ορθότητα», πιθανότατα θα γέλαγε και θα απαντούσε με κάτι ακόμα πιο εξωφρενικό, ούτως ώστε να προκαλέσει ακραίες αντιδράσεις. Η πικρή αλήθεια είναι πως εκατό χρόνια μετά, ακόμα δεν έχουμε καταφέρει, ως κοινωνία, να αγκαλιάσουμε ένα τόσο ελεύθερο πνεύμα σαν και εκείνο του Μίλερ, χωρίς να μας κρατάνε πια πίσω τα ταμπού και οι προκαταλήψεις που υπήρχαν τότε. Αυτό ίσως και να κάνει τον Χένρι Μίλερ ακόμα πιο επίκαιρο σήμερα, απ’ ότι ήταν όταν έγραψε τον Τροπικό του Καρκίνου, το 1934. Είναι κάθε φορά που η ύπουλη λογοκρισία δοκιμάζει να στραγγαλίσει τον αυθορμητισμό, που πρέπει να ζητάμε τη βοήθεια «ανταρτών» σαν τον Μίλερ, για να επαναφέρουν την κοσμική ισορροπία.