Χάρτης 60 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-60/metafrash/ghramma-ston-patera-moi
Είμαι καλά πατέρα, μην ανησυχείς. Είμαστε πολλοί κι είναι πιο εύκολο. Τουλάχιστον έχουμε κάποιον να λέμε μια κουβέντα. Κάποιοι είναι γέροι, κάποιοι παιδιά.
Έχει περάσει ήδη ένας χρόνος πατέρα
Ένας χρόνος κι ένας χρόνος
Κι ένας χρόνος κι ένας χρόνος
Κι ύστερα άλλος ένας χρόνος
Αυτός ο τελευταίος μπορεί και να ήταν μικρότερος
Μπορεί
Έμαθα ότι όλα συνηθίζονται
Κυρίως ο πόνος
Έμαθα ότι ο ένας πόνος μετριάζει τον άλλο
Έμαθα πόσα μπορεί ν’ αντέξει ένα σώμα
Έμαθα ότι δεν έπαψα ποτέ να φοβάμαι το σκοτάδι
Δεν έπαψα πατέρα
Πονάνε οι πατούσες μου
Καμιά φορά κάποιος μου χαρίζει ένα ζευγάρι παπούτσια
Και τα περιμένω πώς και πώς, όπως περιμένω εκείνον τον καινούριο κόσμο
Αλλά μου τα ξαναβγάζουν
Και μας στέλνουν πάλι πίσω
Πάντα πίσω
Είναι όλα καλά πατέρα. Δεν γυρίζω πίσω. Αυτός ο χειμώνας ήταν πιο εύκολος απ’ τον προηγούμενο.Τώρα θα τα παρατήσω; Το ξέρω ότι ανησυχείτε. Αλλά όλα θα πάνε καλά, θα δεις.
Ξυπόλητη πατέρα. Ο χειμώνας σε πιρούνιαζε
Το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα,
Κι εγώ, ξυπόλητη πατέρα, περπατούσα μες στο δάσος.
Δεν τα ένιωθα. Τα δάχτυλά μου.
Μας έπιασαν πάλι.
Πήραν τα παπούτσια μας.
Ακόμη και των μικρών αγοριών
Τα δάχτυλά μας είναι μπλε.
Δεν νιώθουμε πια.
Είναι σκοτεινά, τόσο σκοτεινά που
Πέθανα πατέρα.
Τότε, για πρώτη φορά.
Θα τα κόψουν, έτσι δεν είναι πατέρα;
Τα δικά μου. Τα δικά τους.
Τα δάχτυλα. Τα δάχτυλά μας.
Είμαι καλά μην ανησυχείς. Τα παιδιά το έχουν πάρει πιο βαριά. Είναι αγόρια, δέκα χρονών αγόρια. Θα τα καταφέρω. Αλήθεια μην ανησυχείς. Με κάποιο τρόπο φροντίζουμε ο ένας τον άλλον.
Τότε αμόλησαν το σκυλί κατά πάνω μου
Μου είπαν ότι η χώρα είναι δική τους
Κι ο αέρας ακόμη πατέρα, λες και δεν είναι όλα του θεού
Τι ξέρουν αυτοί από θεό πατέρα, του είπαν
Του είπαν όρμα και όρμηξε, αλήθεια όρμηξε πατέρα
Δάγκωσε τη σάρκα, τη σάρκα μέχρι το κόκαλο
Όταν πέθαινα για ακόμη μια φορά
Του είπαν καλό σκυλί, καλό
Αλλά δεν το μίσησα το σκυλί πατέρα
Αλήθεια δεν το μίσησα
Είμαι καλά πατέρα, νομίζω θα συναντηθούμε σύντομα.
Δεν είναι τόσο κακοί πατέρα, όλα καλά, είμαστε περισσότεροι, είμαστε μια χαρά.
Γνώρισα πατέρες, πατέρα, πολλούς πατέρες
Κι αυτούς που δεν θα γίνουν ποτέ
Γιατί μας το πήραν κι αυτό
Δεν είναι τα ρούχα ή τα παπούτσια πατέρα
Είναι που μας πήραν τη δυνατότητα ν’ αγαπηθούμε
Μας ξεγύμνωσαν τελείως
Και μας γέμισαν γκλομπιές
Πίστευαν ότι εάν μας χτυπούσαν αρκετά δυνατά θα εξαφανιζόμασταν
Σαν να ήμασταν ψεύτικοι
Εδώ στα σύνορα των δύο κόσμων, μόνο ο δικός τους είναι ο αληθινός
Κι αν χτυπούσαν
Τα γυμνά μας σώματα αρκετά
Θα έπαιρναν τα σώματά μας
Θα έπαιρναν τη δύναμή μας
Να μην κλαίμε
Αλλά κλαίγαμε πατέρα
Εγώ έκλαιγα
Και ήμουν τόσο μικρή
Τους ικετεύαμε πατέρα
Εγώ τους ικέτευα
Όχι, σταματήστε
Σας παρακαλώ
Δεν αντέχω άλλο
Σας παρακαλώ
Ήταν παιδιά πατέρα
Που έγιναν άντρες
Όταν ήταν τόσο δα μικρά και παγωμένα
Γυμνά και περίμεναν για ώρες
Καταπίνοντας την ομίχλη πατέρα
Άρρωστα
Αυτά τα δεκάχρονα σώματα
Έτρεμαν, πόσο έτρεμαν πατέρα
Πώς τα κατάφεραν;
Τα κατάφεραν πατέρα;
Είμαι καλά πατέρα. Έχουμε φαγητό.
Μην ανησυχείς. Έχουμε και ρούχα, υπάρχουν άνθρωποι καλοί, πάντα υπάρχουν.
Αν γυρίσω πίσω τώρα, πώς θα μας βοηθήσω;
Τα κατάφερα πατέρα;
Είχα ήδη πεθάνει όταν μπήκε ο θάνατος ανάμεσά μας
Ήδη πατέρα, όταν τα κουβαλούσα, τόσο σιωπηλά
Δεν ήξερα
Δεν ήξερα πατέρα
Κολλημένη εκεί πατέρα, είμαι ακόμη κολλημένη εκεί
Και τους ζητάω να ζήσουν
Αλλά κουρασμένα όπως είναι απ’ τις αδιάκοπες κραυγές αρνούνται
Αφήστε μας στην ησυχία μας λένε
Είναι καλός ο θάνατος
Όλα θα πάνε καλά πατέρα. Και θα ζήσεις να δεις τα εγγόνια σου.
Ναι, έχεις τον λόγο μου.
Τα παιδιά μου δεν θα μεγαλώσουν μες στο αίμα.
Δεν θα μεγαλώσουν.
Ο αδερφός σου μες στο χώμα πατέρα
Ο αδερφός μου μες στο χώμα πατέρα
Δεν θες να αφήσεις αυτό το χώμα
Λες ο θάνατος δεν φεύγει ποτέ απ’ το πλάι σου
Εδώ δεν φεύγει ούτε απ’ το δικό μου
Περιμέναμε γυμνοί
Περιμέναμε
Ξεχάσαμε ότι είχαμε χέρια
Μάτια
Ήμασταν κλαράκια πατέρα
Όχι τόσο σκληρά για να χτυπήσουμε
Και ο άντρας δίπλα μου και η γυναίκα δίπλα μου
Είχαν τρία παιδιά
Πέντε χρονών πατέρα
Τριών χρονών πατέρα
Και μας ξεγύμνωσαν μας χτύπησαν μας ισοπέδωσαν
Κρατούσε το παιδί του
όταν του έβαλαν το όπλο στον κρόταφο
γελούσαν
πατέρα, γελούσαν
κι εκείνος γυμνός, κρατούσε το παιδί
το μικρό του παιδί
πού ήταν αυτός ο θεός
πες μου πού ήταν
ο θεός σου, ο θεός τους
πού είναι
ουρλιάζανε
ουρλιάζανε
και ο άντρας πήρε το όπλο
το κόλλησε στον κρόταφο
του άντρα που κρατούσε το παιδί
κι αυτός έκλαιγε
το παιδί ούρλιαζε
κι εμείς σκεφτόμασταν
αυτό ήταν
πάει
τέλειωσε
τότε άρχισε να τον χτυπάει
να τον χτυπάει και να τον χτυπάει
ουρλιάζανε
κι εμείς τρέχαμε γυμνοί
έπεσα κάτω
το παιδί, πού είναι το παιδί;
Όλα καλά
Συγγνώμη, συγγνώμη
Είμαι καλά πατέρα
Αλλά πώς να το εξηγήσεις αυτό σ’ αυτούς
Σ’ αυτά τα τέρατα
Είμαι καλά πατέρα. Οι μέρες είναι μεγάλες. Προσπαθούμε να συναντιόμαστε πού και πού, αλλά ξέρεις πώς είναι τα πράγματα.
Δεν μας εμπιστεύονται. Θα αλλάξει είμαι σίγουρη. Φίλησέ μου τη μητέρα.
Πες της ότι την αγαπώ.
Πού να θάψω εκείνο το παιδί πατέρα;
Δεν θα φύγει ποτέ
Απ’ την αγκαλιά του πατέρα του
Θα ουρλιάζει
Για το υπόλοιπο της ζωής του
Θα βλέπει το όπλο στον κρόταφο του πατέρα του
Και τον φόβο του
Να παραμονεύει στο σκοτάδι πατέρα
Σε κάθε σκοτάδι θα παραμονεύει
Ο φόβος τού
Γυμνού πατέρα
Θα είναι πεινασμένος
Θα ξεπαγιάζει πατέρα
Κι αυτοί θα γελάνε
Αυτός είναι ο καλύτερος κόσμος;
Αυτά τα παιδιά θα μεγαλώσουν
Προσπαθώντας να περάσουν
Μια νοητή γραμμή
Που χωρίζει τους δυο κόσμους
Νοητή πατέρα
Αυτά τα παιδιά θα γίνουν ο λαός
Που στο ίδιο σκοτάδι
θα λοιμοκτονεί
θα γυμνώνεται
θα χτυπιέται
Έχουμε σχεδόν φτάσει πατέρα. Τι είναι ένας χρόνος κι ένας χρόνος ακόμη μπροστά στην αιωνιότητα;
Πού να θάψω αυτή την ανημπόρια;
Πού να θάψω αυτό τον θυμό;
Η γροθιά μου είναι ασυγκράτητη
Αλλά δεν θέλω να παλέψω πατέρα
Δεν θέλω
Δεν είμαι σαν κι αυτούς
Δεν είμαι
Και είναι τόσοι πολλοί δικοί μας που
Δεν θα γίνουν ποτέ πατέρες
Που δεν θέλουν να δώσουν
Αυτόν τον θυμό
Σε κανέναν
Ιδίως στα παιδιά τους
Ήταν ήπιος ο χειμώνας πατέρα. Έχει σχεδόν έρθει το καλοκαίρι. Μην ανησυχείς. Ηρεμούν τα νερά. Τι είναι ένας ακόμη χρόνος μπροστά στην αιωνιότητα.