Χάρτης 60 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-60/biblia/i-anazitisi-tis-taitotitas-oi-fones-ton-allon-kai-to-varos-tis-istorias
Κατά τον Jan Assmann, κάθε ατομική ταυτότητα «συνδέεται με τη συνείδηση, τον αναστοχασμό δηλαδή επί μιας ασυνείδητης αυτοεικόνας»,[1] που διαπλάθεται και καθορίζεται από τη γλώσσα, τον κόσμο των ιδεών, τις αξίες και τις προσλαμβάνουσες ενός συγκεκριμένου ιστορικοκοινωνικού πλαισίου, με αποτέλεσμα να καθίσταται εν τέλει κοινωνιογενή. Παρόμοια και ο Paul Ricoeur υποστηρίζει πως «η ατομική μνήμη φθάνει στην κατοχή του εαυτού της μόνο με αφετηρία μια λεπτή ανάλυση της ατομικής εμπειρίας του συνανήκειν σε μια ομάδα και επί τη βάσει της διδαχής που λαμβάνει από τους άλλους».[2]
Στο δεύτερο μυθιστόρημα του Νικόλα Σεβαστάκη[3] Καταγωγή ή οι ιστορίες των άλλων (2023), που μπορεί να ενταχθεί στο ευρύτερο ειδολογικό πλαίσιο του Bildungsroman,[4] παρακολουθούμε τη διαμόρφωση και ωρίμαση της συγγραφικής ταυτότητας ενός αυτοδιηγητικού αφηγητή,[5] του νεαρού φιλολόγου και εκκολαπτόμενου συγγραφέα Άρη Χειμωνίτη, η οποία πραγματοποιείται μέσα από την επικοινωνία του και την αλληλεπίδρασή του με τους «άλλους»,[6] με άτομα του οικογενειακού και του στενού κοινωνικού περιβάλλοντός του στην Ελλάδα της ταραγμένης δεκαετίας του 1990, που «μάζευε σύννεφα, αστραπές και λάμψεις μπροστά στο άγχος […], μιας πλανητικής έκστασης γεμάτης υποσχέσεις ευδαιμονίας»,[7] αλλά και των αρχών του 21ου αιώνα.
Επιχειρείται από τον αφηγητή η οικειοποίηση και επεξεργασία των ιστοριών των «άλλων» στο πλαίσιο αναζήτησης του αληθινού εαυτού του και διερεύνησης της καταγωγής του, εφόσον, σύμφωνα με παραδοχή του ίδιου του συγγραφέα, η «καταγωγή ενός ανθρώπου δεν είναι η καταγωγή ενός Εγώ, αλλά η σχέση αυτού του Εγώ με αμέτρητες άλλες φωνές».[8] Όπως επισημαίνεται και από τον τίτλο του μυθιστορήματος, στις σελίδες του ξετυλίγονται σταδιακά παράλληλες και ξεχωριστές ιστορίες των «άλλων», οι οποίες διασταυρώνονται και καθορίζονται τόσο από γεγονότα της νεότερης πολιτικής ιστορίας και ειδικότερα της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974) όσο και από αναγνωρίσιμα στοιχεία του πολιτισμικού γίγνεσθαι μιας ολόκληρης εποχής, καθώς τον αφηγηματικό καμβά μπολιάζουν διάσπαρτες διακειμενικές αναφορές σε ταινίες, τραγούδια, μουσικές συνθέσεις, λογοτεχνικά ή άλλα βιβλία και φιλοσοφικές θεωρίες.
Πρόκειται για ιστορίες των γονιών του αφηγητή-πρωταγωνιστή, του αρχιτέκτονα Μάνθου Χειμωνίτη και της διορθώτριας-επιμελήτριας λογοτεχνικών έργων Δέσποινας Μπουζιάνη, ηρωικής επαναστάτριας στα νιάτα της κατά της χουντικής δικτατορίας, που αποκαλύπτουν αποσιωπημένες συνιστώσες της καταγωγής του. Εξίσου σημαντικές για τη ραχοκοκαλιά της πλοκής του μυθιστορήματος είναι και οι ιστορίες δυο ανδρών πολύ μεγαλύτερης ηλικίας που συναναστρέφεται, του Οδυσσέα Αγαθάγγελου, ακροδεξιού διανοούμενου, αλλοτινού συνεργάτη της χουντικής ΚΥΠ και του φωτογράφου και πρώην κομπάρσου σε ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου Κρίστο, ο οποίος θαυμάζει την ποίηση του Νίκου Γκάτσου. Οι ιστορίες των δυο ηλικιωμένων ανδρών επιτρέπουν την αναπαράσταση της τοιχογραφίας μιας εφησυχασμένης κοινωνίας του ανερχόμενου αστικού ευδαιμονισμού, που απωθεί τον αναστοχασμό του τραυματικού παρελθόντος.
Οι διασταυρούμενες αυτές ιστορίες, διανθισμένες δεξιοτεχνικά με επεισόδια ή απλές αναφορές σε γεγονότα σταθμούς της ζωής μιας πλειάδας άλλων προσώπων, εκτυλίσσονται σε αριθμημένα, άτιτλα κατά κανόνα, επιμέρους κεφάλαια που δομούν τα τέσσερα μέρη του μυθιστορήματος με τους εξής τίτλους: «Η σκηνή των θαυμάτων», «Το χθες συμβαίνει ακόμα», «Ανακαλύψεις», «Το θαύμα και η πτώση». Είναι επικεντρωμένες σε διάφορα περιστατικά ή στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής, προκειμένου να σκιαγραφήσουν ζωντανές προσωπογραφίες μικροαστών που ερχόμενοι αντιμέτωποι με τις αλλοτριωτικές δομές και τους μηχανισμούς χειραγώγησης καθεστώτων ανελευθερίας μένουν δέσμιοι αδιέξοδων καταστάσεων σήψης και συνειδητής σιωπής. Ήδη από τα αποσπάσματα που επιλέγει ο συγγραφέας ως μότο του βιβλίου του εκφράζεται ο προβληματισμός του για τη γνησιότητα των ανθρώπινων προσώπων και την αδυναμία κατανόησης των «άλλων», όταν με το πέρασμα του χρόνου κρύβονται πίσω από τις μάσκες τους.
Υιοθετείται, κατά κύριο λόγο, μια τριτοπρόσωπη, ρεαλιστική αφήγηση μονομερής ή μονοεστιακή, όπου τα πάντα δίνονται μέσα από την οπτική γωνία του αφηγηματικού προσώπου που πρωταγωνιστεί. Η γραμμικότητα, ωστόσο, μιας τυπικής χρονολογικής αφήγησης αίρεται, καθώς μέσα από διάχυτες αναλήψεις ξεδιπλώνονται οι πτυχές του παρελθόντος των ηρώων συνήθως με χρονικά άλματα, αυθόρμητες συνειρμικές διασυνδέσεις, αυθαίρετες παρεκβάσεις ή σχολιασμούς του αφηγητή, ενώ το ξεδίπλωμα αυτό υποκινείται συχνά από λεπτομερή περιγραφικά χωρία, συχνά με λυρικές αποχρώσεις. Στο ξετύλιγμα του κουβαριού της μνήμης ωθούν και οι χωρικές λεπτομέρειες[9], δεδομένου ότι οι περιπλανήσεις των ηρώων στο αστικό τοπίο της Αθήνας, όπως και της Θεσσαλονίκης είναι συχνές. Την αφηγηματική ροή διακόπτουν ζωηρά διαλογικά και μονολογικά χωρία, άλλοτε σύντομα και άλλοτε εκτενή, όπως στο κεφ. 36 του τρίτου μέρους, αλλά και εμβόλιμα αποσπάσματα από την Αμοργό του Γκάτσου ή άλλα λογοτεχνικά κείμενα και δημοσιεύματα εφημερίδων, ημερολογιακές σελίδες του Οδυσσέα Αγαθάγγελου ή ένα από τα δημοσιευμένα διηγήματα του Άρη Χειμωνίτη.
Ιδιαίτερη βαρύτητα στον αφηγηματικό ιστό προσδίδεται στις περιπέτειες της συγγραφικής ενηλικίωσης, τις οποίες διαπερνά ο προβληματισμός για την έγνοια της έμπνευσης και της αναζήτησης του υλικού, την ανάγκη της απομόνωσης, την αγωνία για τη διάπλαση πειστικών χαρακτήρων και για τα θέματα των ανθρώπινων σχέσεων, τον ρόλο της μυθοπλασίας στη λογοτεχνία, τη στροφή στην πραγματική ζωή, στις πραγματικές ιστορικές καταστάσεις και στην αλήθεια των βιωμάτων, το γράψιμο με ψυχή, την παράδοση «σε δυνάμεις πέρα από τον έλεγχο […], στον ανώνυμο και τρομαχτικό πληθυντικό»,[10] τον φόβο της αποξένωσης από το δημιούργημα,[11] το στήσιμο των διαλόγων, τον κίνδυνο των πολλών λεπτομερειών και την ισορροπία των λέξεων, τη δοκιμασία των αναγνώσεων και της δημόσιας αναγνώρισης, τα φιλόδοξα σχέδια για νέα βιβλία.
Από τις ανθρώπινες ιστορίες που αρθρώνονται στο βιβλίο του Σεβαστάκη μέσα από τις σκιές ενός τραυματικού παρελθόντος ως ψηφίδες της Ιστορίας κυριαρχεί η ιστορία του άγριου βασανισμού επί χούντας της μητέρας του Άρη Χειμωνίτη, Δέσποινας Μπουζιάνη και του μετέπειτα βίου της μέχρι τον θάνατό της, στη διάρκεια του οποίου η ηρωίδα επιλέγει την αποσιώπηση της κτηνωδίας που βίωσε ως μηχανισμό προστασίας των «άλλων», αλλά και τη καταφυγή της για την «επούλωση των πληγών της» στον κόσμο των μυθιστορημάτων.
Στο τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Αντί επιλόγου», ένας εξωδιηγητικός αφηγητής, σωσίας του συγγραφέα που γνωρίζει επί εικοσιπενταετίας τον Άρη Χειμωνίτη και τις ιδιαιτερότητές του αποκαλύπτει σε μια πρωτοπρόσωπη πλέον αφήγηση ότι είχε αναλάβει να πει «την ιστορία που εκείνος δεν θέλησε να αφηγηθεί στα δικά του βιβλία», διερωτώμενος «γιατί όσα [του] αφηγήθηκε ήταν λειψά, στην προσπάθειά του να κατευθύνει την αφήγηση προς τα εκεί που έκαιγε η ψυχή του ή προς τα εκεί που είχε μισοθάψει τις τύψεις του».[12] Ο Σεβαστάκης εκφράζει ανοιχτά την ανησυχία του για την αδυναμία ορθής επεξεργασίας των τραυματικών βιωμάτων της δικτατορίας και του Εμφυλίου καταλήγοντας πως «το βάρος της Ιστορίας […] μας ακολουθεί».[13] Γι’ αυτό και στο μυθιστόρημα του αυτό ενσκήπτει στις διαγενεακές σχέσεις, ερευνώντας «πώς κληροδοτείται το σκληρό μέταλλο της Ιστορίας, ο πόνος σε νεότερους ανθρώπους οι οποίοι πασχίζουν να τον καταλάβουν»,[14] αλλά και διαπιστώνοντας τις συχνά ασυνείδητες και αναπόφευκτες μεταλλαγές που επιφέρει στις ανθρώπινες ταυτότητες.