Χάρτης 30 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2021
https://www.hartismag.gr/hartis-30/metafrash/to-sxhma-toy-spaoioy
Ο Παντελής Πρεβελάκης (1909-1986), από κοινού με την πεζογραφία, την ποίηση, το δοκίμιο, την ιστορία της Τέχνης, τη φιλολογική μελέτη, ασχολήθηκε ολοζωής και με τη μετάφραση. Απέδωσε σε μεστό νεοελληνικό λόγο, πλήθος σημαντικών –γαλλικών, ισπανικών, και αγγλικών– λογοτεχνικών και θεατρικών κειμένων, και τις τραγωδίες του Ευριπίδη Μήδεια και Βάκχες – έργα που παραστάθηκαν από κορυφαίους ηθοποιούς με μεγάλη απήχηση. Ας σημειωθεί ότι στη Μήδεια (Επίδαυρος 1956, με πρωταγωνίστρια την Κ. Παξινού) τη μουσική είχε γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις. Από εκεί θα αποσπάσει, και χρόνια αργότερα θα εντάξει στον Μεγάλο Ερωτικό (1972), το χορικό «Έρωτα εσύ…», με την απαράμιλλη ερμηνεία του Δημήτρη Ψαριανού.
Από το 1972 και ως το 1976, υπό το ψευδώνυμο Π. Β. [= Παντελής Βερνάρδος] –οικογενειακό επώνυμο της μητέρας του, που είχε χρησιμοποιήσει ξανά το 1935 και 1944– ο Πρεβελάκης δημοσίευσε στο περιοδικό Ευθύνη
σειρά μεταφράσεων, κυρίως Ισπανών και Δανών ποιητών, του Paul Valéry, και –απροσδόκητα– το διήγημα του Μπόρχες: «Το σχήμα του σπαθιού» (από τις Μυθοπλασίες [1944], τοποθετημένο στη Β΄ ενότητα: «Τεχνάσματα»).
Τις ψευδώνυμες αυτές μεταφράσεις του Ρεθύμνιου δημιουργού εντόπισα στην έκδοση του Ε. Χ. Κάσδαγλη, Συμβολή στη Βιβλιογραφία του Παντελή Πρεβελάκη, τόμ. Β’ (1967-1977), Οι εκδόσεις των φίλων 1979 (υπ’ αρ. 2286-2297, καταγραφή κειμένου του Μπόρχες: 2294).
Προφανώς, στην υπό ψευδώνυμο πρώτη δημοσίευση (περ. Ευθύνη, τχ. 44, Αύγουστος 1975, σ. 407-410), το διήγημα του Μπόρχες δεν συνδέθηκε με τον Πρεβελάκη. Κάτι που έγινε γνωστό, για πρώτη φορά, μέσω της αναδημοσίευσης της μετάφρασης αυτής στην έκδοσή μου Ανθολογία από το έργο του Παντελή Πρεβελάκη
(εκδ. Βικελαίας Βιβλιοθήκης, Ηράκλειο 2010, σ. 344-350). Η νέα παρουσίαση στον Χάρτη, θα δώσει πιθανώς τη δυνατότητα στο κείμενο να προσεχθεί και από άλλους αναγνώστες. Να προσθέσω, κλείνοντας το σημείωμα αυτό, ότι το μπορχεσιανό «Σχήμα του σπαθιού» είχε, επίσης, την καλή τύχη της θαυμάσιας μετάφρασης τού Αχιλλέα Κυριακίδη. (Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα πεζά, Ελληνικά Γράμματα 2005, σσ. 179-183, τώρα Εκδόσεις Πατάκη 2014.) ———Κώστας Μπουρναζάκης
ΜΙΑ ΜΝΗΣΙΚΑΚΗ ουλή του αυλάκωνε το πρόσωπο: τόξο σταχτί και σχεδόν τέλειο, που από τη μια μεριά τού χάραζε το μελίγγι κι από την άλλη το μηλομάγουλο. Το αληθινό του όνομα δεν έχει σημασία• στο Τακουαρέμπο τον έλεγαν «ο Εγγλέζος της Κολοράδα». Ο Καρντόσο, ο ιδιοχτήτης εκείνου του ποστατικού, δεν ήθελε να το πουλήσει• άκουσα να λέγεται πως ο Εγγλέζος τον είχε μεταπείσει μ’ ένα αναπάντεχο επιχείρημα: του εμπιστεύθηκε τη μυστική ιστορία της λαβωματιάς του. Ο Εγγλέζος είχε έρθει από τα σύνορα, από το Ρίο Γκράντε ντελ Σουρ•
μερικοί έλεγαν πως ήταν λαθρέμπορος στη Βραζιλία. Η Κολοράδα ήτανε μια χερσάδα, τα νερά της γλυφά• ο Εγγλέζος, για να μερώσει τον τόπο, δούλεψε ο ίδιος όσο και οι κολίγοι του. Έλεγαν πως ήταν αυστηρός, για να μην πω σκληρόκαρδος, αλλά στο βάθος φιλοδίκαιος. Έλεγαν συνάμα πως έπινε: πολλές φορές, κάθε χρόνο, κλεινόταν σ’ ένα δωμάτιο κάτω από τα κεραμίδια, που το ’χε για βίγλα, κ’ ύστερα από δυο-τρεις μέρες έβγαινε από κει μέσα σα να ’χε γλιτώσει από καμιά μάχη ή καμιά ζαλάδα, χλωμός, τρέμοντας, φοβισμένος, και αυταρχικός καθώς πρώτα. Θυμάμαι την παγερή του ματιά, την ενεργητική του αδυναμιά, το γκρίζο μουστάκι του. Δεν έκανε παρέα με κανένα• είναι αλήθεια πως τα ισπανικά του ήτανε φτωχά κι ανακατωμένα με βραζιλιάνικα. Χώρια από μερικά εμπορικά γράμματα και κάτι φυλλάδια, δεν είχε αλληλογραφία.
Την τελευταία φορά που έκανα ένα γύρο στις βόρειες επαρχίες, ο φουσκωμένος ποταμός Καραγουάτα με ανάγκασε να περάσω μια νύχτα στην Κολοράδα. Δε μου χρειάστηκε πολλή ώρα για να καταλάβω πως ο ερχομός μου δεν καλάρεσε στον Εγγλέζο• προσπάθησα να τον κάμω να με συμπαθήσει• έβαλα σ’ ενέργεια το πιο τυφλό από τα συναισθήματα: τον πατριωτισμό. Είπα πως μια χώρα με το πνεύμα της Αγγλίας ήταν ακατανίκητη. Ο συνομιλητής μου συμφώνησε, αλλά πρόσθεσε μ’ ένα χαμόγελο πως δεν ήταν Άγγλος. Ήταν Ιρλανδός από το Ντάνγκαρβαν. Μόλις το είπε αυτό, σώπασε σα να είχε φανερώσει κανένα μυστικό.
Ύστερα από το δείπνο, βγήκαμε έξω να κοιτάξουμε τον ουρανό. Είχε ξαστερώσει, μα πίσω από τα βουνά άστραφτε και κουφοβροντούσε, ετοιμάζοντας καινούργια νεροποντή. Στη μισοερειπωμένη τραπεζαρία, ο υπηρέτης που είχε σερβίρει το δείπνο έφερε μια μποτίλια ρούμι. Ήπιαμε κάμποσο χωρίς να μιλάμε.
Δεν ξέρω τι ώρα πρέπει να ’ταν όταν ένιωσα πως ήμουνα μεθυσμένος· μήδε ξέρω ποια έμπνευση, ποια έξαψη ή ποια σιχαμάρα μ’ έκαμε να μιλήσω για την ουλή του Εγγλέζου. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε μονομιάς• νόμισα πως ήταν έτοιμος να με πετάξει έξω. Στο τέλος μου είπε με τη συνηθισμένη του φωνή:
— Θα σας διηγηθώ την ιστορία της λαβωματιάς μου, αλλά με ένα όρο: δε θα μετριάσω μήδε το αίσχος μήδε τις ατιμωτικές περιστάσεις.
Συμφώνησα. Ιδού η ιστορία που μου αφηγήθηκε ανακατώνοντας τα αγγλικά του με ισπανικά, ακόμα και με πορτογάλικα.
Γύρω στα 1922, σε μια πόλη του Κόννωτ, ήμουν ένας από τους πολυάριθμους Ιρλανδούς που συνωμοτούσαν για την ανεξαρτησία της πατρίδας τους. Μερικοί από τους συντρόφους μου που γλίτωσαν του Χάρου αφιερώθηκαν υστερότερα σε ειρηνικά έργα• μερικοί άλλοι, χωρίς να το περιμένει κανείς, πολεμούνε σήμερα στις θάλασσες και στην έρημο κάτω από την αγγλική σημαία•
ένας άλλος, ο πιο γενναίος απ’ όλους μας, πέθανε μιαν αυγή, στην αυλή ενός στρατώνα, από τις σφαίρες ενός μισοκοιμισμένου εκτελεστικού αποσπάσματος• άλλοι (όχι οι πιο άτυχοι) σούρθηκαν από τη μοίρα τους στους ανώνυμους και σχεδόν κρυφούς αγώνες του εμφύλιου πολέμου. Ήμασταν δημοκρατικοί, καθολικοί, υποψιάζομαι πως ήμασταν ρομαντικοί. Η Ιρλανδία δεν ήταν μονάχα για μας το ουτοπικό μέλλον και το αβάσταχτο παρόν• ήταν ένας πικρός και αγαπητός μύθος: οι κυλινδρικοί πύργοι, οι κόκκινοι βάλτοι, η αποπομπή του Πάρνελλ και τα απέραντα έπη που μιλούν για τους κλεμμένους ταύρους που σε άλλη ζωή ήταν ήρωες, ψάρια ή βουνά… Ένα κοντόβραδο, που δεν θα το ξεχάσω ποτέ, έφτασε ένας συναγωνιστής από το Μύνστερ: Κάποιος Τζων Βίνσεντ Μουν.
Ήταν είκοσι μόλις χρονών. Αδύνατος και πλαδαρός· σου έδινε την εντύπωση πως ήταν ασπόνδυλος. Είχε μελετήσει με ζήλο και ξιπασιά δεν ξέρω κ’ εγώ ποια κομουνιστικά εγχειρίδια• ο διαλεκτικός υλισμός του χρησίμευε για να λύνει μια και καλή οποιοδήποτε πρόβλημα. Οι αφορμές που ένας άνθρωπος βρίσκει για να μισεί ή ν’ αγαπά έναν άλλο είναι αναρίθμητες. Ο Μουν περιόριζε την παγκόσμια ιστορία σε μια βρώμικη οικονομική σύγκρουση. Υποστήριζε πως η επανάσταση ήταν μοιραίο να θριαμβεύσει. Του είπα πως ένας τζέντλεμαν δεν μπορεί να ενδιαφέρεται παρά για χαμένες υποθέσεις… Είχε πια νυχτώσει• εξακολουθήσαμε να λογομαχούμε στο διάδρομο, στις σκάλες, ύστερα στους έρημους δρόμους. Οι γνώμες του Μουν μου έκαναν μικρότερη εντύπωση από τον αδιάλλαχτο αποδειχτικό τόνο του. Ο καινούργιος σύντροφος δε συζητούσε, έβγανε φετφάδες με καταφρόνια και με κάποιο θυμό.
Όταν φτάσαμε στα τελευταία σπίτια, ένα ξαφνικό τουφεκίδι μας ξεκούφανε. Το βάλαμε στα πόδια, ακολουθώντας τον τυφλό τοίχο κάποιου εργοστάσιου ή στρατώνα. Βγήκαμε σ’ ένα χωματόδρομο• ένας στρατιώτης, πελώριος μέσα στην αναλαμπή, πετάχτηκε από ένα χαμόσπιτο που καιγόταν. Μας φώναξε να σταματήσουμε. Γρηγόρισα το πάτημά μου• ο σύντροφός μου δεν με ακολούθησε. Στράφηκα πίσω μου: ο Τζων Βίνσεντ Μουν ήταν ακίνητος, παραλοϊσμένος και πες απολιθωμένος από την τρομάρα. Τότε γύρισα πίσω, καθάρισα το στρατιώτη με μια πιστολιά, ταρακούνησα τον Βίνσεντ Μουν, τον έβρισα και τον πρόσταξα να με ακολουθήσει. Αναγκάστηκα να τον πιάσω από τα δυο μπράτσα• η συγκίνηση και ο φόβος τον είχαν παραλύσει. Το κόψαμε λάσπη μέσα στη νύχτα, που την έσκιζαν οι πυρκαγιές. Καινούργιο τουφεκίδι άναψε πίσω μας•
μια σφαίρα έξυσε τον δεξιόν ώμο του Μουν• αυτός άρχισε να κλαψουρίζει, καθώς κόβαμε δρόμο ανάμεσα στα πεύκα.
Αυτό το φθινόπωρο του 1922 είχα για κρησφύγετο το χτήμα του στρατηγού Μπέρκλεϋ. Ο στρατηγός, που δεν τον είχαν δει ποτέ τα μάτια μου, υπηρετούσε ως διοικητής στη Βεγγάλη• ο πύργος του ήταν περισσότερο από εκατό χρονών, αλλά έδειχνε ερειπωμένος και σκοτεινός, και ήταν γεμάτος περίπλοκους διαδρόμους και άχρηστους προθαλάμους. Το μουσείο και η τεράστια βιβλιοθήκη έπιαναν όλο το ισόγειο: βιβλία γεμάτα αντιφατικές γνώμες, που αποτελούν την ιστορία του 19ου αιώνα• χαντζάρια και πάλες από το Νισαπούρ, που στην καμπύλη κόψη τους έχει θαρρείς αποτυπωθεί η αψάδα της μάχης. Μπήκαμε, θαρρώ, από την πίσω πόρτα. Ο Μουν, με χείλη τρεμάμενα και στεγνά, μουρμούρισε πως τα επεισόδια αυτής της νύχτας ήταν ενδιαφέροντα• του έκαμα έναν επίδεσμο, του έφερα ένα φλιτζάνι τσάι• μπόρεσα να διαπιστώσω πως η πληγή του ήτανε ξώπετση. Ξάφνου τραύλισε αμήχανος:
— Μα, εσείς, παρά λίγο να σκοτωθείτε εξαιτίας μου.
Του είπα να μη δίνει σημασία. Η συνήθεια του εμφύλιου πολέμου με είχε μάθει να ενεργώ μ’ αυτόν τον τρόπο• εξάλλου, η αιχμαλωσία ενός συντρόφου μπορούσε να βλάψει όλους μας.
Την επαύριο, ο Μουν είχε ξαναβρεί το τουπέ του. Δέχτηκε το τσιγάρο που του έδωσα και πήρε να με βομβαρδίζει μ’ ένα συγκρατηχτό ερωτηματολόγιο για τους «οικονομικούς πόρους του επαναστατικού μας κόμματος». Οι ερωτήσεις του ήτανε λαγαρές• του αποκρίθηκα (κ’ ήταν αλήθεια) πως η κατάσταση ήταν δύσκολη. Μακρινό τουφεκίδι ακούστηκε από νότου. Είπα στο Μουν πως οι σύντροφοί μας μάς περίμεναν. Το παλτό μου και το πιστόλι μου ήτανε στο δωμάτιό μου•
όταν γύρισα, βρήκα το Μουν ξαπλωμένο στον καναπέ, με κλειστά μάτια. Είπε πως είχε πυρετό•
καμώθηκε πως ο ώμος του τον πονούσε. Κατάλαβα τότε πως η δειλία του ήταν αθεράπευτη. Τον παρακίνησα με κάποια αδεξιότητα να φροντίσει τον εαυτό του και πετάχτηκα έξω. Αυτός ο τρομαγμένος άντρας μού προκαλούσε ντροπή, σα να ήμουν εγώ ο κιοτής και όχι ο Βίνσεντ Μουν. Αυτό που κάνει ένας άνθρωπος είναι σα να το κάνουν όλοι οι άνθρωποι. Δεν είναι λοιπόν παράλογο που το κιότεμα του ενός μπορεί να μεταδοθεί σ’ όλη την ανθρωπότητα, όπως δεν είναι παράλογο που η σταύρωση ενός Εβραίου μπόρεσε να λυτρώσει όλους τους ανθρώπους. Ο Σοπεγχάουερ μπορεί να έχει δίκιο: είμαι οι άλλοι, οποιοσδήποτε άνθρωπος είναι όλοι οι άνθρωποι. Ο Σαίξπηρ είναι κατά κάποιο τρόπο ο θλιβερός Τζων Βίνσεντ Μουν.
Περάσαμε μαζί εννιά μέρες στην πελώρια κατοικία του στρατηγού. Δε θα πω τίποτα για την αγωνία μας και τ’ άξαφνα ξεσπάσματα του πολέμου: ο σκοπός μου είναι ν’ αφηγηθώ την ιστορία αυτής της ουλής που με ντροπιάζει. Αυτές οι εννιά μέρες, στη θύμησή μου, αποτελούν μια και μόνη μέρα, χώρια από την προτελευταία, όταν οι δικοί μας κάμανε γιουρούσι σ’ ένα καταυλισμό και μπορέσαμε να πάρουμε πίσω το αίμα για τους δεκάξι συντρόφους μας που είχαν τουφεκίσει στο Έλφιν.
Γλίστρησα χαράματα έξω από το σπίτι, μέσα στο σύθαμπο. Γύρισα πίσω όταν σκοτείνιασε. Ο σύντροφός μου με περίμενε στο πρώτο πάτωμα: η πληγή του δεν τον άφηνε να κατεβεί στο ισόγειο. Τον θυμάμαι να κρατάει στο χέρι του ένα βιβλίο στρατηγικής: καν του Φ. Ν. Μωντ, καν του Κλάουζεβιτς. «Το όπλο που προτιμώ είναι το πυροβολικό», μου εκμυστηρεύθηκε μια νύχτα. Γύρευε να μάθει τα σχέδιά μας• του άρεσε να τα κρίνει ή να τα τροποποιεί. Συνήθιζε συνάμα να καταγγέλνει την «αξιολύπητη οικονομική βάση» μας•
δογματικός και σκοτεινός, προφήτευε την τελική καταστροφή μας. «Είναι καταδικασμένη υπόθεση», μουρμούριζε. Για να δείξει πως αδιαφορούσε που ήταν από φυσικού του δειλός, μεγαλοποιούσε την τάχα διανοητική του υπεροχή. Έτσι πέρασαν εννιά μέρες κουτσά-στραβά.
Τη δεκάτη μέρα, η πόλη έπεσε οριστικά στα χέρια των κυβερνητικών. Ψηλοί αμίλητοι καβαλάρηδες περιπολούσαν στους δρόμους• στον άνεμο είχε καπνό και στάχτη• σε μια γωνιά του δρόμου είδα ένα κουφάρι, που δεν είναι σήμερα πραγματικότερο στη μνήμη μου από το ανδρείκελο που οι στρατιώτες είχαν στην πλατεία για να γυμνάζονται… Βγήκα έξω τα χαράματα, και γύρισα πίσω πριν από το μεσημέρι. Ο Μουν, μέσα στη βιβλιοθήκη, μιλούσε με κάποιον• ο τόνος της φωνής του μ’ έκαμε να καταλάβω πως τηλεφωνούσε. Ύστερα άκουσα το όνομά μου•
ύστερα πως θα γύριζα στις εφτά το βράδυ• ύστερα πως έπρεπε να με συλλάβουν τη στιγμή που θα διάβαινα τον κήπο. Ο φρόνιμος και λογικός φίλος μου με πουλούσε φρόνιμα και λογικά. Τον άκουσα στο τέλος να ζητάει εγγυήσεις για την προσωπική του ασφάλεια.
Εδώ η ιστορία μου μπερδεύεται λιγάκι στη μνήμη μου. Ξέρω πως κυνήγησα τον καταδότη μέσα από μαύρους, εφιαλτικούς διαδρόμους και γυριστές σκάλες που σου έφερναν ζαλάδα. Ο Μουν γνώριζε καλά τον πύργο, πολύ καλύτερα από μένα. Τον έχασα μια-δυο φορές. Στο τέλος τόνε στρίμωξα, προτού με πιάσουν οι στρατιώτες. Άρπαξα μια πάλα από μια πανοπλία του στρατηγού•
με την ατσαλένια της κόψη χάραξα για πάντα στο πρόσωπό του ένα αιμάτινο μισοφέγγαρο… Κύριε Μπόρχες, έκαμα αυτή την εξομολόγηση σε σας, σ’ έναν άγνωστο. Η καταφρόνια σας δε μου είναι και τόσο οδυνηρή.
Εδώ ο αφηγητής σταμάτησε. Παρατήρησα πως τα χέρια του έτρεμαν.
— Και ο Μουν τι απόγινε; τόνε ρώτησα.
— Έβαλε στο χέρι τα αργύρια του Ιούδα και το έσκασε για τη Βραζιλία. Κείνο το απόγεμα, στην πλατεία, είδα κάτι μεθυσμένους στρατιώτες να τουφεκίζουν ένα ανδρείκελο.
Περίμενα του κάκου ν’ ακούσω τη συνέχεια της ιστορίας. Στο τέλος του ζήτησα να συνεχίσει.
Τότε ένας βόγγος βγήκε από μέσα του: μου έδειξε στο πρόσωπό του την ασπριδερή και καμπύλη ουλή.
— Δε με πιστεύετε; ψιθύρισε. Δε βλέπετε πως το σημάδι της ατιμίας είναι γραμμένο στην όψη μου; Σας αφηγήθηκα την ιστορία με αυτό τον τρόπο για να την ακούσετε ώς το τέλος. Πρόδωσα τον άνθρωπο που με είχε διαφεντέψει: εγώ είμαι ο Βίνσεντ Μουν. Τώρα καταφρονέστε με.