Χάρτης 30 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2021
https://www.hartismag.gr/hartis-30/dokimio/mia-ek-toy-syneggys-anagnwsh-toy-poihmatos-twra-na-ferw-keri-sabba-payloy-toy-d-kosmopoyloy
Στον Θ. και στην Α. για την ενσυναίσθηση
Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος (γένν. 1964) έχει εκδώσει έως τώρα έντεκα ποιητικές συλλογές: Λατομείο (2002), Του νεκρού αδελφού (2003), Πουλιά της νύχτας (2005), Ανάστασις του Ανδρέα Ταρκόφσκι (2008), Βραχύ χρονικό (2009), Κρούσμα (2011), Κρυπτόλεξο (2013), Κατόπιν εορτής (2014), Θέριστρον (2018), Πεντάσημον (2020· πρόκειται για συνέκδοση με άλλους τέσσερις ποιητές) και Pixels (2020).
Ορισμένα από τα ποιήματα των παραπάνω συλλογών αρύονται τη θεματική τους από γεγονότα, πρόσωπα ή καταστάσεις που σχετίζονται, είτε εξ ολοκλήρου είτε εν μέρει, με την παλιότερη, τη σύγχρονη αλλά και την εντελώς πρόσφατη ιστορία της Κύπρου, με την οποία ο Δ. Κοσμόπουλος διατηρεί εδώ και δεκαετίες πολύ στενές σχέσεις.
Πιο συγκεκριμένα: στο ποίημα «Ο Κύπρου Κυπριανός της 9ης Ιουλίου 1821 στην Πλατεία Συντάγματος του 2005» (Βραχύ χρονικό, σ. 67) τα εμφανισιακά και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά ενός ρακοσυλλέκτη οδηγούν τη σκέψη του ποιητή στον εθνομάρτυρα αρχιεπίσκοπο, σε ένα σκηνικό όπου το ηρωικό παρελθόν (1821) και το αντιηρωικό παρόν (2005) συμφύρονται με τρόπο απρόσμενο και πρωτότυπο: ο ρακοσυλλέκτης ανασύρει από τον κάδο απορριμμάτων «ένα πλαστικό ποτήρι των Μακντόναλτς με απομεινάρι κόκα-κόλας», καθώς και «ένα υπόλοιπο καφέ κι ένα χυμό πορτοκαλιού», τα πίνει και σταυροκοπιέται (όπως, αντιστικτικά, και ένας κληρικός καταλύει ό,τι έχει απομείνει από τη Θεία Κοινωνία;)· στη «Λεπτομέρεια» (Του νεκρού αδελφού, σ. 78), όπου η διάχυτη ακουστική εικόνα συνοστεώνει τους εσωτερικούς αρμούς του ποιήματος, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, ίσως ο σημαντικότερος ήρωας της τρισχιλιετούς ελληνικής ιστορίας της μεγαλονήσου, εξαγιάζεται με θαλασσινό νερό που βγήκε από μια λυσιώτικη πέτρα (ας αναφερθεί εδώ ότι το ποίημα αυτό φαίνεται να συνομιλεί με ομόθεμα ποίηματα του Κώστα Μόντη)· στο «View point, Δερύνεια, †21.7.2017» (Θέριστρον, σ. 35) ο ποιητής, συντετριμμένος, μεταφέρει στο χαρτί τις εντυπώσεις που αποκόμισε, όταν αντίκρισε από μακριά την περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου, και καταγράφει τα λόγια ενός γέροντα πρόσφυγα, ο οποίος, «με παγωμένα μάτια», του είπε ότι «’γώ ’μαι μέσα ’πού το Βαρώσι».
Στο σύντομο αυτό ερμηνευτικό σημείωμά μας θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας σε ένα άλλο «κυπριακό» ποίημα του Δ. Κοσμόπουλου, το οποίο είναι αφιερωμένο στον φιλόλογο και λογοτέχνη, και έναν από τους κατεξοχήν μελετητές τού Γ. Σεφέρη, Σάββα Παύλου. Ο Σ. Παύλου, γνωστός και με το ψευδώνυμο Ερυθροτερμινθεύς, γεννήθηκε το 1951 στη Λευκωσία και πέθανε τον Απρίλιο του 2016 ύστερα από μάχη με τον καρκίνο. Παραθέτουμε ολόκληρο το ποίημα:
Τώρα να φέρω κερί, Σάββα Παύλου
†6.4.2016
«Είδα τον ουρανό σιδερένιο», είπες,
«μες στις αχυροθημωνιές ανοίγαν τρύπες,
στόματα του θανάτου, ρουφήχτρες της ψυχής.
Στον ύπνο δεν χωρούν σχέδια ανακωχής,
»των phantoms η κοιλιά ακόμη χύνει κόλαση».
Είχες δεξιά τον Όμηρο και την Γραφή.
Και την φωνή σου γάργαρη, για να ταφεί
το άδικο που σου θόλωνε την όραση.
Παραδίδεσαι τάφω, σκότει κατοικίζεσαι,
άνθη κι αρώματα πουλιών υφαίνουν τον Απρίλη.
Μ’ ελληνικούς φθόγγους φωτός, που μου ’χες στείλει
Άντρας της αφοβιάς, το βλέμμα σου καντήλι,
ασβέστωσε τον κήπο του θανάτου κι άκουσέ με:
Με τους συντρόφους, στο Τραπέζι της Χαράς περίμενέ με.
Το ποίημα συγκαταλέγεται στην ενότητα «Τα κόμιστρα» της συλλογής Θέριστρον (σ. 21), μιας συλλογής η οποία, σύμφωνα με τον Ευριπίδη Γαραντούδη, «αγγίζει την αιχμή της ποιητικής ωριμότητας» του Δ. Κοσμόπουλου, και η οποία, όπως ο ίδιος ο ποιητής δήλωσε σε συνέντευξή του, «γράφτηκε σε συνθήκες πυρετικής έντασης», επειδή «μια περιπέτεια της υγείας μου καταθρυμμάτισε όλα τα δεδομένως αυτονόητα του βίου».
Στην ίδια ενότητα περιλαμβάνονται, επίσης, τα ποιήματα «Ριζίτικο», «Ι. Σκοπός του χωματόδρομου», «ΙΙ. Φυτό ουράνιο», «Τρία ποιήματα για τον Γιάννη Κοντό» και «16η Μαρτίου 2015 μ.Χ., 6.00 μ.μ.». Στα «Κόμιστρα», λέξη που «παραπέμπει στα οφειλόμενα κόμιστρα για τον διάπλου του Αχέροντα, κόμιστρα πνευματικής συγκομιδής για έναν επικείμενο θάνατο» (Α. Ε. Φλωράκης), ο ποιητής, εκτός από τον Σ. Παύλου, συνδιαλέγεται και με τους μεταστάντες Ηλία Λάγιο (1958-2005), Δημήτρη Μητροπάνο (1948-2012), Γιάννη Κοντό (1943-2015) και Βαγγέλη Γιακουμάκη (1995-2015).
Απ’ όσο γνωρίζουμε, μνεία ή σύντομα σχόλια στο ποίημα που είναι αφιερωμένο στον Σ. Παύλου έκαναν, σε βιβλιοκριτικές τους για το Θέριστρον, οι Ευρ. Γαραντούδης, Δ. Κόκορης, Α. Α. Στέφος, Α. Κορδάς, Ν. Σαραντάκος (παραθέτει ολόκληρο το ποίημα), Α. Ε. Φλωράκης, Α. Αφεντουλίδου (παραθέτει τους τρεις καταληκτήριους στίχους), Α. Μακρυδημήτρης, Ε. Αυδίκος (φρονεί ότι οι στ. 6-8 σχηματίζουν «το κέλυφος της προγραμματικής αρχής του Κοσμόπουλου, ο οποίος «προσφεύγει σε δυο παραδόσεις, που συγκροτούν τους βασικούς άξονες της ποιητικής του υπόστασης. Από τη μια μεριά είναι η χριστιανική παράδοση και για τον λόγο αυτό αξιοποιεί τα κείμενα των Γραφών. Κι από την άλλη είναι η λόγια κοσμική παράδοση, η οποία στον προειρημένο στίχο αποδίδεται με την αναφορά στον Όμηρο»), Β. Μακρυδήμας, Α. Παπαβασιλείου («[Ο Δ. Κοσμόπουλος] συνομιλεί, βλέπει –θα έλεγα– τον Σάββα Παύλου. Τον ποθεί. Στο “Τραπέζι της Χαράς”, αυτόν που οπλίστηκε με τον Όμηρο και την Αγία Γραφή για να δώσει αγώνες»), Γ. Στρούμπας («Ο θάνατος του Σάββα Παύλου μήνα Απρίλιο επιφέρει την αντιπαραβολή με το μεγαλοβδομαδιάτικο πάθος του Ιησού, με τον οδυρμό του Επιταφίου [“Παραδίδεσαι τάφω, σκότει κατοικίζεσαι”]»), Δ. Χλωπτσιούδης, Π. Νικολάου (παραθέτει τους στ. 1-5) και Χ. Ψαρράς (επισημαίνει ότι το συγκεκριμένο ποίημα, όπως και ορισμένα άλλα, αρχίζει «ακτινογραφώντας τον θάνατο» και ολοκληρώνεται «με απεικονίσεις της ανάστασης στην κυριολεκτική της σημασία, αυτήν της επαναφοράς του νεκρού στη ζωή»).
Το ποίημα «Τώρα να φέρω κερί, Σάββα Παύλου» ανήκει ασφαλώς στην κατηγορία των σονέτων, μολονότι μορφικά και μετρικά δεν έχει τα χαρακτηριστιτικά ενός συνηθισμένου σονέτου. Οι αποκλίσεις αυτές είναι σκόπιμες και εντάσσονται μέσα στη γενικότερη φιλοσοφία του ποιητή, ο οποίος, όσον αφορά τη σύνθεση ενός επικαιροποιημένου σονέτου, συνεχίζει, κατά τους Γ. Βαρθαλίτη και Δ. Κόκορη, το έργο των Η. Λάγιου, Μ. Γκανά και Ν. Βαγενά. Ο Δ. Κοσμόπουλος «δεν ακολουθεί αυστηρά τις επιταγές του παραδοσιακού σονέτου, όπως ο κανόνας των δεκατεσσάρων στίχων και της ισοσυλλαβίας, ενώ τηρεί πολύ πιο πιστά τα ομοιοκαταληκτικά σχήματα του σονέτου. Αυτή η τάση, αφενός να ανακαλεί το παραδοσιακό σονέτο και αφετέρου να μην το (ανα)δημιουργεί εντελώς πιστά, συγχρονίζεται με εκείνη την επιλογή και άλλων σύγχρονων ποιητών το σονέτο να γράφεται στις μέρες μας αφομοιώνοντας τη μακρά εμπειρία της ελευθερόστιχης ποίησης» (Ευρ. Γαραντούδης). Στο υπό παρουσίαση ποίημα ο Δ. Κοσμόπουλος, παρά τις συνειδητές εκτροπές, οι οποίες επιρρωννύουν τις διαπιστώσεις του Ευρ. Γαραντούδη, ακολουθεί τον κανόνα των 14 στίχων και φαίνεται να εφαρμόζει μία από τις βασικές αρχές του παραδοσιακού σονέτου, σύμφωνα με την οποία το κεντρικό νόημα τοποθετείται στους τελευταίους στίχους.
Το ελεγειακό/θρηνητικό αυτό σονέτο, το οποίο γράφτηκε ανήμερα του θανάτου του Σ. Παύλου (προφορική μαρτυρία του Δ. Κοσμόπουλου), αρθρώνεται σε τέσσερα στροφικά σύνολα, δύο τετράστιχα (στ. 1-4, 5-8) και δύο τρίστιχα (στ. 9-11, 12-14). Οι στίχοι εκτείνονται σε 12 (στ. 1, 4, 6-8), 13 (στ. 2-3, 11-12), 14 (στ. 5, 9), 15 (στ. 10, 13) και 17 (στ. 14) συλλαβές και ομοιοκαταληκτούν ως εξής: ααββ, γδδγ, εζζ, ζηη (σε ορισμένες περιπτώσεις η ομοιοκαταληξία είναι ιδιαίτερα εύστοχη: «είπες» - «τρύπες», «Γραφή» - «ταφεί», «Απρίλη» - «στείλει» - «καντήλι»). Το μέτρο είναι ιαμβικό (βλ., π.χ., τον –σολωμικών καταβολών– στίχο «άνθη κι αρώματα πουλιών υφαίνουν τον Απρίλη»), ενώ η διασάλευση της ιαμβικής περπατησιάς παρατηρείται κυρίως στον στ. 1, καθώς και στο αναπαιστικό αρχίνημα του στ. 9.
Ήδη από τον τίτλο του ποιήματος ο προσεκτικός αναγνώστης αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη φιλική σχέση του ποιητή με τον Σ. Παύλου. Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη λέξη του τίτλου («Τώρα»), καίτοι απλή και καθημερινή, αποκτά μια ιδιαίτερη σημασιολογική απόχρωση, μέσα από την οποία αναδεικνύεται μια οικειότητα που είναι ακριβώς η απότοκος μιας τέτοιας αδελφικής φιλίας: «Τώρα […], Σάββα Παύλου», δηλαδή «περίμενε»/«στάσου», μέχρι να «φέρω ένα [αναμμένο] κερί». Κατά τη γνώμη μας, το κερί επιτελεί τριπλό ρόλο: πρώτα λειτουργεί μνημον(ευτ)ικά· έπειτα υποδηλώνει τη βαθιά θρησκευτική πίστη τόσο του Σ. Παύλου όσο και του ποιητή· και, τέλος, ρίχνει λίγο φως στα σπηλαιώδη βάθη της πενθούσας ψυχής του ποιητή, δηλ. στο σκηνικό του ποιήματος (εξ ου, ίσως, και η συνειρμική παρουσία της λέξης «είδα» στον πρώτο στίχο του ποιήματος), έτσι ώστε να τεθούν σε λειτουργία οι μηχανισμοί της υποβολής και της ενσυναίσθησης.
Η εναρκτήρια πρόταση «Είδα τον ουρανό σιδερένιο» περικλείει, σύμφωνα με προφορική μαρτυρία του Δ. Κοσμόπουλου, αυτούσια λόγια του Σ. Παύλου, τα οποία αποτελούν τον συμπυκνωτήρα των (εμπόλεμων) εμπειριών του από την τουρκική εισβολή του 1974 και, συνακόλουθα, της αγωνίας του για το μέλλον του νησιού. Πάντως, ο σιδερένιος ουρανός φαίνεται να θυμίζει και ένα κείμενο του Σ. Παύλου για τον βομβαρδισμό της Τηλλυρίας από τα τουρκικά αεροπλάνα το 1964. Στο κείμενό του εκείνο ο Σ. Παύλου παραθέτει ένα απόσπασμα από το περιοδικό Νέα Εποχή: «Εξήντα τέσσερα αεροπλάνα, επί τρεις μέρες έριχναν με πρωτοφανή αγριότητα φωτιά και σίδερο και πετρέλαιο στην πολύπαθη περιοχή [της Τηλλυρίας]» (Εκεί στις ομπρέλες…, σ. 129).
Επίσης, η αναφορά στα τουρκικά «phantoms», και γενικότερα στην τουρκική εισβολή, φαίνεται να κρυσταλλώνει τις αναμνήσεις του Δ. Κοσμόπουλου, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από τις συζητήσεις του με τον Κύπριο φιλόλογο. Προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας μας παραθέτουμε, στο σημείο αυτό, ένα εύγλωττο απόσπασμα από το ιστολόγιο του αείμνηστου Σ. Παύλου:
Την προηγούμενη μέρα με είχε βγάλει στο ραδιόφωνο ο Δημήτρης Κοσμόπουλος. Ήθελε μαρτυρίες στην εκπομπή του για το 1974, 30 ακριβώς χρόνια από τότε. Όταν έφτασα στη σκηνή του νοσοκομείου, όταν ανάφερα ότι είδα τους τραυματίες και νεκρούς του πολέμου, λύγισα σε λυγμούς, δυσκολεύτηκα να συνεχίσω. Ο Κοσμόπουλος με ρώτησε αν έπρεπε να διακόψει την εκπομπή, ρίχνοντας μουσική. Πρώτη φορά μιλούσα για τις μνήμες του καλοκαιριού αυτού. Πάντοτε σε όλες τις εκπομπές που βγήκα μίλησα για το Κυπριακό και για τόσα άλλα θέματα με αποφασιστικότητα και ηρεμία. Λυγμοί και κλάματα μου φαίνονταν πάντα απωθητικά, γι’ αυτό και νευρίασα με τον εαυτό μου, για την εικόνα που παρουσίασα, για τον ήχο που έδινα. (https://savvaspavlou.wordpress.com/2015/08/05/3192/)
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, θα προσθέταμε ότι στα λόγια του Σ. Παύλου, όπως αυτά παρατίθενται στους πρώτους πέντε στίχους του ποιήματος (με εξαίρεση, βέβαια, το καβαφικό «είπες» του πρώτου στίχου), επισυνάπτονται, μαεστρικά δοσμένες, και φράσεις όπου από πίσω ακούγεται η φωνή του Γ. Σεφέρη. Έτσι, φράσεις όπως «στόματα του θανάτου», «ρουφήχτρες της ψυχής» και «των phantoms η κοιλιά ακόμη χύνει κόλαση», οι οποίες περιγράφουν φρικιαστικές σκηνές του πολέμου, θυμίζουν ανάλογους στίχους από τη σεφερική «Ελένη» (ενδεχομένως και από τη σεφερική «Σαλαμίνα της Κύπρος»).
Είναι σαφές ότι το βιωματικό στοιχείο αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ποιήματος. Η γνωριμία του ποιητή με τον Σ. Παύλου υπήρξε πολύχρονη (από το 1991 κ.ε.), βαθιά και σχεδόν καθημερινή (στην τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία τους, μάλιστα, ο Σ. Παύλου, δύο μόλις μέρες πριν από τον θάνατό του, είπε στον Δ. Κοσμόπουλο τα εξής: «Δημήτρη, έστρεψα έναν κουβά αίμα. Φεύγω» [προφορική μαρτυρία του Δ. Κοσμόπουλου]). Συνεπώς, το ότι ο Σ. Παύλου είχε σαν φυλαχτάρι, π.χ., τον Όμηρο και την Αγία Γραφή αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, η οποία, έτσι κι αλλιώς, επιβεβαιώνεται και από δημοσιεύματα του Κύπριου φιλολόγου (βλ., π.χ., Εκεί στις ομπρέλες…, σ. 41 και 368, αντίστοιχα). Το βιωματικό στοιχείο ισχύει ασφαλώς και στην πρόκριση της λέξεως «γάργαρη», η οποία απομνημειώνει ποιητικά, ενδεχομένως και παρηχητικά, τη διαπεραστική και στεντόρεια φωνή του Σ. Παύλου.
Όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, το ποίημα ξεκινά με ένταση, ανησυχία και νευρικότητα, αφού στους πρώτους στίχους του κυριαρχούν σκηνές από τον πόλεμο του 1974. Στη συνέχεια, όμως, η κατάσταση αρχίζει σιγά σιγά να αποκλιμακώνεται, με αποτέλεσμα από τον σιδερένιο ουρανό του πρώτου στίχου να καταλήγουμε στο Τραπέζι της Χαράς (και της επανασύνδεσης) του τελευταίου στίχου (ο Π. Βουτουρής, σχολιάζοντας το συγκεκριμένο ποίημα σε εκδήλωση του Ομίλου Λογοτεχνίας και Κριτικής στη Λευκωσία [17.9.2020], παρατήρησε ότι οι πρώτοι 8 στίχοι οριοθετούν την επίγεια ζωή και οι 6 τελευταίοι τη μεταθανάτια ζωή). Ο τελευταίος αυτός στίχος είναι ο εκτενέστερος του ποιήματος (17 συλλαβές), ίσως επειδή ο ποιητής θέλησε να συμπεριλάβει σε αυτόν όλη την ουσία των προηγούμενων στίχων, αλλά και να παρατείνει την επικοινωνία με τον φίλο του.
Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι το συγκεκριμένο ποίημα, το οποίο μπορεί να παραβληθεί με τα τρία παλαμικά δεκατετράστιχα με τίτλο «Καλυψώ Κ. Κατσίμπαλη», και ειδικότερα με τον καταληκτήριο στίχο «Πού πας πιο πέρα; Ο ουρανός σου εδώ» του τρίτου δεκατετράστιχου (Π. Βουτουρής), αν και αποτελεί έναν έμμετρο θρήνο για τον θάνατο ενός σπουδαίου ανθρώπου των γραμμάτων και του πολιτισμού, στην πραγματικότητα σφύζει από ζωή, όχι μόνο επειδή η παρουσία του εκλιπόντος είναι, τελικά, ολοζώντανη ή επειδή οι ακουστικές (από τους βομβαρισμούς των τουρκικών αεροπλάνων, τη γάργαρη
φωνή του Σ. Παύλου, τις συζητήσεις στο Τραπέζι της Χαράς) και οσφρητικές (από τις ευχάριστες μυρωδιές των λουλουδιών) εικόνες είναι τόσο έντονες ή επειδή η χρήση του β΄ ενικού προσώπου προσδίδει στο ποίημα θεατρικότητα, αλλά και επειδή στους 12 από τους 14 στίχους του κυριαρχούν 15 ρήματα, τα οποία καταφέρνουν να ενεργοποιήσουν τις αισθήσεις και να απομακρύνουν τον πέπλο του θανάτου.
Καταληκτικά: Δεν ξέρω αν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι ο Σ. Παύλου ήταν, για τον Δ. Κοσμόπουλο, ο σεφερικός Άγγελος, αλλά, επιχειρώντας μια συνοπτική αποτίμηση, θα λέγαμε ότι ο Μεσσήνιος ποιητής κατάφερε να συνθέσει ένα σονέτο, το οποίο δεν απέχει καθόλου από την ιδιοσυγκρασία, τις διαθέσεις και τις επιθυμίες του φίλου του, όπως αυτές διαφαίνονται στο συγκλονιστικό διήγημά του «Η κηδεία μου»: «Όταν πεθάνω, δεν θέλω κανένα τηλεοπτικό συνεργείο και φωτογράφο, δεν θέλω καταθέσεις στεφάνων ή αναγγελία ποιοι κατέθεσαν στεφάνι. Η νεκρώσιμος ακολουθία της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας αρκεί» (Εκεί στις ομπρέλες…, σ. 368).