Χάρτης 29 - ΜΑΪΟΣ 2021
https://www.hartismag.gr/hartis-29/moysikh/paysh
Ξέρω αυτά που πρόκειται να συμβούν όπως γνωρίζω πριν ακουστούν τις άγριες κραυγές μιας fortissimo παρτιτούρας. Η μνήμη μου προηγείται των γεγονότων. Καταλαβαίνω, θέλω να πω, τις αρτηρίες που οδηγούν στην κορύφωση ενός συμβάντος, τις ανεξήγητες παύσεις και τις ρυθμικές συγκοπές στην εξέλιξή του, μαντεύω με ακρίβεια τον χρόνο απόσβεσής του και την ανάμνηση που μένει απ’ αυτό ως εγωιστικό σπυρί. Κάθε συμβάν συμβαίνει παραμονή στο μυαλό μου και επαύριον στη ζωή μου. Γι’ αυτό, ό,τι ακολουθήσει θα μεταστρέφεται από ενεστώτα σε αόριστο, σε παρατατικό κι από εκεί σε ενεστώτα πάλι, από ανάμνηση θα γίνεται βίωμα κι από βίωμα ανάμνηση. Σαν να ’χει μπερδευτεί ο χρόνος κι όλα να συμβαίνουν μαζί, κυβιστικά. Ξέρω από πριν, όπως γνωρίζω τις διαδρομές τού μοναδικού λεωφορείου που απέμεινε στην πόλη.
Στη δεξιά πλευρά της σελίδας θα αναρτώ πληροφορίες για το άτομό μου, |
Το μοναδικό λεωφορείο που έλεγα προβάλλει πάντα από τη δεξιά γωνία. Ακουμπισμένη στην είσοδο του κομμωτηρίου μου, με το κεφάλι ελαφρώς σκυμμένο και γερμένο προς τα δεξιά σαν Μαντόνα, περιμένω ν’ ακούσω τις βαθύσυχνες συχνότητες της μηχανής του. Ταυτόχρονα παρατηρώ τα χρωμοσώματα που αιωρούνται στον αέρα. Ανασαίνω όλη την ατμόσφαιρα και το όζον μαζί, κι όσα μόρια σκόνης ίπτανται με το καυσαέριο του λεωφορείου. Πεσμένα φύλλα απελευθερώνονται στο πέρασμά του. Μπήκε μόνο ένας πελάτης σήμερα.
Κατάγομαι από ένα βακτήριο που επιβίωσε στο κλείσιμο |
Ακουμπισμένη στην πόρτα του κομμωτηρίου μου, με το κεφάλι ελαφρώς γερμένο προς τα δεξιά, παρατηρώ δύο σώματα στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Στέκονται ακίνητα. Με κοιτούν με βλέμματα πλανισμένα. Οι τρεις μας, έτσι ακίνητοι, σχηματίζουμε μια τριμερή κοινωνία, την ίδρυση μιας νέας πόλης κατασκευασμένων αντικειμένων και εξασθενημένων ανθρώπων που πέρασε σαν αρρώστια. Και ενός λεωφορείου. Σκυλιά γαβγίζουν μακριά. Ποιος ρυμοτόμος σκέφτηκε αυτή την πόλη; Μπήκε μόνο ένας πελάτης σήμερα αλλά δεν μπήκε ακόμα.
Το κομμωτήριό μου είναι ένας προθάλαμος τρυφερότητας. |
Ακουμπισμένη στην πόρτα του κομμωτηρίου μου, με το κεφάλι μου να γέρνει ελαφρώς προς τα δεξιά, αποφάσισα πως θα δινόμουν στον πρώτο πεζό που θα περνούσε, σίγουρη πως θα περνούσε κάποιος (ξέρω αυτά που πρόκειται να συμβούν). Για να δεσμευτώ πως θα τηρήσω την υπόσχεσή μου σηκώνω ελαφρώς τη φούστα μου. Τα απέναντι σώματα αλλάζουν για λίγο στάση. Επιπλέον φύλλα απελευθερώνονται στον δρόμο και φαίνονται να θρυμματίζονται στην πτώση τους. Από το εσωτερικό ακούγεται το Concret PH. Κάρβουνα που καίγονται. Θρύψαλα από φύλλα που θρυμματίζονται στην άσφαλτο. Ο μόνος πελάτης μου δεν έχει μπει ακόμα.
|
Εντοπίζω μια φωνή. Την εντοπίζω γιατί είμαι ακουμπισμένη στην είσοδο του κομμωτηρίου με το κεφάλι ελαφρώς γερμένο προς τα δεξιά. Αμέσως μετά την ακούω. Από το απέναντι πεζοδρόμιο γυρίζουν και τα σώματα αναζητώντας την πηγή της. Μια Ασιάτισσα φωνάζει κάτι με λόγια κρυμμένα πίσω από μια χάρτινη γαλάζια μάσκα που καλύπτει το μισό της πρόσωπο. Κάθε φορά που ανοίγει το στόμα της οι φωνητικές της χορδές παίζουν την 7η του Πεντερέτσκι. Υπάρχει μια ρωγμή στην φωνή της, μια διακριτική ομορφιά. Στέκεται κι αυτή ακίνητη σε μια αδέσποτη θέση, καρφιτσωμένη στα 30 τετραγωνικά εκατοστά των παπουτσιών της. Και φωνάζει:
Συχνότητες |
Με κοιτάζει επίμονα και φωνάζει. Τα σκυλιά γαβγίζουν από μακριά. Όλη αυτή την ώρα από το εσωτερικό, το Concret PH του Ξενάκη έκαιγε.
Της απαντώ πως μόλις πέρασε το λεωφορείο. Θα περάσει σε τρεις ώρες πάλι. Δεν υπάρχει άλλο στην πόλη. Θα μπορούσα να την κουρέψω αν ήθελε. Ξέρω όμως πως δεν θα ήταν αυτή ο μοναδικός πελάτης μου.
Ήταν παράξενος αυτός ο διάλογος. Παυσίπονος. Κίνησε στόματα που είχαν παύσει για χρόνια, που εξέφραζαν μέχρι τώρα τα συναισθήματά τους μόνο με μορφασμούς. Γιατί η κίνηση, όπως και κάθε άλλο συναίσθημα, ως έννοια και ως εφαρμογή, υπήρχε μόνο στο πέρασμα του λεωφορείου και στους περίπατους του άστεγου. Όλη η υπόλοιπη πόλη έστεκε ακίνητη ή κρυμμένη, ή κρυμμένη κάπου ακίνητη ή ακίνητη και κρυμμένη. Παραδομένη εδώ και χρόνια σε έναν ιό. Που και που μόνο το γέμισμα των κάδων απορριμμάτων υπενθυμίζει την ύπαρξη ζωής. Κρυμμένης όμως στον κόσμο μιας βαθιάς απρόσιτης ανάγκης, προσανατολισμένης στην παραγωγή και απόθεση σκουπιδιών. Και στην αναμονή. Δειγματοληψία και αναμονή. Δειγματοληψία και αναμονή.
Γενικά υπάρχει μια σιωπή παντού, μάλλον εκούσια, μια παύση της ομιλίας και της κίνησης, όπως η παύση λίγο πριν την άνοιξη, ή η παύση ενός σπόρου. Ή η παύση πριν να ειπωθεί κάτι. Ακουμπισμένη στην πόρτα του κομμωτηρίου μου, με το κεφάλι ελαφρώς σκυμμένο προς τα δεξιά, αναρωτιέμαι σε ποια τυπολογία σιωπής να εντάξω αυτή την αφωνία.
Η Ασιάτισσα συνεχίζει να ωρύεται σε μια πρωτογλώσσα. Τα φύλλα συνεχίζουν να θρυμματίζονται. Το λεωφορείο θα περάσει σε τρεις ώρες της φωνάζω.
Όπως με τις μελωδίες του σεσουάρ που συνόδευαν τη μουσική |
Ο ενεστώτας είναι γεμάτος γωνίες σήμερα. Μπήκε ένα πελάτης, ο μόνος, ο άστεγος από τα σκουπίδια. Του έπλυνα τα φτωχά μαλλιά του σε ένα φτωχό κεφάλι, φτωχά όσο και το σάλιο του, ξεροκατάπινε συνεχώς. Ακόμα κι ο ιδρώτας του ήταν φτωχός γι’ αυτό δε μύριζε ποτέ ιδρωτίλα, γιατί ήταν τόσο φτωχός που ούτε ιδρώτα είχε. Του είπα λοιπόν; και μετά:
— Κάθισε.
Κάθισε σαν ίζημα. Στην ολότητά του, μόριο το μόριο όλα τα δομικά συστατικά τού σώματός του βούλιαξαν στην καρέκλα. Άνοιξα το μικρό συρτάρι που ανοίγει εύκολα με το άγγιγμα του δαχτύλου και έπιασα το ψαλίδι. Τον κούρεψα υπό τη θεσπέσια συνοδεία του Ξενάκη.
Ο άστεγος ανήκει στις ελάχιστες κοινωνικές ομάδες στις οποίες επιτράπηκε η κανονικότητα στη ζωή τους. Παρέμενε έξω. Παρέμενε άστεγος. Μπορούσε να συνεχίσει να κοιμάται στα σκουπίδια ή στο διάολο, όπου προτιμούσε. Μπορούσε να συνεχίσει τις βόλτες του σε mute, αναιρώντας καρέ καρέ τη ρυμοτομία της πόλης. Ταίριαζε απόλυτα στη γενική αφωνία. Ο άστεγος είχε επίσης την τυπικότητα του μοναδικού λεωφορείου. Περνούσε κάθε τρεις ώρες μπροστά από το κομμωτήριο χωρίς να σταματήσει ή να μιλήσει ποτέ. Ο σημαντικότερος σκοπός της ζωής του ήταν, νομίζω, να απορεί. Γι’ αυτό δε μιλούσε ποτέ. Μόνο περπατούσε μόνος, χαράζοντας περιπατητικές υποτείνουσες στους έρημους δρόμους. Ακολουθούσε την τυχαία κίνηση της μύγας σκορπώντας ερωτηματικά γύρω του. Εννοώ, ερωτηματικά που δεν είχαν τίποτα αριστερά τους, καμία ερώτηση.
Μερικές φορές έχω τη βεβαιότητα ότι ακούω ήχους πυροτεχνημάτων |
Ακούω τη φωνή της Ασιάτισσας. Συνεχίζει να στέλνει ερωτηματικά με περιεχόμενο. Ακόμη κι αν περάσει το λεωφορείο, που θα περάσει (το ξέρω), δεν θα σταματήσει. Προσπαθώ να της δώσω να καταλάβει. Μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται. Τα δύο σώματα παραμένουν ακίνητα. Ακούγονται μακρινές καμπάνες μαζί με τα μακρινά γαβγίσματα. Κάποιοι ελάχιστοι άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη κάνουν έστω μια ελάχιστη πράξη.
Θυμάμαι επίσης πως αγγίζαμε ο ένας τον άλλον και μετά αγγίζαμε |
Ο άστεγος σηκώθηκε από την καρέκλα μόριο το μόριο. Αναγνώρισε τον εαυτό του στον καθρέφτη και τίναξε δυο τρίχες από το κάτι σαν πέτο του. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να περιγράψω τη σκηνή. Όμως, πίσω από την αναμονή στην πόρτα του κομμωτηρίου μου με το κεφάλι ελαφρώς γερμένο προς τα δεξιά, πίσω απ’ όλη τη σιωπή και την αφωνία, την ακινησία της πόλης, τη βροχή στα σκουπίδια, την ερημιά στους δρόμους, τα αγκομαχητά του λεωφορείου, πίσω από την παύση, έπρεπε να κερδίσω κάτι.
Στράφηκε προς το μέρος μου και μ’ αγκάλιασε αεροστεγώς. Αισθάνθηκα πως είχα κερδίσει κάτι σαν το μισό του τίποτα που, παρότι τίποτα, ήταν ωστόσο ένα μισό. Τον αγκάλιασα κι εγώ υπό τον όρο της ανταπόδοσης. Χωρίς μάσκα, χωρίς γάντια. Μύριζε σκουπίδια, υγρασία αλλά όχι ιδρωτίλα. Ήταν η στιγμή να του δοθώ μιας και είχα δεσμευτεί, μιας και το ήξερα. Τα χέρια μου με την υφή του κοραλλιού από τα νερά τον τύλιξαν επίσης. Ήμασταν τα μόνα τυλιγμένα σώματα σε κίνηση σε όλη την πόλη. Στο αριστερό μου αφτί έφτανε η fortissimo μουσική του Ξενάκη. Στο δεξί, η αγωνία της Ασιάτισσας. Είχα μια στερεοφωνική άποψη του κόσμου.
Το κομμωτήριο είναι γεμάτο καθρέφτες. Έτσι πολλαπλασιάζομαι μόνη μου. |
Καθώς αρχίζει να νυχτώνει με τις καμπάνες και τα γαβγίσματα δεν ακούστηκε άλλη φωνή. Ο αριθμός των σημαντικών πληροφοριών που επεξεργαζόμαστε κάθε μέρα πλησιάζει τον αριθμό των φορών που αγγίζουμε το πρόσωπό μας, κι αν αυτές οι φορές είναι παρηγορητικές, τότε τα αγγίγματα ταυτίζονται με τις σημαντικές πληροφορίες. Κι αν τα χέρια που αγγίζουν είναι συλλυπητήρια, τότε μετατρέπουν τη σιωπή σε ακρόαση και την ανάγκη σε εκπλήρωση. Η μέρα είχε μέχρι τώρα δύο σώματα, ένα λεωφορείο που δεν σταματάει ποτέ, καμπάνες και γαβγίσματα, πεσμένα φύλλα, μια Ασιάτισσα κι έναν άστεγο. Και μουσική του Ξενάκη. Και την ίδια ακινησία. Η Ασιάτισσα που θρυμμάτισε τη σιωπή ήταν δώρο θεού. Το ήξερα από πριν όμως.
Αναπολώ και είμαι, με όλη τη συσσωρευμένη γνώση ενός πρώην |
Καθώς αρχίζει να νυχτώνει, ελάχιστοι άνθρωποι προβάλλουν βιαστικά για να αποθέσουν τα σκουπίδια τους. Ήθελα να τραγουδήσω σ’ αυτό το ελάχιστο ακροατήριο για το μισό μου κέρδος. Ήθελα να τραγουδήσω με μια πράξη άφωνη, να μετατρέψω τη σιωπή σε ακρόαση κι έτσι: πιάνω το σεσουάρ μου και συνοδεύω το επόμενο track του Ξενάκη.
Στην πόρτα ακουμπισμένη, με το κεφάλι ελαφρώς γερμένο προς τα δεξιά σαν Μαντόνα, στέκεται η Ασιάτισσα και φωνάζει. Οι δυο μας σχηματίζουμε μια δίφωνη χορωδία ραγισμένων φωνών, ενός αστικού ηχοτοπίου που σπάει τη σιωπή έστω για λίγο, μιας σχιζοφωνίας μοιρασμένης στις δικές μας ανάγκες και στη γεμάτη παύσεις σιωπή της πόλης. Ο άστεγος απορεί.
Καθώς αρχίζει να νυχτώνει, προσπαθώ να εξηγήσω στην Ασιάτισσα πως το λεωφορείο θα περάσει αλλά δεν θα σταματήσει, πως δεν θα πάει στο αεροδρόμιο, πως δεν λειτουργεί στ’ αλήθεια καμιά διαδρομή πια, η πόλη έχει κλείσει, όλα λείπουν, πως η μάσκα της ακουμπάει το πρόσωπό της περισσότερες φορές από τα χέρια της αλλά δεν είναι μια συλλυπητήρια μάσκα. Σιγά σιγά άρχισε να σωπαίνει. Κατάλαβε ότι μιλούσα για τη μάσκα της. Ίσως αναγνώρισε στη φωνή της τη μουσική του Ξενάκη.
Όταν βγήκαμε από το κομμωτήριο το φανάρι στον δρόμο ήταν πορτοκαλί, τα φύλλα πεσμένα και τα σώματα απέναντι. Οι τρεις μας, μια νέα τριμερής κοινωνία, περπατήσαμε μέχρι το σπίτι του άστεγου. Εκεί, πιάσαμε από μια σακούλα σκουπιδιών και ξαπλώσαμε ανάσκελα.
Σταγόνες βροχής ακούγονται στα σκουπίδια. Επάνω μας ο ουρανός μένει ανεπηρέαστος. Απορροφηθήκαμε και οι τρεις στην παύση της πόλης. Στον κήπο των σκουπιδιών, στις μυρωδιές που εκκρίνουν, / οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει / ολοένα στην πόλη, / στων ανθρώπων την όψη, στ’ ουρανού τον καθρέφτη, / στη ζωή μου τώρα όλη (Καρυωτάκης, «Βράδυ».)