Χάρτης 59 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-59/afierwma/eikones-monastikis-zois-n-nikolaidis-o-kyprios-n-kazantzakis-simporeisi-kai-apokliseis
Πνευματική συγγένεια:
Κοινός τόπος των δύο συγγραφέων είναι η τάση για φυγή από το περιβάλλον τους, έτσι και οι δύο βρίσκουν διέξοδο σε αλλεπάλληλα ταξίδια. Η παραμονή και των δύο σε μοναστικό περιβάλλον βεβαιώνεται από τα βιογραφικά τους στοιχεία. Ο Νικολαΐδης από μικρός διακονεί ως βιοτέχνης («3 χρόνια γύριζε τα χωριά και ζωγράφιζε αγίους σ΄ εκκλησίες» — Τσίρκας, σελ. 29) σε διάφορα μοναστήρια ενώ ο κοσμοπαρωρίτης Καζαντζάκης επισκέπτεται μαζί με τον φίλο του Άγγελο Σικελιανό πριν τα Χριστούγεννα του 1914 το Άγιο Όρος. Η σχέση του με την θρησκεία και τον εκκλησιαστικό βίο αλλά και τα πατερικά κείμενα, εγκαινιάζεται πριν την εφηβεία του, χάρη σε ένα τυχαίο γεγονός που ίσως ήταν «καρμικό», αφού η μαμή προέβλεψε ότι το παιδί θα είχε άμεση σχέση με την θρησκεία. Η θρησκευτικότητα είναι μια έννοια βαθιά ριζωμένη στην ψυχή τους, συναρτημένη με την ιδέα του ανθρωπισμού, που διαχέεται σε όλη την λογοτεχνική παραγωγή τους. Δεν παύει βεβαίως να υπάρχει μια ειδοποιός διάφορα στην τελική εικόνα που δίνουν για τους ήρωες τους. Ο καζαντζακικός ήρωας αναζητά την ελευθερία σε ένα ευρύτερο ορίζοντα ενώ εκείνος του Νικολαΐδη προσπαθεί να ζήσει και να λύσει τα τυχόν προβλήματά του μέσα στο περιβάλλον όπου ζει. Κοινό πάλι στοιχείο τους είναι η αναζήτηση της λύτρωσης, η υπέρβαση ακόμη και της ίδιας της ελευθερίας.
Δεύτερος κοινός τόπος είναι η ενδελεχής επεξεργασία των κειμένων τους. Ακόμη κι αν ο βιογράφος του Καζαντζάκη, ο Πρεβελάκης, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «την ώρα της δημιουργίας το χέρι του κυριολεκτικά έτρεχε πάνω στο χαρτί, χωρίς καμία παύση και κανέναν δισταγμό», φαίνεται ότι ο Καζαντζάκης σύμφωνα με τα λεγόμενα του Κακριδή, «χρειάστηκε 3 μήνες για να μεταφράσει την Ιλιάδα και 12 χρόνια για να την διορθώσει». Την δική του Οδύσσεια την ολοκλήρωσε μετά από 14 χρόνια συγγραφής και 7 επεξεργασίες. Ο ίδιος λέει σε επιστολή προς τον Κακριδή, αναφερόμενος στην Αναφορά στον Γκρέκο ότι «όλα μου τα έργα είναι εξομολόγηση, μα τούτο πιο πολύ», (Νέα Εστία, σελ. 298). Ο ίδιος άλλωστε έχει δηλώσει: «ανάμεσα στα δάχτυλά μου κρατούσα και ζύμωνα [...] ένα σκληρό σβώλο λάσπη, το μελλούμενο, τού ‘δινα μια φόρμα, άνθρωπο, θεό, δαίμονα, τη χαλνούσα, έφτιανα άλλη⋅ έτρεχαν από τα ακροδάχτυλά μου οι μορφές, στερεώνονταν μια στιγμή στον αέρα και ξαναχύνουνταν στο χάος. Μην πεις πως έπαιζα⋅ δεν έπαιζα, αγωνιζόμουνα, μοχτούσα να δώσω το πρόσωπο της ψυχής μου στη λάσπη» (Νεα Εστία, σελ. 20).
Σχετικά με τον Νίκο Νικολαΐδη, ο Τσίρκας αναφέρει τα εξής: « Γι’ αυτόν, το λογοτεχνικό έργο είναι τ’ απολεπίδια της ζωής του». (Τσίρκας, σελ. 101). « έχει ανάγκη - απέναντι στον εαυτό του - να ΄ναι πάντα ο καλλιτέχνης που τά ΄βγαλε όλα από μέσα του.» (Τσίρκας, σελ. 95). « Ο Νικολαϊδης μπορεί και κάνει την πιο αυστηρή αυτοκριτική».(Τσίρκας, σελ. 102) Επίσης, (σελ.14): « μπορούμε αδίστακτα να πούμε όπως κάθε γράμμα του, που βρίσκεται ακόμη στα χέρια των φίλων του, το θυμάται, ξέρει τι γράφει μέσα και, κοντολογίς, αποτελεί για κείνον ένα γεγονός, ένα σταθμό της ζωής του, τόσο όσο και μια πρόζα ή ένα διήγημα του». Συνεπώς, όχι μόνο το εκδοθέν έργο του αλλά και οι επιστολές που υπάρχουν, αποτελούν ακράδαντα στοιχεία για τις απόψεις του, σχετικά με ιδέες και άτομα που αναφέρονται σε αυτές.
Φυσική συνάντηση:
Σε επιστολή του Νικολαΐδη προς τον Σαντοριναίο αναφέρεται: « είμαι ενθουσιασμένος με τους Ψηλορείτες, προπάντων με την Πετρούλα. Μα κι εκείνοι μου δείχνουνε ανεπιφύλακτη αγάπη και… εκτίμηση.», και παρακάτω: «Οι Ψηλορείτες με δέχτηκαν με εγκαρδιότητα. Νόμισα πως είδα παλιούς μου φίλους. Η πρώτη μου επίσκεψη ήτο 5 ώρες. Πριν περάσει η πρώτη, αποφάσισε η Πετρούλα να έλθει μαζί μου εις την Αλεξάνδρεια το Σεπτέμβρη για λίγες εβδομάδες.» Αυτά και άλλα αποσπάσματα από τη συγκεκριμένη επιστολή, μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε την συνεργασία του Νικολαΐδη με το ζεύγος Καζαντζάκη και να καταλάβουμε ότι υπήρχε μια λειτουργική επικοινωνία μεταξύ τους. Επίσης, αν λάβουμε υπόψη ότι ο Νικολαΐδης υπήρξε υπεύθυνος του περιοδικού Γράμματα, κρίνουμε ότι θα συζήτησε διεξοδικά με τον Καζαντζάκη για την δημοσίευση κειμένων του στο εν λόγω περιοδικό.
Λογοτεχνική θεωρία
Ενώ το ημερολόγιο του Καζαντζάκη, λόγω της μορφής του, θα το κατατάσσαμε στην θεωρία της αριστοτέλειας μίμησης, της αναπαράστασης, (όπως αυτή διατυπώνεται στον ορισμό της Τραγωδίας στο έργο του «Ποιητική»), δηλαδή της αλήθειας αυτής καθεαυτής, ο Νικολαΐδης χρησιμοποιώντας την εκφραστική θεωρία φτάνει να θέτει το συναίσθημα στην υπηρεσία της λογοτεχνίας, περνώντας στην συναισθηματική λογοτεχνική θεωρία, της οποίας σκοπός δεν είναι να προκαλέσει ένα εφήμερο συναίσθημα στον αναγνώστη, αλλά να δημιουργήσει μια διαρκέστερη συναισθηματική κατάσταση, που θα οδηγήσει στην επιθυμητή πράξη. Με άλλα λόγια, πρόκειται για την πρόθεση του συγγραφέα να στοιχειοθετήσει ιδεολογία και να επηρεάσει τον αναγνώστη πολυεπίπεδα. Ο αναγνώστης από την πλευρά του έχει χρέος να συμπληρώσει ή και να καλύψει τα κενά ή τις διάφορες ασάφειες, όσο καλύτερα μπορεί, σύμφωνα με τις δικές του εμπειρίες και προσλαμβάνουσες. (Barnet, An Introduction to Literature).
Το περιβάλλον
Και οι δύο συγγραφείς κινούνται στη σφαίρα του μοναστικού βίου, η οποία αποτελείται πρώτα από όλα από τον περιβάλλοντα χώρο: σε πρώτο πλάνο το κελί, σε δεύτερο τη μονή, σε τρίτο τον περίγυρο της μονής, σε τελευταίο τα βουνά και η φύση. Και στα δύο είναι έκδηλη η φυσική ορμή (élan vital), χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας του Καζαντζάκη, επήρεια της μελέτης του έργου του Henri Bergson, του Γάλλου καθηγητή του, και παράλληλα ξετυλίγεται η καλοσχεδιασμένη θεατρική σκηνή του Νικολαΐδη.
Σε αυτό το σύμπαν, όμως, ο άνθρωπος δεν παύει να βρίσκεται σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Έτσι, παρατηρούμε τον άνθρωπο να παίρνει την μορφή του νεαρού προσώπου, του μοναχού και της γυναίκας.
Α. Η νεότητα
Η εικόνα της νεότητας, και πιο συγκεκριμένα η εικόνα του νεαρού εφήβου, είναι διάχυτη στα έργα και των δύο.
Ο Νικολαΐδης αναφέρεται στη νεαρή ηλικία γενικότερα, στο «αγένειον» του προσώπου(ΡΙΘ), στο ταλέντο του νεαρού μοναχού στη μουσική (ΝΒ), αλλά και στην αγγελική μορφή ενός άλλου (ςΓ), και τελικά αναρωτιέται για το φύλο των αγγέλων. Δεν παύουν να υπάρχουν και οι κωμικές καταστάσεις, γεμάτες ειρωνεία όπως στο χωρίο ΡΙΓ, όπου ένας νεαρός μοναχός πιάστηκε επ’ αυτοφώρω να ψήνει και να καταναλώνει κρυφά ένα αυγό σε περίοδο νηστείας.
Η κύρια μορφή της νεότητας στον Καζαντζάκη είναι ο Δωδεκαετής Χριστός, που επαναλαμβάνεται τρεις φορές (σελ. 56, 103 και 122). Ο συγγραφέας εμμένει στην εξωτερική του εμφάνιση κι έτσι αυτός αναπαρίσταται στην τέχνη της εικόνας σαν έφηβος Έλληνας θεός, που ζυγιάζει με τη σκέψη του το σύμπαν (ημερολόγιο Ν Κ σελ.103-122). Ένας έφηβος μοναχός, που πέθανε, είχε μεγάλα ελαφίσια μάτια (σελ. 57). Τέλος, αναφερόμενος στον θεό Διόνυσο, λέει πως οι ψυχές των βαρβάρων μεταλάβαιναν «το αίμα του έφηβου ελληνικού θεού που σκότωσαν» (Ν Κ σελ.82), εικόνα απεχθής και όμορφη ταυτόχρονα. Άλλοτε, εν είδει παρομοίωσης, αναφέρεται στον Δαβίδ τον Σπηλαιώτη, ο οποίος παρουσιάζεται να έχει πρόσωπο που «λάμπει σαν τον ήλιο και φαίνεται έφηβος στην γλύκα, στη χαρά και στη λάμψη» (σελ. 60). Μήπως πιστεύει ότι ο μοναχός παραμένει πάντα έφηβος; Όπως και να έχει, θα λέγαμε ότι η νεότητα τον «ιντριγκάρει», όχι όμως μόνο στην αμόλευτή της πλευρά αλλά και στην αμαρτωλή ή την άχαρη. Νεαροί μοναχοί (σελ. 12) μαθαίνουν βυζαντινή μουσική: «δίπλα στο αρχονταρίκι καλογεράκια μαθαίνουν το πα, βου, γα, δι, τη βυζαντινή παράδοση, κρατώντας την παράδοση σαν αναμμένη λαμπάδα στα χοντρά και άπλυτα χέρια τους.» Επίσης, βλέπουμε στον Ιουλιανό (τραγωδία Ιουλιανός ο παραβάτης, γράφτηκε στην Αγγλία το 1939) τον νέο ηγούμενο τη στιγμή της χειροτονίας να εξομολογείται «έξαφνα» νεανικό του έγκλημα. Δηλαδή είχε στο μυαλό του ότι δεν υπάρχει μόνο το καλό αλλά και το κακό, η αγνότητα συμπορεύεται με την αμαρτία, το νόμιμο με το παραβατικό. Στην αρχή του ημερολογίου του, μιλώντας για τον εαυτό του και τον Σικελιανό, αναφέρεται ότι «μπροστά στους δύο νέους όλα υποτάχτηκαν στην ιερότητα της αποστολής τους».
Σε τελική ανάλυση, η νεότητα ίσως να αποτελεί για εκείνους, το σημείο που ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει τον δρόμο του για μια καλύτερη ζωή. Είναι το σημείο όπου η ανεξαρτησία του ανθρώπου τού δίνει την ευκαιρία να προγραμματίσει, να αποφασίσει τι μέλλει γενέσθαι.
Β. Ο μοναχός και η ανθρώπινη υπόστασή του: η πορεία προς την θέωση της ψυχής
Αν και θα περιμέναμε η εικόνα του μοναχού στο ημερολόγιο του Καζαντζάκη να υστερεί, εφόσον πρόκειται μόνο για ένα σύνολο σημειώσεων, ενώ στην περίπτωση του Νικολαΐδη παρουσιάζεται μια ολοκληρωμένη πρόταση, παρατηρούμε ότι είναι πολλά τα σημεία που συγκλίνουν. Έτσι λοιπόν, υπάρχουν μοναχοί που διακρίνονται για τη συνέπειά τους και την βαθιά, ειλικρινή τους πίστη, οι οποίοι άλλωστε θεωρούνται και οι στυλοβάτες της θρησκείας. Πλάι σε αυτούς, όμως, υπάρχουν και μοναχοί που παρασύρονται από τα πάθη τους: Συμπεριφέρονται σαν έμποροι και θεωρούνται, από τους συγγραφείς μας, πονηροί και καπάτσοι. Κάποιοι άλλοι παρουσιάζονται ως κοιλιόδουλοι, φανερώνοντας την άκρατη επιθυμία τους για το φαγητό, ενώ θα έπρεπε να νηστεύουν σύμφωνα με τους κανόνες της μοναστικής ζωής. Άλλοι παρασύρονται από την ελπίδα ενός εύκολου κέρδους και καταφεύγουν στον τζόγο, που θεωρείται αμάρτημα. Κάποιοι άλλοι αμαρτάνουν τόσο σαρκικά, όσο και πνευματικά, καλοπιάνοντας, λέγοντας ψέματα και κατηγορώντας άδικα άλλους μοναχούς. Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι από αυτούς ανεβαίνουν στην ιεραρχία κι έτσι εκλαμβάνονται επιτυχημένοι. Φυσικά και εκεί οι διενέξεις δεν είναι λίγες. Έκδηλη είναι η ειρωνεία στο σημείο που κανείς δεν μπόρεσε να απολογηθεί σε έναν «γραμματισμένο». Φαίνεται ότι η μορφωμένοι μπορούν να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά τις όποιες αστήρικτες και αφελείς δοξασίες και νουθεσίες των μοναχών.
Συμπερασματικά, οι δύο συγγραφείς συγκλίνουν στην πεποίθηση ότι οι μοναχοί πρέπει να είναι ευπρεπείς και να τηρούν αυστηρά τις αρχές της ασκητικής πρακτικής, και, γενικότερα, του ενάρετου μοναστικού βίου. Επίσης συμπίπτουν στην πεποίθηση ότι βρίσκονται μπροστά σε μια σκληρή αντινομία: από την μία, τη λαχτάρα του ανθρώπου για πνευματική ανάβαση και την πορεία προς τη θέωση και, από την άλλη, τα εμπόδια, που προβάλλουν σε αυτή την πορεία, που δεν είναι άλλα από τους πειρασμούς του σώματος και τους πονηρούς λογισμούς. Σχετικά με αυτήν την σκληρή αντινομία, οι συγγραφείς μας αντιλαμβάνονται τον άνθρωπο ως αδύναμο, με περιορισμένη δύναμη αντίστασης. Ωστόσο είναι και επιεικείς: το μέτρο της αξιολόγησής τους για τους απλούς, τους «πολλούς» ανθρώπους, είναι διαφορετικό με αυτό που αξιολογούν τους διανοούμενους, που η κατοχή της γνώσης τούς επιτρέπει να ανιχνεύσουν διαυγέστερα τις αντιθέσεις που ενδημούν στην ψυχή, την συνείδησή τους. Ακόμη, αντιλαμβάνονται ότι οι όποιες αντιθέσεις εκδηλώνονται στην ανθρώπινη συνείδηση, αποτυπώνονται με κάποιον τρόπο σ’ όλες τις θρησκευτικές δοξασίες και τις κοσμικές ιδεολογίες, που επιχειρούν να ερμηνεύσουν ή και να « αντιμετωπίσουν» το γνωστό και άγνωστο κόσμο μας, έναν «κόσμο μικρό και μέγα» όπως λέει και ο Οδυσσέας Ελύτης.
Γ. Γυναίκα: οντότητα δευτερεύουσας αξίας — θύμα των προκαταλήψεων
Στην ενότητα αυτή ας ακολουθήσουμε την νικολαΐδεια θεώρηση της συγκριτικής λογοτεχνίας (Τσίρκας, σελ.19), όπου αξία δεν έχει η σύγκλιση αλλά η αντίθεση, η διαφορετικότητα των κειμένων και των ιδεών που εκφράζονται σε δύο έργα. Όπως είχε πει ο ίδιος χαρακτηριστικά: «Πρέπει να γράψουν, να δείξουν τις γνώσεις τους και μην μπορώντας να βρουν τις ανομοιότητες του έργου που κρίνουν με τα έργα που διαβάσανε (πράγμα σημαντικότατο μα δύσκολο) βρίσκουν τις ομοιότητες (πράγμα κουτοπόνηρο)». (Τσίρκας, σελ.104)
Η ετερότητα που παρουσιάζουν τα δύο έργα έγκειται κυρίως στα ακόλουθα: Τόσο στο ημερολόγιο όσο και στα σκίτσα του Καζαντζάκη δεν αναφέρεται η γυναικεία μορφή παρά μόνο στο πρόσωπο της Παναγίας, αλλά και στην έλλειψη της γυναικείας παρουσίας στο Άγιο Όρος. Επίσης, η γυναίκα αναφέρεται έμμεσα, καθώς κάποιος από τους μοναχούς πείστηκε να μονάσει από την θεία του. Βεβαίως, δεν μπορούμε να παραλείψουμε ότι το Άγιο Όρος είναι ένας χώρος, στην επικράτεια του οποίου η γυναικεία παρουσία δεν «χωράει», για αυτόν τον λόγο εκτιμώ πως λείπει από τις σημειώσεις του Καζαντζάκη.
Αντίθετα ο Νικολαΐδης δεν παύει με κάθε ευκαιρία να αναφέρεται στην γυναικεία παρουσία, βάζοντας όμως αρνητικό πρόσημο, επειδή δεν αρμόζει στους κόλπους της μοναστικής ζωής. Έτσι, έχουμε αρχικά ένα εικόνισμα της Παναγίας, δώρο μιας «πειρασμικιάς» γυναίκας να αναστατώνει τον μοναχό στο κελί του (ΡΝΔ), ένας άλλος να αποκαλείται «πόρνος» (ςΕ) και να βγαίνει από το κελί του, φορώντας το πανωφόρι της γυναίκας, που είχε κρυμμένη εκεί. Τέλος, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αναφέρεται στην γυναικεία μορφή με έμμεσο τρόπο αφού μιλάει για «το κακό που κρύβεται στο κελί» ενός άλλου μοναχού (ΜΒ). Η μόνη όμορφη γυναικεία εικόνα που μπορεί κάποιος να αντλήσει από το Βιβλίο του Μοναχού είναι εκείνη που κάποιος μοναχός διαβάζει τα εκκλησιαστικά κείμενα «σαν να διαβάζει παραμύθι η γιαγιά» (ΡΑ). Έμεσα κατακεραυνώνει τα ιερά κείμενα και το παλιομοδίτικο νόημά τους, παρομοιάζοντάς τα με παραμύθι, ενώ δίνει την όμορφη εικόνα μιας γιαγιάς να διαβάζει ένα παραμύθι στα εγγόνια της, ξεκάθαρο σημείο ειρωνείας που χαρακτηρίζει άλλωστε το συγκεκριμένο έργο του συγγραφέα όπως αναφέρει και ο Λευτέρης Παπαλεοντίου, ερευνητής του Νικολαΐδη (Παπαλεοντίου, σελ.160). Ειρωνικό επίσης μπορεί να χαρακτηριστεί και το σημείο, όπου αναφέρεται ξεκάθαρα η ύπαρξη θηλυκών ζώων, μόνο και μόνο, επειδή τα χρειάζονται οι μοναχοί για να μπορούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Τέλος, είναι ξεκάθαρο για τον Νικολαΐδη ότι η παρουσία και η επιρροή της γυναίκας πρέπει να εκλείψει ολοσχερώς από τη μοναστική ζωή. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή που ο παραλήπτης της αλληλογραφίας της Αγέλαστης Μονής, ρίχνει στη φωτιά ένα γράμμα επειδή ο γραφικός χαρακτήρας του αποστολέα μοιάζει να είναι γυναικείος (ςΖ). Ενώ σε ένα από τα εδάφια ο συγγραφέας συμβουλεύει ότι οι μοναχοί πρέπει να μείνουν μακριά από την γυναίκα (ΡΛΘ).
Επίλογος
Σε ένα φιλοσοφικό πλαίσιο φαίνεται πως η μάχη καλού και κακού είναι η αρχή των όλων. Και αναρωτιόμαστε: Να είναι άραγε επηρεασμένοι από τις ανατολικές θρησκείες; Πώς μπορούμε όμως να μιλάμε για θρησκείες τη στιγμή που η επιστήμη μάς δείχνει πως η ύπαρξη της ύλης αλλά και της ενέργειας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το συν και το πλην, χωρίς το θετικό και το αρνητικό. Όλα καταλήγουν στην εκδήλωση ενέργειας. Μήπως τελικά φτάνουν έτσι και οι δύο στην απόλυτη γνώση και συνάμα στη διαπίστωση της δημιουργίας του κόσμου μέσα από την ίδια την λειτουργία του; Μήπως η αναζήτησή τους μέσα από την μελέτη της ανθρώπινης ψυχής τους οδηγεί, τελικά, στην παραδοχή μιας νέας θεώρησης της ζωής και του κόσμου;
Όπως και να έχει, η εικόνα που έχουν διαμορφώσει μέσω της προσωπικής τους εμπειρίας κατά τη διάρκεια όλης της ζωής τους, σχετικά με τον μοναστικό βίο είναι ξεκάθαρη, όπως και η στάση τους απέναντι στην φλυαρία του μοναστηριακού σκηνικού, όπου επικρατούν οι γήινες απολαύσεις και η τρυφηλότητα. Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Νίκος Νικολαΐδης ο Κύπριος επιθυμούν την απλότητα, την ειλικρινή μεταμέλεια και την αυθεντική ασκητική ζωή. Αγαθά που οδηγούν τον άνθρωπο σε ανάταση ψυχής και τον φέρνουν πιο κοντά στο θείο.
Νίκος Νικολαΐδης, ο Κύπριος
Γεννημένος στη Λευκωσία το 1889, χάνει πρώτα την μητέρα του και αργότερα τον πατέρα του. Αν και μαθαίνει να διαβάζει πριν πάει σχολείο, σύντομα το αφήνει αφού αποτελεί για εκείνον έναν τόπο καταπίεσης, έναν βραχνά. Αν και οι δάσκαλοι του τον βλέπουν ως «ανεπίδεκτο μαθήσεως», εκείνος φαίνεται να αντιλαμβάνεται την ελευθερία της μόρφωσης με μια πιο ευρεία έννοια από μικρός. Όμως η κριτική θα επιμείνει στην έλλειψη μιας «πειθαρχημένης μόρφωσης», κομμάτι της οποίας αποτελεί και η κακή ορθογραφία του (Τσίρκας, σ. 27).
Βιοπορίζεται σε ένα βιβλιοδετείο αλλά διαβάζει περισσότερο από όσο δουλεύει κι έτσι τον διώχνουν. Βρίσκει δουλειά κοντά σε έναν αγιογράφο και γρήγορα ανεξαρτητοποιείται και αναλαμβάνει έργα σε διάφορες μονές. Η αυστηρότητα της αγιογραφίας θα θρέψει τον τρόπο ζωής του και την παραγωγή του έργου του (Τσίρκας, σ. 31).
Σιγά σιγά μεταμορφώνεται σε «παρατηρητή» της κοινωνίας. Αγιογράφος, ζωγράφος, διακοσμητής, αρχιτέκτονας, σκηνογράφος, σκηνοθέτης, λογοτέχνης: πρόκειται για μια πολύπλευρη και ταλαντούχα προσωπικότητα. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εκτός του τόπου καταγωγής του όμως ποτέ δεν τον απαρνήθηκε για αυτόν τον λόγο χρησιμοποιεί το προσωνύμιο « ο Κύπριος».
Ο Στρατής Τσίρκας μιλάει για τον «Αρχάγγελο του Ύφους και του Ήθους της Λογοτεχνίας μας». Αλλά υπάρχει πιο τρανή απόδειξη της λογοτεχνικής του πάστας από τα ίδια του τα λόγια; «Από τα πιο παλιά χρόνια που θυμάμαι τον εαυτό μου, τον βλέπω να κυνηγάει την έκφραση και την φόρμα.» (Τσίρκας, σ. 24). Εραστής της «άψογης δουλειάς» κυνηγάει την τελειότητα όπως ομολογεί κι ο ίδιος. Μια τελειότητα που σχεδόν τον στοιχειώνει από τα απλά και καθημερινά –βλέπε την αψεγάδιαστη εξωτερική του εμφάνιση– μέχρι και την παραγωγή της τέχνης του.
Βουτηγμένα στον ρεαλισμό, το έργο του τροφοδοτείται και από την δημοτική γλώσσα που χρησιμοποιεί. Εκφράζεται στην γλώσσα που μιλάει ο λαός την εποχή που γράφει κι αυτό επειδή, όπως λέει χαρακτηριστικά και η Ελένη Βοΐσκου, «δεν πρόλαβε να τον χαλάσει το σχολείο». Από θεματική άποψη θεωρείται ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής αφού μέσα από τα διηγήματα του περιγράφει τον πόνο, τις ιδιαιτερότητες, τις προκαταλήψεις, τον αγώνα του ατόμου σε μια κοινωνία άδικη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Καζαντζάκης, Νίκος, 2020, Άγιον Όρος, Νβρης-Δβρης 1914, Ημερολόγιο, Ηράκλειο, Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, β’ έκδοση.
Νικολαΐδης, Νίκος, ο Κύπριος, 1986, Το Βιβλίο του Μοναχού, Κέδρος.
Καζαντζάκης, Νίκος, 2001, Σκίτσα από το Άγιο Όρος, Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη.
Βοΐσκου, Ελένη, 1983, Και αύριο Νίκος Νικολαΐδης. Ένας σταθμός στην λογοτεχνία μας, Αθήνα.
Παπαλεοντίου, Λευτέρης, κ.ά, 2007, Νίκος Νικολαΐδης ο Κύπριος (1884-1956). Μια επανεκτίμηση του έργου του, Αθήνα, Βιβλιόραμα.
Τσίρκας, Στρατής, 2003, Ο διηγηματογράφος Νίκος Νικολαΐδης, Λευκωσία, Εν Τύποις.
περ. Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1977, αφιέρωμα: «Νίκος Καζαντζάκης», Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».