Χάρτης 29 - ΜΑΪΟΣ 2021
https://www.hartismag.gr/hartis-29/tehnasmata/apo-tis-istories-toy-plokamoy-o-gotoikos-metatropeas
ΜΙΑ, ΤΡΟΠΟΝ ΤΙΝΑ, ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΚΩΜΙΚΗ ΝΟΥΒΕΛΑ ΜΕ ΓΕΝΙΚΟ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
ΚΑΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ ΤΟΝ ΜΙΜΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ & ΜΕΡΟΣ Α΄ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «VOX MORTALIUM 2021»
Επάνω στον Λόφο του Ποιητή Δ.Σ., το δωμάτιο φωτίζεται γλυκά με το υπόλευκο φως του Σαββάτου. Από το τζάμι φαίνεται, κάτω χαμηλά, μέσα απ’ τα δέντρα, η θάλασσα. Έξω είναι ήσυχα, φυσάει ένας κρύος αέρας. Το απόγευμα ετούτο, από τα ηχεία του υπολογιστή, παίζει σε repeat το (Don't Fear) The Reaper των Blue Oyster Cult[1]. Απ’ τον τοίχο ξεφύτρωσε πάλι ο ωραιότατος πλόκαμος. Είναι, βεβαίως, μαλακός σαν καλώδιο, και «πλαστικός» σαν κυματομορφή, και χρυσός όπως ένα πνευστό ορχήστρας. Στη μέση του δωματίου καίει ένα μεγάλο κερί. Εμπρός μου, στην ειδική αυτού θέση, το φτερό της γραφής και δίπλα το μελανοδοχείο και δίπλα ο Επιτραπέζιος Ποιητής μου – η μικρή, γύψινη προτομή του Σολωμού. O Πλόκαμος γίνεται αεραγωγός ενεργοποιώντας την ειδική προπέλα που απ’ έξω φέρνει φρέσκο αέρα, φυσάει δυνατά και σβήνει το κερί. Όσο αυτό καπνίζει πυκνά, στο ταβάνι γράφεται με μαύρα, παχιά και τρεμουλιαστά γράμματα το εξής:
ΓΡΑΨΕ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
***
Προς κ. Μίμο του Θανάτου
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
υπ’ αριθμ. (…)
Η Ακαδημία των Αθανάτων, στο πλαίσιο του φετινού «VOX MORTALIUΜ»,[2] του καθιερωμένου φεστιβάλ αλληλεγγύης-κοινωνικής ευθύνης προς τον κόσμο των φίλων της Θνητών - των πολύτιμων αυτών ξενιστών της ΑΙΩΝΙΑΣ ΜΝΗΜΗΣ -, με ιδιαίτερη χαρά σας προσκαλεί σε μεσονύχτια θεατρική βραδιά, την (…) και ώρα 00.00, στην αίθουσα εκδηλώσεων του κτιρίου της ΑτΑ (οδός …, πλησίον μετρό …).
***
«Ήρθες κιόλας;» του είπα στο τηλέφωνο.
Το ρολόι στο φουαγιέ έδειχνε 23.00.
«Κάτσε πιες κάτι. Δε νομίζω ότι θα προλάβουμε να σε δούμε τώρα, τα λέμε μετά την παράσταση. Πρέπει να κλείσω, ελπίζω να σ’ αρέσει.» - από μέσα ακουγόταν ο Επιτραπέζιος Ποιητής που κάτι φώναζε. [Φέτος – και χάρη στη μεσολάβηση του Επιτραπέζιου - την παράσταση της Ακαδημίας των Αθανάτων την αναλάβαμε εξ ολοκλήρου εγώ, ως wannabe-αθάνατος guest, κι εκείνος ως κανονικό μέλος της (και δη συνεπέστατο ως προς την καταβολή της οικείας – μηνιαίας και επ’ άπειρον – συνδρομής).]
Ο φίλος και προσκεκλημένος μας Μίμος του Θανάτου έκλεισε το τηλέφωνο. Πήρε απ’ τη στοίβα ένα πρόγραμμα των παραστάσεων της βραδιάς κι έκατσε στο μικρό μπαρ. Δίπλα του κάθονταν ένα μαυροντυμένο παιδάκι, που ρούφαγε από ένα κουτάκι με χυμό, μαζί με τον επίσης μαυροντυμένο πατέρα του που μίλαγε συνέχεια στο τηλέφωνό του, το οποίο χτυπούσε αλλεπάλληλα – πράγμα αξιοπερίεργο για τέτοια προχωρημένη ώρα -, κι έγραφε πράγματα σ’ ένα σημειωματάριο – ως επί το πλείστον ηλικίες και ονόματα.
«Με συγχωρείτε» είπε ο Μίμος στην κοπέλα πίσω απ’ το μπαρ «υπάρχει κάπου γκαρνταρόμπα για να αφήσω αυτό;».
Κράδαινε το πλαστικό δρεπάνι.
«Δώστε μού το εδώ καλέ» είπε κείνη «θα το αφήσω εδώ στην άκρη, κανένα πρόβλημα. Μόνο μην το ξεχάσετε φεύγοντας.»
«Αλίμονο» είπε αυτός «χαχα». Της έδωσε το δρεπάνι.
Ενθουσιασμένος, δε, από την αβρότητα της δεσποινίδας –πράγμα που δεν του τύχαινε συχνά, ενόψει της συνήθους, σαν Χάρου τις Απόκριες, αμφίεσής του– συμπλήρωσε από κεκτημένη αυτοπεποίθηση:
«Καλύτερα, που λέτε δεσποινίς, να έχανα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου ταυτοχρόνως με αυτά του σπιτιού μου —εννοώ τόσο της μόνιμης κατοικίας όσο και του εξοχικού— και να ήταν δεκαπενταύγουστος με ούτε έναν κλειδαρά όχι-σε-διακοπές, ή να μην έχω μπαταρία στο τηλέφωνο για να βρω τον σχετικό αριθμό και να καλέσω έναν κλειδαρά, ούτε κανείς συνάνθρωπος τριγύρω για να μου επιτρέψει μια κλήση από το δικό του τηλέφωνο, ή άλλως, αν θέλετε, για οποιονδήποτε λόγο μήτε ένας κλειδαράς να μην απαντάει στις επίμονες τηλεφωνικές κλήσεις μου, παρά να μου τύχει τέτοιο πράγμα, χαχαχα!»
Aστεϊσμός που —ως προς τη γενική διάθεση, τη φυσική ροή και την έκταση του συγκεκριμένου διαλόγου με μιαν άγνωστη γυναίκα— δεν ήτανε λιγότερο (α) νοηματικά άκαιρος, (β) τεχνικά ανεπαρκής και (γ) ποσοτικά δυσανάλογος απ’ ότι η απόπειρα ενός μέσου κιθαρίστα σχολικής μπάντας πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης να παίξει απροσχεδίαστα το πλήρες, ενός λεπτού και σαραντα-κάτι δευτερολέπτων, σόλο του Eruption των Van Halen εν τω μέσω εμβατηριακού τραγουδιού της χορωδίας σε σχολική γιορτή εθνικής επετείου και στον οποίο (αστεϊσμό) εκείνη απάντησε μ’ ένα κάλπικο, ημι-τρομαγμένο χάχανο, προτού αποσυρθεί όπως-όπως πίσω απ’ το κουρτινάκι που έβγαζε σε μια μικρή κουζίνα.
https://www.youtube.com/watch?v=M4Czx8EWXb0
Στο ακαριαίο alienate έχω —μετά βεβαιότητας— μακρά ιστορία και –πιθανότατα— εξίσου μακρύ μέλλον σκέφτηκε ο καημένος με ντροπή.
Ήπιε μια γουλιά απ’ το κρασί του και για το υπόλοιπο της αναμονής δεν σήκωσε βλέμμα απ’ το φυλλάδιο με το πρόγραμμα, αρχικά, κι απ’ την οθόνη του κινητού του κατόπιν.
ΜΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ, Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΡΧΙΣΕ.
ΚΑΙ ΝΑ ΠΩΣ ΕΙΧΑΝ ΤΑ ΕΡΓΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΜΙΜΟΥ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΤΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΟΛΑ ΠΟΛΥ, ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ
ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟ ΖΟΡΙΚΟ, ΕΝΙΟΤΕ, ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΠΑΤΡΟΣ – ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΓΕΝΙΚΟ ΤΙΤΛΟ ‘Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ ΝΤΕ ΚΙΡΙΚΟ)’
Του
ψευδο-Αθάνατου ποιητή Δ.Η.Σ.
(1984 - ∞, κατά δήλωσή του)
[ Δ Ι Α Λ Ε Ι Μ Μ Α ]
ΣΑΤΥΡΙΚΟ ΔΡΑΜΑ, ΣΕ ΔΥΟ ΠΡΑΞΕΙΣ, ΜΕ ΤΙΤΛΟ
«ΜΑΥΡΗ, ΚΥΚΛΙΚΗ και ΞΑΝΑΚΥΚΛΙΚΗ ΩΔΗ»
ή «ΩΔΗ της ΚΑΚΙΑΣ, ΚΑΚΙΣΤΗΣ ΩΡΑΣ»[3]
Του
Επιτραπέζιου Ποιητή Δ.Σ.
————— ≈ —————
[ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ/ΔΙΑΝΟΜΗ: Διονύσης Η. Στράνης.: Γίδα (1η πράξη) / Παλλόμενος Αστήρ: Χέρι (1η πράξη) / Επιτραπέζιος Ποιητής: Στοχαστής (2η πράξη) / Μαρία: Πιόνι-Χορευτής (2η πράξη)]
————— ≈ —————
ΠΡΑΞΗ 1η
Αυλαία κλειστή. Σ’ ένα τραπεζάκι, στο κέντρο του πάλκου, είναι τοποθετημένος ο Επιτραπέζιος Ποιητής. Από μικροφώνου λέει προεισαγωγικά τα ακόλουθα, σα να απαγγέλλει άτσαλα ένα ποίημα παιδικό:
Με τρόπο κάμποσο ρουστίκ
και μια δεκάδα λέξεις
αρχίζω —φίλοι— περιγράφοντας
(ολίγους, μόνον, στίχους παρακάτω)
ενός γλυκοχαράματος το παρασκήνιο
μιας Σήμερον
—κοκκορολάλητης— την προετοιμασία:
Η ΧΕΡΟΥΚΛΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΑΡΜΕΓΕΙ
ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΓΙΔΟΥΛΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Και να! Η χαραυγή
—Εργοτάξιο σωστό—
Στον ορίζοντα πέρα
ένας γερανός τεχνικότατος
—μεταλλικός και θεόρατος—
Την καρδάρα με το Φως ανυψώνει
απ’ τα παρασκήνια πίσω
και με δαύτη
τον Κόσμο περιχύνει.
Όμως, κάποτε —Φευ!—
Σκότος θεοσκότεινο
Του ανατολικού ορίζοντα
Κάποτε —Ωχ!—
Μαύρη ώρα, μαύρη σιγή
(ψοφήσανε, λες, οι κόκκορες)
Και οράτε πώς πήρε να ξεστήνεται
έτσι, κακήν κακώς
της Ζωής μου —εμέ— το εργοτάξιο
Από τον τηλεβόα ακούγεται ένας πετεινός να λαλεί. Αυλαία ανοίγει. Το σκηνικό έχει την αταξία παρασκηνίου. Στο πάτωμα είναι καλώδια και εργαλεία, ενώ στη μέση της σκηνής είναι μια μεγάλη, τσίγκινη καρδάρα. Ο πετεινός λαλεί και ξαναλαλεί. Από την οροφή κατεβαίνει με σκοινιά μια μαύρη γίδα (πρόσωπο στο κοινό) που από κάτω της εξέχει ένας υπερμεγέθης ροζ μαστός. Ακούγονται βελάσματα κι ο πετεινός. Από τα δεξιά της σκηνής εισέρχεται ένα ιπτάμενο χέρι. Το χέρι σταματάει, ζυγιάζει λίγο ώσπου να βρει την κατάλληλη θέση και σφίγγει εντός του το μαστάρι. Ακολουθούν διαδοχικές κινήσεις αρμέγματος και στη μείξη των ήχων μπαίνει και ο ήχος από υγρό που πέφτει σε τσίγκο. Ο ήχος αυτός σταματάει, το ιπτάμενο χέρι ξεσφίγγει και αποσύρεται όπισθεν εκτός σκηνής. Ανάληψη γίδας πίσω στην οροφή, σβήσιμο προβολέων. Δύο μαυροντυμένες, για να μη φαίνονται στο σκοτάδι της σκηνής, φιγούρες σέρνουν, τραβώντας το με σκοινιά, ένα ψηλό και δυσκίνητο αντικείμενο. Μία από τις φιγούρες αυτές αποσύρεται, η άλλη σκαρφαλώνει στο αντικείμενο. Ανάβει ένας προβολέας. Στο ημίφως, το συρόμενο αντικείμενο αποκαλύπτεται ότι είναι ένα ομοίωμα μεταλλικού γερανού ανύψωσης. Από τον τηλεβόα ακούγεται ήχος μηχανικός. Ο βραχίονας του γερανού κατεβαίνει με άτσαλες, φρεναριστές, stop-start, κινήσεις και με τον ακρινό του γάντζο σηκώνει ψηλά την καρδάρα απ’ το ημικυκλικό χερούλι της. Από τον βραχίονα εξέρχεται μια βέργα-έμβολο που σπρώχνει το σώμα της καρδάρας κι αυτό γέρνει χύνοντας εκτός σκηνής, στο πάτωμα της πλατείας μπροστά απ’ τις πρώτες θέσεις το περιεχόμενο αυτής, το οποίο κατά τα φαινόμενα είναι νερό με χρυσόσκονη. Παύση μηχανικού ήχου, πετεινός συνεχίζει. Ένας δεύτερος προβολέας ανάβει και ρίχνει φως δυνατό στο πάτωμα της πλατείας όπου χύθηκε η καρδάρα, κάνοντας το υγρό να στραφταλίζει. Κλείσιμο αυλαίας.
ΠΡΑΞΗ 2η
Στο πάτωμα μπροστά απ’ την πρώτη σειρά της πλατείας, το οποίο κατά το διάλειμμα σφουγγαρίστηκε, έχουν ρίξει άμμο ώστε να μοιάζει με παραλία και πάνω της έχει τοποθετηθεί μια πτυσσόμενη καρέκλα παραλίας. Καθιστή επ’ αυτής, με πλάτη στο κοινό, είναι μια υφασμάτινη ανθρώπινη φιγούρα, κανονικού μεγέθους, που από μια τρύπα στον λαιμό της βγαίνει το δυσανάλογο κεφαλάκι του Επιτραπέζιου Ποιητή. Η φιγούρα κρατάει με τα δυο χέρια μια φλογέρα, σε μόνιμη στάση, στο (νοητό) ύψος του στόματος. Η αυλαία ανοίγει. Το πάτωμα της σκηνής είναι καλυμμένο από μπλε ύφασμα, προσομοίωση θάλασσας, και στο βάθος πίσω πίσω – σε πολύ μικρότερη κλίμακα σε σχέση με αυτόν της προηγούμενης πράξης – είναι ένας παρόμοιος γερανός ανύψωσης που μοιάζει μακρινός.
> Ο ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ερμηνεύει το κείμενό του, δηλαδή τον (ημι-ποιμενικό? και παραθαλάσσιο) μονόλογο ενός ετοιμοθάνατου, ο οποίος – κλειδωμένος στη μαύρη στιγμή του τέλους του – παρακολουθεί να γκρεμίζεται το εργοτάξιο της ζωής [αποδιδόμενο ευσύνοπτα - όπως βλέπουμε και στα αμέσως παρακάτω σταχυολογούμενα μέρη - απ’ τον γερανό του Ορίζοντα, τον «πανάξιο» αυτόν (σύμφωνα πάντα με τον αρλούμπα Επιτραπέζιο) «φωτο-κουβαλητή / φωτο-χόο»]
Να πώς θα μπορούσε να περιγραφεί, επακριβώς,
η δεδομένη (και μελαγχολικότατη) Stimmung:
Γ ε ν ι κ ή Α τ μ ό σ φ α ι ρ α Δ υ σ λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α ς Φ έ ξ η ς
Το Πεδίο >>> ωσαύτως Γ ε ν ι κ ό :
Θάλασσα με Ορίζοντα
– σκότος βαθύ, νυχτερινό / υποψία χαράματος.
Κάθετα στη Γραμμή του Ορίζοντα
υψώνεται ένας γερανός θεόρατος.
Ο γερανός πήρε κλίση και πέφτει.
(…)
Παρεμπιπτόντως:
ΠΟΣΟ en bloc Ή ΠΟΣΟ κατά τμήματα / ΠΟΣΟ αργά Ή ΠΟΣΟ ακαριαία ΠΑΥΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΠΑΥΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ;
Π.χ.
Ο γερανός του Ορίζοντα, που έχει πάρει να γκρεμίζεται - ο μέχρι πρότινος πανάξιος φωτο-κουβαλητής / φωτο-χόος.
[Βλ. «Σύστημα Ανύψωσης Φορτίου» (πέδη, τύμπανο, βραχίονας, άγκιστρο με τροχαλία, συρματόσχοινο ανύψωσης )]
[Βλ. «Σύστημα Ανύψωσης Βραχίονα» (ατέρμων κοχλίας, οδοντωτός τροχός, συρματόσχοινο ανύψωσης βραχίονα)]
(…)
Κι ο Κόσμος υπάρχει-και-δεν-υπάρχει.
Υπάρχει μόνο για να —εντός ολίγου— μην υπάρχει.
ΥΠΑΡΞΗ / ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ κι αυτός (δηλ. ο Κόσμος) παραπεσμένος In limbo.
(…)
Κάθομαι εδώ, σε μια ακρογιαλιά
—Στην άκρη του χρόνου—
Παίζω τη φλογέρα μου
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ
να πέσει ένας γιγάντιος γερανός.
(…)
> Ο ΠΑΛΛΟΜΕΝΟΣ ΑΣΤΗΡ [νεαρότατο τέκνο μου] έχει επιφορτιστεί με το έργο του κρυφού χειριστή γερανού-μινιατούρας, δίνοντάς του κλίση - ότι τάχα πάει να γκρεμιστεί –, επαναφέροντάς τον, ξαναδίνοντάς του κλίση και ούτω καθ’ εξής με δραματικότατη επαναληπτικότητα,
> ενώ στα αντίστοιχα χορικά σημεία με φλογέρα Η ΜΑΡΙΑ [σύζυγός μου και μητέρα του Παλλόμενου] έρχεται και απέρχεται [με τον ρόλο της στο έργο να προσιδιάζει κάπως σ’ αυτόν ενός κούκου σε ρολόι καρτούν]
χορεύοντας ως πιόνι-τσολιάς που - λόγω χρωμάτων, σχήματος και μηχανικότητας της κίνησης – μοιάζει σα να βγήκε από τους Πλαστικούς χορούς του Fortunato Depero (I miei balli plastici, 1918).
Η δράση επαναλαμβάνεται για μερικούς κύκλους και ξανακύκλους, στη λήξη δε καθενός από αυτούς το κοινό λιγοστεύει - με την αποχώρηση να συμβαίνει όχι χωρίς κάποια διαφαινόμενη αγανάκτηση. Στο τέλος, από το κοινό απέμεινε ο Μίμος του Θανάτου, ο οποίος – ο καημένος – χειροκροτάει όσο μπορεί, ανακουφισμένος για το τέλος της παράστασης, ανύποπτος ωστόσο για την ακόμα χειρότερη μοίρα που τον περίμενε οσονούπω.
———— ≈ ————
O Μίμος του Θανάτου μας περίμενε στο φουαγιέ. Είχε παραγγείλει κι έπινε ένα ουίσκι. Τώρα μέσα απ’ το μπαρ ήταν ένας άνδρας, που φαινόταν ότι μάζευε σιγά σιγά για να κλείσει. Η ώρα περί τη 01.30. Σε λίγο φανήκαμε κι εμείς – η Μαρία, ο Παλλόμενος, Εγώ κι ο Επιτραπέζιος. Χαιρετηθήκαμε, αγκαλιαστήκαμε και είπαμε να πάμε κάπου να φάμε τίποτα και να τα πούμε. Εκείνος ζήτησε από το παιδί στο μπαρ να του δώσει το δρεπάνι που του το είχε φυλάξει η κοπέλα.
Το παιδί του μπαρ:
Έσκυψε. Σηκώθηκε. Έψαξε δω. Έψαξε κει. Μπήκε στο κουζινάκι. Βγήκε απ’ το κουζινάκι. Πήρε τηλέφωνο την κοπέλα. Έκλεισε το τηλέφωνο. Ξαναέσκυψε, Ξανασηκώθηκε. Πήγε πάλι στο κουζινάκι. Bγήκε από εκεί. Ξαναπήρε τηλέφωνο την κοπέλα. «Δεν είναι πουθενά τέτοιο πράγμα» της είπε στην αρχή. «Εντάξει» της είπε στο τέλος «μην ανησυχείς θα δούμε τι θα γίνει». Έκλεισε το τηλέφωνο. Ξεφούρνισε στον Μίμο πως το δρεπάνι είχε δυστυχώς, καθώς φαίνεται, χαθεί. Τον ρώτησε αν ήτανε κάτι αξίας. Πρόσθεσε ότι αν ήταν, τότε πρέπει να αυτός (ο Μίμος) ν’ απευθυνθεί ίσως στην αστυνομία και ότι από μέρους τους ζητά συγνώμη, καθώς και ότι είναι στη διάθεσή του για οτιδήποτε προκύψει με την αστυνομική έρευνα.
Ο Μίμος του Θανάτου:
Έπιασε το κεφάλι με τα δυο χέρια. Άφησε το κεφάλι του και σηκώθηκε στις μύτες να κοιτάξει πίσω απ’ το μπαρ. Πήγε γύρω γύρω μέσα απ’ το μπαρ. Ρώτησε το παιδί αν έχει την άδειά του να κοιτάξει και πίσω από την κουρτίνα. Πήρε την άδεια, έχωσε το κεφάλι στο κουζινάκι. Κοίταξε από δω κοίταξε από κει. Βγήκε από το μπαρ. Ξαναέπιασε το κεφάλι με το ένα χέρι – με το άλλο έβγαλε απ’ την τσέπη το κινητό. Σκέφτηκε να σχηματίσει το 100, ρώτησε τη γνώμη μας. Πήρε το 100. Δεν μπορούμε να στείλουμε τώρα τη Σήμανση άκουσε να του λένε εκείνοι, καθώς και ότι θα έρθουν αύριο μέσα στην ημέρα, μόνο να μην αγγίξει κανείς τις επιφάνειες.
«Σπεύστε παρακαλώ» τους είπε, «καθότι ένα τέτοιο πλαστικό δρεπάνι είναι – ως εκ των τεχνολογικών ιδιοτήτων του - εξόχως επικίνδυνο αν έχει πέσει σε λάθος χέρια».
«Εντάξει» του είπανε εκείνοι (ψιλοακούγονταν να χασκογελάνε) και ότι θα τον καλούσαν το συντομότερο.
———— ≈ ————
Εν τέλει, βγήκαμε απ’ το κτίριο με τον φίλο μας κατασυντετριμμένο. Επειδή είχε πάει αργά, σκεφτήκαμε πως θα ήταν καλύτερο να επιστρέψουμε στο σπίτι, καθότι είχαμε άγχος και τον Φελίτσε[4], ο οποίος ήταν μόνος του στο μπαλκόνι από νωρίς το απόγευμα. Προτείναμε, λοιπόν, στον Μίμο του Θανάτου να έρθει μαζί μας, να τρώγαμε κάτι, να ηρεμούσαμε, να τα λέγαμε λίγο και ύστερα με το καλό να έφευγε. Στο οποίο αυτός συμφώνησε. Περάσαμε από μια καντίνα, πήραμε σάντουιτς-μπύρες-κοκακόλες και ύστερα φτάσαμε σπίτι. Φέραμε μέσα τον Φελίτσε, του γεμίσαμε, δε, τον κουβά με το νερό κι αυτόν με το σανό. Κατόπιν φάγαμε – ήπιαμε – αράξαμε – συζητήσαμε – χαλαρώσαμε, ώσπου εγώ και η Μαρία κι ο Αστέρας αποσυρθήκαμε για ύπνο αφήνοντας πίσω τον Μίμο και τον Επιτραπέζιο, που άνοιγαν ακόμα μπύρες, και τον Φελίτσε που στεκόταν διακριτικός παραδίπλα. Ο δε Μίμος ουδέποτε έφυγε για το σπίτι του εκείνη τη νύχτα και το πρωί νωρίς, που βγαίναμε με τη Μαρία και τον Παλλόμενο για τα ψώνια του Σαββάτου, αυτός κοιμόταν βαθέως στον καναπέ.