Χάρτης 59 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-59/afierwma/ena-paghovoino-anamesa-ston-aleksioi-kai-ton-kazantaki-i-metafrasi-tis-theias-komodias
Ας μεταφερθούμε στο καλοκαίρι του 1932. Ο Νίκος Καζαντζάκης ολοκληρώνει σε σαράντα πέντε ημέρες το πρώτο στάδιο της μεταφραστικής δουλειάς του πάνω στην Κωμωδία του Δάντη. Λίγους μήνες αργότερα δημοσιεύει την μετάφραση των τριών πρώτων ασμάτων της «Κόλασης». Τον Γενάρη, σε πείσμα όσων βρήκαν αναχρονιστικό αυτό το πρώτο δημοσιευμένο δείγμα, αποφασίζει να τυπώσει ολόκληρο το έργο. Το καλοκαίρι του 1933 ξαναδουλεύει τη μετάφρασή του. Τελικά η πρώτη έκδοση της μεταφραστικής εργασίας του Καζαντζάκη πάνω στη Κωμωδία θα δει το φως στα τέλη του 1934.
Δυο χρόνια λοιπόν από τότε που διάβασε για πρώτη φορά στον επιστήθιο, αδελφικό του φίλο Παντελή Πρεβελάκη τους πρώτους στίχους, η μετάφραση της Θείας Κωμωδίας στα νέα ελληνικά κυκλοφορούσε ως ένα πελώριο σφάλμα του Καζαντζάκη. Έτσι την χαρακτήρισε ο άνθρωπος τον οποίο ο ίδιος είχε κατά νου για να γράψει τα σχόλια σε αυτήν την έκδοση: ο Λευτέρης Αλεξίου.
Αδελφός της πρώτης γυναίκας του Καζαντζάκη Γαλάτειας, ο Αλεξίου αποτέλεσε για την εποχή και τον τόπο όπου έζησε, το Ηράκλειο, ένα δυσεύρετο και σπάνιο πρότυπο μόρφωσης και καλλιέργειας. Φιλόλογος, ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής, ο Λευτέρης Αλεξίου έγινε όλα αυτά –και δεν έγινε μουσικός– εξαιτίας του Κάρμα Νιρβαμή, ψευδώνυμο του Καζαντζάκη. Σε ηλικία προεφηβική και ως συνοδός τής αδερφής του, ο Αλεξίου γνωρίζει τον αρχοντικό τελειόφοιτο και συγγραφέα του Όφις και Κρίνο και έκτοτε γύρισαν «αλλιώς οι συναστερές τ’ ουρανού».
Βάσει των περιγραφών του ιδίου τού Αλεξίου, ο νεαρότατος Λευτέρης βίωσε το καθηλωτικό και ολοκληρωτικό σοκ της σαρωτικής σαγήνης του Καζαντζάκη. Κάθε λόγος, κάθε κίνηση του Κάρμα Νιρβαμή καλύπτεται από έναν θεοποιητικό μανδύα. Γρήγορα όμως ο Αλεξίου νιώθει εντός του τους σπόρους της αποκαθήλωσης: «Ανακάλυπτα κάθε φορά πως οι γνώμες και οι απόψεις του Κάρμα δεν ήταν θεμελιωμένες αντιλήψεις [...] Τον οδηγούσε μια λαμπερή φαντασία με δεν έβλεπες πουθενά μια φωτεινή κρίση».[1] Σιγά-σιγά η απομάγευση του Καζαντζάκη στο νου του Αλεξίου αποκρυσταλλώνεται. Κι είναι ενδιαφέρον πως όσα καταλογίζει στον Καζαντζάκη σχεδόν εξαρχής, τροφοδοτούν σε μεγάλο βαθμό και την ύστερη ματιά του πάνω στο καζαντζακικό φαινόμενο.
Με τον τίτλο «Κριτική για την μετάφραση του Ν. Καζαντζάκη στη Θεία Κωμωδία του Δάντη», δημοσιεύεται στα 1937 στο περιοδικό Κάστρο του Ηρακλείου η αποτίμηση του Αλεξίου. Πριν την δημοσιεύσει έχει την ευαισθησία να την στείλει στον ίδιο τον Καζαντζάκη, ο οποίος με μια απαντητική επιστολή στις 10 Απρίλη συμπυκνώνει όσα σκέφτεται για την κριτική του παλιού του φίλου.
Οι κεντρικοί άξονες της κριτικής του Αλεξίου θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως είναι τρεις:
Ο πρώτος έχει να κάνει με το κατά πόσο ο Καζαντζάκης θα μπορούσε να είναι ένας καλός μεταφραστής εν γένει. Το σκεπτικό του Αλεξίου είναι σαφές: ο μεταφραστής οφείλει να «αυτολησμονηθεί», να προσαρμοστεί πλήρως στο πρωτότυπο, να εξαφανίζεται μπροστά στον ποιητή που μεταφράζει. Εφόσον δε, είναι και ο ίδιος συγγραφέας πρέπει στο πρωτότυπο έργο του να ’ναι πολύμορφος και με πολυεδρική προσωπικότητα. Για τον Αλεξίου, όμως ο Καζαντζάκης ούτε εξαφανίζεται, ούτε προσαρμόζεται. Δεν διαθέτει ίχνος πρωτεΐκής ευλυγισίας. Κουβαλά ως βάρος την μοναδική του ιδιοτυπία, την εξόχως ξεχωριστή του ταυτότητα. Η ροπή του προς τη πρωτότυπη δημιουργικότητα είναι ασυγκράτητη. Το συγγραφικό του μέγεθος τον λυγίζει. Είναι τόσο ευδιάκριτος δημιουργός που του αρκούν πέντε λέξεις στη γραμμή για να τον αναγνωρίσει κι ένα παιδί ακόμα. Άρα εφόσον ο Καζαντζάκης δεν εξαφανίζεται, δεν προσαρμόζεται και δεν έχει ποικιλία στο πρωτότυπο έργο του τότε πολύ απλά για τον Αλεξίου δεν κάνει γι’ αυτήν την δουλειά.
Απέναντι στον όσο το δυνατό απρόσωπο, αρνητή του εαυτού του και ορθολογιστή, ο Καζαντζάκης προτάσσει ένα εκ διαμέτρου αντίθετο μεταφραστικό πρότυπο. «Ο μεταφραστής πρέπει να συγγενεύει με το πρωτότυπό του για να πετύχει η μετουσίωση»[2] ή αλλιώς μονάχα πνευματικούς μας συγγενείς μπορούμε καλά να μεταφράσουμε. Με βάση λοιπόν την καζαντζακική οπτική το μεταφραστικό Υποκείμενο, όχι μόνο δεν έρχεται σε δευτερότριτο πλάνο –όπως θέλει ο Αλεξίου– αλλά οφείλει να είναι ο καμβάς του οποίου οι εσωτερικές διαστάσεις θα προσδώσουν στο τελικό αποτέλεσμα της μετάφρασης την αλήθεια, την vis vitalis του, την ζωτική του δύναμη.
Για τον Καζαντζάκη, ο μεταφραστής οφείλει να ξαναζεί της φοβερή στιγμή της αρχικής δημιουργίας του έργου και δεν υπάρχει άλλος τρόπος απ’ το να επιστρατεύσει κυριολεκτικά όσα είναι και δεν είναι. Μάλιστα δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τον όρο αναδημιουργία εντελώς απενοχοποιητικά, καθώς μονάχα έτσι θα διασωθεί αυτό που είναι ανάμεσα στις λέξεις. Για να συλλάβεις κάτι τόσο μυστικό και τρεμάμενο άλλο εργαλείο δεν έχεις από τον ίδιο σου τον εαυτό.
Ο δεύτερος άξονας της κριτικής του Αλεξίου έχει να κάνει με τον ίδιο τον Δάντη και τη Θεία Κωμωδία. Θεωρεί αναπόσπαστο και θεμελιώδες γνώρισμα κάθε μεταφραστικής προσέγγισης της μεγαλειώδους αυτής σύνθεσης την εκ των ων ουκ άνευ βαθιά και ενδελεχή γνώση του ιστορικού συγκείμενου. Μονάχα ένας ειλικρινά σχολαστικός μελετητής του δαντικού κόσμου θα μπορούσε να συλλάβει όλες τις εξωτερικές προϋποθέσεις που απαιτούνται ώστε να τολμήσει μια μεταφραστική βουτιά στο δαντικό κείμενο. Όμως για τον Αλεξίου ο Καζαντζάκης δεν είναι αρκετά σχολαστικός. Δεν αγαπά αρκετά το πεπαλαιωμένο πνεύμα του σχολαστικού Μεσαίωνα. Δεν εντρύφησε όσο και όπως θα έπρεπε στο θεολογικό πλαίσιο, στη μεσαιωνική μόρφωση και ενημερότητα του Δάντη. Άκαμπτος όπως είναι ο Καζαντζάκης δεν επέβαλλε τα κύρια γνωρίσματά του: Διανοητής γενικοτήτων, φανατικά μοντέρνος, αδηφάγος οραματιστής, δεν αγαπάει την φιλολογική λεπτολογία, δεν εργάζεται τόσο μεθοδικά και υπομονετικά όπως οφείλει να κάνει κάποιος τον οποίο χωρίζουν από το πρωτότυπο κείμενο τόσοι αιώνες. «Το βλέμμα του δεν το σταματά πουθενά γιατί το νιώθει να νυστάζει»,[3] όπως χαρακτηριστικά γράφει.
Η αυστηρή πειθαρχικότητα προς κάθε ιεραρχία ως χαρακτηριστικό του δαντικού πνεύματος είναι για τον Καζαντζάκη terra incognita. Εδώ λοιπόν θα μπορούσε να αναδειχθεί ένα υφέρπον αντεπιχείρημα του Αλεξίου προς τον Καζαντζάκη, διατυπωμένο εκ των υστέρων απ’ τον γράφοντα, το οποίο έχει να κάνει με τον πρώτο άξονα της κριτικής: Εφόσον δεχόταν ο Αλεξίου την απάντηση που του δίνει ο Καζαντζάκης περί συγγένειας μεταφραστή και ποιητή, πώς γίνεται ο Καζαντζάκης να νιώθει πνευματικό τέκνο του Δάντη;
Σαν να ψυχανεμίζεται αυτό το προκύπτον χάσμα, ο Καζαντζάκης στη επιστολή του σπεύσει να σκιαγραφήσει τον δικό του Δάντη. Στο μυαλό του ο Δάντης είναι Κραυγή. Ναι, παραδέχεται πως βλέπει τον ακριβολόγο γραμματικό, τον συστηματικό δουλευτή, τον θεοσεβούμενο σοφό, αλλά αυτό που εκείνος, κυρίως, βλέπει στον Δάντη είναι η αψάδα, η φλόγα, το πάθος μιας κραυγής εκδίκησης, αγάπης, μίσους, λαχτάρας και τελειότητας. Το καλύτερο; Ο Καζαντζάκης παραδέχεται με κάποια υπερηφάνεια πως από δική του εσωτερική οδυνηρή ανάγκη τόνισε πάνω απ’ όλα τα χαρακτηριστικά του Δάντη, τα οποία ο Αλεξίου θεωρεί πρωτεύοντα, αυτήν ακριβώς την απαράγραπτη και θεμελιακή Κραυγή. Ο Δάντης του Καζαντζάκη «δεν ήταν ο διανοούμενος χαρτοπόντικας. Ζωή και Τέχνη, πράξη και λόγος γι’ αυτόν ήταν ένα».[4] Να γιατί τον νιώθει πνευματικό του προπάτορα.
Ο τρίτος άξονας κριτικής του Αλεξίου έχει να κάνει με το καθ΄ αυτό corpus της καζαντζακικής μετάφρασης, την γλωσσική και στιχουργική έκφραση της καζαντζακικής απόδοσης. Όπως όμως θα υποστηρίξω παρακάτω, όπως ο δεύτερος άξονας συμπλέκεται με τον πρώτο, έτσι και ο τρίτος συμπλέκεται με τους δύο προηγούμενους. Θέλω να πω πως η κριτική του Αλεξίου πάνω στη γλώσσα της καζαντζακικής μετάφρασης εμφορείται από την ίδια αντίληψη στην οποία στηρίζονται και οι προηγούμενοι δυο άξονες. Και νομίζω πως αυτή η διαπίστωση μπορεί να συνοψιστεί στην φράση: «στίχοι γλωσσικά και λογικά ατελείς θα ’ναι και στιχουργικά ατελείς».[5] Ή αλλιώς η μορφή αλλοιώνεται και γίνεται δύστροπη όταν τέτοιο είναι το περιεχόμενο, καθώς υπαγορεύεται από μια ατελή και εσφαλμένη ιδέα.
Για τον Αλεξίου ο μεταφραστής Καζαντζάκης αδηφάγος και βιαστικός δεν συναντά εκφραστικά εμπόδια, και άμα τα συναντήσει τα κόβει με το σπαθί της βουλητικής παμφαγίας του. Πολύ κακώς διαμορφώνει μια νέα προσωπική αισθητική στιχουργική δίχως να λαμβάνει υπόψιν του την παλιά και παραδεγμένη στιχουργική αισθητική στην οποία πάτησε ο Δάντης. Σε επίπεδο λεξιλογίου ο μεταφραστής Καζαντζάκης (πάντα σύμφωνα με τον Αλεξίου) προχωράει σε μια ηγεμονική σπατάλη καθιστώντας το κείμενο δύστροπο και βαρύ. Του καταλογίζει εμμονή σε σπάνιες λέξεις γεγονός που τον απομακρύνει απ’ την θεμιτή ευκρίνεια που οφείλει ένα ποιητικό κείμενο να έχει.
Ο Καζαντζάκης υπερασπιζόμενος τη μορφή του εγχειρήματός του απαντά στον Αλεξίου λέγοντας πως «η φράση, η έκφραση, το λεξικό, η σύνταξη, η λογική και η στιχουργική της μετάφρασής μου, αποτελούν αναπόσπαστα αρμονικά στοιχεία εφαρμογής της αντίληψης που έχω για την μεταφραστική αναδημιουργία και για τον Ντάντε».[6] Μάλιστα κάνει ένα βήμα παραπέρα υποστηρίζοντας πως υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στην ιταλική δημοτική της εποχής του Δάντη και την ελληνική δημοτική του καιρού του: όπως ο Δάντης προσπάθησε να συγκεράσει τον κατακερματισμένο κορμό της λαϊκής του γλώσσας δίχως διόλου να ξεχνά την φλωρεντίνικη γλωσσική του ταυτότητα, έτσι κι ο ίδιος χρησιμοποίησε λέξεις από κάθε ελληνική ντοπιολαλιά έχοντας πάντα ως βάση του την γλώσσα που τον ανέθρεψε, αυτήν της Κρήτης.
Με βάση όλα τα παραπάνω νιώθω πως δημιουργούνται οι συνθήκες ώστε να διατυπώσω την βασική μου θέση, η οποία άλλωστε και ερμηνεύει τον τίτλο της παρέμβασής μου: Όλη η αυστηρή κριτική του Αλεξίου μολονότι φαίνεται πολυεπίπεδη και πολυπρισματική, σε κάποια σημεία εξόχως εύστοχη και σε κάποια άλλα εξόχως αυστηρή, υπαγορεύεται από μια αγεφύρωτη διάσταση ανάμεσα στον τρόπο που οι δυο άνδρες αντιμετωπίζουν, βιώνουν, αναγιγνώσκουν και διαμορφώνουν την λογοτεχνία. Αυτό που φαινομενικά δείχνει να τους απομακρύνει σε αυτή τη φωτογραφία της στιγμής, στα 1937, οι διαφορετικές προσεγγίσεις δηλαδή πάνω στη μετάφραση της Θείας Κωμωδίας, δεν αποτελεί παρά την κορυφή ενός θηριώδους, άθραυστου και απροσπέλαστου Παγόβουνου. Όχι, δεν είναι η μεταφραστική προσέγγιση του Καζαντζάκη που τους χωρίζει. Απλώς αποτελεί της έκφραση μιας καταστατικής και βαθύτατης διάστασης που όρισε τελικώς τον Καζαντζάκη στην αντίπερα όχθη εκείνου που ο Αλεξίου θεωρούσε Σκοπό της ανθρώπινης δημιουργίας και της Τέχνης. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης το γνωρίζει αυτό βαθιά. Του γράφει:
«Κι ειδικά εδώ στα περισσότερα και σημαντικά απ’ όσα λες, κάθε συζήτηση είναι μάταιη, γιατί οι διαφορές έχουν τις ρίζες τους όχι στη λογική, οπότε ένας από τους δυο μας πρέπει να’ χει δίκιο – παρά έχουν τις ρίζες τους σ’ ένα έδαφος βαθύτερο, ανεπανόρθωτο και σκοτεινό, σ’ αυτό που δεν μπορώ να διατυπώσω παρά με την περίφραση «ρυθμός του “αίματος“. Είναι δηλαδή διαφορές αγεφύρωτες».[7]
Πράγματι, για τον Καζαντζάκη η μετάφραση της Θείας Κωμωδίας, την οποία, ειρρήσθω εν παρόδω, δε σταμάτησε να δουλεύει μέχρι την τελική της έκδοση στα 1954-1955, αποτέλεσε έναν ακόμα κρίκο και μια ακόμα απόδοση τιμής στα πνεύματα εκείνα που ένιωθε ο ίδιος ως αγκωνάρια στο τείχος που πολεμούσε μια ζωή να χτίσει απέναντι στην ματαιότητα της ζωής. Για τον Καζαντζάκη ο Δάντης ήταν ένας από τους μετρημένους στα δάχτυλα προγόνους του τον οποίο μέσω της μεταφραστικής του αναδημιουργίας θέλησε να αναστήσει ως άλλον Βιργίλιο-Καθοδηγητή στον δικό του μοναχικό προσωπικό ανηφορικό αγώνα που τελειώνει δίχως στεφάνι Νίκης. Όλα τούτα φαντάζουν στον Αλεξίου παράταιρα και ξένα, επισφαλή και δίχως όριο. Αυτό όμως που ανυπόκριτα αναγνωρίζει στον Καζαντζάκη είναι οι υπερφυσικές πνευματικές δυνάμεις και το σπάνιο τάλαντο της ιδιοφυίας, γεγονός που τον κάνει να στέκεται αμήχανα μπροστά του, όπως θα στεκόταν αμήχανα κάποιος θεατής ή συναθλητής τού Ηρακλή, βλέποντάς τον να ρίχνει τα βέλη του πέρα και έξω από το στάδιο – παρομοίωση του Αλεξίου.
Στα 1937 ο Αλεξίου αναρωτιέται αν τελικώς η λογοτεχνική δράση του Καζαντζάκη θα καταλήξει σε μια παγκόσμια επιβολή ή θα παραμείνει αποτυχημένη προσπάθεια. Τελικώς η απάντηση θεωρώ πως δόθηκε, ανεξάρτητα του αν ευοδώθηκε ή όχι η συγκεκριμένη προσπάθεια του μεταφραστή τής Θείας Κωμωδίας. Και αυτό οφείλεται εν πολλοίς στον Αλεξίου: εκείνος ήταν που έσωσε από βέβαιο πνιγμό τον Καζαντζάκη, στα 1925, όταν ο απότομος βυθός του ποταμού Γιόφυρου, στο Ηράκλειο, φαινόταν πως θα τον παράσερνε για πάντα. Και αυτή ακόμα η κριτική του, η τόσο αυστηρή και πολλές φορές σκληρή είχε κάτι από την διάθεση εκείνου που διασώζει τον φίλο σ’ ένα ποτάμι. Μόνο που το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ τους, ενώ αρχικά ήταν τρεχούμενο νερό, πλέον στα 1937 ήταν εντελώς παγιωμένο: ένα παγόβουνο ανάμεσα σε κάποιον που μεταφράζει λέξεις και σε κάποιον που μεταφράζει το κενό ανάμεσά τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δάντη, 2010, Η Θεία Κωμωδία, μτφρ. Νίκου Καζαντζάκη, εκδ. Καζαντζάκη.
Γεώργιος Εμμ. Στεφανάκης, 1997, Αναφορά στον Καζαντζάκη, Εκδ. Καστανιώτη.
Λευτέρης Αλεξίου, 2014, Αξέχαστοι καιροί, εισαγωγή-σχόλια Νίκος Χρυσός, Εκδ. Καστανιώτη.