Χάρτης 59 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-59/klimakes/ksipnimata
Πρέπει να ήταν κάπου στη γαλλική ύπαιθρο στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.
Η νύχτα είναι κατασκότεινη και η διμοιρία του συμμαχικού στρατού κινείται σε περιοχές που ελέγχουν οι Γερμανοί. Οι φαντάροι αγωνιούν. Βαδίζουν σχεδόν στα τυφλά. Ξαφνικά, πέφτουν πάνω σε μια ερειπωμένη αγροικία και αποφασίζουν να κρυφτούν εκεί μέχρι να ξημερώσει. Τρυπώνουν αθόρυβα μέσα όπου και διαπιστώνουν ότι στην αγροικία αυτή έχει βρει ήδη κατάλυμα μια διμοιρία του εχθρού, οι φαντάροι της οποίας κοιμούνται κατάκοποι. Το σχέδιο σκαρώνεται με νοήματα στη στιγμή. Σαν άγγελοι του σκότους, οι εισβολείς, μοιράζονται αθόρυβα τα κουλουριασμένα «μπογαλάκια», σκύβοντας θαρρείς ευλαβικά από πάνω τους. Και, μόλις ο επικεφαλής ψιθυρίζει το σύνθημα, μπήγουν τις ξιφολόγχες στις καρδιές των κοιμισμένων, πατώντας γερά με τις αρβύλες και τα πρόσωπά τους, για να πνίξουν τον ρόγχο μέσα στα ταπωμένα στόματα. Αν και από κάποιο στόμα μπόρεσε να ξεφύγει, σαν βογκητό και κλάμα μαζί, η λέξη μαμά.
Δεν θυμάμαι πια ούτε τον τίτλο του έργου ούτε τους ηθοποιούς. Όταν ήμασταν παιδιά βλέπαμε κάμποσα πολεμικά έργα, μαζί με τα αστυνομικά και τα καουμπόικα. Κι όμως, η αθόρυβη εκείνη «εξουδετέρωση» στοίχειωνε στη μνήμη μου μέχρι που ενηλικιώθηκα κι ακόμα παραπάνω. Αν και προτιμούσε να με βασανίζει στα ξυπνήματα εκείνα, όπου κάποιος εφιάλτης έχει διακόψει τον ύπνο μου. Το πρώτο που έκανα, ξορκίζοντας το κακό, ήταν να θυμώνω. Οι Γερμανοί φαντάροι κοιμήθηκαν δίχως να βάλουν σκοπιά. Αλλά και πάλι, δεν μπορεί. Οι σκοπιές αποτελούν ρουτίνα ακόμα και για τα σώματα των ατάκτων. Φαίνεται όμως ότι ο σκοπός που έβαλαν κοιμήθηκε στο πόστο του γιατί ήταν πολύ κουρασμένος. Κατέφευγα τότε στο απόσταγμα της σοφίας, που λέει ότι ο θάνατος κατά τη διάρκεια του ύπνου είναι ευλογία…. Πέθαναν, από την μια στιγμή στην άλλη, χωρίς να το καταλάβουν. Αν όμως πρόλαβαν να ξυπνήσουν; Αν το ξύπνημά τους κράτησε μερικά δευτερόλεπτα; Σε μια επίταση του εφιάλτη της μέρας, πλέον, άρχιζα να φαντάζομαι το τελευταίο ξύπνημα του φαντάρου εκείνου, που πρόλαβε να φωνάξει τη μάνα του.
Ο σφάχτης στο στήθος, που τον ξύπνησε για τα καλά, εμφανίστηκε πρώτα στον ύπνο του ως εφιάλτης. Έναν εφιάλτη, που μαθημένος από τα μέχρι τότε ξυπνήματα προσπάθησε, ξυπνώντας, να αποδιώξει με το γνωστό αναστεναγμό: Ουφ... ήταν ένα κακό όνειρο. Αν και σχεδόν αμέσως κατάλαβε, μια στιγμή πριν ξεψυχήσει, ότι δεν ήταν ένα κακό όνειρο… ότι ήταν η κακή πραγματικότητα. Κι έπειτα, τι θα πει δηλαδή αυτό το από την μια στιγμή στην άλλη; Κάποια διάρκεια κάποιες στιγμούλες δεν πρέπει να έχει κι ετούτη η τρομερή στιγμή, που προηγείται της «άλλης»; Κι αν δεν πρόκειται για μια στιγμή μονάχα αλλά για μία ολόκληρη ώρα; Τόσος χρόνος δεν μεσολαβεί από το ξύπνημα του θανατοποινίτη μέχρι την προγραμματισμένη ώρα της εκτέλεσής του;
...Αποβραδίς, είχα αποφασίσει να μην κοιμηθώ για τίποτα στον κόσμο. Μόνο που κάποια στιγμή βάρυναν τα βλέφαρά μου και βυθίστηκα σε ύπνο βαθύ χωρίς να το καταλάβω. Κόντευε να ξημερώσει μάλιστα, όταν ξεκίνησα να βλέπω το πιο γλυκό όνειρο της ζωής μου. Όπου όμως το στοργικό χέρι, που με αγκάλιασε τρυφερά από τον ώμο, δεν ήταν το χέρι της μάνας ή της αγαπημένης αλλά ήταν το χέρι του απρόθυμου δεσμοφύλακα, που ήθελε να με αφήσει να κοιμηθώ λίγο ακόμα αλλά και που δεν μπορούσε να καθυστερήσει την αφύπνιση παραπάνω. Έπρεπε να με ετοιμάσουν. Σε λίγο θα κατέφθανε η κουστωδία για να με παραλάβει…
Ήταν μετά το όνειρο του υποψήφιου αυτόχειρα, ο οποίος, ξυπνώντας, επισπεύδει ή καθυστερεί όσο μπορεί περισσότερο ή λιγότερο το απονενοημένο του διάβημα, καθώς και το όνειρο του καρκινοπαθή, που μόλις την προηγούμενη μέρα τον είχαν ενημερώσει ότι του απομένουν τόσα χρόνια, τόσοι μήνες, τόσες εβδομάδες ή τόσες μέρες ζωής. Κι όλα αυτά ώσπου η γάτα και το ποντίκι, που αποτελούσαμε ο εαυτός μου και εγώ, να συμπέσουν επιτέλους στο ίδιο συνειδησιακό σώμα.
Τότε και μόνο, έχοντας υποστεί και απολαύσει την αυτοτιμωρία μου, περιερχόμουν σε πλήρη εγρήγορση και αξιωνόμουν την προσωρινή αναστολή της καινούριας μέρας.