Χάρτης 58 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-58/pyxides/antanaklaseis-karaghatsis-kai-marks
_________
Α Ν Τ Α Ν Α Κ Λ Α Σ Ε Ι Σ
__________
Στην πραγματικότητα, η τέχνη καθρεφτίζει το θεατή κι όχι τη ζωή.
Όσκαρ Ουάιλντ, Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι, μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου.
Ο Πλεχάνωφ στην Αισθητική του, αναφερόμενος στον Ibsen σημειώνει πως «χρειάζεται πολλή καλή θέληση για την ανακάλυψη σοσιαλιστικών στοιχείων στους Στυλοβάτες της Κοινωνίας».
Όμως, η πρόσφατη έκδοση των επιστολών και γραμμάτων του Μ. Καραγάτση προς τους συμφοιτητές του Γ. Ρωμανό και Ν. Κάλας αποδεικνύει πως με λίγη περισσότερη αναδίφηση στα αρχεία της εποχής, ένας πρώιμα κομμουνιστής πεζογράφος μπορεί να ανακαλυφθεί.
Το πλούσιο επίμετρο της επιμελήτριας του τόμου Χριστίνας Ντουνιά παρουσιάζει έναν διαφορετικό Δημήτριο Ροδόπουλο. Γνωρίζαμε από παλαιότερη αρχειακή έρευνα πως ο Καραγάτσης βρέθηκε σε σύγκρουση με τον πατέρα του, Γεώργιο Ροδόπουλο, συγγραφέα της μονογραφίας Κεφαλαιοκρατία και Κομμουνισμός (1933). Δεν γνωρίζαμε όμως ότι η πολιτική αυτή σύγκρουση πραγματωνόταν και σε καθημερινά κείμενα του Καραγάτση, όπως η επιστολογραφία του. Η διαφωνία με τον πατέρα γίνεται εμφανέστερη με την πολύτιμη έκδοση των γραμμάτων του Μίτια προς τους φίλους του Γ. Ρωμανό και Ν. Κάλα. Οι αναφορές του στον Ibsen, λόγου χάρη, γίνονται υπό το πρίσμα της αισθητικής θεωρίας του Πλεχάνωφ, καθώς, όπως λέει στον φίλο του
«Είναι μια δύναμη να μπορεί να ζει κανείς μοναχός του. Ίσως η μεγαλύτερη, όπως είπε ο Ibsen»[1]
Αυτή η θεώρηση των πραγμάτων, αν συνδυαστεί με την επιστολή του Καραγάτση προς τους Πρωτοπόρους τού 1943, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως αποτελεί εφαρμογή τής ανάλυσης του Πλεχάνωφ για τα έργα του Ibsen, σε έργα πεζογραφίας. Εκεί που ο Ibsen «επιθυμεί ν’ ανυψώσει το λαό σε ανώτερο επίπεδο»[2] ο Καραγάτσης, υπερασπιζόμενος εαυτόν ως «Χρίστος Νεζερίτης» έχει μια ξεκάθαρη θέση «ανάμεσα κεφαλαιοκρατία και προλεταριάτο» καθώς περιγράφει την «αβάσταχτη ζωή των χωρικών της Θεσσαλίας κάτω απ’ την τυραννία των τσιφλικάδων».[3]
Το αρχείο είναι ένα ανοικτό, ατελές και χαώδες πεδίο, όμως στην παρούσα έκδοση των επιστολών τα όρια τίθενται από την επιμελήτρια με σαφήνεια και χωρίς ασυνέχειες ή χάσματα. Βλέπουμε δηλαδή έναν νεαρό μόλις τελειόφοιτο - απόφοιτο Νομικής (1930), ο οποίος συζητάει με παλιούς συμφοιτητές του τις προοπτικές του για το μέλλον, τις ερωτικές του περιπέτειες, τις αμφιβολίες και τα πάθη του. Κάπως όπως οι Πτυχιούχοι του Βακαλόπουλου βλέπουν τα πράγματα τεράστια σα να ήταν παιδιά, την δεκαετία του ’20 η «διαπρεπής» φοιτητική παρέα του Καραγάτση θεάται την μαρξιστική διαλεκτική. Νοσταλγώντας καθώς βλέπει την «απομίμηση της παλιάς παρέας» που αποτελούσαν οι συμφοιτητές του, ο Καραγάτσης γράφει το σπάνιο διήγημά του Οι Διαπρεπείς. Με τις επιστολές είναι σα να παρακολουθούμε τον Κ. ενώ συλλαμβάνει την ιδέα για αυτό το διήγημα.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Καραγάτση, ο αριστουργηματικός Συνταγματάρχης Λιάπκιν (1933) είχε ως θέμα τον βίο και την πολιτεία ενός Ρώσου συνταγματάρχη του τσαρικού στρατού, ο οποίος βρίσκεται στην Λάρισα, φυγάς από το καθεστώς των μπολσεβίκων και εργάζεται στην Γεωργική Σχολή. Σεξουαλικές παρεκτροπές, βία, αλκοολισμός και καταγγελία του σοβιετικού καθεστώτος ήταν οι εντυπώσεις που άφηνε ο Λιάπκιν όπως τον γνωρίσαμε μεταπολεμικά. Με τις επιστολές της παρούσας έκδοσης, εισερχόμαστε στο εργαστήρι του συγγραφέα, ο οποίος θεωρεί το έργο του «καθαρά κομμουνιστικό», περίπου τα ίδια χρόνια που παραδέχεται προς το Ν. Κάλας «η εσωτερική μου μόρφωση, είναι μαρξιστική».[4]
Το πολυτροπικό βιβλίο της Χριστίνας Ντουνιά διαβάζεται απνευστί, δις και τρις, προκαλώντας εκείνο που ο Ντεριντά αποκάλεσε «πυρετό του αρχείου». Ο αναγνώστης, θέλοντας και μη, θα προσπαθήσει να ενώσει τα κομμάτια του θρυμματισμένου νεανικού Μ. Καραγάτση. Έτσι, διαβάζοντας το Επίμετρο, καταφέρνουμε να συμπεριλάβουμε τον πεζογράφο στον κύκλο των εκδόσεων Γκοβόστη. Πράγματι, εκεί είχε εκδοθεί ο πρώτος και επεισοδιακός Λιάπκιν, σε ένα περιβάλλον που περιελάμβανε μεν τον Ελύτη, τον Σικελιανό και τον Χουρμούζιο, αλλά και τον Βάρναλη, τον Ρίτσο και τον Γληνό. Ο Γληνός, όπως μαθαίνουμε από τη νέα αρχειακή έρευνα, είχε κρίνει θετικά τον Λιάπκιν. Αλλά πόσοι Λιάπικιν υπάρχουν τελικά;
Ο Λιάπκιν είναι εγώ;
Στον αρχικό, φαίνεται να εμπλέκονται τα τρία ρεύματα «παρακμιακής» λογοτεχνίας, το γαλλικό, το βρετανικό αλλά κυρίως το ρωσικό. Η Ντεκαντάνς της Γαλλίας δείχνει να εμφανίζεται περισσότερο στον «λογοκριμένο» Λιάπκιν, αυτόν που έχουμε σήμερα διαθέσιμο προς ανάγνωση. Δηλαδή, όσο επεξεργάζεται το έργο του, ο Καραγάτσης μοιάζει να προσπαθεί να πραγματώσει την αμφισβητούμενη ρήση του Φλωμπέρ «Madame Bovary, c’est moi !… D’après moi !». Αποκορύφωμα της αυτοσαρκαστικής επεξεργασίας του μυθιστορήματος αποτελεί η ένδυση, σε αποκριάτικο πάρτι, του ίδιου του Καραγάτση με στολή Ρώσου συνταγματάρχη. Από την άλλη, οφείλουμε να εντοπίσουμε κι άλλες διαφορές ανάμεσα στον προ επεξεργασίας Λιάπκιν και τον κατοπινό
Η αδελφή του συγγραφέα, Ροδόπη Ροδοπούλου, ήταν μία από τις ηρωίδες του μυθιστορήματος, η κυρία Διευθυντού, γυναίκα του υπαρκτού Φιλοποίμενος Τζουλιάδη, η οποία στο μυθιστόρημα φαίνεται να προσπαθεί να βάλει σε σειρά τον κτηνώδη Λιάπκιν, φροντίζοντας να παντρευτεί μίαν αγαπητικιά του και να αποκαταστήσει τα παιδιά που έχει μαζί της. Το επεισόδιο υπάρχει και στην πρώτη έκδοση, αλλά στην δεύτερη υφίσταται μεγαλύτερη επεξεργασία.
Την πρώτη του 1933 αφιερώνει ο Καραγάτσης στην Ροδόπη, σημειώνοντας «Στον Φιλοποίμενα και στην Ροδόπη, και να με συγχωρούν αν τους κακομεταχειρίζουμε λιγάκι σ’ αυτές τις σελίδες».[5]
Δεν φαίνεται να τεκμηριώνεται αυτή η «κακομεταχείριση», αφού τα μόνα που γράφει είναι πως ο κύριος Διευθυντής ήταν άτεκνος και «κλειστός στον εαυτό του». Κατά την προβολή της τηλεοπτικής σειράς Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν από την ΥΕΝΕΔ, ανακινήθηκε το θέμα της πηγής εμπνεύσεως του Καραγάτση. Τότε γράφηκε και η μονογραφία του δημοσιογράφου και υποψήφιου βουλευτή της ΕΔΑ, Ρίζου Μπόκοτα Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν – ο Τρόμος. Εκεί, παρουσιαζόταν ως πραγματικό πρόσωπο ο συνταγματάρχης Νταβίντοφ, ένας σκληρός πρώην συνταγματάρχης του Τσαρικού Στρατού, ο οποίος βρέθηκε στην Λάρισα το 1923 και απασχολούσε αφηγηματικά τον Καραγάτση ακόμα και μετά την κατοχή. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσον βγαίνουν οι ημερομηνίες, καθώς ο Καραγάτσης, ως παιδί, βρίσκεται στη Ραψάνη από το 1915, αλλά τελειώνει τις σπουδές του σε Γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης. Επομένως, πώς να καταγράφει τον βίο ενός ανθρώπου που μόλις το 1923 έρχεται στην Λάρισα, ενώ ο συγγραφέας φεύγει για να σπουδάσει στην Αθήνα;
Στην παρούσα έκδοση όμως, βλέπουμε με σαφήνεια πως μέρος του Λιάπκιν γράφεται όντως στην Ραψάνη. Ο άρτι απόφοιτος Νομικής (1930) αναρρώνει, απομονώνεται, βλέπει την φοιτητική του παρέα να διαλύεται, και γράφει με ηδονικό χιούμορ στους φίλους του. Θα έλεγε κανείς πως οι διάλογοι του Λιάπκιν μοιάζουν να ξεπηδάνε από τις συζητήσεις αυτής της φοιτητικής συντροφιάς. Γυναίκες, ποτό, τσιγάρα, συνήθειες των νέων της εποχής αλλά και του κύκλου που περιγράφεται στο μυθιστόρημα. Εμφανείς γίνονται με τα Γράμματα μερικές μαρξιστικότερες αποκλίσεις της πρώτης από τις μεταγενέστερες εκδόσεις, ειδικά κατά την επίσκεψη της κόρης του Λιάπκιν στη Ραψάνη. Η κόρη του, στην πρώτη έκδοση είναι «πραγματική κομμουνίστρια» ενώ οι αστικές εφημερίδες γράφουν «ανακρίβειες για τη Ρωσία». Υπάρχουν και άλλες διαφορές όμως, οι οποίες με την έκδοση των επιστολών γίνονται πια περισσότερο κατανοητές.
Η φανταστική ζωή του συγγραφέα και το αρχείο
Στην πρώτη έκδοση ο Λιάπκιν αποφαίνεται:
«Όταν ήμουν νέος, πίστευα στο Θεό και στον Τσάρο. Αργότερα, μετά την Επανάσταση, πίστεψα στην αποτυχία του Κουμουνισμού. Τώρα δεν πιστεύω ούτε στο Θεό, ούτε στον Τσάρο»[6]
Το σύνολο της συγκεκριμένης αποστροφής, μαζί με το δραματικό τέλος του μυθιστορήματος, αλλάζουν τελείως στη νεότερη έκδοση. Το 1937 πεθαίνει η αδερφή του Καραγάτση και μεταφράστρια των πεζών της Κατίνας Ψύχα, Ροδόπη Ροδοπούλου. Ο θάνατος της αδερφής του συμπεριλαμβάνεται στον νεότερο Λιάπκιν, αφού λίγο πριν την αυτοχειρία του ήρωα, η κυρία Διευθυντού τον συναντά καβάλα πάνω σε ένα άλογο, όπως στην αρχή του μυθιστορήματος.
Η εναλλαγή των εποχών υφίσταται στον πρώτο Λιάπκιν, η νοσταλγική όμως επιστροφή στον locus amoenus της ειδυλλιακής αρχαίας Θεσσαλίας προστίθεται μετά τον θάνατο της αδερφής του και τη νέα επεξεργασία του μυθιστορήματος.
Ο πρώτος Λιάπκιν
(1933) πεθαίνει εντελώς άθεος, με λιγότερη ένταση και είναι λιγότερο δραματικό, περισσότερο «κατά φύσιν» τέλος:
«Στα Τέμπη τα πλατάνια προσκήνησαν το μακάβριο σύμπλεγμα. Ο Μαλίτζιν τους χαμογέλασε με τα ξέσαρκα χείλια του, ενώ ο Λιάπκιν εξακολουθούσε να κοιτάει τον ουρανό, προτείνοντας στον ανύπαρχτο Θεό τα νεκρά παράσημα τού στήθους του. Στις εκβολές, η θάλασσα τους δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά».
Στο νεότερο, επεξεργασμένο Λιάπκιν, αντίθετα, προστίθενται ομηρικές παρομοιώσεις, αφήνοντας, θα έλεγε κανείς, μία μεταφυσική αρχαιότητα του τοπίου ως ανοιχτό ενδεχόμενο. Το hommage στην μεγαλύτερή του αδερφή, επανέρχεται στις τελευταίες παραγράφους.
Η Ροδοδάκτυλη Ηώς αναλύεται...
«Στην Ανατολή, η καινούργια μέρα πρόβαλε μέσα σε ρόδινα χρυσάφια».
Και ο Λιάπκιν δεν κοιτά τον ανύπαρχτο Θεό, αλλά
«πάντοτε τον ουρανό, προτείνοντας τα νεκρά παράσημα του στήθους του».
Η νοσταλγία λοιπόν και η επιθυμία της επιστροφής στην αρχαιότητα είναι στοιχεία αρχαιομάθειας ή μάλλον γαλλο-βρετανικού αισθητισμού τα οποία θα λέγαμε ότι προστίθενται μετά την επεξεργασία του κειμένου. Στον διαθέσιμο σήμερα Λιάπκιν εντοπίζουμε σύμβολα, τα οποία δεν υπήρχαν στον πρώτο. Ο νεότερος Λιάπκιν αυτοκτονεί πιο λυρικά, πιο ένθεα:
«Δία. Απόλλων, Αθηνά, Αφροδίτη, Διόνυσε! Είσαστε πολύ μεγάλοι για να σας νιώθω εγώ, ο Ασιάτης. Είσαστε πολύ απροσπέλαστοι. Μάταιο το μίσος μας, χαμένος ο αγώνας μας.»
Αντίστροφα, ο πρώτος Λιάπκιν (1933) μοιάζει περισσότερο μαρξιστικός, περιγράφοντας την παρακμή των εκπεσόντων Ρώσων αρχόντων, χρωστώντας περισσότερα στον ρεαλισμό του Ντοστογιέφσκι και του Τουργκένιεφ. Ο Ραυτόπουλος εντόπιζε lapsus ανάμεσα στις δύο εκδόσεις. Πρόκειται όμως για λάθος του επιμελητή ή για σκόπιμη συσκότιση των γραμμένων με στόχο την γοητεία του κειμένου για τον αναγνώστη;
Και στους δύο Λιάπκιν υπάρχουν στοιχεία που συναντάμε και στις επιστολές του τόμου Ο αγαπών σε, Μίτιας, οι αυτοκαταστροφικές έξεις, το τσιγάρο, το αλκοόλ, οι ελευθεριάζουσες γυναίκες, η ψυχογράφηση του παραλήπτη των επιστολών Γ. Ρωμανού με κριτήρια σεξουαλικής εκπληρώσεως.
Από την άλλη, στο νεότερο Λιάπικν έχουμε έντονα στοιχεία ρεαλισμού και ηθογραφίας, εις βάθος περιγραφή των χαρακτήρων και των κινήτρων που ωθούν τους χαρακτήρες στις έξεις τους, τα πάθη τους, η ψυχογραφία του εγκλήματος. Η περιγραφή του τοπίου είναι μετρημένη και ρεαλιστική, χωρίς μακρηγορίες, με την προσθήκη όμως αρχαιογνωστικού λυρισμού. Θα λέγαμε πως ο επιστολογράφος Καραγάτσης βρίσκεται ακόμη περισσότερο κοντά στον υλισμό και την αθεΐα, ενώ καθώς ανδρώνεται και ξαναγράφει το μυθιστόρημά του, προσθέτει μια κάποια μεταφυσική.
Στην έκδοση με την επιμέλεια της Χριστίνας Ντουνιά μαθαίνουμε επίσης ότι ο Γιούγκερμαν λογοκρίθηκε (από το μεταξικό καθεστώς; Καθώς ο Κ. υπογράφει την επιστολή του προς τους Νέους Πρωτοπόρους με ψευδώνυμο, δεν καθίσταται σαφές) αλλά δεν μαθαίνουμε αν τελικά λογοκρίθηκε ή αυτό-λογοκρίθηκε και ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν.
Είναι τελικά μόνο ρεαλιστής ο Καραγάτσης; Αφορμάται από ρομαντικά αναγνώσματα ή διαθέτει και τα μαρξιστικά εργαλεία περιγραφής της κοινωνικής πραγματικότητας; Είναι τελικά ένα αντι-κομμουνιστικό έργο ο Λιάπκιν ή όχι; Είχε δίκιο ο Βαγγέλης Γκούφας όταν αποφαινόταν πως «ο Καραγάτσης δεν ήταν αντικομουνιστής, αλλά μη κομμουνιστής, παρά τις «ιστορικοϋλιστικές νύξεις» στον Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου.»; Μάλλον όχι, αφού φαίνεται πως είχε και κομμουνιστική παιδεία.
Οι σχέσεις του Καραγάτση με άλλους συγγραφείς, η εκτίμησή του για το έργο του Θεοτοκά και του Μυριβήλη, η νεανική αυθάδικη ειρωνεία του για την Δελφική Ιδέα του Σικελιανού, από το Ημερολόγιο που εκδίδεται στον εν λόγω τόμο και γράφεται πιθανότατα ενώ ο Μίτιας γράφει τον πρώτο Λιάπκιν, εξηγούν καλύτερα τις διαφορές των δύο εκδόσεων.
Εν κατακλείδι, και όπως αναδεικνύεται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, λιγότερο σημασία έχει να προσπαθήσει κανείς να αναδείξει πόσο αυτοβιογραφικό είναι το έργο του Καραγάτση. Το εξαιρετικό Επίμετρο περιγράφει την διαλεκτική του συγγραφέα με το ιδεολογικό και λογοτεχνικό πεδίο της αποκαλούμενης γενιάς του ’30 και γιατί πραγματικά ο Καραγάτσης καταφέρνει να αρθρώσει πεζογραφικό λόγο ενδεχομένως ανώτερο των άλλων «εκπροσώπων» της, και αργοναύτης και σύντροφος, ελεύθερος σκεπτόμενος άνθρωπος.
Εν τέλει, πρόκειται για ένα διαδραστικό βιβλίο το οποίο μεταδίδει το μικρόβιο και τον πυρετό του αρχείου στον αναγνώστη, προκαλεί να ανατρέξεις σε βιβλία που είχες διαβάσει και να τα ξαναδιαβάσεις αλλιώς, με νέα ερωτήματα.