Χάρτης 58 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-58/biblia/ekei-poi-ta-eidi-toi-pezoy-kai-toi-poiitikoy-loghoi-temnontai
Καθώς προχωρούσα στην ανάγνωση του βιβλίου της Ζωής Σαμαρά, ένιωθα πως ταξιδεύω. Και αρκετές φορές πως πετώ. Σε κάποιο νησί, σε μια ακρογιαλιά, στην πορεία ενός μικρού κοριτσιού.
Το βιβλίο αποτελεί αυτοανθολόγηση κειμένων. Η Ζωή Σαμαρά επιλέγει κείμενα από ποιητικές συλλογές της αλλά και δημοσιευμένα σε περιοδικά και σε άλλα έντυπα – δύο μόνο πρωτοδημοσιεύονται στο βιβλίο, το πρώτο κείμενο «Πρόλογος χωρίς πρότερο λόγο», και το τελευταίο «Ωδή στο Καρπάθιο Πέλαγος, Β΄». Παίζοντας συνεχώς με τον τίτλο της πεζοπορίας στον πυκνό ποιητικό λόγο. Εκεί που τα είδη του πεζού και του ποιητικού λόγου τέμνονται.
Τι γίνεται όταν τα δύο είδη συναντιούνται;
Η ποίηση επιτέλους πετά, με τα δικά της φτερά, φτάνει πολύ ψηλά, κολυμπά με τα σύννεφα αγκαλιά, ταξιδεύει. Το πεζό την κοιτά από μακριά, τη ζηλεύει, θέλει να τη μιμηθεί, αλλά χωρίς να χάσει τη γήινη ταυτότητά του, την κοινωνική του υπόσταση, την αφηγηματική του γοητεία. (σ. 15)
Δεν υπάρχει επιμελητής, τον ρόλο παίζει η ίδια η συγγραφέας. Που καταφέρνει να στήσει ένα σκηνικό και παράλληλα μια ροή, ώστε τα κείμενα, με τον δικό τους χαρακτήρα κάθε φορά, με την ποικιλία τους και με τον τρόπο που διαδέχονται το ένα το άλλο, να διαβάζονται σαν ένα αφήγημα. Επιλέγει κείμενα ποιητικά εκτεταμένα και με αφηγηματικότητα, που ο εσωτερικός ρυθμός τα προστατεύει από την πεζότητα. Και, παράλληλα, πεζά κείμενα που τα διαπνέει μια ποιητικά αύρα.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι από τις ποιητικές συλλογές, από τις οποίες κυρίως αντλεί αναφορές, επιλέγει τα πιο αφηγηματικά ποιήματα, κάποτε πεζά ποιήματα θα έλεγα. Οι συλλογές είναι οι Είδα τις λέξεις να χορεύουν, Και είναι πολύ μακριά η Δύση, Το πέρασμα της Ευρυδίκης, Ημέρες αβροχίας, κυρίως από τις δύο πρώτες.
Να τονίσω σε αυτό το σημείο ότι η συγγραφέας συνοδεύει κάθε της κείμενο με συνεπή βιβλιογραφική αναφορά σε υποσημείωση: την πρώτη εμφάνιση, τη συμπερίληψη σε συλλογικό τόμο κ.ο.κ. Επίσης, στο τέλος του βιβλίου, με συγκεντρωτική αναλυτική αναφορά στις Πρώτες εμφανίσεις, στο μέσον/στα μέσα όπου εμφανίζεται το κείμενο.
Το παιχνίδι του λόγου αρχίζει από τον πρόλογο: «Πρόλογος χωρίς πρότερο λόγο», γράφει η συγγραφέας και παίζει με τη λέξη. Ένα παιδί, τα γράμματα η γραφή, το σχολείο, ο περίγυρος, ο πόλεμος, ο δάσκαλος. Φιλοσοφικού στοχασμοί και προεκτάσεις, με αφορμή όλα τα κέντρα που προαναφέρθηκαν.
Υποδυόμενη διάφορους ρόλους, αυτοαναφορικά ή όχι, δεν έχει σημασία, ως συγγραφέας αυτοπροσώπως ή μέσω μιας αφηγήτριας ή ποιητικού υποκειμένου υφαίνει εικόνες και σκέψεις με όχημα αυτά που από μικρό παιδί αγάπησε: τα γράμματα, τις λέξεις.
Περίπου στο μέσον του βιβλίου, σ. 59, εμφανίζεται ένα ακόμη παιδί. Η αφηγήτρια-ποιητικό υποκείμενο το καλωσορίζει όντας η ίδια σε ώριμη ηλικία. Η φωνή το μαρτυρά αυτό. Και μάλιστα πριν ακόμη γεννηθεί, έμβρυο στην κοιλιά της μητέρας. Το πραγματικό μπλέκεται με το υπερρεαλιστικό, σε εικόνες ζωντανές και έξυπνες, με το παιδάκι που έρχεται στη ζωή να ξαναζωγραφίζει και να ξαναγράφει την ιστορία του κόσμου, μέσα από τη δική του αθωότητα. Εκπρόσωπος όλων των παιδιών που γεννιούνται και θα γεννηθούν με ένα αυξημένο νοιάξιμο για την ανθρώπινη τύχη, που περνά σε αυτό από τους ανιόντες.
Άκου. Θα σου πω μια ιστορία, διωδία με τη δική σου φωνή. […]
Και με τα γράμματα όλων των αλφαβήτων, με όλα τα χρώματα της Ίριδας ζωγράφισε τον νέο άνθρωπο να γεννιέται από τη μήτρα της κοσμικής Μητέρας. […]
Άκου. Κι ας ακούσουν όλοι οι μεγάλοι. Την ιστορία αυτή τη γράφεις εσύ ο ίδιος μαζί με όλα τα παιδιά του κόσμου. Γι’ αυτό είναι υπέρ-αληθινή.
(Πριν ακόμη γεννηθείς, παραμύθι, εκδ. Γκοβόστη 2018)
Παράλληλα αρχίζει και η έμφαση σε φιλοσοφικούς στοχασμούς, μολονότι όλο το βιβλίο παρουσιάζει την τάση της φιλοσοφικής εμβάθυνσης μέσα από τα ποικίλα κείμενα. Φυσικά, στις ομαδοποιήσεις που εδώ επιχειρούνται δεν υπάρχουν εμφανείς δείκτες ούτε στεγανά, ρέουν τα χαρακτηριστικά που επισημαίνονται μέσα από τη ροή των κειμένων.
Έτσι λοιπόν γλιστράμε σε μια άλλη «ενότητα»: Εμείς και οι άλλοι -Εγώ και ο Άλλος. Το Εγώ που υποκαθιστά τον Άλλο. Ή ταυτίζονται και γίνονται περσόνες του ίδιου υποκειμένου. Ο Άλλος που συχνά υποτιμά, μέσα από μια ανόητη και ακατανόητη υπεροψία.
Αυτοί όμως την αγαπούσαν; Μια νέα γυναίκα, μόνη, που διάβαζε κι έγραφε όλη μέρα; Δούλευε, έλεγαν, σε εφημερίδα. Σε ποια; Δεν τόλμησαν να τη ρωτήσουν. Άκου σε εφημερίδα. Πάντως, όχι στην Guardian! Και όμως, εκεί έγραφε. Έπρεπε να το είχαν φανταστεί ή κάποιος να είχε δει το όνομά της. Ή μήπως δεν διάβαζαν εφημερίδα; («Εσείς πού ακριβώς μένετε;», σ. 89)
Το Εγώ σε απόπειρες επικοινωνίας με τον Άλλο, το ανεκπλήρωτο και η μοναξιά. Το Εγώ και ο Άλλος ενώνονται με τον Άνθρωπο, και με τη γραπτή του δημιουργία. Γιατί μόνον έτσι ξεπερνιέται η μοναξιά.
Παρέα με τον Baudelaire δεν νιώθουμε ποτέ μοναξιά. Συχνά αναρωτιόμαστε. Γιατί χρειάζονται οι ποιητές σε χαλεπούς καιρούς; Μα τότε ακριβώς χρειάζονται. Να βοηθήσουν τον άνθρωπο να περάσει μέσα από δάση συμβόλων, να τα προκαλέσει με το βλέμμα του να τον κοιτάξουν σαν φίλοι από τα παλιά. Να ενεργοποιήσουν τη μνήμη, τη φαντασία του.
Για να φτάσουμε στην καταληκτική φράση: Το ταξίδι μέσα από τον Άλλο. Ένα εγώ χωρίς ερωτηματικό.
(«Μένει κανείς εδώ;», σ.117-118)
Θεωρώ ότι όλο το βιβλίο πορεύεται με ένα crescendo. Αλλά και τα κείμενα από τη σ. 89 ως το τέλος, σ. 124, έχουν ένα δεύτερο, εγκιβωτισμένο crescendo. Αυτό ενισχύει την αρχική μου εντύπωση και διατύπωση ότι η συγγραφέας κινήθηκε με σχέδιο οργάνωσης ενός όλου, ενός συνολικού αφηγήματος. Από τις ρίζες στη γραφή, στη δημιουργία, σε ένα άνοιγμα στο μέλλον με τη ζωοποιό αισιοδοξία, στον στοχασμό ως τη δύναμη να αντιμετωπίζει το άτομο τα ανθρώπινα, τις δυσχέρειες, τις ανατροπές. Για να καταλήξει σε ένα αίσθημα έλλειψης επικοινωνίας και μοναξιάς. Σαν απόσταγμα πικρό, δοσμένο όμως με λεπτότητα και ευγένεια, αλλά και με χιούμορ και με μικρές διαφυγές.
Το τελευταίο κείμενο του βιβλίου είναι ένα κείμενο εκπληκτικής γραφής, όπου ο ποιητικός λόγος ζυμώνεται με τον πεζό, σαν πεζοποίημα ή σαν ποιητική πρόζα, χωρίς να μπορεί ή να θέλει να τα διαχωρίσει ο αναγνώστης. Και που αντανακλά πλήρως αυτό που θέλησε να ανα-δείξει η συγγραφέας σε όλη αυτή την πορεία που επιχείρησε με το βιβλίο: να πεζοπορήσει κάποιος στα δάση του ποιητικού λόγου και, όπως στη φύση, να χαρεί την ομορφιά ως όλον.
Η Ζωή Σαμαρά γράφει με εκπληκτική καθαρότητα, που προέρχεται από την καθαρότητα της σκέψης. Λεπτό χιούμορ, ειρωνεία, σαρκασμός ή και αυτοσαρκασμός μπλέκονται με στοχασμούς και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Με ερωτήματα, συχνά ρητορικά, που προωθούν τη σκέψη και τον στοχασμό του αναγνώστη.
Θα ήθελα να κλείσω το κείμενο αυτό με την αναφορά μου σε ένα ποίημα της Ζωής Σαμαρά, μια συνομιλία της με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Μολονότι δεν περιλαμβάνεται στο βιβλίο και ο πυρήνας του θέματός του είναι διαφορετικός, θεωρώ ότι υποστηρίζει απόλυτα τη φιλοσοφική θεώρηση της συγγραφέως, για τη γραφή ως όλον. Για την ποίηση και το πεζό χωρίς στεγανά, ως συγκοινωνούντα δοχεία, που αγκαλιάζονται, πυροδοτεί το ένα είδος το άλλο, το αναδεικνύει και το ομορφαίνει. Παραθέτω το ποίημα:
Ωδή στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη
– Σε κοιτάζω με την αύρα του Αιγαίου
κι αναρωτιέμαι
τι είναι ποίηση.
Στίχος, μέτρο, ρίμα;
Ή μήπως θεία λειτουργία;
– Μια φλόγα είναι που καίει, απαντάς,
πλάι σε λαγαρό νερό,
να φωτίζει, να δροσίζει τα πληγωμένα χέρια του λαού.
– Κι εσύ
ο ποιητής που με καλεί
«να συμψάλλω εναμίλλως μετ’ αυτού».
Να γράφω σαν να ήταν και η χλεύη κορυφαία προσευχή.
Να λέω μαζί σου,
ενώνοντας ποίηση και λοιδορία,
«Ημείς θέλομεν διήγημα,
το οποίον να είναι όλον ποίησις,
όχι πεζή πραγματικότης».
Για ποια πεζή πραγματικότητα θα μπορούσες να γράψεις;
Πού θα την έβλεπες;
Μονάχα μια επιστροφή στη δική του Ιθάκη έχει ο θνητός να λαχταρά,
φουρτούνα κι ανηφόρι ως το Χριστό στο Κάστρο η ζωή του.
Σκέψου για λίγο.
Αν του επικού λόγου ο πατέρας είχε γεννηθεί στη Σκιάθο; Πόσες πόλεις
θα ερίζανε τώρα για σένα;
Κι αν η αφήγηση, πεζό και ποίηση αγκαλιά, συνδέει τη Γη με τη Σελήνη;
Σε διαβάζω και δεν μπορώ να φαντασθώ τίποτε πιο ποιητικό
από τη λάμψη του δικού σου γήινου μεγαλείου.
περ. Θευθ, τχ. 17 (Ιούνιος 2023): 44-45