Χάρτης 58 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-58/klimakes/o-diaskedastis-tis-niotis-moi
Μνήμη Άλκη Στέα
Στην παλιά-καλή εποχή που δεν είχαμε τηλεόραση ο κόσμος άκουγε πολύ ραδιόφωνο, στις χαρές και στις λύπες μας. Κι αυτό όμως δεν μας βομβάρδιζε είκοσι-τέσσερις ώρες το 24ωρο με... παρα«πληροφόρηση» και κινδυνολογία. Οι ειδήσεις και ο σχολιασμός τους ήτανε σε τακτές ώρες και στη σωστή δόση. Και άκουγες πάντα καλοδιαλεγμένη μουσική ( όχι υπαγορευμένη από δισκογραφικές εταιρίες ), θέατρο και ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις, που τώρα πια αποτελούν ντοκουμέντα και αρχειακό υλικό. Τότε όμως υπήρχαν στα γραφεία και στα μικρόφωνα άνθρωποι με προσωπικότητα και αίσθηση του μέτρου, που παρεπόμενα λειτουργούσαν ελεύθερα «για το ωραίο και το αληθινό»… Ο Χατζιδάκις, ο Σπυρομήλιος, ο Χορν, η Ρεζάν, ο Βασιλικός κ.ά. Μια εκλεκτή σύνθεση ελέγχου και διαλογής και όχι ένα «αχυρένιο» ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο.
Όταν ήμουν ακόμα στο Γυμνάσιο, υπήρχε 1 ( ένα ) μόνο «παιχνίδι», νομίζω κάθε Τετάρτη, «το τηλεφωνικό παιχνίδι με τον Άλκη Στέα». Με τη ζεστή κι ευγενική φωνή του υπέβαλλε ( από τηλεφώνου πάντα ) στους ακροατές, που δήλωναν από πριν συμμετοχή, μία ερώτηση. Αν η απάντηση ήταν σωστή, τότε ο νικητής ( μη νομίσουν οι νεώτεροι… πως έπαιρνε τίποτε εκατομμύρια ! ) είχε, ως μόνη ανταμοιβή να ζητήσει να ακούσει, με το κλείσιμο του τηλεφώνου, ένα μουσικό κομμάτι της αρεσκείας του – κι αυτό με την προϋπόθεση ότι υπήρχε στη δισκοθήκη του σταθμού, αλλιώς του το «χρωστούσαν» σε μια απ’ τις επόμενες εκπομπές !
Ήμουνα απ’ τους λεγόμενους πιστούς και φανατικούς ακροατές και δήλωνα σχεδόν κάθε βδομάδα συμμετοχή. Ο Στέας όμως, που είχε την ευθύνη να κρατάει και κάποιο μέτρο, με έβγαζε στον αέρα κάθε δεκαπέντε ή είκοσι περίπου μέρες. Ώσπου μια φορά, εκεί που περίμενα με αδημονία τη σειρά μου, κι ενώ παίζονταν ένα τραγούδι που παρήγγειλε ο προηγούμενος ακροατής κτυπάει το τηλέφωνο. «Είμαι ο Άλκης Στέας», μου λέει, «κι επειδή είσαι τακτικός ακροατής και γνωριζόμαστε, από ραδιοφώνου κοντά ένα χρόνο, σκέφθηκα να σπάνουμε πότε-πότε την μονοτονία για να ζωηρέψουμε κάπως το παιχνίδι. Ας πούμε, όταν θα σου τηλεφωνήσω, να μου προτείνεις να αντιστρέψουμε τους ρόλους, λχ να μου κάνεις εσύ μια ερώτηση και θα κερδίσεις αν δεν την απαντήσω». Το πώς τον παίδεψα τον άνθρωπο δε λέγεται !…Νεαρός εγώ, και θαυμαστής του, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ο Άλκης Στέας με πήρε προσωπικά στο τηλέφωνο και μάλιστα να με «αξιώσει» με μια τέτοια πρόταση… Με το που τέλειωσε λοιπόν, άρχισε ένας πολύ αστείος διάλογος… —Κώστα σε κατάλαβα !… —Μα, είμαι ο Στέας… —Πέτρο, εσύ είσαι, άσε την πλάκα… Βασίλη σταμάτα !…και αράδιασα πέντ’ έξη ονόματα φίλων μου που πίστευα ότι μου κάνουν φάρσα. Κάποια στιγμή μου λέει «δεν έχουμε χρόνο, σε μισό λεπτό βγαίνω στον αέρα. Πρέπει να κλείσω… Θα σου λυθούν οι απορίες στη συνέχεια…». Έτσι κι έγινε. Σε λίγη ώρα με ξανακάλεσε «στον αέρα»… Με ρώτησε — σαν τακτικό ακροατή, πώς μου φαίνεται το παιχνίδι, πώς θα μπορούσε ίσως να γίνει καλύτερο και τέτοια… ώσπου κατάλαβα πια. Μου έφυγε αμέσως το «τρακ», κι αφού του πρότεινα αυτά που μου είχε ο ίδιος υποδείξει στο προηγούμενο τηλέφωνο, του υπέβαλα την ερώτηση… ποιανού συνθέτη είναι «Το φαλακρό βουνό». Ο Στέας βέβαια απάντησε και εγώ έχασα… Κέρδισα όμως ένα φίλο που τον καμάρωνα…
Την άλλη κιόλας μέρα ο Άλκης με κάλεσε να πάω στο Σταθμό να γνωριστούμε από κοντά. Πήγα λοιπόν στο studio του Σταθμού που ήταν τότε επί της Βενιζέλου, στην πλατεία Ελευθερίας, στο μέγαρο Stein, με τον πράσινο-γυάλινο τρούλο, και τα είπαμε. Ήτανε τόσο κομψός και ωραίος. Φορούσε (πάντα...) κοστούμι και γραβάτα ! Από τον επόμενο κιόλας μήνα το τηλεφωνικό παιχνίδι ( τις ερωτήσεις του, βασικά ) το έγραφα εγώ και εκείνος το παρουσίαζε. Η χαρά μου δεν περιγράφονταν. Το είχαν μάθει όλοι οι φίλοι και οι φίλες μου μέχρι και μερικοί καθηγητές μου στο Πειραματικό. Όταν μάλιστα σαν τελειόφοιτοι ετοιμάζαμε το καθιερωμένο θέατρο για την 25η Μαρτίου ο καθηγητής μας των Καλών Τεχνών, ζωγράφος Γιάννης Κασόλας, που έκαμνε τα σκηνικά και είχε αναλάβει την σκηνοθεσία του “Παπαφλέσσα” μου λέει : «δεν πας στο φίλο σου τον Στέα να μας δανείσει από τον σταθμό κανένα δίσκο με ηχητικά εφέ μάχης εκείνης της εποχής, με καριοφίλια»… Πάω λοιπόν, παίρνω το δίσκο, και στην πρωινή παράσταση του σχολείου, που γίνονταν μόνο για τους μαθητές όλων των τάξεων ( στη βραδινή παράσταση που γίνονταν για τις... «Αρχές» δηλαδή : Δήμαρχο, Μητροπολίτη, Πανεπιστήμιο, και τους γονείς μας ... δεν το τόλμησα !…) βάζω, σε συνεννόηση και συνεργασία με τους ...σκανδαλιάρηδες της τάξης: τον Κεραμέα και τον Πολίτη, αντί το κομμάτι με τα καριοφίλια - το επόμενο, με τα μυδραλιοβόλα. Το τί έγινε δεν περιγράφεται. Ο Διευθυντής μας Ιωάννης Ξηροτύρης κόντεψε να μας αποβάλλει όλους. Τελικά δέχθηκε (;) πως επρόκειτο για λάθος....
Όσο έμενε ακόμα ο Άλκης στη Θεσσαλονίκη — περίπου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60, κάναμε παρέα και βγαίναμε αρκετά συχνά. Τότε τα στέκια μας ήτανε «μετρημένα». Το Όλυμπος Νάουσα, το Μεντιτερανέ, ο Φλόκας κι αργότερα το self service του, ο Αχιλλέας, ο Πιγκουίνος (με barman τον Γιώργο, πρώην ναυτικό ), ο Ballini, ο Γκιγκιλίνης, το Ντορέ. Στην πάνω πόλη η Δόμνα, στην Τούμπα ο Κρητικός, και παραέξω, στου Βότση, ο Κρικέλας, και η πρώτη ατμοσφαιρική καφετέρια-bar σ’ ένα ωραίο «μπαλκόνι» της Αρετσού, το «Water lily” του Αλέκου Ορφανουδάκη, που είχε και την «Ρομάντικα». Περιδιαβάζαμε λοιπόν σ’ αυτά. Πότε-πότε πηγαίναμε και καμιά εκδρομή, ιδίως όταν ο ΄Αλκης έτρεχε «τάχα» σε κάποια ράλι μ’ εκείνο το άσπρο Sunbeam με τις κόκκινες ρίγες. Μια φορά ήμασταν για μπάνιο στην Αγία Τριάδα όπου του γνώρισα μια φίλη, λίγο «πεταχτούλα» που… μεγαλοπιάνονταν και φλερτάριζε. Φέρνει λοιπόν ο Άλκης το αυτοκίνητο πλάι στα τραπέζια και μας λέει να βάλουμε γύρω του — κολλητά στα φτερά και τις πόρτες, 8-10 καρέκλες. Κάνει προσεκτικά όπισθεν μέχρι 120-130 μέτρα περίπου. Μαρσάρει δυνατά, ξεκινά με τρομερή επιτάχυνση, σηκώνοντας βέβαια ανάλογα σύννεφα σκόνης, και περνάει με «χίλια» ανάμεσα στις καρέκλες χωρίς να ρίξει ούτε μία. Έριξε όμως το ίδιο βράδυ τη Νανά !…
Αν θυμάμαι καλά είχε σπουδάσει μαθηματικά, αλλά το παρορμητικό του ταλέντο, με το απαράμιλλο στυλ και την ιδιαίτερα κομψή του εμφάνιση, τον είχαν οδηγήσει και καθιερώσει σ’ αυτόν το χώρο, του παραγωγού καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και παρουσιαστή τους, αλλά και του «κονφερανσιέ» όπως τους αποκαλούσαμε ( ή : διασκεδαστή ). Εκείνη την εποχή είχανε συστήσει μαζί με τους φίλους του, Λάκη Μιχαηλίδη τον σεναριογράφο-συγγραφέα, τον Λεωνίδα Φαρδή και τον Άρη Κυλίτη, τη διαφημιστική εταιρία “Ηχώ” που καθιέρωσε διαχρονικές διαφημιστικές ‘ατάκες’ όπως εκείνη με το μοναχό πάνω στο γαϊδουράκι που πάει για ψώνια και του φωνάζουν από το Μοναστήρι «Ακάκιε, μην ξεχάσεις... τα μακαρόνια να είναι ΜΙΣΚΟ» !
Κάθε Σεπτέμβριο, που η Θεσσαλονίκη …έβαζε τα καλά της για την Διεθνή Έκθεση και τα Φεστιβάλ, έρχονταν κι από την Αθήνα πολλοί καλλιτέχνες και ο ΄Αλκης διοργάνωνε εκδηλώσεις και παρουσίαζε κάθε βράδυ ένα πρόγραμμα. Τότε τα λεγόμενα «οικογενειακά κέντρα διασκεδάσεως» στη Θεσσαλονίκη ήσανε λιγοστά : το Λουξεμβούργο, η Ρέμβη, το Delice — εκεί πρωτοτραγούδησε, χοντρούλα με γυαλάκια και φουρό, η Μούσχουρη, και στο κέντρο της πόλης, στην Αριστοτέλους, το Πικαντίλι…
Μέσα σ’ αυτήν την περίοδο λοιπόν ο Άλκης καθόριζε, κάθε χρόνο, μια ιδιαίτερη βραδιά — δική του κατά κάποιο τρόπο, που την λέγανε «τιμητική». Σ’ αυτήν τη βραδιά, εκτός από το πρόγραμμα του κέντρου, ανέβαιναν από την Αθήνα ειδικά για να τον τιμήσουν πολλοί συνάδελφοί του, κονφερανσιέ, όπως ο Γιώργος Οικονομίδης, ο Όμηρος Αθηναίος, ο ΄Ικαρος κ.ά. Το τι ανέκδοτα και πειράγματα «πέφτανε» εκατέρωθεν δε λέγεται… Μερικές απ’ αυτές τις βραδιές παρέσερνα και τους γονείς μου και κλείνανε τραπέζι με τους φίλους τους.
Με τον ΄Αλκη αξιώθηκα να γνωρίσω και να απολαύσω από κοντά εξαίρετους καλλιτέχνες, τη Βέμπο, τον Μουζάκη, Τη Νέλλυ Μάνου, την …δις… γυναίκα του ( για όσους δεν ξέρουν : τη νυμφεύτηκε, χωρίσανε ...κι ύστερα από λίγα χρόνια εκείνη τον παντρεύτηκε, δεύτερη φορά ! ) Η Νέλλυ Μάνου ήταν αξεπέραστη σε τραγούδια «τζαζίστικα» με τις ορχήστρες Ρουχωτά και Μουζάκη. Τον Μαρούδα, το Γούναρη, τη Σούλη Σαμπάχ με τον άνδρα της, τον ηθοποιό Δημήτρη Νικολαϊδη, τον Αλέκο Σακελλάριο κ.ά.
Μετά… Μετά χαθήκαμε… Ήρθε η χούντα… «Δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε»… Ο Άλκης πήγε στην Αθήνα, στην Πάτρα. Ο Άλκης χάθηκε…
Καμιά φορά – σπάνια είναι αλήθεια, που κλείνω τα μάτια να χαλαρώσω, βρίσκομαι πάλι στο Λουξεμβούργο. Πάνω στο τραπέζι, σ’ ένα μπολ, βάζουνε ένα κομμάτι πάγο με λίγα καθαρισμένα αμύγδαλα και πλάι, σε λαδόκολλα, μια χούφτα αλάτι. Αριστερά μου βλέπω τους σκελετούς απ’ τα καϊκια στο καρνάγιο… Το πρόγραμμα ακόμα να αρχίσει. Με πλησιάζει ένας κύριος μ’ ένα πικρό χαμόγελο…. Με ελαφρά υπόκλιση βάζει στον αριστερό του ώμο ένα λευκό πανί, στηρίζει το βιολί κι αρχίζει να παίζει – λίγο φάλτσα... «Θα σε πάρω να φύγουμε»…
Είναι αργά, Τα φώτα χαμηλώνουν και σβήνουν. Πότε πέρασε η ώρα… Ο κόσμος άδειασε... Οι καλλιτέχνες έφυγαν.
( « Όλα φεύγουν, όλοι φεύγουν
που να πάρει ο διάβολος ! » ; όπως έλεγε ο Μίλτος Σαχτούρης. )