Χάρτης 57 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-57/afierwma/to-tileoptiko-stighma-toi-aleksandroi-kotzia
Θέλω να αφιερώσω αυτό μου το κείμενο στη μνήμη της Ελένης Αποστόλου-Κοτζιά,
συζύγου του Αλέξανδρου Κοτζιά και αγαπημένης φίλης και συναδέλφου μου
στο Διδασκαλείο της Νέας Ελληνικής Γλώσσας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ κατά την περίοδο 1993-2010.
___________
Εμβληματικός πεζογράφος της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, οξυδερκής κριτικός, υποψιασμένος μεταφραστής, στοχαστικός δοκιμιογράφος, απρόβλεπτος δραματουργός, μάχιμος πολίτης από την εφηβεία του ως τον πρόωρο θάνατό του, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, δεν μένει ασυγκίνητος από τις δυνατότητες της τηλεόρασης και δίνει έντονο παρών σε εκπομπές των δύο κρατικών τηλεοπτικών σταθμών της Μεταπολίτευσης. Σε αυτό το άρθρο θα επιχειρήσω να ιχνηλατήσω την –ανεξερεύνητη, θαρρώ, ως τώρα– παρουσία του Κοτζιά στην ελληνική τηλεόραση, με σημείο εκκίνησης το 1977 και σημείο λήξης το 1992, έτος του θανάτου του.[1]
Παραδόξως, το τηλεοπτικό «ντεμπούτο» του Αλέξανδρου Κοτζιά πραγματοποιείται διά της θεατρικής οδού: στις 1 Αυγούστου 1977 μεταδίδεται από την εβδομαδιαία εκπομπή της ΕΡΤ Το θέατρο της Δευτέρας τηλεοπτική παράσταση του (άπαιχτου μέχρι τότε από σκηνής) θεατρικού έργου του Ενοικιάζεται δωμάτιον μετ’ επίπλων, σε σκηνοθεσία και τηλεοπτική διεύθυνση Πέτρου Λεωκράτη, σκηνικά και κοστούμια Μανώλη Μαριδάκη και με μουσική επιμέλεια Ιφιγένειας Ευθυμιάτου-Σπύρου. Τους ρόλους υποδύονται, με σειρά εμφανίσεως, οι ηθοποιοί: Αθηνά Μιχαλακοπούλου, Λευτέρης Ελευθεριάδης, Βασίλης Μητσάκης, Μαρία Φωκά, Κική Διόγου, Άρης Βλαχόπουλος, Γιώργος Τζώρτζης, Θάνος Μαρτίνος, Ελένη Κισκύρα. Στο δελτίο τύπου που συνοδεύει τη μετάδοση της παράστασης, πέρα από τα ονόματα των συντελεστών, περιλαμβάνεται και ένα σύντομο κείμενο του Κοτζιά αναφορικά με το έργο που πρωτοδημοσιεύεται, σε τρεις συνέχειες, στο περιοδικό Νέα Πορεία της Θεσσαλονίκης το 1962:
Το Ενοικιάζεται δωμάτιον μετ’ επίπλων, γράφτηκε πριν από είκοσι σχεδόν χρόνια. Τούτο σημαίνει πως η υφή του έργου –διάθεση, ατμόσφαιρα, προβληματική, εκφραστική αντίληψη, γλώσσα, τεχνική– πρέπει να κοιταχτεί σε συνάρτηση όχι μόνο με το κλίμα της εποχής εκείνης, αλλά και με τη φάση που προσωπικά βρισκόμουν τότε.
Πιο συγκεκριμένα, το θεατρικό έργο γράφτηκε ταυτόχρονα με το μυθιστόρημα Ο Εωσφόρος. Ο τίτλος και μόνο του μυθιστορήματος δίνει, νομίζω, κάποια νύξη για την προσέγγιση του άκρατου δαιμονισμού που διέπει το κύριο πρόσωπο του θεατρικού έργου. Κατά κάποιο τρόπο, ο ήρωας του μυθιστορήματος και ο ήρωας του θεατρικού έργου, μολονότι εξωτερικά, κοινωνικά ή χαρακτηρολογικά δεν μοιάζουνε καθόλου, πνευματικά είναι δίδυμα αδέρφια. Προσωποποιούν και οι δύο κάποιες παραλλαγές σ’ ένα συνειδησιακό-υπαρξιακό πρόβλημα, που τότε με απασχολούσε εντονότατα. Υπάρχουν ακόμη και άλλες αντιστοιχίες ανάμεσα σ’ εκείνο το μυθιστόρημα και στο δράμα: λόγου χάρη, η εκφραστική ένταση, η ρηματική προβολή του ζητούμενου σε βάρος της έντεχνης απόκρυψης και υποβολής του, η προσήλωση στην παραδοσιακή τεχνική. Αν τα στοιχεία αυτά καταλογίζονται ως αρνητικά, τότε το φταίξιμο, εκτός από τη δική μου απειρία, έχω τη διάθεση να το φορτώσω και λιγάκι στον Ίψεν, που από την κοινωνική δραματουργία του «μυήθηκα» στα θεατρικά πράγματα.[2]
Στις 29 Νοεμβρίου 1977 χρονολογείται η πρώτη εμφάνιση του Αλέξανδρου Κοτζιά σε τηλεοπτική εκπομπή: ο συγγραφέας συμμετέχει, μαζί με τους εκδότες Νανά Καλλιανέση και Νίκο Καρύδη, στην εκπομπή της ΕΡΤ Θέματα και απόψεις, σε συζήτηση με θέμα «Πόσο διαβάζουν οι Έλληνες και τι διαβάζουν», με συντονιστή τον ιστορικό και δημοσιογράφο Παύλο Τζερμιά. Δυστυχώς, η εκπομπή δεν σώζεται στο αρχείο της ΕΡΤ, οπότε η μόνη εικόνα που μπορούμε να σχηματίσουμε είναι μέσα από δύο δημοσιεύματα. Το πρώτο δημοσίευμα –αρκετά προκατειλημμένο, στα όρια της εμπάθειας– προέρχεται από την εφημερίδα Ριζοσπάστης,[3] της οποίας ο ανώνυμος συντάκτης (με το αρχικό Σ.) δεν είναι πολύ θετικός στις κρίσεις του για την εκπομπή: αποφεύγει να αναφέρει τα ονόματα των τριών συνομιλητών (σημειώνοντας αόριστα ότι στη συζήτηση συμμετείχαν «δύο εκδότες» και «ένας δημοσιογράφος, πεζογράφος και κριτικός») και του συντονιστή («ένας δημοσιογράφος της ΕΡΤ και γνωστής πρωινής αθηναϊκής εφημερίδας») και θεωρεί ότι οι συμμετέχοντες αποδείχτηκαν κατώτεροι των προσδοκιών των τηλεθεατών, καθώς «μοιάζαν σαν να συζητούσαν πίσω από το συρματόπλεγμα της φυλακής, την ώρα του επισκεπτηρίου, μπροστά στον δεσμοφύλακα». Σύμφωνα με το άρθρο, οι συμμετέχοντες στην τηλεοπτική συζήτηση απεφάνθησαν ότι οι Έλληνες του 1977 διαβάζουν περισσότερο σε σχέση με την προχουντική περίοδο (αλλά «χωρίς τη βοήθεια των αριθμών της επιστημονικής στατιστικής»), επιχείρησαν αδόκιμη σύγκριση με κυκλοφοριακά επίπεδα ευρωπαϊκών χωρών με πληθυσμό ίσο ή μικρότερο της Ελλάδας (όπως η Σουηδία και η Νορβηγία) και προσπάθησαν να εντοπίσουν τις αιτίες της κακοδαιμονίας του ελληνικού βιβλίου (ακρίβεια της ζωής, έλλειψη ειδικής αγωγής μέσα κι έξω από το σχολείο, μέσα κι έξω από την οικογένεια, αναλφαβητισμός, έλλειψη δανειστικών βιβλιοθηκών στην Αθήνα και στην επαρχία), αλλά αποσιώπησαν τις πραγματικές αιτίες (κατά τον αρθρογράφο, τις τεράστιες ευθύνες του κράτους) και δεν αναφέρθηκαν στον αποκλεισμό λογοτεχνικών βιβλίων από βιβλιοθήκες και σχολεία. Ο αρθρογράφος χαρακτηρίζει τη συζήτηση «ανεύθυνη», παρά το γεγονός ότι συμμετείχαν σε αυτήν «υπεύθυνοι παράγοντες του βιβλίου στη χώρα μας» και καταλήγει στον ίδιο αφοριστικό τόνο:
Δεν ειπώθηκε η αλήθεια στη συζήτηση. Η ευθύνη βαραίνει τους δύο εκδότες και τον πεζογράφο, κριτικό και δημοσιογράφο που πήραν μέρος. Ο συντονιστής της συζήτησης, αυτό ήθελε, να ρίξει πάνω τους την ευθύνη. Γι’ αυτό κάλεσε αυτούς και όχι άλλους, εκπροσώπους, ας πούμε, σωματείων…
Το δεύτερο σχετικό δημοσίευμα είναι το επίσης αρνητικό κείμενο του Κώστα Πάρλα στην εφημερίδα Το Βήμα,[4] ο οποίος επικρίνει την προχειρότητα με την οποία, κατά τη γνώμη του, στήθηκε η συγκεκριμένη εκπομπή και εκφράζει την άποψη ότι «οι καλεσμένοι […], δύο από τους γνωστότερους εκδότες της Αθήνας και ένας κριτικός-συγγραφέας, έδωσαν την εντύπωση πως απλώς συζητούσαν μερικές λεπτομέρειες του προβλήματος, αποφεύγοντας την ουσία του και την καρδιά του». Ο Πάρλας θεωρεί ότι τα επιχειρήματα των συμμετεχόντων περί ανυπαρξίας προγραμματισμού στην παιδεία και έλλειψης βιβλιοθηκών δεν άγγιξαν τα πραγματικά αίτια του προβλήματος (που, κατά την προσωπική του άποψη, είναι η ανυπαρξία κρατικής πολιτικής στον τομέα του βιβλίου και η έλλειψη μέτρων για την οικονομική στήριξη του βιβλίου), βρίσκει τις απαντήσεις τους επιφανειακές και χωρίς στατιστικά στοιχεία και αναγνωρίζει ως ελαφρυντικό το γεγονός ότι δεν βοηθήθηκαν από τις ερωτήσεις του συντονιστή και, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει, μάλλον παραπλανήθηκαν, καθώς: «[…] κλήθηκαν στο γύρισμα της εκπομπής, χωρίς να το γνωρίζουν εκ των προτέρων. Βρέθηκαν μπροστά στις κάμερες, ενώ πήγαιναν νομίζοντας ότι θα κάνουν μια προσυνεννόηση απλώς για το μελλοντικό γύρισμα του προγράμματος».
Προσωπικό αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Κοτζιά πραγματοποιεί η εκπομπή Επιλογή στις 26 Σεπτεμβρίου 1978. Πρόκειται για τη μόνη τηλεοπτική εκπομπή της ΕΡΤ εκείνη την περίοδο που είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στο βιβλίο και φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή του Γιώργου Εμιρζά και τη σφραγίδα των Περικλή Αθανασόπουλου και Γιώργου Γαλάντη στην επιμέλεια. Το επεισόδιο δεν σώζεται στο αρχείο της ΕΡΤ, οπότε η μόνη πληροφόρηση για το περιεχόμενο προέρχεται από τα έντυπα της ημέρας. Σημειώνεται στην εφημερίδα Το Βήμα:
Η σημερινή επιλογή είναι αφιερωμένη στο συγγραφικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα πέντε μυθιστορήματα: Πολιορκία, Μια σκοτεινή υπόθεση, Ο Εωσφόρος, Η απόπειρα και Ο γενναίος Τηλέμαχος. Επίσης, έχει εκδώσει ένα θεατρικό έργο, το Ενοικιάζεται δωμάτιο μετ’ επίπλων, ενώ έχει παράλληλα μεταφράσει αρκετούς ξένους συγγραφείς. Κατά την περίοδο της δικτατορίας συμμετείχε στη συντακτική ομάδα που εξέδωσε τα 18 Κείμενα και τα Νέα Κείμενα, καθώς και στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού Η Συνέχεια. Εκτός από τον ίδιο, στην εκπομπή εμφανίζονται και μιλούν για το έργο του οι κριτικοί της λογοτεχνίας Αλέξανδρος Αργυρίου και Αλέξης Ζήρας. Η επιμέλεια της εκπομπής ανήκει στους Περικλή Αθανασόπουλο και Γιώργο Γαλάντη και η σκηνοθεσία στον Γιώργο Εμιρζά.[5]
Επιπρόσθετα, στην αναγγελία του τηλεοπτικού προγράμματος της εβδομάδας 24-30 Σεπτεμβρίου 1978 στην εφημερίδα Μακεδονία,[6] ο Κοτζιάς χαρακτηρίζεται ως «ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους πεζογράφους μας» και παρέχονται οι πρόσθετες πληροφορίες ότι «κράτησε για πολλά χρόνια την τακτική σελίδα της βιβλιοκριτικής σε δύο εφημερίδες» και ότι «από το 1975 επιμελείται τη Φιλολογική Καθημερινή». «Σημαντικό σύγχρονο πεζογράφο» αποκαλεί τον Κοτζιά και το σύντομο σημείωμα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία,[7] προσθέτοντας ότι το θεατρικό του έργο Ενοικιάζεται δωμάτιο μετ’ επίπλων μεταδόθηκε από την ΕΡΤ.
Τον Ιούλιο 1982, λίγους μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ και με τον Βασίλη Βασιλικό στη θέση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή και Υπεύθυνου Προγράμματος στην ΕΡΤ, ανακοινώνεται ότι το Δ.Σ. της ΕΡΤ δίνει την έγκρισή του για το γύρισμα 17 τηλεταινιών, οι περισσότερες από τις οποίες θα είναι βασισμένες σε λογοτεχνικά έργα. Μία από αυτές είναι και η Αντιποίησις αρχής, διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Κοτζιά, σε σκηνοθεσία του Ντίνου Κατσουρίδη.[8] Ωστόσο, η συγκεκριμένη ταινία δεν γυρίζεται ποτέ.
Η επόμενη τηλεοπτική εμφάνιση του Αλέξανδρου Κοτζιά χρονολογείται στις 16 Νοεμβρίου 1983, στο τρίτο επεισόδιο της εκπομπής της ΕΡΤ1 Θέματα και βιβλία,[9] που φέρει τον τίτλο «Θέλει αρετήν και τόλμη η ελευθερία» και είναι σκηνοθετημένο από τον Άρη Παπαθεοδώρου. Το επεισόδιο είναι αφιερωμένο στην επέτειο των δέκα ετών από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και αντιπαραθέτει λογοτεχνικά κείμενα με προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που αγωνίστηκαν στο Πολυτεχνείο: συγκεκριμένα ο Παύλος Ζάννας, στον ρόλο του συντονιστή, συζητά με τον Αλέξανδρο Κοτζιά για το μυθιστόρημά του Αντιποίησις αρχής, τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη για τη νουβέλα της Το μυστήριο, την Καίη Τσιτσέλη για το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα Η αρχαία σκουριά, αλλά και με δύο ανθρώπους που είχαν ζήσει τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ως φοιτητές, τον Αιμίλιο Καλιακάτσο, επιμελητή εκδόσεων το 1983 και κατόπιν εκδότη (Στιγμή), και τον Μήτσο (Δημήτρη) Παπαχρήστο, συνεργάτη του υφυπουργείου Νέας Γενιάς το 1983 και εκφωνητή του ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου, ενώ συμμετέχει και ο Γιώργος Χειμωνάς, που διαβάζει ένα απόσπασμα από το κείμενό του Ο γάμος. Η Μαρία Παπαδοπούλου, τηλεκριτικός της εφημερίδας Τα Νέα, δεν φείδεται επαίνων για το επεισόδιο σε κείμενό της για τα αφιερώματα των δύο κρατικών τηλεοπτικών σταθμών στην εξέγερση του Πολυτεχνείου:[10] το θεωρεί «το καλύτερο επετειακό πρόγραμμα απ’ όσα παρουσίασαν και τα δύο κανάλια», κάνει λόγο για «ενδιαφέρουσα συζήτηση, που διηύθυνε θαυμάσια ο Παύλος Ζάννας» και καταλήγει:
Έτσι, αντί μιας απλά ωραίας φιλολογικής βραδιάς διανοουμένων, είχαμε τη διασταύρωση ενός πολυδύναμου λόγου, που άνοιξε με την ανάγνωση αποσπάσματος από τον Γάμο του Χειμωνά, συνεχίστηκε με συζήτηση των Αλέξανδρου Κοτζιά, Καίης Τσιτσέλη και Μαργαρίτας Λυμπεράκη και σημαδεύτηκε από τις παρεμβάσεις των τότε φοιτητών Δημήτρη Παπαχρήστου και Αιμίλιου Καλιακάτσου. […] Η συμβολή των δύο νέων στη συζήτηση έκανε την εκπομπή αυτή να απογειωθεί πάνω από τα γνωστά και τετριμμένα, καθώς για πρώτη φορά επισημάνθηκαν άγνωστες ανθρώπινες όψεις της φοιτητικής εξέγερσης.
Αντιθέτως, ο Δημήτρης Δανίκας στον Ριζοσπάστη εκφράζει σοβαρές ενστάσεις αναφορικά με την αντιπροσωπευτικότητα των ομιλητών και των βιβλίων που παρουσιάστηκαν στην εκπομπή και αναρωτιέται γιατί δεν προσκλήθηκαν λογοτέχνες που βρέθηκαν στα γεγονότα ή γιατί, για παράδειγμα, δεν προσκλήθηκε και ο Γιάννης Ρίτσος, ενώ αφήνει ειρωνικές αιχμές κατά της Μαρίας Παπαθεοδώρου, επιμελήτριας της εκπομπής, του Άρη Παπαθεοδώρου, σκηνοθέτη της, και του Αλέξανδρου Αργυρίου, λογοτεχνικού συμβούλου της.[11]
Το συγκεκριμένο επεισόδιο δεν υπάρχει στο αρχείο της ΕΡΤ, αλλά είναι διαθέσιμο στο κανάλι των εκδόσεων Στιγμή στο youtube.[12]
Ο Παύλος Ζάννας θέτει εξαρχής το ζήτημα της «αλήθειας της λογοτεχνίας» σε σχέση με ένα τόσο συνταρακτικό γεγονός όπως η εξέγερση του Πολυτεχνείου και η Μαργαρίτα Λυμπεράκη αναφέρεται στο ζωντάνεμα του μύθου του τεμαχισμού και της νέας γέννησης που η ίδια είδε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και αξιοποίησε στο πεζογράφημά της Το μυστήριο και στη χρήση ντοκουμέντων (φωτογραφιών και αποσπασμάτων από κείμενα των εφημερίδων και από τις καταθέσεις των νέων που συμμετείχαν στην εξέγερση), ενώ ο Κοτζιάς ρωτάει τη συγγραφέα εάν τα αποσπάσματα από τις καταθέσεις διέθεταν την απαραίτητη γλωσσική ποιότητα για να χρησιμοποιηθούν ατόφια.[13]
Λαμβάνοντας ως αφορμή την παρατήρηση του Καλιακάτσου και του Παπαχρήστου ότι τα γεγονότα του Πολυτεχνείου έχουν τα χαρακτηριστικά μιας τραγωδίας, ο Κοτζιάς τους απευθύνει το ερώτημα εάν οι δυο τους, που ήταν μέσα στον χώρο του Πολυτεχνείου και διέθεταν μια επαρκή λογοτεχνική καλλιέργεια, είχαν ήδη τότε την αίσθηση μιας τραγωδίας ή διαμόρφωσαν αυτή την αντίληψη αργότερα, όταν διάβασαν το βιβλίο της Λυμπεράκη, και διερωτάται μήπως η λογοτεχνία έπαιξε τον ρόλο που ανέκαθεν παίζει, σημασιοδοτώντας τα γεγονότα· ο Παπαχρήστος απαντά ότι όσοι γράφουν και έχουν ζήσει τα γεγονότα από κοντά έχουν επηρεαστεί στη γραφή τους και η λογοτεχνία έχει αλλάξει από τότε. Ο Καλιακάτσος τονίζει την έγνοια των φοιτητών του Πολυτεχνείου για τη γλώσσα και τη συνδέει με τη φράση του Σολωμού «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;». Ο Κοτζιάς υποστηρίζει ότι όχι μόνο η έγνοια της ορθογραφίας αλλά και η έγνοια της ορθής γλωσσικής διατύπωσης φαίνονται στις εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου, γι’ αυτό και κατόπιν η λογοτεχνία τα χρησιμοποίησε ατόφια. Ο Παπαχρήστος, ως βασικός εκφωνητής, θυμάται ότι τις τελευταίες ώρες ο λόγος είχε γίνει «ποιητικός», άναρθρη κραυγή, χωρίς κείμενο, που προσπαθούσε να προκαλέσει συγκίνηση, όπως η λογοτεχνία. Ο Ζάννας υπογραμμίζει ότι στο τμήμα του βιβλίου της Λυμπεράκη με τον τίτλο «Αγώνας» ενσωματώνεται ο λόγος των φοιτητών και η συγγραφέας τονίζει ότι το αίτημα της ελευθερίας μετατρέπεται σε αίτημα εθνικής ανεξαρτησίας με τη Μεταπολίτευση. Η Τσιτσέλη αναφέρεται στο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα Η αρχαία σκουριά, όπου το κομμάτι που αναφέρεται στο Πολυτεχνείο καταλαμβάνει δέκα καίριες σελίδες και το όλο θέμα εισάγεται αθόρυβα και αφομοιώνεται μέσα στη ροή του μυθιστορήματος· συμπληρώνει ότι αρχικά η Δούκα είχε φτιάξει ένα κομμάτι εβδομήντα σελίδων, γραμμένο μια εβδομάδα μετά τα τραγικά γεγονότα, το οποίο σταδιακά μειώθηκε, και υποστηρίζει ότι η συγγραφέας δεν εκμεταλλεύτηκε τη δομή της τραγωδίας, σαν να μην ήθελε να το προβάλλει, «σαν να το φοβόταν», όπως λέει ο Κοτζιάς. Ο Παπαχρήστος υποστηρίζει την ανάγκη να βρεθεί ένας νέος λόγος που θα εκφράσει τα οράματα των νέων καιρών και ο Καλιακάτσος θυμάται ότι υπήρχε ήδη από τότε η αίσθηση ότι το Πολυτεχνείο θα παραμείνει σημείο αναφοράς και περιγράφει την έλευση των τανκς στον χώρο και τον κλοιό που στήνουν γύρω από τους φοιτητές με το σβήσιμο των φώτων, ενώ επισημαίνει ότι το πλούσιο υλικό που προσφέρει η δραματική αυτή στιγμή δεν έχει αξιοποιηθεί όσο θα έπρεπε στη λογοτεχνία. Με αφορμή παρατηρήσεις του Παπαχρήστου και του Καλιακάτσου για την αγωνιστική έξαρση, την έκσταση και τον ερωτισμό που κυριαρχούσαν στο Πολυτεχνείο, η Λυμπεράκη συνδέει το Πολυτεχνείο με τον Μάη του ’68. Περνώντας στο μυθιστόρημα του Κοτζιά Αντιποίησις αρχής, ο Ζάννας υπογραμμίζει ότι στην αποτύπωση του Πολυτεχνείου ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας χαφιές, ένας ελεύθερος σκοπευτής, που είναι υποχρεωμένος να πυροβολήσει, και ο Κοτζιάς επισημαίνει ότι όλο το βιβλίο είναι γραμμένο από τη «σκοπιά του χαφιέ» και τα τρία τμήματα του βιβλίου έχουν τους τίτλους των αντίστοιχων τριών μοιραίων ημερών των γεγονότων του Πολυτεχνείου («Τετάρτη», «Πέμπτη», «Παρασκευή»). Ο συγγραφέας της Αντιποίησεως αρχής υπενθυμίζει ότι ο ήρωάς του είναι ένας καταδότης, ένας άνθρωπος του υποκόσμου, ο οποίος χρησιμοποιείται από τις Δυνάμεις Ασφαλείας, και κατά τη διάρκεια των τριών αυτών ημερών οι διάφορες περιπλανήσεις του γύρω από τον χώρο δίνουν την ευκαιρία να αποδοθούν από την οπτική γωνία του τα γεγονότα του Πολυτεχνείου· επιπλέον διευκρινίζει ότι η αφήγηση δεν περιορίζεται στα γεγονότα του τριήμερου αλλά με τις αναδρομές φιλοδοξεί να δώσει τα τελευταία τριάντα χρόνια της ελληνικής ιστορίας,[14]
τον «Τριακονταετή Πόλεμο», όπως τον ονομάζει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.[15]
Προσθέτει δε ο Κοτζιάς ότι το βιβλίο αρχίζει να συλλαμβάνεται, να παίρνει κάποια μορφή πριν συμβούν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και βρίσκεται στο στάδιο της προεργασίας, όταν συμβαίνουν τα γεγονότα, τα οποία έρχονται να το «πήξουν», να του δώσουν το «δέσιμο» και τη δομή. Ο Ζάννας παρατηρεί ότι χρησιμοποιούνται στο βιβλίο του Κοτζιά και συνθήματα του Πολυτεχνείου και αποσπάσματα από ραδιοφωνικές εκπομπές του φοιτητικού σταθμού που μπαίνουν στο τελευταίο κομμάτι του βιβλίου, ενώ ο συγγραφέας συμπληρώνει ότι ενσωμάτωσε και αποκόμματα εφημερίδων αυτούσια και μελέτησε και φωτογραφίες από εκείνες τις ημέρες και σημειώνει ότι δεν επεδίωξε να δώσει μια ντοκουμενταρισμένη εξιστόρηση των γεγονότων, αλλά ότι το βιβλίο φιλοδόξησε να αποτελέσει ένα αρμολογημένο σύνολο ικανό να λειτουργήσει μόνο του και να αυτοτροφοδούνται τα μέρη του μεταξύ τους, έτσι ώστε να έχει τη ζωή που πρέπει να έχει ένα λογοτεχνικό κείμενο, γι’ αυτό και υπάρχουν σημεία όπου εσκεμμένα ξεφεύγει από την ακριβή περιγραφή των γεγονότων. Η Τσιτσέλη παρεμβαίνει για να σημειώσει ότι ο Κοτζιάς είναι ικανός να συλλάβει σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα, ακριβώς επειδή δεν είναι μετωπική η αντιμετώπισή του και το βιβλίο του θυμίζει αντικατοπτρισμό, καθώς ο αναγνώστης βλέπει το Πολυτεχνείο σε αντανάκλαση με μιαν άλλη ξένη επιφάνεια. Ο Καλλιακάτσος σημειώνει τη σημασία και τη μοναδικότητα του εγχειρήματος του Κοτζιά, καθώς οτιδήποτε έχει γραφεί για το Πολυτεχνείο έχει ως άξονα τους θετικούς χαρακτήρες των αγωνιστών και αναρωτιέται πώς ο Κοτζιάς, άνθρωπος ήπιος, ευγενικός, αγαπητός, μπήκε μέσα σε αυτό το τρομακτικό κλίμα των χαφιέδων και των ανθρώπων της χούντας και πώς «έπιασε» αυτόν τον χώρο, που δεν του ταιριάζει: ο Κοτζιάς απαντά ότι η λογοτεχνία έχει τις δικές της επιταγές, οι οποίες είναι άσχετες με την πραγματικότητα του προσώπου του συγγραφέα, και ότι όταν γράφει κανείς, μπαίνει σε άλλους δρόμους, σε άλλα κανάλια, ενώ σημειώνει ότι από την εποχή της Πολιορκίας του κάνουν αντίστοιχες ερωτήσεις και δράττεται της ευκαιρίας για να διευκρινίσει ότι άλλο πράγμα είναι το γράψιμο και άλλο πράγμα η προσωπικότητα του συγγραφέα ως ανθρώπου. Η Τσιτσέλη ρωτά τον Κοτζιά εάν αγάπησε τον Μένιο, τον κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου του Αντιποίησις αρχής και εκείνος απαντά ότι η σχέση με τον ήρωά του είναι σχέση μίσους και αγάπης, καθώς τον σιχάθηκε και τον συμπόνεσε και ίσως θα μπορούσε να πει ότι τον συγχώρεσε στο τέλος, πράγμα που ο Παπαχρήστος θεωρεί πολύ επικίνδυνο, γιατί όσο περνούν τα χρόνια δημιουργείται ένα κλίμα εξιλέωσης για τους βασανιστές και τους βιαστές· ο Κοτζιάς διευκρινίζει ότι το γεγονός ότι μπορεί να συγχωρεί τον ήρωά του δεν σημαίνει ότι του δίνει αμνηστία και ο Ζάννας σημειώνει ότι ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται το θέμα του ο Κοτζιάς του δίνει τραγική διάσταση, ενώ η Λυμπεράκη δείχνει μια φωτογραφία που περιλαμβάνεται στο Μυστήριο και που απεικονίζει τον Αλέξανδρο Παναγούλη ανάμεσα στους βασανιστές του σε μια συνέντευξη τύπου μετά την πτώση της χούντας, για να τονίσει την ιδιόμορφη σχέση που είχε αναπτυχθεί ανάμεσά τους και την αντιφατικότητα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και ο Κοτζιάς αναφέρεται στη σχέση δημίου και θύματος. Ο Καλιακάτσος αφηγείται τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο και ο Ζάννας επισημαίνει ότι στο βιβλίο του Κοτζιά υπάρχει η περιγραφή του πεζοδρομίου το πρωί με την γκρεμισμένη πύλη και το νερό που καθαρίζει τα αίματα. Ο Κοτζιάς επισημαίνει ότι όταν ένας συγγραφέας επιχειρεί να καταγράψει ένα γεγονός, είτε είναι η εξέγερση του Πολυτεχνείου είτε οι Ναπολεόντιοι Πόλεμοι είτε ο Τρωικός Πόλεμος, αναγκαστικά κάνει ορισμένες αφαιρέσεις, καθώς η λογοτεχνία και κάθε πνευματική εκδήλωση αποτελεί αφαίρεση, και κανένας δημιουργός δεν κάνει τις ίδιες αφαιρέσεις με τον άλλον, ενώ, κατά τη γνώμη του, το κύριο μέλημα του λογοτέχνη δεν είναι να αποδώσει ακριβώς τι έγινε –πράγμα που, ούτως ή άλλως, δεν μπορεί να αποδώσει ούτε ο ιστορικός–, αλλά το προϊόν, ο καρπός αυτής της αφαίρεσης να μπορεί να γίνεται δεκτός από τον αναγνώστη ως πραγματικό έργο τέχνης, το οποίο τον εισάγει σε μια κατάσταση, σε μιαν ατμόσφαιρα, σε αναφορές γεγονότων της ιστορίας και του ιδιωτικού βίου και αυτό το πράγμα να μπορεί να λειτουργεί μόνο του, να είναι ζωντανός οργανισμός. Το ίδιο πιστεύει ο Κοτζιάς ότι συμβαίνει και με τις φωτογραφίες: φωτογραφία από φωτογραφία είναι μια διαφορετική αφαίρεση. Υπάρχουν στη ζωή και στην Ιστορία πολύ τραγικά θέματα, υποστηρίζει ο συγγραφέας, το Πολυτεχνείο δεν είναι το άκρον άωτον της τραγικότητας, είναι μια μεγάλη στιγμή, έχει την ιδιοτυπία του και τον πνευματικό χαρακτήρα του, αλλά δεν είναι το μοναδικό γεγονός της ανθρωπότητας. Η Τσιτσέλη επισημαίνει το δίλημμα του συγγραφέα σε τέτοιες στιγμές: από τη μια θέλει να δώσει μαρτυρία, υπάρχει η επιταγή της μνήμης, αλλά από την άλλη υπάρχει και κάποιο δέος, που εκφράζει, κατά την άποψή της, πολύ καλά ο Χειμωνάς όταν λέει «κανείς να μην τολμήσει», επομένως ο συγγραφέας αισθάνεται λίγο σαν τυμβωρύχος ή ηδονοβλεψίας και αναρωτιέται εάν πρέπει να μιλήσει ή να προτιμήσει τη σιωπή: σε αυτό το δίλημμα ο Κοτζιάς θεωρεί απερίφραστα ότι ο συγγραφέας και, ευρύτερα, ο καλλιτέχνης, πρέπει να μιλήσει και ότι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει αυτά τα σοβαρά θέματα, δείχνοντας ότι δεν τα εμπορεύεται, αλλά τα βιώνει και πάσχει, είναι αυτό που διαφοροποιεί τον γνήσιο καλλιτέχνη από τον «μεταπράττη». Ο Ζάννας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν θα μπορέσει το Πολυτεχνείο να ζήσει έξω από τη λογοτεχνία όπως και η λογοτεχνία δεν θα μπορέσει ποτέ να καλύψει όλο το Πολυτεχνείο και να υποκαταστήσει τις μαρτυρίες αυτών που έζησαν τα γεγονότα, ωστόσο το μυθιστόρημα και η φωτογραφία περισώζουν την ατομικότητα της μνήμης. Η –ομολογουμένως εξαιρετικά πυκνή και σφιχτοδεμένη– εκπομπή κλείνει με τον Ζάννα να διαβάζει στίχους του Σεφέρη.
Την Τετάρτη 27 Ιουνίου 1984, στο πλαίσιο της σειράς της ΕΡΤ2 Ένας συγγραφέας ζητάει πρόσωπα, μεταδίδεται το επεισόδιο «Το εργαστήρι του Αλέξανδρου Κοτζιά», σε σενάριο και σκηνοθεσία του Μάκη Μωραΐτη και με τη συμμετοχή των ηθοποιών Νίκου Χύτα, Έρσης Μαλικένζου και Λάμπρου Κοτσίρη. Η σειρά αποτελείται από δέκα επεισόδια, το καθένα από τα οποία είναι αφιερωμένο σε έναν συγγραφέα, «επιχειρώντας να καταγράψει τον τρόπο γραφής του συγγραφέα και τους προσωπικούς του επηρεασμούς»[16] (τα υπόλοιπα επεισόδια είναι αφιερωμένα στους Πέτρο Αμπατζόγλου, Φίλιππο Δρακονταειδή, Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, Γιώργο Ιωάννου, Νίκο Χουλιαρά, Αριστείδη Νικολαΐδη, Καίη Τσιτσέλη, Χριστόφορο Μηλιώνη και Βασίλη Βασιλικό). Το επεισόδιο, δυστυχώς, δεν στάθηκε δυνατόν να εντοπιστεί στο αρχείο τηλεοπτικού προγράμματος της ΕΡΤ, οπότε αρδεύω πληροφορίες από τον Τύπο της εποχής:
Βασικό υλικό της ταινίας αποτέλεσε ο τρόπος που ο Αλέξανδρος Κοτζιάς γράφει τα μυθιστορήματά του. Στην εκπομπή επιχειρείται η δραματοποίηση ενός –του ίδιου– αποσπάσματος από το βιβλίο του Κοτζιά Ο γενναίος Τηλέμαχος, όπως ήταν στην πρώτη γραφή του και όπως έγινε στην τελική, που, όπως λέει ο συγγραφέας, ήταν περίπου η εικοστή. Από τη σύγκριση φαίνεται όλη η περιπέτεια για τη συγκέντρωση του υλικού των πληροφοριών, των ντοκουμέντων, και τις αλλαγές στο ύφος και στη γλώσσα.[17]
Στην εκπομπή Θέματα και βιβλία της ΕΡΤ1 επανεμφανίζεται ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, στο επεισόδιο της Τετάρτης 31 Ιουλίου 1985, αυτή τη φορά στον ρόλο του συντονιστή της συζήτησης με θέμα «Προβλήματα νέων πεζογράφων», σταθερά σε σκηνοθεσία του Άρη Παπαθεοδώρου. Συμμετέχουν ο Διονύσης Χαριτόπουλος, ο Πέτρος Τατσόπουλος και η Δέσποινα Τομαζάνη, οι οποίοι «αναφέρονται στις νεοτερικές αντιλήψεις στη σύγχρονη λογοτεχνία, στους τρόπους με τους οποίους οι ίδιοι έχουν συγκεντρώσει στα βιβλία τους τον παραδοσιακό ρεαλισμό και στα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ένας πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας, προκειμένου να εξασφαλίσει εκδότη για τα βιβλία του».[18] Η εκπομπή δεν υπάρχει στο αρχείο της ΕΡΤ.
Και πάλι στα Θέματα και βιβλία της ΕΡΤ1 και πάλι στον ρόλο του συντονιστή επανέρχεται ο Αλέξανδρος Κοτζιάς στο επεισόδιο της Τετάρτης 15 Ιανουαρίου 1986, με τίτλο «Μηχανισμοί του παραλόγου στο μεταπολεμικό μυθιστόρημα», και συνομιλητές τους Σπύρο Πλασκοβίτη (που αναλύει το μυθιστόρημά του Το φράγμα), Αντώνη Σαμαράκη (που αναλύει το μυθιστόρημά του Το λάθος), Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο (που παρουσιάζει το μυθιστόρημα του Άρη Αλεξάνδρου Το κιβώτιο) και Τάκη Καρβέλη (που σχολιάζει το μυθιστόρημα του Αντρέα Φραγκιά Λοιμός). Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Βασίλη Καββαθά στην εφημερίδα Τα Νέα,[19] που επικαλείται τρεις παράγοντες της εκπομπής, «αξιόπιστα πρόσωπα», όπως τους αποκαλεί, το επεισόδιο έχει ένα ενδιαφέρον και περιπετειώδες ιστορικό: το γύρισμά του πραγματοποιείται τον Οκτώβριο του 1984, προκαλώντας τον ενθουσιασμό των τεχνικών, που ισχυρίζονται ότι «ποτέ στο παρελθόν δεν είχε βγει εκπομπή τόσο ζωντανή –για το πρόγραμμα Θέματα και βιβλία», προγραμματίζεται αρχικά για τον Νοέμβριο του 1984, ύστερα για τον Μάιο του 1985, κατόπιν αναβάλλεται λόγω των εθνικών εκλογών του Ιουνίου 1985 και όταν οι συμμετέχοντες προσπαθούν να μάθουν την πραγματική αιτία των αλλεπάλληλων αναβολών εισπράττουν από παράγοντες της ΕΡΤ την απάντηση ότι «η εκπομπή έχει χαρακτηριστεί αναρχική, γι’ αυτό δεν μεταδίδεται!». Ούτε αυτό το επεισόδιο εντοπίστηκε στο αρχείο τηλεοπτικού προγράμματος της ΕΡΤ.
Εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Κοτζιά είναι το επεισόδιο της ημίωρης πολιτιστικής εκπομπής Περισκόπιο, που μεταδίδεται στις 27 Νοεμβρίου 1986 από την ΕΡΤ1. Οι συντελεστές του επεισοδίου είναι οι: Δέσποινα Καρβέλα (σκηνοθεσία), Κώστας Παπαγεωργίου (έρευνα-κείμενα-παρουσίαση), Φώτης Μητσιάκης (διεύθυνση φωτογραφίας), Αλέκος Παπαηλιού (μοντάζ), Διονύσης Ζουρμπάνος (διεύθυνση παραγωγής), Βάσω Κανελλοπούλου (συντονισμός εκπομπής). Ενδιαφέρουσα είναι η αναγγελία του προγράμματος σε ένα λακωνικό ανυπόγραφο σημείωμα στην εφημερίδα Τα Νέα:
Ο συγγραφέας Αλέξανδρος Κοτζιάς μιλάει σήμερα στο Περισκόπιο. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς μας πεζογράφους, που αναφέρεται στα γεγονότα που τον σημάδεψαν. Ο ποιητής και κριτικός Σπύρος Τσακνιάς επιχειρεί μια διεξοδική προσέγγιση στα μυθιστορήματά του (Πολιορκία, Ο γενναίος Τηλέμαχος, Αντιποίησις αρχής), σε μια συζήτηση με τον Κώστα Παπαγεωργίου.[20]
Ευτυχώς το επεισόδιο διασώζεται στο αρχείο τηλεοπτικού προγράμματος της ΕΡΤ[21] και αποτελεί μια πολύτιμη μαρτυρία για το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο Κοτζιάς το έργο του στην ηλικία των 60 ετών και πώς σχολιάζουν τη θεματική και την ποιητική του ο Κώστας Παπαγεωργίου και ο Σπύρος Τσακνιάς. Ο Κώστας Παπαγεωργίου στο άνοιγμα του επεισοδίου τονίζει ότι ο Αλέξανδρος Κοτζιάς γεννήθηκε, έζησε και ζει, έγραψε και γράφει στην Αθήνα και για την Αθήνα, καθώς αυτήν χαρτογραφεί ανθρωπολογικά, ιστορικά, κοινωνιολογικά και από αυτήν παίρνει το υλικό που του χρειάζεται, ενώ αναφέρει ότι τα μυθιστορήματά του αρχίζουν και συνεχίζουν με συνέπεια την καταγραφή των γεγονότων που σημάδεψαν το πρόσωπο της νεότερης ελληνικής ιστορίας και κοινωνίας. Κατόπιν εμφανίζεται ο Κοτζιάς καθισμένος στο γραφείο του, για να επιβεβαιώσει ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και έχει ζήσει όλα τα χρόνια του στην Αθήνα, με δύο σύντομες διακοπές, την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας και τον ενάμιση χρόνο μετά τη Μεταπολίτευση που εργάστηκε στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου· όλη του η ζωή, τονίζει, είναι «ζυμωμένη» με την Αθήνα, σε βαθμό που δεν μπορεί να γράψει έξω από την Αθήνα. Είναι πολύ φυσικό λοιπόν, συνεχίζει ο συγγραφέας, τα επτά μυθιστορήματα που έχει γράψει μέχρι τότε να εκτυλίσσονται στην Αθήνα, το κέντρο της μυθιστορηματικής ανάπτυξης να είναι η Αθήνα. Ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι όταν λέει Αθήνα, εννοεί την Αθήνα των εφηβικών και νεανικών του χρόνων, μια πόλη πολύ πιο μικρή και πιο ήσυχη από τη σημερινή, πολύ πιο «επαρχιακή». Πέντε από τα μυθιστορήματά του λοιπόν εκτυλίσσονται στην Αθήνα των δεκαετιών του ’40 και του ’50, η Αντιποίησις αρχής εκτυλίσσεται στο 1973, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, και η Φανταστική περιπέτεια στο 1983, ενώ αυτό που γράφει την εποχή που γυρίζεται η εκπομπή (1986) τοποθετείται και πάλι στην Αθήνα του ’50.[22] Ο Παπαγεωργίου εμφανίζεται ξανά για να υπογραμμίσει τη σημαντική προσφορά του Κοτζιά και στον χώρο της κριτικής και της μετάφρασης (τρία βιβλία με κριτικά σημειώματα και μια πολύπλευρη μεταφραστική εργασία, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, Dostoevsky, Kafka, Finlay, Pavese, Koestler κ.ά.). Ο Τσακνιάς στέκεται σε δύο δεσπόζουσες της πεζογραφίας του Κοτζιά, την πολιτική (όχι με την έννοια του πολιτικού κηρύγματος, αλλά με την έννοια ότι κυριαρχεί μέσα στο έργο του η πολιτική εμπειρία μιας εποχής, καθώς ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά και έζησε τα καθοριστικά για τον τόπο γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου, που αποτελούν τον κύριο κορμό κάποιων έργων του και μέσα από αυτόν προσπαθεί να διερευνήσει τα αίτια, τα βαθύτερα ανθρώπινα κίνητρα που οδήγησαν στην καταστροφή του τόπου) και έναν γενικότερο ηθικό και υπαρξιακό προβληματισμό, που συνδέεται με την απόδοση του κακού και της παραφροσύνης της εποχής και έχει και ντοστογιεφσκικές απηχήσεις, πράγμα που φαίνεται ήδη από την Πολιορκία το 1953 (μυθιστόρημα που καλύπτει τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, με ήρωα έναν «μπουραντά», μέσα από τον οποίο φωτίζεται το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής) και κλείνει τον «Τριακονταετή Πόλεμο» με την Αντιποίησι αρχής (με έναν ήρωα αντίστοιχου φυράματος με τον ήρωα της Πολιορκίας και φόντο την εξέγερση του Πολυτεχνείου). Ο Τσακνιάς επισημαίνει ότι όλα αυτά τα κομβικά ιστορικά γεγονότα τα βλέπει ο Κοτζιάς μέσα από τα μάτια αρνητικών ηρώων, καθαρμάτων του μεταπολεμικού παρακράτους, προσπαθώντας να κατανοήσει τους μηχανισμούς της λειτουργίας του και δίνοντας στα ιστορικά δρώμενα της εποχής μια δραματική διάσταση. Προβάλλεται φωτογραφικό υλικό από την Αθήνα της Κατοχής και επανεμφανίζεται ο Κοτζιάς, ο οποίος εξομολογείται ότι όταν τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε κυριευτεί από ένα τρομακτικό αίσθημα ενοχής, σαν να είχε σκοτώσει ο ίδιος όλα αυτά τα εκατομμύρια ανθρώπων, και αυτή η ψυχική κατάσταση βρήκε το σύμβολό της στο Άουσβιτς, που μπήκε στη ζωή του διπλά, σαν να ήταν έγκλειστος και δήμιος ταυτόχρονα, αίσθημα που μεταφράστηκε σε μια πολύχρονη προσωπική κρίση, μια αντιδικία με την Ιστορία, με τον φόνο που είναι συνυφασμένος με το ιστορικό γίγνεσθαι, και, από την άποψη αυτή, θεωρούσε και θεωρεί τον εαυτό του θύμα πολέμου. Στην εφηβεία του και στην πρώτη νεότητά του αποφασίζει ότι ήθελε να γίνει πεζογράφος και τότε κάνει τις πρώτες του προσπάθειες να γράψει μυθιστόρημα. Ο πεζογράφος προσθέτει ότι σε όλα του τα βιβλία υπάρχει κάποιο μότο, εκτός από την Πολιορκία, όπου βρήκε το μότο αλλά όχι την παραπομπή και τελικά δεν το έβαλε («θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατο») και ισχυρίζεται ότι αντιμετώπισε την Πολιορκία σαν το βιβλίο όπου ένας άνθρωπος ξέρει ότι είναι καταδικασμένος να πεθάνει και ότι λόγω συγκυριών δεν έχει καμία ελπίδα σωτηρίας και προσθέτει ότι αντιμετώπισε τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ θύματος και θύτη, τη διαλεκτική σχέση που υπάρχει πάντα ανάμεσα σε κάποιον άνθρωπο που σκοτώνεται και κάποιον που σκοτώνει· αυτό δεν μπήκε στα βιβλία του με κάποιο αφηρημένο σχήμα, αλλά βιωματικά, με την ειδεχθέστερη μορφή του πολέμου, τον Εμφύλιο. Ένα άλλο στοιχείο είναι το σύνθημα «Θάνατος!». Σε μια σειρά από συνεχόμενα έργα ο συγγραφέας αποτύπωσε αυτό που στο Αντιποίησις αρχής ονόμασε «Τριακονταετή Πόλεμο» και αναρωτιέται με αγωνία εάν ήταν μόνο τριακονταετής ο πόλεμος αυτός και εάν έληξε. Κατά τον Τσακνιά, ένα μεγάλο μέρος της πεζογραφίας απέφυγε να δει κατάματα αυτές τις αρνητικές εξελίξεις, τις έκρινε δυσάρεστες, αλλά αμφιβάλλει εάν η πεζογραφία αντιμετώπισε αυτήν την ασχήμια, καθώς, κατά την άποψή του, μάλλον ετράπη προς τη νοσταλγία του χαμένου κόσμου· ωστόσο ο Κοτζιάς, συνεχίζει ο Τσακνιάς, είχε την τόλμη να δει κατάματα αυτήν την πραγματικότητα, λ.χ. στον Γενναίο Τηλέμαχο, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά του μυθιστορήματα, όπου έχουμε την ιστορία του νεαρού Πέτρου Παπαλουκά, που επιστρέφει από τον πόλεμο και βρίσκει ένα σπίτι διαλυμένο, τον πατέρα και τον θείο του να έχουν αποδυθεί σε ένα όργιο κερδοσκοπίας, μέσω οικοδομικών επιχειρήσεων και άλλων αναπτυξιακών οργασμών, και τελικά βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν κόσμο στον οποίο δεν μπορεί να προσαρμοστεί και καταλήγει σε ένα είδος σχιζοφρένειας –είναι χαρακτηριστικό ότι ένας από τους ελάχιστους θετικούς ήρωες του Κοτζιά καταλήγει σχιζοειδής, λόγω αδυναμίας προσαρμογής. Στη Φανταστική περιπέτεια, προσθέτει ο Τσακνιάς, παρουσιάζεται μια άλλη πλευρά του μεταπολεμικού βίου: ο Αλέξανδρος Καπάνταης δεν προέρχεται από τους υπονόμους του παρακράτους αλλά από τα κανάλια της παρακουλτούρας, αποτελώντας μια ακραία καρικατούρα κούφιου ανθρώπου που θέλει να παραστήσει τον πνευματικό άνθρωπο,[23] μέσα από το παράδειγμα του οποίου ο Κοτζιάς χλευάζει κατάπτυστα και ενοχλητικά φαινόμενα της πολιτιστικής και της ευρύτερης δημόσιας ζωής.[24] Στη συνέχεια ο Κοτζιάς αναφέρεται στην πρόσληψή του από την κριτική ως πολιτικού συγγραφέα: δεν έχει λόγους να το αμφισβητήσει, ωστόσο επισημαίνει ότι δεν ήταν αυτή αρχικά τουλάχιστον η πρόθεσή του και ότι έφτασε σε μια βαθμιαία συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας, καθώς εκείνο που από την αρχή φιλοδόξησε να αποδώσει ήταν η ανθρώπινη κατάσταση σε ακραίες εντάσεις, ο προβληματισμός απάνω στον άνθρωπο-φονιά και στον άνθρωπο-θύμα, η επίλυση ορισμένων υπαρξιακών αποριών, ο τύπος ανθρώπου που είχε χαρακτηριστεί από τον ίδιο «ο Εσταυρωμένος Κάιν». Πάντως, συνεχίζει ο πεζογράφος, επειδή αυτό που μετράει είναι η γνώμη των άλλων πάνω στο έργο ενός συγγραφέα και όχι η συγγραφική πρόθεση, φαίνεται ότι τοποθετώντας αυτήν την «ανθρωπολογία» του μέσα σε χρόνο και τόπο καθοριστικά για τη μοίρα των ανθρώπων και παρακολουθώντας τους μετασχηματισμούς που επέφερε ο χρόνος σε αυτόν τον τόπο, τελικά τα δύο αυτά στοιχεία, που εκείνος τα θεωρούσε μόνο πλαίσιο αυτών που γράφει, απέκτησαν εντέλει άλλη σημασία, σύμφωνα με την κριτική· αυτό το συνειδητοποίησε την εποχή που ήταν σαράντα ετών, όταν έγραφε την Απόπειρα, που συνέπεσε με τη βιωματικά νέα αίσθηση του χρόνου που απέκτησε και με την αλλαγή της μυθιστορηματικής τεχνικής του, την αποδοχή περισσότερων νεοτερικών στοιχείων στη γραφή του, και κατάλαβε ότι αν θέλει ένας συγγραφέας να μιλήσει για τον άνθρωπο πρέπει να τον εντάξει σε ορισμένο περιβάλλον, οπότε και ανακάλυψε τη γοητεία του ίδιου του πλαισίου. Σε ερώτηση εάν είναι πολιτικός ή υπαρξιακός πεζογράφος, καταλήγει ο Κοτζιάς, μπορεί να απαντήσει μόνον έμμεσα, θυμίζοντας ότι στην Απόπειρα υπάρχει ήρωας που έχει υποβάλει ένα υπόμνημα, όπου διατυπώνεται το μοναδικό αίτημα της ανθρωπότητας, να μας γίνει γνωστός ο λόγος της ύπαρξής μας.
Η πρώτη εμφάνιση του Αλέξανδρου Κοτζιά στη μακρόβια πολιτιστική εκπομπή Παρασκήνιο[25] καταγράφεται στο επεισόδιο το οποίο μεταδίδεται από την ΕΤ1 την Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 1987 και το οποίο έχει θέμα «χριστουγεννιάτικο»: ο Κοτζιάς, η Διδώ Σωτηρίου, ο Τίτος Πατρίκιος και ο Μένης Κουμανταρέας μιλούν για τα «καλύτερα» και τα «χειρότερα» Χριστούγεννα που έχουν ζήσει.[26] Για μιαν ακόμη φορά, η εκπομπή δεν στάθηκε δυνατόν να εντοπιστεί στο αρχείο τηλεοπτικού προγράμματος της ΕΡΤ.
Ο Κοτζιάς εμφανίζεται φευγαλέα σε επεισόδιο της εκπομπής Ομιλείτε Ελληνικά;, που μεταδίδεται από την ΕΤ1 στις 2 Μαρτίου 1988, απαντώντας σε έρευνα σχετικά με τη γλώσσα της λογοτεχνίας. Δυστυχώς, ολόκληρη η σειρά (που παρουσιάζει η Λιάνα Κανέλλη, με επιστημονικό σύμβουλο τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη, καθηγητή Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του ΕΚΠΑ) έχει διαγραφεί και έτσι από τη σύντομη αυτή τηλεοπτική εμφάνιση του Κοτζιά δεν διασώζεται τίποτα, πέρα από τις προσωπικές χειρόγραφες σημειώσεις του, που εντοπίζονται στο αρχείο του.[27]
Με την ιδιότητα του κριτικού λογοτεχνίας, ο Κοτζιάς συμμετέχει στο τέταρτο επεισόδιο της σειράς Αντιθέσεις (πρόκειται για σειρά εκπομπών λόγου που ασχολείται με θέματα τέχνης, φιλοσοφίας και λογοτεχνίας), το οποίο είναι αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και μεταδίδεται από την ΕΤ2 τη Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 1988.[28] Το επεισόδιο επιχειρεί μια συνολική αποτίμηση του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, με αφορμή τη νέα πεντάτομη κριτική έκδοση των Απάντων του, σε επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου. Στη συζήτηση, την οποία συντονίζει ο Παύλος Ζάννας, λαμβάνουν μέρος ο Κοτζιάς (βαθύς γνώστης και μελετητής του έργου του Παπαδιαμάντη),[29] ο Δημήτρης Πλάκας, ο Δημήτρης Μαυρόπουλος και ο Ζέφυρος Καυκαλίδης. Η σκηνοθεσία και η επιμέλεια της εκπομπής ανήκει στον Άρη Παπαθεοδώρου, ενώ σύμβουλος είναι ο Αλέξης Ζήρας. Η εκπομπή υπάρχει στο αρχείο τηλεοπτικού προγράμματος της ΕΡΤ.[30] Ο Ζάννας θέτει το ερώτημα της συζήτησης «Πώς βλέπουμε σήμερα τον Παπαδιαμάντη», δανειζόμενος τον τίτλο καταστατικού άρθρου που έγραψε ο Τέλλος Άγρας το 1936.[31] Η συζήτηση ξεκινά από την κριτική έκδοση των Απάντων, που ξεκίνησε, όπως λέει ο Μαυρόπουλος, το 1978 και ολοκληρώθηκε το 1988, χάρη στον κομβικό ρόλο του Τριανταφυλλόπουλου, και συνεχίζεται με απαρίθμηση των εκδοτικών περιπετειών του συγγραφέα και αναφορά στην προσπάθεια αποκατάστασης του αρχικού κειμένου. Ο Ζάννας επισημαίνει την έλλειψη χειρογράφων του Παπαδιαμάντη και το γεγονός ότι το έργο του είναι διάσπαρτο σε εφημερίδες και περιοδικά και ο Κοτζιάς κάνει την πρώτη του παρέμβαση στη συζήτηση, για να υπογραμμίσει ότι πολλές από τις πρώτες δημοσιεύσεις έργων του Παπαδιαμάντη έχουν χαθεί και να αναφερθεί στις σοβαρές ελλείψεις του αρχείου των εφημερίδων και στην ύπαρξη τεσσάρων ακόμη διηγημάτων τα οποία ο Τριανταφυλλόπουλος γνωρίζει αλλά δεν μπόρεσε να τα εντοπίσει και δημοσιεύει μόνο τους τίτλους τους. Ο Ζάννας κάνει αναδρομή στην εκδοτική ιστορία του Παπαδιαμάντη, ο Μαυρόπουλος υπενθυμίζει κάποιες προσπάθειες που δεν τελεσφόρησαν και ο Πλάκας αναφέρεται στην ένταξη του Παπαδιαμάντη στις λαϊκές εκδόσεις του Σαλίβερου. Ο Ζάννας αναφέρεται στην ευρεία απήχηση του Παπαδιαμάντη και ο Κοτζιάς θυμίζει την εκπληκτική υποδοχή της εκδόσεως των Απάντων του από τον Γιώργο Βαλέτα το 1954 –είχε ακουστεί ότι η κυκλοφορία τους, σε μορφή εβδομαδιαίων φυλλαδίων, είχε φτάσει τα 60.000 αντίτυπα. Ο Πλάκας αναρωτιέται ποιος ήταν ο αποδέκτης του έργου του Παπαδιαμάντη την εποχή που ζούσε (αναγνώστης της εφημερίδας που θα είναι αστός, εγγράμματος, οπαδός της καθαρεύουσας, αλλά και ο δημοτικιστής από το 1890 και εξής) και επισημαίνει ότι στη δεκαετία του ’30 δεν διαβαζόταν ιδιαίτερα· η προσωπική μαρτυρία του Κοτζιά είναι ότι όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’30 αναζήτησε έργα του Παπαδιαμάντη, τα βρήκε όχι σε βιβλιοπωλεία αλλά σε παλαιοπωλεία. Ο Κοτζιάς, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Ζάννα, υποστηρίζει ότι η επικριτική θέση του Κ.Θ. Δημαρά για τον Παπαδιαμάντη, όπως εκφράζεται στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκφράζει και την ευρύτερη στάση της περιόδου του Μεσοπολέμου, και επισημαίνει ότι ο Παπαδιαμάντης ξανακερδίζει το αναγνωστικό κοινό τη δεκαετία του ’50 με την έκδοση Βαλέτα· πιστεύει ότι πέρα από την επικρατούσα γνώμη της γενιάς του ’30, που ήταν κατεστημένο, γίνεται ένα «δημοψήφισμα» με την τεράστια επιτυχία της συγκεκριμένης έκδοσης και ο Παπαδιαμάντης μπαίνει στη ζωή της νεότερης γενιάς (της γενιάς του Κοτζιά) και στη ζωή των παιδιών τους, παρά τους τεράστιους μετασχηματισμούς που έχουν μεσολαβήσει. Αν περιοριστεί κανείς στο αφηγηματικό έργο του Παπαδιαμάντη, σημειώνει ο Κοτζιάς, έχει να κάνει με κείμενα που γράφτηκαν πριν από 110 χρόνια, με έναν συγγραφέα που μπαίνει στην ουσιαστική φάση του το 1885 όταν εγκαταλείπει το ιστορικό μυθιστόρημα και περνά στη νουβέλα και στο διήγημα, με κείμενα που εξακολουθούν να είναι ζωντανά και να απασχολούν τον αναγνώστη, παρά τις αλλαγές στις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες της Ελλάδας, στη γλώσσα, στους πνευματικούς προσανατολισμούς, στην άμβλυνση του θρησκευτικού αισθήματος και τη μετάβαση από την παραδοσιακή πεζογραφία σε νεοτερικές πεζογραφικές αντιλήψεις, και τα διηγήματά του συνεχίζουν να έχουν απήχηση (εξαιρεί τα ιστορικά του μυθιστορήματα, διότι θεωρεί ότι δεν θα απασχολούσαν τους νεότερους εάν ο Παπαδιαμάντης δεν είχε καθιερωθεί). Ο Καυκαλίδης σημειώνει ότι κάποιες από τις σκέψεις του Παπαδιαμάντη πάνω σε ιστορικά ζητήματα παραμένουν επίκαιρες, καθώς και ότι ο νησιωτικός χώρος δεν έχει αλλάξει τόσο πολύ τα τελευταία 100 χρόνια, άποψη με την οποία συμφωνεί και ο Κοτζιάς, για να προσθέσει ότι και τα αθηναϊκά διηγήματα συνεχίζουν να παρουσιάζουν ανάλογο ενδιαφέρον, γιατί, κατά τη γνώμη του, ο Παπαδιαμάντης, αν και μη Αθηναίος, αναδείχτηκε στον σπουδαιότερο Αθηναιογράφο του περασμένου αιώνα. Ο Πλάκας θυμίζει ότι στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον Παπαδιαμάντη το 1941 επιφυλακτικοί ήταν οι κοινωνιολόγοι και όχι οι πεζογράφοι, ενώ ο Μαυρόπουλος σχολιάζει με χαρά ότι νέοι άνθρωποι και ειδικά φοιτητές αγοράζουν τη νέα έκδοση των παπαδιαμαντικών Απάντων, και επίσης γίνεται αναφορά στην επιφυλακτική στάση της Αριστεράς αλλά και των ευσεβιστικών ρευμάτων απέναντι στον Παπαδιαμάντη. Ο Κοτζιάς θέτει το ερώτημα μήπως η επιβίωση του Παπαδιαμάντη οφείλεται στο γεγονός ότι είναι πολύ μεγάλος πεζογράφος και υπερβαίνει όλα τα παραπάνω και οι αναγνώστες, από τη μια γενιά στην άλλην, μεταδίδουν αυτήν την εμπειρία, γιατί είναι ένας πεζογράφος μεγάλου διαμετρήματος και όλη η ιδεολογία είναι διατυπωμένη κατά έναν τρόπο αισθητικά εξαίρετο. Ο Ζάννας αναφέρεται στο βιβλίο του Παν. Μουλλά για τον Παπαδιαμάντη[32] και θεωρεί ότι και αυτό με τον τρόπο του, παρά τις ενστάσεις που έχουν εκφραστεί, προωθεί τις παπαδιαμαντικές σπουδές και ο Καυκαλίδης υποστηρίζει ότι η θεματική και ο τρόπος γραφής του συγγραφέα έχουν μια διαχρονικότητα. Ο Ζάννας αναφέρεται στην κριτική πρόσληψη του Παπαδιαμάντη και υποστηρίζει ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια πιο νηφάλια και κειμενοκεντρική προσέγγιση του έργου του, ενώ ο Καυκαλίδης τονίζει τις πολλαπλές οπτικές γωνίες από τις οποίες μπορεί να προσεγγίσει ένας μελετητής το έργο του. Ο Πλάκας εξηγεί τη δική του θεώρηση του Παπαδιαμάντη ως συγγραφέα που ισορροπεί μεταξύ μιας ρεαλιστικής καταγραφής και μιας νοσταλγικής ματιάς, που αποφεύγει την ψυχρότητα του ρεαλισμού και τις υπερβολές του ρομαντισμού, ξεπερνώντας τις αδυναμίες που του επέβαλε ο τόπος του. Ο Καυκαλίδης αναρωτιέται γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν είχε τόσο μεγάλη επιτυχία στο μυθιστόρημα και ο Ζάννας επισημαίνει ότι οι επικριτές του Παπαδιαμάντη τον κατηγόρησαν για το γεγονός ότι είχε τυποποιημένες μορφές. Ο Κοτζιάς θυμίζει ότι ο Παπαδιαμάντης θύμωσε όταν παραλληλίστηκε με τον Dickens, τον Poe και τον Balzac και πιστεύει ότι είναι ένας συγγραφέας που παρουσιάζει εξέλιξη, αφού περνώντας από το ιστορικό μυθιστόρημα στο διήγημα με πλοκή, με περιπέτεια, βαθμιαία κατακτά μια δική του τεχνική όπου εξοβελίζει το περιττό για να μείνει σε αυτό που ο ίδιος θεωρεί ουσιώδες, εκείνο που, κατά τον Ελύτη, συγκροτεί τη «μαγεία του Παπαδιαμάντη» ή εκείνο που οι παλαιότεροι (Φώτος Πολίτης, Σπύρος Μελάς) αποκάλεσαν «μουσική διάθεση του Παπαδιαμάντη» ή την ικανότητά του να δημιουργεί, κατά τον Ξενόπουλο, μια «διάθεση» στον αναγνώστη· θεωρεί ότι η σημερινή κριτική πρέπει να καταπιαστεί ξανά με τα κείμενα αυτά και να βρει τι συγκινεί σήμερα, ίσως η δομή τους, η συνειρμική αφήγηση, το γεγονός ότι αφήνεται και κάνει παρεκβάσεις και δεν μένει στην αφηγηματική οικονομία, στοιχείο που, κατά τον Κοτζιά, είναι η δύναμή του. Ο Πλάκας συγκρίνει τη Φόνισσα με διηγήματα του Chekhov, ενώ ο Ζάννας συνδέει το έργο με σύγχρονα μυθιστορήματα από πλευράς αφηγηματικής τεχνικής. Ο Κοτζιάς υπενθυμίζει το διήγημα «Αλαφροΐσκιωτοι», όπου ένας μυλωνάς χάνεται την παραμονή των Χριστουγέννων και μπαίνει σε ένα ερημοκκλήσι όπου εμφανίζεται μια οπτασία, διήγημα στο οποίο υπάρχει ένα από τα ζωντανότερα φαγοπότια που έχει αποδώσει ο Παπαδιαμάντης και πιστεύει δεν έχουν μελετηθεί τα φαγητά που αναφέρει ο Σκιαθίτης συγγραφέας, δηλώνοντας ότι πρόκειται για δείγματα συγγραφικής ιδιοφυίας. Ο Ζάννας αναφέρει τα βιβλία του Γιώργου Κεχαγιόγλου[33] και της Γεωργίας Φαρίνου-Μαλαματάρη[34] ως δείγματα μελετών νεοελληνιστών της νεότερης γενιάς που ασχολούνται με τη μυθιστορηματική τεχνική του Παπαδιαμάντη και ο Κοτζιάς τονίζει την ανάγκη να μελετηθεί ο χώρος στο σύνολο του έργου του Σκιαθίτη συγγραφέα. Η εκπομπή κλείνει με την ευχή να βρεθούν και άλλα χειρόγραφα του Παπαδιαμάντη και να γίνουν αξιόλογες μελέτες στο μέλλον μέσα από τις οποίες θα καταστεί ακόμη πιο απολαυστική η ανάγνωση έργων του.
Στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη αλλά και στη φιλόξενη εκπομπή Παρασκήνιο
επιστρέφει ο Κοτζιάς για την επόμενη τηλεοπτική εμφάνισή του: συμμετέχει, μαζί με τον Μένη Κουμανταρέα και τον Γιώργο Χειμωνά, σε ένα επεισόδιο αφιερωμένο στο διήγημα του Σκιαθίτη συγγραφέα «Έρωτας στα χιόνια», το οποίο μεταδίδεται τα Χριστούγεννα του 1988 από την ΕΤ1[35]
και, ευτυχώς, σώζεται στο αρχείο τηλεοπτικού προγράμματος της ΕΡΤ.[36]
Το επεισόδιο είναι σκηνοθετημένο από τον Λάκη Παπαστάθη, με διευθυντή φωτογραφίας τον Γιώργο Πουλίδη, διευθυντή παραγωγής τον Γιάννη Ηλιόπουλο και βοηθό σκηνοθέτη την Κατερίνα Ευαγγελάκου, ενώ η έρευνα είναι του Τέλη Σαμαντά. Ο καθένας από τους τρεις πεζογράφους διαβάζει αποσπάσματα από το συγκεκριμένο διήγημα και ταυτόχρονα παραθέτει τις απόψεις του για τη γλώσσα, τα πρόσωπα, τους χαρακτήρες του διηγήματος και για το πώς παρουσιάζεται ο ίδιος ο συγγραφέας μέσα σε αυτό.
Πριν αναφερθώ αναλυτικά στις απόψεις που εκφράζει ο Κοτζιάς για τον Παπαδιαμάντη σε αυτήν την εκπομπή, θα αναφερθώ συνοπτικά στις θέσεις των δύο ομοτέχνων του. Ο Χειμωνάς περιλαμβάνει τον Παπαδιαμάντη, μαζί με τον Σολωμό της Γυναίκας της Ζάκυθος και τον Μακρυγιάννη, στην τριάδα των κορυφαίων πεζογράφων της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σε μια μεγάλη λογοτεχνία που ταυτίζεται, κατά τη γνώμη του, με την εθνική λογοτεχνία, και θεωρεί ότι η φόρμα του διηγήματος ταιριάζει στο παροξυσμικό του νεοελληνικού ψυχισμού και το συγκεκριμένο διήγημα, όπως και τα περισσότερα του συγγραφέα, αποτελεί «περίληψη ζωής»· επιπλέον ισχυρίζεται ότι ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί το μεθύσι για να τοποθετήσει τον ήρωά του σε αυτή τη διάσταση της απελευθέρωσης και της έκστασης και διατείνεται ότι ο μόνος τρόπος να φτάσει ο ήρωας, ο μπαρμπα-Γιαννιός, σε μια δικαίωση και υπέρβαση είναι μέσα από τα όνειρα, που αποτυπώνουν τον έρωτα και τον εξαγνισμό. Ο Κουμανταρέας ανατρέχει στις παιδικές του μνήμες από τον Παπαδιαμάντη, θυμάται ότι χριστουγεννιάτικα και πασχαλινά διηγήματά του περιλαμβάνονταν στα αναγνωστικά του σχολείου, στοιχείο που λειτουργούσε ανασταλτικά ως προς την αποδοχή του συγγραφέα από τη νέα γενιά, ωστόσο ο «Έρωτας στα χιόνια» διαφοροποιείται, αφού είναι ένα διήγημα πένθιμο, βυθισμένο στο χιόνι, δημοσιευμένο την Πρωτοχρονιά του 1896, έτος της διεξαγωγής των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων· επιπρόσθετα, τονίζει ότι αυτό το διήγημα δεν έχει καμία εξέλιξη, καθώς τα πάντα είναι σφραγισμένα από πριν και δεν αναπτύσσονται οι χαρακτήρες, είναι ένα ποίημα περισσότερο και λιγότερο ένα πεζογράφημα και αυτό που μετράει είναι οι αφηγηματικές αρετές του, θεωρεί ότι εδώ ο Παπαδιαμάντης είναι ο συγγραφέας-παντοκράτωρ, ο συγγραφέας που κυριαρχεί απολύτως στο υλικό του· ακόμη ανακαλύπτει χιουμοριστικά ψήγματα στη σκιαγράφηση των γυναικείων χαρακτήρων του διηγήματος και αναφέρεται στον καθοριστικό ρόλο του λευκού χρώματος, του «άσπρου», που λειτουργεί ως εξίσωση (χιόνι, κρύο, αγνότητα, εξαγνισμός, θάνατος).
Ο Κοτζιάς, που κατέχει περισσότερο τηλεοπτικό χρόνο από τους άλλους δύο δημιουργούς στο επεισόδιο, επισημαίνει ότι το σύντομο αυτό διήγημα του Παπαδιαμάντη ανήκει αναμφισβήτητα στην πρώτη σειρά της παπαδιαμαντικής διηγηματογραφίας, στην τάξη των παπαδιαμαντικών αριστουργημάτων, ακόμη και κατά την ομολογία αρνητών του πεζογράφου, αλλά και στην κατηγορία των λιτών αφηγήσεων του Παπαδιαμάντη (στοιχειώδης πλοκή, έλλειψη αφηγηματικών τεχνασμάτων ως προς το θέμα της εκτυλίξεως της ιστορίας, έλλειψη συγκρούσεων ή εμπλοκής από εκείνες που επιτείνουν τη δραματική ατμόσφαιρα, απλώς ξετυλίγεται η ιστορία ενός εν αμαρτίαις γερασμένου ανθρώπου), πράγμα που κάνει ακόμη μεγαλύτερο τον άθλο της καλλιτεχνικής σύνθεσης που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια αυτών των σελίδων και προσφέρεται για να δούμε πόσο μεγάλος τεχνίτης ήταν ο Παπαδιαμάντης και στις απλούστερες ακόμη αφηγήσεις του, γιατί αυτές οι λίγες σελίδες είναι ένας ζωντανός οργανισμός που γεννάει. Ο Κοτζιάς υπενθυμίζει ένα άλλο παπαδιαμαντικό γνώρισμα, που συναντάμε σε κάθε διήγημα του πεζογράφου και εδώ εμφανίζεται σε μια από τις θαυμαστές παραφυάδες που ξεφυτρώνουν σε κάθε αφήγηση και οδηγούν τον αναγνώστη σε διάφορες κατευθύνσεις, συχνά έξω από την πλοκή, που είναι από τα στοιχεία της γοητείας του, τον γερο-πουλολόγο, τον γερο-Φερεντζέλη, που πιάνει με τις θηλειές του χιλιάδες κοτσύφια: ενώ το μοτίβο είναι η αμαρτωλή Μασσαλία ως σύνοψη του χώρου της πτώσεως του ανθρώπου, έρχεται ο πευκόσκιος λόφος όπου κάποιος πουλολόγος πιάνει τις αθώες καρδιές, τα πουλάκια. Ο Κοτζιάς επιμένει στο όνομα του γερο-Φερεντζέλη, για να καταδείξει ότι σε κάθε διήγημα, σε κάθε σελίδα του Παπαδιαμάντη αναβρύζει μια ποίηση των ονομάτων, είναι αμέτρητος ο πλούτος των ονομάτων με ήχους και γοητεία που βγαίνουν μέσα από τις σελίδες του, που αποδίδουν ένα στοιχείο της νεοελληνικής φυσιογνωμίας· υποστηρίζει ότι η ονοματολογία του Παπαδιαμάντη ανοίγει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για να γνωρίσουμε τους εαυτούς μας και να απολαύσουμε το κείμενό του περισσότερο. Ο Κοτζιάς διαβάζει την τελευταία φράση του διηγήματος («Και ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κι εκοιμήθη υπό την χιόνα, δια να μη παρασταθεί γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου») και αναφέρει ότι, μέσω της μυστηριώδους λειτουργίας που θέτει σε κίνηση μέσα μας η ποίηση, συγκινείται πάντα με αυτήν την παράγραφο και ειδικά με την κατακλείδα, μια φράση που έχει αναφερθεί ξανά στην αφήγηση, όπου ο Παπαδιαμάντης αποδίδει τρεις ιδιότητες στο θείον: κριτής, παλαιός ημερών, τρισάγιος. Το «τρισάγιος» ανήκει στον υπερβατικό χώρο, όχι στον ανθρώπινο. Το «κριτής» μετέχει και στους δύο χώρους: αναφέρεται και στον Θεό (παντεπόπτης κριτής) και στους ανθρώπους, είναι όρος που και τον καταλαβαίνουμε και είναι πέρα από τις αντιληπτικές μας δυνατότητες. Ο ενδιάμεσος προσδιορισμός είναι ο «παλαιός ημερών», που ανήκει στον χωροχρόνο, στις τρεις διαστάσεις, είναι πρόσωπο, είναι η πιο σεβάσμια δυνατή προσωποποίηση του θείου, αλλά στον ανθρώπινο χώρο. Άρα η κατακλείδα του διηγήματος, σύμφωνα με την τοποθέτηση του Κοτζιά, έχει μια κινητικότητα, έχει μια κίνηση «χορευτική», καθώς ο κριτής από τον υπερβατικό χώρο κατεβαίνει στον δικό μας χώρο, γίνεται δικός μας, η πιο σεβάσμια δυνατή μορφή, και μετά γίνεται μια ανάληψη, ο τρισάγιος φεύγει στους άλλους κόσμους, έχοντας αναλάβει μαζί τον αμαρτωλό. Αυτό το σημείο του προκαλεί μιαν από τις πιο βαθειές συγκινήσεις που του έχει χαρίσει ο μεγάλος πεζογράφος. Ο Κοτζιάς μνημονεύει τον Ξενόπουλο, ο οποίος γράφοντας για τον Παπαδιαμάντη είχε βρει τρία στοιχεία που ισχύουν απόλυτα: είχε αποκαλέσει τα διηγήματά του «αλλοκότους συνθέσεις», είχε προσδώσει εξαιρετική σημασία στη «διάθεση» που τα διηγήματα αυτά προκαλούν και είχε προσδιορίσει ότι η διάθεση αυτή γεννάται «δι’ ασυλλήπτων μεθόδων». Εδώ λοιπόν, πιστεύει ο Κοτζιάς, ίσως βρισκόμαστε στη μυστηριώδη, «δι’ ασυλλήπτων μεθόδων» μεταβολή των διαθέσεων που μας προσφέρει ο Παπαδιαμάντης: ενώ στο μικρό διήγημα αρχικά ο Παπαδιαμάντης βλέπει ως απλός παρατηρητής τον απλό αυτό γέροντα που έφτασε να ερωτευτεί σε αυτήν την κατάσταση και δημιουργεί μια σχετική απόσταση (ένας χριστιανός με κάποιες αρχές, με κάποιαν ιδεολογία, αντιμετωπίζει έναν αμαρτωλό), σιγά-σιγά η απόσταση κλείνει ως το σημείο όπου η αλληλεγγύη ανάμεσα στον συγγραφέα και στον ήρωα του διηγήματος και η αλληλεγγύη ανάμεσα στον αναγνώστη και στον ήρωα του διηγήματος, τον μπαρμπα-Γιαννιό, φτάνει σε πλήρη ταύτιση και ο αναγνώστης αναλαμβάνεται, τον αναγνώστη σκεπάζει η «λευκή σινδών», και ο συγγραφέας φτάνει να γίνει μπαρμπα-Γιαννιός, υπάρχει μια πορεία, μια μεγάλη μεταβολή, η οποία γίνεται κάτω από την επιφάνεια, «δι’ ασυλλήπτων μεθόδων».
Στις 10 Ιανουαρίου 1991, στο πλαίσιο της εκπομπής της ΕΤ1 Τέχνη και πολιτισμός, μεταδίδεται ένα επεισόδιο με τίτλο «Η μηχανή», αφιερωμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Αλέξανδρου Κοτζιά, με παρουσίαση του βιβλίου από τον ίδιο τον συγγραφέα και δραματοποίηση ορισμένων σκηνών του. Το επεισόδιο δεν υπάρχει στο αρχείο τηλεοπτικού προγράμματος της ΕΡΤ, οπότε μια εικόνα προσφέρει το δελτίο τύπου που δημοσιεύεται στις εφημερίδες της εποχής:
Η εκπομπή αναφέρεται στο τελευταίο βιβλίο του Αλέξανδρου Κοτζιά, τη νουβέλα Η μηχανή, στην οποία καταπιάνεται με την εξαθλίωση ενός περιθωριακού τύπου, ήρωα της κακομοιριάς της ελληνικής κοινωνίας. Ο συγγραφέας της Αντιποίησης αρχής, από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς πεζογράφους, μιλάει στην εκπομπή για τη νουβέλα, για τους χώρους στους οποίους διαδραματίζεται η πλοκή, όπου ο ίδιος γεννήθηκε και έζησε, για την παλιά αυθεντική συνοικία του Μεταξουργείου. Στην εκπομπή παρουσιάζονται ακόμη ορισμένες στιγμές του βιβλίου δραματοποιημένες, από τον σκηνοθέτη Τάκη Σακελλαρίου. Στον ρόλο του Κώστα πρωταγωνιστεί ο ηθοποιός Δημήτρης Γιαννακόπουλος. Συμμετέχουν επίσης οι: Γιώργος Καραβασίλης, Άννα-Μαρία Βιδάλη, Γιώργος Ταματόπουλος και ο μικρός Αδάμ Τσαπέκος.[37]
Τελευταία εμφάνιση του Κοτζιά στην τηλεόραση, μερικούς μόλις μήνες πριν από τον αδόκητο θάνατό του (19 Σεπτεμβρίου 1992), η συμμετοχή του σε ένα ακόμη επεισόδιο της σειράς Παρασκήνιο, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η στρατιωτική και η λογοτεχνική ζωή εν Ελλάδι» και μεταδίδεται την Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 1991 από την ΕΤ1. Η σκηνοθεσία ανήκει στην Κατερίνα Ευαγγελάκου (που το 1996 θα σκηνοθετήσει την ταινία Ιαγουάρος, μετάπλαση της ομώνυμης νουβέλας του Κοτζιά), η έρευνα στη Βένα Γεωργακοπούλου και η διεύθυνση φωτογραφίας είναι του Γιώργου Πουλίδη. Ολόκληρο το επεισόδιο είναι αφιερωμένο στο πεζογράφημα Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι, που εκδίδεται στη Βραΐλα της Ρουμανίας το 1870, χωρίς όνομα συγγραφέα, αλλά με υπότιτλο «Χειρόγραφον Έλληνος υπαξιωματικού εκδιδόμενον υπό Χ. Δημοπούλου». Ο Κοτζιάς (που έχει ήδη ασχοληθεί με το κείμενο σε δύο πολύ αξιόλογα δημοσιεύματά του, από τα οποία αντλεί αρκετά στοιχεία σε αυτή την εκπομπή),[38]
πρωτίστως, και ο Κ.Θ. Δημαράς, δευτερευόντως,[39]
παρουσιάζουν την ιδιαίτερη ιστορία του συγκεκριμένου έργου, που εγκαινιάζει τη «λογοτεχνία του στρατού» στην Ελλάδα,[40]
και σχολιάζουν την ιστορική και λογοτεχνική του αξία.
Ευτυχώς, το επεισόδιο είναι διαθέσιμο στο αρχείο τηλεοπτικού προγράμματος της ΕΡΤ,[41]
αποκαλύπτοντας, για μιαν ακόμη φορά, όχι μόνο τη λογοτεχνική και ιστορική ευρυμάθεια του Κοτζιά, αλλά και τη μεγάλη άνεσή του μπροστά στον τηλεοπτικό φακό. «Παράξενη» χαρακτηρίζει τη μοίρα του έργου ο Κοτζιάς, προσθέτοντας ότι πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα αφηγηματικά έργα της νεοελληνικής πεζογραφίας και έργο-σταθμό του 19ου αιώνα, το οποίο θα μπορούσε να έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των πεζογραφικών πραγμάτων, αλλά τελικά περιορίστηκε να φωτίζει μερικές από τις σκοτεινές πλευρές της λογοτεχνικής ζωής εν Ελλάδι, να τέρπει και να διδάσκει. Ο συγγραφέας και κριτικός δίνει τα απαραίτητα ιστορικά στοιχεία της πρώτης έκδοσης του κειμένου σε δύο τόμους το 1870 στη Βραΐλα, υπογραμμίζει τη δεύτερη έκδοσή του το 1878 (που επεσήμανε η Σοφία Ντενίση) και τονίζει ότι από τότε και για μεγάλο χρονικό διάστημα το έργο χάνεται από προσώπου γης, ακολουθώντας τη μοίρα δύο άλλων μεγάλων νεοελληνικών πεζογραφημάτων, της Γυναίκας της Ζάκυθος
του Σολωμού, που μένει αφανής ως το 1927, λόγω της τελειοθηρίας του δημιουργού της ή του δισταγμού του να θίξει πρόσωπα υπαρκτά, και των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη, που εμφανίζονται 50 χρόνια μετά τον θάνατο του στρατηγού, γιατί ο τελευταίος έχει τη συνωμοτική πρόνοια να τα κρύψει φοβούμενος τις καταδρομές της εξουσίας. Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι, συνεχίζει ο Κοτζιάς, δεν αναφέρεται πουθενά ως το 1949, όταν ο Δημαράς μιλά με ιδιαίτερα θερμά λόγια για το έργο στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: η μορφή του έργου είναι αφηγηματική σε πρώτο πρόσωπο, παρουσιάζεται σαν κομμάτι αυτοβιογραφίας αλλά με χαρακτηριστικά της δημιουργικής πεζογραφίας, διακρίνεται η ροπή προς τη σύνθεση, αφθονεί ο διάλογος που είναι το μέσον παρουσίασης προσώπων και περιστατικών, διαφαίνεται επιρροή από το πνεύμα του Ροΐδη, το κείμενο χαρακτηρίζεται από στερεότητα και έναν τόνο ανθρώπινο και συνάμα επιβλητικό, βλέπουμε έναν άνθρωπο που παρατηρεί σωστά και ξέρει να αποδώσει τη λεπτομέρεια και στοχάζεται με σοβαρότητα πάνω στα πράγματα. Θα έλεγε κανείς ότι ύστερα από αυτές τις βαρυσήμαντες κρίσεις θα γίνει κάποιος πάταγος στην πνευματική ζωή του τόπου, θα σπεύσουν όλοι να το διαβάσουν, θα σπεύσει κάποιος εκδότης να το παρουσιάσει, παρατηρεί ο Κοτζιάς, για να σχολιάσει κατόπιν ότι η προσφορά του Δημαρά πέρασε απαρατήρητη. Και μόνο εννέα χρόνια μετά τον Δημαρά, το 1958, ο Απόστολος Σαχίνης κάνει μια εγκωμιαστική αναφορά στο βιβλίο στη μελέτη του Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, αλλά η περιφρόνηση προς το βιβλίο συνεχίζεται. Ωστόσο, όταν το επανεκδίδει ο Αντώνης Βουσβούνης το 1970 στον Γαλαξία, γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, συζητιέται στους κύκλους των νεότερων ανθρώπων των γραμμάτων, του αφιερώνεται λήμμα στη βρετανική εγκυκλοπαίδεια όπου τότε εργάζεται ο Κοτζιάς, ο Κώστας Στεργιόπουλος το διδάσκει στους φοιτητές του στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, το βιβλίο αιφνιδίως ζωντανεύει, η νεότερη γενιά το αγαπά και εμφανίζονται οι πρώτες κριτικές εργασίες, με προεξάρχοντα τον Mario Vitti στην έκδοση του Ερμή το 1977, με έναν πρόλογο 45 σελίδων. Στη συνέχεια, ο Κοτζιάς παρουσιάζει, κατά τρόπο αληθινά συναρπαστικό, την πλοκή και τους χαρακτήρες του πεζογραφήματος, διανθίζοντας τη γλαφυρή αφήγησή του με ανάγνωση χαρακτηριστικών αποσπασμάτων του. Παράλληλα, σχολιάζει το γεγονός ότι ο συγγραφέας της Στρατιωτικής ζωής ύστερα από 80 χρόνια εξαφάνισης και 40 χρόνια περιφρόνησης εξακολουθεί να μας είναι άγνωστος, και αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την υπόθεση που διατυπώνει ο Δημαράς ότι πρόκειται για κείμενο του Χ. Δημόπουλου,[42]
προτείνοντας να γίνει ενδελεχής έρευνα στις εφημερίδες της εποχής.
Αν επιχειρήσουμε έναν απολογισμό της πλούσιας αυτής συγκομιδής, παρατηρούμε ότι οι τηλεοπτικές εμφανίσεις του Κοτζιά είναι συνολικά 14 (δεκατέσσερεις), πραγματοποιούνται όλες σε εκπομπές της κρατικής τηλεόρασης (τα ιδιωτικά κανάλια κάνουν την εμφάνισή τους το 1989) και καλύπτουν το χρονικό άνυσμα της δεκαπενταετίας 1977-1991. 3 (τρεις) από αυτές σημειώνονται κατά τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’70 (επί κυβερνήσεων Νέας Δημοκρατίας, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή), 9 (εννέα) κατά τη δεκαετία του ’80 (επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου) και 2 (δύο) το 1991 (επί κυβερνήσεως Νέας Δημοκρατίας, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη). Αν εξαιρεθούν η θεατρική παράσταση Ενοικιάζεται δωμάτιο μετ’ επίπλων και το επιμορφωτικό τηλεπαιχνίδι Ομιλείτε Ελληνικά;, τα υπόλοιπα 12 (δώδεκα) προγράμματα είναι εκπομπές λόγου αφιερωμένες στο βιβλίο και, ευρύτερα, στην τέχνη και στον πολιτισμό, όπου ο Κοτζιάς φέρνει την αύρα του διανοούμενου που δεν παύει να στοχάζεται πάνω στο δράμα της μεταπολεμικής Ελλάδας και να μιλά με πάθος και γνώση, με διαύγεια και απλότητα, για τη λογοτεχνία τη δική του και των άλλων.
Με εξαίρεση τα σύντομα δραματοποιημένα αποσπάσματα από το μυθιστόρημα Ο γενναίος Τηλέμαχος και από τη νουβέλα Η μηχανή, που εντάσσονται στις εκπομπές Ένας συγγραφέας ζητάει πρόσωπα και Τέχνη και πολιτισμός αντιστοίχως, κανένα μυθιστόρημα, καμία νουβέλα του Κοτζιά δεν παίρνει τον δρόμο της τηλεοπτικής μετάπλασης, δεν γίνεται τηλεοπτική σειρά συνεχείας. Αυτό δεν είναι, ίσως, τόσο παράδοξο: οι σκοτεινοί ήρωές του, «μορφές που συνήθως προκαλούν αποστροφή, απέχθεια, πρόσωπα με τα οποία αποκλείεται η ταύτιση του αναγνώστη»,[43]
δύσκολα θα γίνονταν αποδεκτοί ως πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες τηλεοπτικής σειράς από ένα κοινό εθισμένο σε άλλου είδους πρότυπα (τη δεκαετία του ’70 θριαμβεύουν στην ελληνική τηλεόραση οικογενειακές σειρές σαν το Λούνα Παρκ και τηλεοπτικές διασκευές μυθιστορημάτων του Γρηγορίου Ξενόπουλου, ενώ τη δεκαετία του ’80 πριμοδοτούνται σειρές με αριστερό προσανατολισμό) και η ταραγμένη και γεμάτη πολιτικά πάθη μεταπολεμική εποχή στην οποία τοποθετείται το μεγαλύτερο τμήμα της πεζογραφίας του (αλλά και η γεμάτη παθογένειες μεταπολιτευτική εποχή στην οποία τοποθετείται η Φανταστική περιπέτεια) θα μπορούσε να προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις και αντεγκλήσεις τόσο από τη συντηρητική όσο και από την αριστερή παράταξη.
Πέρα, πάντως, από την έλλειψη τηλεοπτικής μυθοπλασίας βασισμένης στην πεζογραφία του Αλέξανδρου Κοτζιά, η όλη παρουσία του στην ελληνική τηλεόραση είναι πολύμορφη και εντυπωσιακή και βρίσκεται σε άμεση σχέση με το πεζογραφικό και κριτικό του έργο.[44]
Είτε βάζοντας τους τηλεθεατές στο εργαστήρι της δικής του γραφής είτε σχολιάζοντας έργα της παλαιότερης πεζογραφίας μας, είτε ως συντονιστής είτε ως συμμετέχων σε συζήτηση, είτε ως συνεντευξιαστής είτε ως συνεντευξιαζόμενος, ο Κοτζιάς αποδεικνύεται συναρπαστικός αφηγητής και στη μικρή οθόνη, δείχνοντας ότι κατέχει σε μεγάλο βαθμό τους κανόνες του τηλεοπτικού μέσου. Η τηλεοπτική του παρουσία κατά τη δεκαπενταετία 1977-1991 αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της συνολικής προσφοράς του στην πνευματική ζωή του τόπου και ένα πολύτιμο τεκμήριο για την προσπάθειά του να εκλαϊκεύσει (καθώς απευθύνεται στο ευρύ κοινό της τηλεόρασης) τις θεωρητικές θέσεις του σχετικά με την τέχνη και τη μέθοδο της συγγραφής, πάντα με λόγο νηφάλιο και στοχαστικό. Και, επιπρόσθετα, είναι ευτύχημα για τους νεότερους μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας ότι ορισμένες (φευ, όχι όλες!) εκπομπές στις οποίες συμμετείχε είναι προσβάσιμες στο αρχείο τηλεοπτικού προγράμματος της ΕΡΤ.
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
[1] Αυτό το άρθρο οφείλει πολλά στο πολύτιμο πληροφοριακό υλικό που προσφέρει ο τόμος: Δημήτρης Δασκαλόπουλος - Μαρία Ρώτα, Βιβλιογραφία Αλέξανδρου Κοτζιά. 1942-1997, Εταιρεία Συγγραφέων-Κέδρος 1998. Επίσης, πολύτιμη ήταν η αρωγή του πρόθυμου και εξυπηρετικού προσωπικού της Βιβλιοθήκης της Βουλής, που διευκόλυνε την πρόσβασή μου στο αρχείο των εφημερίδων και των περιοδικών.
[2] «Το Θέατρο της Δευτέρας. Ενοικιάζεται δωμάτιο μετ’ επίπλων», Ραδιοτηλεόραση, τχ. 390, 30 Ιουλίου-5 Αυγούστου 1977.
[3] Σ. «Ζητήματα και απόψεις. Η συζήτηση για το βιβλίο στην ΕΡΤ», Ριζοσπάστης, 1 Δεκεμβρίου 1977, σ. 4.
[4] Κώστας Πάρλας, «Τηλεόραση. Κριτική. Εκπομπές μακριά από την πραγματικότητα», Το Βήμα, 3 Δεκεμβρίου 1977, σ. 4.
[5] (Ανυπόγραφο), «Το λογοτεχνικό έργο του Αλέξ. Κοτζιά», Το Βήμα, 26 Σεπτεμβρίου 1978, σ. 4.
[6] «Η τηλεόρασις. (Από 24ης
έως 30ης Σεπτεμβρίου 1978). Πρόγραμμα ΕΡΤ», Μακεδονία, 24 Σεπτεμβρίου 1978, σ. 8.
[7] «“Επιλογή” με τον Αλ. Κοτζιά», Ελευθεροτυπία, 26 Σεπτεμβρίου 1978, σ. 6.
[8] Αθηνά Γληνού, «ΕΡΤ: Αρχίζει η παραγωγή 17 νέων τηλεταινιών», Τα Νέα, 24 Ιουλίου 1982, σ. 6.
[9] Η γενική ιδέα της φιλόδοξης –για τα δεδομένα της εποχής– εκπομπής Θέματα και βιβλία είναι η εξής: «Κάθε εκπομπή θα πιάνει “θέματα” από διάφορους τομείς, τον επιστημονικό, τον φιλολογικό, τον καλλιτεχνικό, και ο ρόλος του βιβλίου θα είναι μεν πρωταγωνιστικός, αλλά σε δεύτερο επίπεδο. Συγγραφείς που έχουν σχέση τα βιβλία τους με το θέμα της εκπομπής θα έρχονται να συζητήσουν με κάποιους εισηγητές που θα είναι διαφορετικοί σε κάθε εκπομπή. Σε κάποιες περιπτώσεις εισηγητές και συγγραφείς μπορεί να ανήκουν σε διαφορετικά ιδεολογικά στρατόπεδα (το “ιδεολογικά” ας μην παρθεί εδώ με τη στενή πολιτική έννοια που συνηθίσαμε να του δίνουμε), έτσι η συζήτηση να οδηγήσει σε κάποιες ενδιαφέρουσες αντιθέσεις» («Με θέμα πάλι το βιβλίο», Το Βήμα της Κυριακής. Εβδομάδα, 11 Σεπτεμβρίου 1983, σ. 6).
[10] Μαρία Παπαδοπούλου, «Σε υψηλό επίπεδο τα επετειακά αφιερώματα», Τα Νέα, 21 Νοεμβρίου 1983, σ. 6.
[11] Δ. (=Δημήτρης Δανίκας), «Ούτε αρετήν ούτε και τόλμη», Ριζοσπάστης, 18 Νοεμβρίου 1983, σ. 4.
[12]
[13] Ο Παύλος Ζάννας υπογραμμίζει την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδει ο πεζογράφος Κοτζιάς στη γλώσσα: «Βασικό συστατικό της γραφής του Κοτζιά η γλώσσα. Από την πρώτη στιγμή έδειξε μια ξεχωριστή φροντίδα στην επεξεργασία της […] Γλώσσα […] που δημιουργεί, με τη σπάνια αίσθηση του γλωσσικού ρυθμού και της γλωσσικής ακρίβειας που διαθέτει ο συγγραφέας, ένα αξιοθαύμαστο πολυγλωσσικό και πολυφωνικό αποτέλεσμα». Βλ. Παύλος Ζάννας (παρουσίαση – ανθολόγηση), «Αλέξανδρος Κοτζιάς», Η Μεταπολεμική πεζογραφία. Από τον Πόλεμο του ’40 ως τη Δικτατορία του ’67, τόμος Δ’, εκδ. Σοκόλη 1989, σ. 142-223: 156. Και η Αυγή Λίλλη σημειώνει για τη σχέση του κριτικού Κοτζιά με τη γλώσσα: «Η γλώσσα για τον κριτικό Κοτζιά είναι το πολυτιμότερο εφόδιο του ανθρώπου και κατ’ επέκταση η αγλωσσία, οποιαδήποτε σημασία αυτή εμπεριέχει […] αποτελεί τη μέγιστή του δυστυχία» (βλ. Αυγή Λίλλη, Η θεωρία του κριτικού ως ποιητική του πεζογράφου και αντίστροφα: το κριτικό και μυθιστοριογραφικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Φιλολογίας ΕΚΠΑ, 2017, σ. 307).
[14] Πβ. την επισήμανση της Χριστίνας Ντουνιά: «Μέσα στις τρεις μέρες της δράσης εγκιβωτίζονται γεγονότα τριάντα χρόνων, από τις μέρες του 1944 ως την εποχή της Χούντας, όσα και τα χρόνια της προδοτικής και σκοτεινής δραστηριότητας του κεντρικού ήρωα». Βλ. Χριστίνα Ντουνιά, «Ο βυθός της ιστορίας και η Αντιποίησις αρχής», Η λέξη, τχ. 170 (Ιούλιος-Αύγουστος 2002), σ. 652-654: 653.
[15] Τον όρο «Τριακονταετής Πόλεμος» επεξηγεί ο Κοτζιάς σε συνέντευξή του στον Τάσο Γουδέλη το 1982: «Στο οπισθόφυλλο της Αντιποιήσεως το οπισθόφυλλο έχει γραφεί από μένα. Εκεί μιλώ για έναν Τριακονταετή Πόλεμο. Ποιος είπε αλήθεια ότι όταν ένα πράγμα συμβαίνει μια φορά είναι δράμα, όταν επαναλαμβάνεται είναι κωμωδία; Έγινε μια Κατοχή στην Ελλάδα και το αίμα μάς έπνιξε· έγινε και η δεύτερη εσωτερική Κατοχή, η οποία παρ’ ότι οδήγησε στην τραγωδία της Κύπρου και υπονόμευσε πάρα πολλά πράγματα στον τόπο μας, έτσι που ο απόηχός της θα ακούγεται για πολύ καιρό ακόμα, δεν της έλειψε το στοιχείο της γελοιότητας, γιατί ακριβώς ήταν επανάληψη του αρχικού φαινομένου». Βλ. Τάσος Γουδέλης, «Ο διάλογος. Ο Αλέξ. Κοτζιάς συζητάει με τον Τάσο Γουδέλη», Το Δέντρο, τχ. 31 (Δεκέμβριος 1982), σ. 285-291: 288.
[16] Ντέπυ Γκολεμά, «Νέα ελληνική σειρά που αναφέρεται στον τρόπο γραφής δέκα λογοτεχνών. Δέκα συγγραφείς αναζητούν πρόσωπα», Τα Νέα, 2 Μαΐου 1984, σ. 8.
[17] «TV Ραδιόφωνο», Τα Νέα, 27 Ιουνίου 1984, σ. 8. Πβ. την περιγραφή της Ντέπυς Γκολεμά, ό.π.: «Για να δοθεί όλη η περιπέτεια της γραφής του Κοτζιά, η εκπομπή ασχολήθηκε με το πώς ο συγγραφέας μαζεύει το υλικό του, ταξινομεί τις πληροφορίες του και ποια στάδια περνούν τα χειρόγραφά του μέχρι την τελική τους μορφή».
[18] (Ανυπόγραφο), «Προβλήματα νέων πεζογράφων», Το Βήμα. Τηλεόραση, 28 Ιουλίου 1985, σ. 14.
[19] Βασίλης Καββαθάς, «Δείτε απόψε μια εκπομπή… αναρχική!», Τα Νέα, 15 Ιανουαρίου 1986, σ. 23.
[20] «TV Νέα», Τα Νέα, 27 Νοεμβρίου 1986, σ. 22. Βλ. και «Περισκόπιο. Αλέξανδρος Κοτζιάς», Ραδιοτηλεόραση, 22-28 Νοεμβρίου 1986, σ. 24.
[21] https://archive.ert.gr/69809/<... class="f-smaller">[22] Κατά πάσαν πιθανότητα, αναφέρεται στη νουβέλα Ιαγουάρος, η οποία εκδίδεται το 1987.
[23] Για χαρακτήρα που παρουσιάζεται απέναντί στους οικείους του «μεταξύ χαμαιλεοντισμού και αβάσταχτης μετριότητας» κάνει λόγο ο Δημήτρης Αγγελάτος, «Το τετρ-άδειο του ερευνητή και οι ‟φάκελοι της προδοσίας”» (1993), στο βιβλίο του Όψεις και εφαρμογές της διαλογικότητας. Από τον Κ. Γ. Καρυωτάκη στο νεοελληνικό μυθιστόρημα, Gutenberg 2015 [1η: 1993∙ 1994], σ. 223-244: 227.
[24]
Σημειώνει η Ελισάβετ Κοτζιά: «Πρωταγωνιστής είναι κατά κύριο λόγο ο ελληνικός δημόσιος τομέας –με την ιδιοτέλεια, τη νωθρότητα και το βόλεμα με τη δουλοπρέπεια, τη μετριότητα και την ίντριγκα με την αμάθεια, την πονηριά και τις βαρύτατες αγκυλώσεις του» (βλ. Ελισάβετ Κοτζιά, «Η προαναγγελθείσα πτώχευση», Η Καθημερινή, 4 Μαρτίου 2012). Και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου βρίσκει ότι εδώ ο Κοτζιάς αποτυπώνει «την επικίνδυνη υποβάθμιση των καλλιτεχνικών αξιών και τη συγκατάνευση των αντίστοιχων αλλά και γενικότερων θεσμών απέναντί τους» (βλ. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Παραλογοτεχνικό ήθος και κοινωνική αποδοχή», Η Αυγή (19 Ιανουαρίου 1986).
[25] Για την εκπομπή Παρασκήνιο και τη σημασία της στην ανάδειξη της λογοτεχνίας στην ελληνική τηλεόραση βλ. Εύα Στεφανή, «Η λογοτεχνία στην τηλεόραση: η περίπτωση της εκπομπής Παρασκήνιο», στο Δημήτρης Αγγελάτος, Ευριπίδης Γαραντούδης (επιμ.), Η λογοτεχνία και οι τέχνες της εικόνας: Ζωγραφική και Κινηματογράφος, Καλλιγράφος, Αθήνα 2013, σ. 33-41.
[26] (Ανυπόγραφο), «Αφηγήσεις συγγραφέων μας στην ΕΤ1», Η Καθημερινή, 29 Δεκεμβρίου 1987· (Ανυπόγραφο), «Τα αξέχαστα Χριστούγεννα 4 συγγραφέων», Ελευθεροτυπία, 29 Δεκεμβρίου 1987.
[27] Αλ. Κοτζιάς, χειρόγραφες σημειώσεις 2 σελίδων με την ένδειξη «Απάντηση σε έρευνα εκπομπής ΕΤ1 “Ομιλείτε ελληνικά” (2/3/88)»: Φάκελος «Ομιλίες-Συζητήσεις-Εκπομπές», Αρχείο Αλ. Κοτζιά, σ. 2. Αυτό το υλικό έχει δει και αναφέρει η Αυγή Λίλλη, Η θεωρία του κριτικού ως ποιητική του πεζογράφου και αντίστροφα: το κριτικό και μυθιστοριογραφικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά, ό.π., σ. 31, υποσημ. 80.
[28] «TV Νέα. Πρόγραμμα», Τα Νέα, 12 Δεκεμβρίου 1988, σ. 20.
[29] Ως τον Δεκέμβριο 1988, οπότε και μεταδίδεται το συγκεκριμένο τηλεοπτικό πρόγραμμα, εντοπίζονται τα εξής «παπαδιαμαντικά» δημοσιεύματα του Κοτζιά: Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Ο αγαθός αδελφός μας», Εικόνες, τχ. 285 (7 Απριλίου 1961) [= Αλέξανδρος Κοτζιάς, Αφηγηματικά. Κριτικά κείμενα Β΄, Κέδρος 1984, σ. 14-18]· Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Τραγούδια του Θεού», Μεσημβρινή, 30 Μαρτίου 1962 ) [= Κοτζιάς, Αφηγηματικά. Κριτικά κείμενα Β΄, ό.π., σ. 18-20]· Ο [= Αλέξανδρος Κοτζιάς], «Α. Παπαδιαμάντη, Οι Έμποροι των Εθνών», Μεσημβρινή, 12 Απριλίου 1963· Ο [= Αλέξανδρος Κοτζιάς], «Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Η Φόνισσα», Μεσημβρινή, 5 Ιουλίου 1963· B. Apostolakis [= Αλέξανδρος Κοτζιάς], “Alexandros Papadiamantis. The solitary saint”, Athena Magazine, τχ. 29 (Δεκέμβριος 1988), σ. 282. Την περίοδο 1990-1992 θα δημοσιευτούν τρία ακόμη σημαντικά δοκίμια του Κοτζιά εστιασμένα στον Παπαδιαμάντη, που θα αποτελέσουν τον τόμο Τα αθηναϊκά διηγήματα και δύο δοκίμια για το χρόνο: Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Το άρρητο και ο χρόνος», Πόρφυρας, τχ. 53 (Απρίλιος-Ιούνιος 1990), σ. 189-192 [= Αλέξανδρος Κοτζιάς, Τα αθηναϊκά διηγήματα και δύο δοκίμια για το χρόνο, Νεφέλη, Αθήνα 1992, σ. 67-77]· Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Χρόνοι και χρόνος στο “Ο έρωτας στα χιόνια”», Παπαδιαμαντικά Τετράδια, τχ. 1 (1992), σ. 7-13 [= Κοτζιάς, Τα αθηναϊκά διηγήματα και δύο δοκίμια για το χρόνο, ό.π., σ. 79-89]· Αλέξανδρος Κοτζιάς, «Τα αθηναϊκά διηγήματα», Η αδιάπτωτη μαγεία. Παπαδιαμάντης 1991 – Ένα αφιέρωμα, ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1992, σ. 103-121 [= Κοτζιάς, Τα αθηναϊκά διηγήματα και δύο δοκίμια για το χρόνο, ό.π., σ. 13-65].
[30] https://archive.ert.gr/72707/<... class="f-smaller">[31] Τέλλος Άγρας, «Πώς βλέπομε σήμερα τον Παπαδιαμάντη», (τρεις διαλέξεις γενόμεναι την 18ην Νοεμβρίου, την 2αν και την 18ην Δεκεμβρίου 1936 εν τη αιθούση της Αρχαιολογικής Εταιρίας), Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, τόμ. Β΄, 1936 σ. 60-121 [= Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος (επιμ.), Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του, Οι Εκδόσεις των Φίλων 1979, σ. 119-190].
[32] Παν. Μουλλάς, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος, Ερμής 1974.
[33]
Γιώργος Κεχαγιόγλου, "Ο έρωτας στα χιόνια" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Πολύτυπο 1984.
[34]
Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη, Aφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη 1887-1910, Kέδρος 1987.
[35] Την πληροφορία για τη μετάδοση του επεισοδίου τη συγκεκριμένη ημερομηνία αντλώ από το: Γιώργος Χειμωνάς, Πεζογραφήματα, Εισαγωγή-Επιμέλεια-Χρονολόγιο [βίου και έργου] Ευριπίδης Γαραντούδης, Καστανιώτης 2005, σ. 642.
[36] https://archive.ert.gr/6989/
[39] Ο Δημαράς, σε μια ολιγόλεπτη εμφάνιση, υποστηρίζει ότι μέσα στις σελίδες του εξαίρετου αυτού έργου ξαναζεί ένας κόσμος ελληνικός, οικείος σε όσους γνώρισαν και μελετούν τον 19ο αιώνα, τον λαμπρότερο αιώνα του νεότερου ελληνισμού. Και τονίζει ότι βλέπει τον συγγραφέα του έργου σαν ένα μικρό Ροΐδη, σαν έναν άνθρωπο που ξέρει να κρίνει και μας δίνει κυρίως την κρίση και όχι τον σαρκασμό του. Ο συγγραφέας, που βρίσκει πιθανόν να είναι ο Δημόπουλος, είναι, κατά την άποψη του, ένας Έλληνας του εξωτερικού που κοιτάζει τη μικρή Ελλάδα και που θα μείνει στη λογοτεχνική ιστορία ως ο άνθρωπος του ενός βιβλίου.
[40] Για την αποτύπωση της στρατιωτικής ζωής στη νεοελληνική λογοτεχνία, βλ. Έλενα Χουζούρη, Η στρατιωτική ζωή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. 19ος-20ός αιώνας, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2020.
[41] https://archive.ert.gr/75624/<... class="f-smaller">[42] Άποψη που επιβεβαιώνεται αργότερα από τον Π. Μουλλά, «Ένας γνωστός άγνωστος. Ο συγγραφέας της Στρατιωτικής ζωής εν Ελλάδι», στο Νάσος Βαγενάς (επιμ.), Από τον Λέανδρο στον Λουκή Λάρα. μελέτες για την πεζογραφία της περιόδου 1830-1880, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σ. 269-277.
[43]
Ζάννας, «Αλέξανδρος Κοτζιάς», ό.π., σ. 155. Σε αντίστοιχο μήκος κύματος, ο Παντελής Μπουκάλας κάνει λόγο για «ήρωες “λερούς”, ασύλληπτα παρακατιανούς, πρόσωπα της απωλείας και του χαμού, τύπους κοινωνικά απόβλητους και μεμπτούς» (Παντελής Μπουκάλας, «Η λογοτεχνία των αρνητικών ηρώων», Η Καθημερινή, 22 Σεπτεμβρίου 1992, σ. 10).
[44] Για μια συνολική θεώρηση της σύνδεσης ανάμεσα στο κριτικό και μυθιστοριογραφικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά, βλ. Λίλλη, Η θεωρία του κριτικού ως ποιητική του πεζογράφου και αντίστροφα: το κριτικό και μυθιστοριογραφικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά, ό.π.