Χάρτης 56 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-56/klimakes/into-the-box-143-eikositetraora-meta-tin-prwti-wra-3
Όλα άρχίζουν από την κουζίνα, και τίποτα δεν σταματάει εκεί, όπως αποφάνθηκε ο Έγελος.
— και λέει εκείνος σ᾽ Εκείνη, εκείνα τα μεσάνυχτα της Κυριακής της 22ας Μαρτίου προς τη Δευτέρα της 23ης Μαρτίου του 2020, Είσαι, θα έλεγα, παγούρι και σακίδιο, πλάσμα και καλλιτέχνης εκστρατείας, και όπως ο Μπάροουζ: νομάς, καθώς έτρωγαν Saltimbocca alla Romana, που εκείνος, λάμποντας ολόκληρος, καίτοι μερόνυχτα ζόφου, αρχές εγκλεισμού και καραντίνας, με τη μεγάλη μαύρη σκιά της αγωνίας να απλώνεται πια σε όλο τον πλανήτη, είχε επιμελώς και με τις ώρες μαγειρέψει για Εκείνη, διότι Εκείνη έκλεινε τα σαράντα ένα της χρόνια, κι εκείνος, μες στην ευφρόσυνη αφροσύνη του (μια ζωή!) είχε μαγειρέψει, είχε διανύσει με τα πόδια, σε μιαν ήδη έρημη Αθήνα, την απόσταση Κυψέλη-Εξάρχεια, με τον σάκο στην πλάτη, ο οποίος σάκος περιείχε σε ωραιότατες στιλπνές καραβάνες το Saltimbocca alla Romana, δύο σαμπάνιες Moët, τον τόμο με τα ποιήματα του Mark Strand, ένα κιλό πράσινα μήλα, το δώρο γενεθλίων (μια πένα μάρκας Kaweco), το δερμάτινο σημειωματάριό του, το φλασκί του με το ιρλανδέζικο ουίσκι, & την Polaroid Land Camera με την οποία έμελλε, τους επόμενους μήνες, να απαθανατίσει στιγμές εγκλεισμού αλλά και εναντίωσης στον εγκλεισμό, στιγμές πείσμονος κατάφασης στη ζωή, στιγμές ανθρωπινότητας και ενσυναίσθησης και αγάπης που βάθαινε ολοένα, ναι, είχε διανύσει την απόσταση από την οδό Σκύρου ίσαμε την οδό Καλλιδρομίου, για να συναντήσει Εκείνη, για της δώσει το δώρο, για να της ευχηθεί Χρόνια Πολλά, για να δει (ενδεχομένως και να αγγίξει όπως τόσες και τόσες φορές) το διάφανο δέρμα της, για να δει (ενδεχομένως και να αγγίξει, κτλ) τα ανυπέρβλητα στήθη της (ξέχειλα ποτήρια σαμπάνιας, έχει ειπωθεί) αν και ιδίως εκείνα τα μεσάνυχτα πιο πολύ απ᾽ το να την αγγίξει λαχταρούσε να της πει (και της είπε), Είσαι παγούρι και σακίδιο, και λατρεύω το ότι είσαι παγούρι και σακίδιο —
— και ενόσω έτρωγαν και τσούγκριζαν και έπιναν και μιλούσαν (Εκείνη του έλεγε πολλά για τη Στήλη, τη Merzbau, του Κουρτ Σβίτερς, αυτό τον αίνο στον οίνο της Φιλίας, αυτόν τον καθεδρικό ναό τον καμωμένο, ανάμεδα στα 1923 και 1937, από αντικείμενα καθημερινής χρήσης, κυρίως φίλων του, του έλεγε Εκείνη, ναι, ενείχε, η Στήλη, το μονόκλ του Τριστάν Τζαρά, ένα πούρο του Μαρσέλ Ντυσάν, μια τσατσάρα από ταρταρούγα του Μαν Ρέυ, και του εξηγούσε, Εκείνη, που έκλεινε τα σαράντα ένα, και είχε μπλίτσκριγκ ματιά/φωτιά, πόσο η Στήλη είχε στοιχειώσει τα όνειρά της και είχε επηρεάσει το αενάως in progress έργο της), ενόσω έτρωγαν και τσούγκριζαν και έπιναν, λοιπόν, το βλέμμα εκείνου πήγαινε από το βλέμμα Εκείνης στην κουζίνα Εκείνης, σε όλες τις γωνιές της κουζίνας Εκείνης, σε όλα τα αντικείμενα της κουζίνας Εκείνης, στη μαρμάρινη γλαύκα του Εγέλου με τα χάντρινα γαλάζια μάτια της, επίσης δώρο εκείνου την Πρωτοχρονιά του 2020, κάτι λιγότερο από τρεις μήνες πριν, και στις βιβλιοθήκες στην κουζίνα Εκείνης, μικρές κρεμαστές βιβλιοθήκες με τα αγαπημένα της πονήματα, και στο πάσο με τα ανθοδοχεία, τη φρουτιέρα, και το γαλάζιο γλαστράκι της καλαγχόης (ολόιδιο με αυτό που είχε κι εκείνος στη δική του κουζίνα), και στο ψυγείο με τα μαγνητάκια που συγκρατούσαν τα σημειώματά της, κάποια σχεδιάσματα για τις επικείμενες εργασίες της, την πολαρόιντ όπου Εκείνη εικονίζεται να σκάει στα γέλια και να φεγγοβολάει το σύμπαν, και στη δισκοθήκη της, απέναντι από το πάσο, με τα αριστουργήματα των 180 γραμμαρίων, το Season Of the Glass της Γιόκο Όνο (έχει ειπωθεί, αλλά αξίζει, μάλλον επιβάλλεται, να ειπωθεί και πάλι: σε ελάχιστα σπίτια το είχε δει εκείνος, αυτό το συνταρακτικό έργο) και τις μελαγχολικές μίνιμαλ μουσικές του Vincent Gallo (έχει ειπωθεί, και τα λοιπά), & άπαντα τα ευρισκόμενα των Sonic Youth, το μαύρο πικάπ-βαλιτσάκι μἀρκας Crosley, το ραγισμένο ποτήρι που είχε μετατραπεί σε μολυβοθήκη, τον καλόγερο με το μαύρο δερμάντινο ημίπαλτο, την παπουτσοθήκη με τις μπορντό Doc Martens, & την κορνιζαρισμένη φωτογραφία που είχε δωρίσει σ᾽ Εκείνη η Μάγκι Νέλσον, όπου η εν λόγω Μάγκι Νέλσον κρατάει με βλέμμα που μειδιά την πρώτη έκδοση του διατρητικού πονήματός της Αργοναύτες, πόνημα το οποίο Εκείνη είχε αναλάβει, ύστερα από συνομιλίες με τη Μάγκι Νέλσον, να μετασκευάσει σε μία σειρά εικαστικών δημιουργημάτων, όλα από μέταλλο & γυαλί & λουστραρισμένο ξύλο και με γενικό τίτλο «Το Ασυνείδητο Είναι Ένας Υπόνομος» —
— όλη εκείνη η νύχτα μ᾽ Εκείνη ήταν για εκείνον ένας αφανισμός, και συνάμα μια celebration, του εγώ του (του ήδη νέου από την Πρώτη Ώρα, πάει να πει ήδη —οκέι, σχεδόν ήδη—, από το Σάββατο της 2ας Νοεμβρίου του 2019, εκατόν σαράντα τρία εικοσιτετράωρα τώρα, ναι, του νέου, του ήδη καινούργιου εγώ του, ενός εγώ που αποθεωνόταν αφανιζόμενο, που αφανιζόταν για να αποθεωθεί), όλη η νύχτα μ᾽ Εκείνη ήταν για εκείνον ένας παραμερισμός του εγωλογικού discours, ήταν, ναι, μια λυτρωτική Auhebung της περιβόητης (μήπως και: διαβόητης;) εγωλογίας του, ήταν μια (ακόμα!) διάνοιξη του είναι του προς το είναι του Άλλου, της Άλλης, Εκείνης, ήταν το προοίμιο της διαδικασίας που έμελλε να κάνει τα μάτια τους να ομοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό του Ειρηνικού Ωκεανού που (έχει ειπωθεί, ω ναι, έχει και παραέχει ειπωθεί!) συναντήθηκαν κάτω από ένα ουράνο τόξο της βαρύτητας όπως το απεικόνισε/απαθανάτισε ο λάτρης του Τόμας Πύντσον και εικαστικός καλλιτέχνης Γιοχάννες Κόιλες και όπως το τραγούδησε/έψαλλε η ανεπίληπτη Λόρι Άντερσον στο μυθικό της άσμα “Gravity’s Angel’’», ναι!, όλη εκείνη η νύχτα μ᾽ Εκείνη ήταν για εκείνον μια γιορτή (καίτοι μες στο ζόφο που άρχιζε πια να γενικεύεται) των βλεμμάτων, ήταν ένας βάλσαμος ψίθυρος νοερών αγγιγμάτων, μες στα θέλγητρα της λατρεμένης κουζίνας της, της λατρεμένης κουζίνας αυτού του πλάσματος εκστρατείας, Εκείνης που ήταν & είναι & θα παραμείνει παγούρι και σακίδιο, ναι και πάλι ναι και χίλιες φορές ναι!, όλη εκείνη η νύχτα μ᾽ Εκείνη ήταν για εκείνον αυτό που τραγουδούσε ο Τζιμ Μόρισον, Let me sleep all night in Your soul kitchen / Warm my mind near your gentle stove, & ήταν αυτό που έψαλλαν με ουρλιαχτά ο Νικ Κέιβ και ο Γουόρεν Έλλις, I keep hanging around your kitchenette /And I'm gonna get a pot to cook you in / I stick my fingers in your biscuit jar / And crush all your Gingerbread Men / ᾽Cause I want you / Yeah I want you to be my friend / Yeah I want you / Yeah I wanna be your solitary man —