Χάρτης 56 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-56/biblia/forever
Την Μαρία Κουγιουμτζή, την γοητεύει αυτό που θα λέγαμε σκοτεινή πλευρά της ζωής και τολμά να την αποκαλύπτει. Η συγγραφέας, στη συλλογή διηγημάτων Forever, επιλέγει τη μικρή φόρμα για να εκφραστεί και να εκφράσει ό,τι ακρωτηριάζεται εντός μας και βλασταίνει ως λογοτεχνία. Επιχειρεί να προβάλει το αλλόκοτο και την υφέρπουσα βία της πραγματικότητας μέσω μιας άρτια δομημένης αφήγησης. Καταφέρνει να δικαιώνονται οι ιστορίες της και να αποκτούν κύρος οι ήρωες και οι ηρωίδες της, όχι στο επίπεδο της επινόησης, αλλά της εμπειρίας. Φαίνεται πως δεν την αφορά η μονοσήμαντη αφήγηση, αλλά η μεταγνωστική εμπειρία που προκύπτει μέσω της αφήγησης. Ως εκ τούτου οι πρωταγωνιστές της ενώ στο παρελθόν ανήκαν στο περιθώριο, στη νέα της συλλογή ανακατεύονται με ανθρώπους καθημερινούς, της διπλανής πόρτας και πολλές φορές περιπαίζουν το εφιαλτικό εμβόλιμο σημαντικό της ζωής.
Η γραφή της Μαρίας Κουγιουμτζή, ως γνωστόν, δεν είναι παρηγορητική για τον αναγνώστη, αλλά το κρόταλο που ξυπνάει τους συνειρμούς, καθώς τα παράγωγα της υποκρισίας υποχωρούν. Αφαιρεί συστηματικά τα επιχειρήματα του καθωσπρεπισμού και της αβελτηρίας. Επενδύει σε ό,τι δεν επιτρέπεται και υποσκάπτει τις βεβαιότητες της καθημερινότητας.
Το Forever δηλώνει κάτι το οριστικό, μια βεβαιότητα η οποία από τη μια μεριά υποστηρίζεται από το όνειρο και μια παραληρηματική βίαιη γλώσσα και από την άλλη οι υπαινιγμοί που δηλώνονται ως ποιητικές μεταφορές, τροφοδοτούν τους υποδόριους υποδοχείς ούτως ώστε η έκφραση να σωματοποιείται ως κάτι αναπόφευκτο. Στο ακροτελεύτιο διήγημα Το πακέτο, γράφει: «Ο τόπος ήταν διάτρητος απ’ το ψύχος. Ούτε αέρας ούτε χιόνι, ένα ξερό ήρεμο κρύο που σε διαπερνούσε σαν σιωπηλός φόνος» (σ. 177).
Η αποκωδικοποίηση των στοιχείων τα οποία συνιστούν την ποιητική τής Μαρίας Κουγιουμτζή περνούν μέσα από μια ιδιότυπη σύμβαση: τίποτα δεν είναι βέβαιο και ανέγγιχτο· η φυσική κατάσταση είναι το επιφαινόμενο, όχι όμως και η αλήθεια. Σ’ αυτό το παιχνίδι αναπτύσσονται κραδασμοί οι οποίοι άλλοτε εξελίσσονται σε διαλυτικές συμβάσεις και πολλές φορές εδραιώνονται ως αδιαμφισβήτητα δεδομένα. Ιδού: «Η ωδή του έρωτα δεν χωρά στο κορμί μου. Η αλήθεια είναι πως προτιμώ το λουλούδι από το νέκταρ, γι’ αυτό και αρνούμαι να γεμίζω τους τάφους με μέλι» (σ. 12).
Ο έρωτας είτε ως γεγονός που περιγράφεται είτε ως ενδεχόμενο επαναλαμβάνεται ως πράξη βίας, κυριαρχίας και συναλλαγής. Καταγράφεται ως μοιραία συνάντηση για μια δοσοληψία σε ένα περιβάλλον που χτίζεται για να τον χωρέσει. Κάποτε, όμως, γίνεται λυτρωτικός, αφού προβάλλει, έστω χωρίς τη συναισθηματική επένδυση – εμφανή τουλάχιστον– το ανθρώπινο όριο. Προσφορά και αντίδωρο σε ό,τι εξαιρείται εσκεμμένα και παραπειστικά από την κανονικότητα, κατακερματίζει και εξοβελίζει το διαφορετικό. Το μονοσήμαντο και αδιατάρακτο είναι το παραπέτασμα πίσω από το οποίο κρύβουμε ό,τι θεωρούμε πως δεν υπάρχει.
Εξασφαλίζονται έτσι οι ενοχές σ’ ένα ήσυχο και ασφαλές κρησφύγετο. Έρχεται όμως την κρίσιμη στιγμή η Μαρία Κουγιουμτζή να αλώσει αυτήν την βεβαιότητα και να αποκαταστήσει την αλήθεια ομολογώντας πως τους βλέπει Και νομίζω πως βλέπει για όλους μας: «Κάπου κάπου, ανεβαίνει πάνω ο εγγονός της σπιτονοικοκυράς μου, μου ξεκουμπώνει το παντελόνι κι αρπάζει μέσα στα δόντια του τη φύση μου χώνοντας πρώτα το πρόσωπό μου πάνω στο μεταξένιο δέρμα του στήθους του. Καθώς τα χέρια μου χαϊδεύουν το νεανικό κορμί, τα χείλη μου τρέχουν πάνω στην πλάτη του, γεύομαι μοναχικούς παραδείσους. Στο τέλος μου επιτρέπει να ρουφώ το σπέρμα μου απ’ τα χείλη του. Όχι δεν θέλω λεφτά, λέει, δεν με κάλεσες, μόνος μου ήρθα. Μ’ αφήνει να τον αγγίξω, και να τελειώσει μέσα στο χέρι μου» (σ. 44). Σκέφτομαι, πόση αξία έχει αυτή η σκηνή για τον ανήμπορο ανάπηρο άνθρωπο και πόσο μακριά είναι το πλήθος των σεμνότυφων υποκριτών από τούτη την ανάγκη. (Χρειάζεται θάρρος και τη δύναμή να βγεις πάνω από τις μικρότητες και να αναδείξεις τον αθέατο κόσμο της αναπηρίας.)
Στα διηγήματα, όλα συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον οικείο. Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Η επινόηση και η μυθοπλαστική ικανότητα δεν είναι αποτέλεσμα ασυγκράτητης φαντασίας, αλλά στηρίζεται σε μια ιδιότυπη δημιουργική εγγύτητα με τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Η αφήγηση κυλάει αβίαστα σε χρόνο και τόπο απροσδιόριστο. Η συγγραφέας δοκιμάζει τον αναγνώστη με διαρκείς κι αιφνίδιες μεταμορφώσεις, προοικονομώντας την ένταξή του και αποσπώντας τον από την αμηχανία του στην ελευθεριότητα της φαντασίας, εκεί όπου όλα γίνονται, συντίθενται, αποσυντίθενται, γίνονται ηδονικά, σ’ ένα ντελίριο απόλαυσης, ένα douende της ψυχής που τρέμει. Διότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα φουντώνει την εσωτερική φλόγα, τα όρια καταλύονται για να πάρει τη θέση της έντασης και του τρομακτικού μια υποψία τρυφερότητας η οποία διαβρώνει το παράλογο, το βίαιο, το σκληρό και να ησυχάσει.
Παρακολουθώντας τις ιστορίες της Μαρίας Κουγιουμτζή νιώθεις την γλυκιά οικειότητα με τον κόμπο στο στομάχι τον ένοχο βίο, την καθημερινότητα στα σκοτάδια της οποίας εκκολάπτεται η φρίκη για να αναδυθεί ως τρέλα και να αποτελέσει το άλλοθι μιας κοινωνίας δήθεν. Η μόλυνση της ψυχής είναι μια άλλου είδους τρέλα, γράφει. Αφορά την κοινωνία πέρα από το άτομο (σ. 113). Ο προαγωγός, ο βιαστής πατέρας, ο μέθυσος σύζυγος, ο κακοποιητής και τόσοι άλλοι, όλοι τους άντρες βουτηγμένοι στην ακολασία παρελαύνουν θυσιάζοντας ανθρώπους. Ομνύουν σε μια μακάβρια συνουσία σε μια παράνοια όπου αποκτούν υπόσταση οι εφιάλτες παραμερίζοντας τα όνειρα και τις λιγοστές ελπίδες. Τα ψήγματα ανθρωπινότητας περιορίζονται στην ανείπωτη θλίψη διότι όταν αφουγκράζεσαι την απόλαυση του άλλου κάτι δεν πάει καλά.
Στα διηγήματα της Μαρίας Κουγιουμτζή καιροφυλακτεί ο θηριώδης λύκος της ηδονής έτοιμος να κατασπαράξει τα τρυφερά θύματά του. Η λαγνεία στην πιο ακραία της μορφή μεταμορφώνεται σε αιχμή του δόρατος που θα πολεμήσει όλες τις παραφυάδες του ήθους. Κατά περίεργο τρόπο, με λεηλατημένες ψυχές και κορμιά (προσθέτω) ήμασταν τόσο δυστυχισμένοι όσο κι ευτυχισμένοι, γράφει η Μαρία Κουγιουμτζή, φωτογραφίζοντας την πόλη. Όταν απομακρυνόμασταν από τις περίεργες συνθήκες της σεξουαλικής επαφής, μας έφτανε η παραλία της πόλης, τα σινεμά και τα θέατρά της, για να κινούμαστε μέσα σε μια ψευδαίσθηση αυτάρκειας (σ. 150). Η ανάγνωση της συλλογή διηγημάτων Forever με τις παράξενες και αλλόκοτες ιστορίες διευρύνει τα όρια της ευθύνης μας, είναι μια εμπειρία η οποία αξιώνει τις ενοχές μας απέναντι στο ορατό-αόρατο της σύγχρονης κοινωνίας.
Η επινοητικότητα και η ευαισθησία της Μαρίας Κουγιουμτζή μας πρόσφερε έναν λογοτεχνικό φανό με τον οποίο μπορούμε να αντικρίσουμε τη σκοτεινή πλευρά αυτού που ζούμε.