Χάρτης 55 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-55/klimakes/peri-mathimatikis-skepsis-kai-aithipovolis
Από μικρός, στο σχολείο, δεν «έπαιρνα» καθόλου τα μαθηματικά, πολύ περισσότερο τα προχωρημένα και τα παρεπόμενα όπως τις εξισώσεις, τους διαλογισμούς, τη φυσική, τους «όγκους» τις «μάζες» και τα συναφή.
Ωστόσο, αργότερα συνειδητοποίησα πως αρκετά νοήματα, ή μηνύματα, στη ζωή μας μπορεί να ερμηνευθούν με βάση τα μαθηματικά, ή με αυτό που χαρακτηρίζεται σαν μαθηματική σκέψη.
Και πρέπει να παραδεχθώ ότι, παρόλο που ανήκω σε άλλο χώρο, τις πιο δυνατές συγκινήσεις, κραδασμούς, αλλά και αδιέξοδα τα δέχθηκα και τα βίωσα από πρόσωπα που διακρίθηκαν στις θετικές επιστήμες.
Ανακαλώ στη μνήμη δύο περιπτώσεις και, παρ’ όλο που μοιάζουν άσχετες μεταξύ τους, ο όποιος συσχετισμός τους «αφιερώνεται» στην κρίση, ή στο ένστικτο του καθενός.
Tο πρώτο ερέθισμα οφείλεται στο Γιώργο Γραμματικάκη, με τον οποίο πρωτογνωριστήκαμε όταν υπηρετούσαμε τη θητεία μας, και έκτοτε διατηρούμε μακρινή φιλία και αγάπη. Όταν, πριν χρόνια, ήδη καθηγητής Φυσικής και Πρύτανης στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, έβγαλε το βιβλίο Η κόμη της Βερονίκης (που αργότερα παρουσιάστηκε και σαν τηλεοπτική σειρά) του εξομολογήθηκα την ευχάριστη έκπληξή μου που ένας θετικιστής μπορεί και εκφράζεται τόσο ποιητικά. Σαν αντίδωρο (;) μου εκμυστηρεύτηκε μια -υποτίθεται- πραγματική ιστορία:
Ένα βράδυ λοιπόν, του 1964, που πήγε στον χορό της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού, στο Ηράκλειο (εκεί που ο Βασίλης, Βασιλικός, έγραψε το Αγγέλιασμα) χόρεψε αρκετές φορές και φλερτάρισε με μια πολύ ελκυστική κοπέλα, που στο τέλος την συνόδεψε μέχρι την πόρτα του σπιτιού της. Της είχε μάλιστα ρίξει στους ώμους, προστατευτικά για την ψύχρα, τη δική του καμπαρτίνα που ξέχασε να πάρει φεύγοντας. Την άλλη μέρα, τόσο για την καμπαρτίνα – όσο και για να δώσει κάποια συνέχεια στην γνωριμία τους, πήγε σπίτι της όπου η μαυροφορεμένη μητέρα της, εμφανώς ταραγμένη, του αποκάλυψε με αναφιλητά πως η κόρη της είχε πεθάνει από καιρό. Προτού φύγει – αποσβολωμένος, πρόλαβε να δει στον μπουφέ της σάλας τη φωτογραφία της ίδιας κοπέλας που χόρευαν μαζί το προηγούμενο βράδυ. Η συνέχεια και το τέλος της ιστορίας εκτυλίχθηκε στο νεκροταφείο, όπου ο Γιώργος έψαξε και βρήκε τον τάφο της. Πάνω στο μαρμάρινο κεφαλάρι ήταν κρεμασμένη η στρατιωτική του καμπαρτίνα...
Η δεύτερη περίπτωση είναι του τιμημένου το 1994 με βραβείο Νομπέλ στην Οικονομία (και τον χρηματιστηριακό δείκτη που πήρε το όνομά του) Αμερικανού μαθηματικού και οικονομολόγου John Nash (1928-2015). Προχθές λοιπόν που περιέπεσα πάλι σε φάση αναζήτησης του «Άγνωστου» και της «Αλήθειας» ξαναείδα μια ταινία του Ρον Χάουαρντ αφιερωμένη στη ζωή του με τίτλο «A beautiful mind».
Στον Nash, από την εποχή που είχε διοριστεί στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον σε ηλικία 30 περίπου χρόνων, εκδηλώθηκε σχιζοφρένεια. Το δικό του σύνδρομο καταδίωξης είχε να κάνει με την επιστήμη και την έρευνά του: ότι, όντας σε διατεταγμένη υπηρεσία στο Πεντάγωνο υποτίθεται για να «σπάσει» τους κώδικες του εχθρού για μια πυρηνική βόμβα, τον καταδίωκαν να τον απαγάγουν ή να τον σκοτώσουν και τον προστάτευε τάχα ένας πράκτορας FBI, ο οποίος όμως παραβίαζε οποτεδήποτε τον προσωπικό του χώρο για να τον ανακαλέσει στο … καθήκον, όταν προσπαθούσε να ξεφύγει. Στην παραίσθηση αυτή συνυπήρχαν, σαν παραστάτες, ένας υποτίθεται παλιός φίλος και συμφοιτητής του με ένα μικρό κοριτσάκι κάπου επτά χρόνων. Μπήκε σε κλινική όπου υποβλήθηκε σε ηλεκτροσόκ και φαρμακευτική αγωγή και μόλις διαπιστώθηκε βελτίωση επανήλθε σπίτι. Η γυναίκα του είχε στο μεταξύ γεννήσει το παιδί τους.
Ο Nash διαπιστώνοντας ότι με τα φάρμακα που έπαιρνε δεν μπορούσε να λειτουργήσει σαν σύζυγος και επιστήμονας τα σταμάτησε… Κι όπως συμβαίνει με την σχιζοφρένεια, που μέχρι στιγμής είναι ανίατη, τα συμπτώματα επανήλθαν σε βαθμό που μπορούσε να αποβεί επικίνδυνος ακόμα και για την οικογένειά του. Ο γιατρός του θύμισε πως η ασθένεια είναι εκφυλιστική και εξελίσσεται, επιμένοντας να ξαναρχίσει θεραπεία στην κλινική.
Η απάντησή του, απ’ όσο θυμάμαι ήταν: «Είναι ένα πρόβλημα. Τίποτε παραπάνω. Κι εγώ λύνω προβλήματα… Μπορώ να το επεξεργαστώ. Χρειάζομαι μόνο χρόνο».
Κι έτσι ο Nash έκανε την υπέρβαση. Την λύση την εξομολογήθηκε στη γυναίκα του που όλο αυτόν τον καιρό παρέμενε πλάι του και τον στήριζε… «Το κοριτσάκι δεν μεγαλώνει ποτέ. Το βλέπω πάντα στην ίδια ηλικία. Άρα δεν μπορεί να είναι αληθινή!... Είναι μία παραίσθηση». Θυμάμαι τη σκηνή που εκείνη παίρνει την παλάμη του και την σέρνει τρυφερά στο μάγουλό της. Αυτό είναι αληθινό, του ψιθυρίζει. Κι ύστερα το οδηγεί στο στερημένο από χάδια στήθος της … κι αυτό. Ίσως και η ικανότητα να ξέρεις πότε ξυπνάς από το όνειρο.
Ο Nash κατάφερε αυτόν τον απλό, όσο και σπάνιο διαχωρισμό του πραγματικού απ’ το φανταστικό, σα να ’τανε αλγεβρική εξίσωση. Επανήλθε στο Πανεπιστήμιο και μεγαλούργησε στο χώρο του. Όταν τέλειωσε η τελετή απονομής των Νομπέλ και βγήκε έξω ο… «πράκτορας του FBI» και ο παλιός συμφοιτητής με το κοριτσάκι ήταν εκεί, απαράλλακτοι μες στο χρόνο. Κι ο Nash τους έβλεπε μεν, αλλά τους ... αγνοούσε.
Το εφιαλτικό μ’ αυτές τις καταστάσεις είναι όταν δεν ξεχωρίζεις ποιο είναι αληθινό και ποιο εικονική πραγματικότητα. Και ακόμα πιο τραγικό όταν αρχίζεις να αγωνιάς ότι άνθρωποι, μέρη, στιγμές με μεγάλη σημασία για ’σένα, δε χάθηκαν, δεν πέθαναν αλλά κάτι πολύ χειρότερο... Δεν υπήρξαν ποτέ.