Χάρτης 55 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-55/moysikh/mnimi-ghianni-markopoiloi-1939-2023
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος, γέννημα θρέμμα της Ιεράπετρας, όπου πέρασε τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια της ζωής του, δεν ανήκει ούτε στο Ηράκλειο, ούτε στην Κρήτη, ούτε στην Ελλάδα, αλλά στην οικουμένη ολόκληρη, με την έννοια ότι άφησε ανεξίτηλα αποτυπώματα στην ιστορία του σύγχρονου μουσικού πολιτισμού.
Εννέα μόλις χρόνια μικρότερός του, συνειδητοποίησα την αξία του ως δωδεκάχρονος μαθητής στο ίδιο Γυμνάσιο, καθώς άκουγα να συζητούν για τις εξαιρετικές μουσικές επιδόσεις του. Η στενή συνεργασία που είχα με τον πατέρα του Γεώργιο, διαπρεπή νομικό και δραστήριο νομάρχη, για την έκδοση του βιβλίου του Γεράπετρος και γεραπετρίτες (Aθήνα 1981) του οποίου ανέλαβα την επιμέλεια, με δικό μου προλογικό σημείωμα, αποτέλεσε την απαρχή μιας στενότερης επικοινωνίας με το διάσημο γιο του. Λίγα χρόνια αργότερα είχε διαμορφώσει το πολιτιστικό του όραμα, για την πραγμάτωση του οποίου έγινε συστράτευση φίλων του που επιδίωκαν τους ίδιους στόχους.
Η «Ανάβασις – Αστική Εταιρεία για την Ελλάδα στη Μεσόγειο των Πολιτισμών» ιδρύθηκε το 1991 από τον Γιάννη Μαρκόπουλο με ιδρυτικά μέλη τούς: Γρηγόρη Σηφάκη, Χρήστο Γιανναρά, Ροδόλφο Μορώνη, Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Δημήτρη Μυταρά, Γιώργο Νοταρά και τη Θεανώ Χατζηδάκη-Μπαχάρα. Στα βασικά μέλη της πολιτιστικής αυτής κίνησης προστέθηκαν, με τη σειρά που εμφανίζονται στο Καταστατικό, ο υπογράφων αυτό το άρθρο, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος και ο Θεοδόσης Πελεγρίνης. Η ανάβασις
παραπέμπει στην «εκστρατεία», αλλά και στην «πρόοδο, ανάπτυξη», μεταφορική σημασία που εμφανίζεται στα «Ονειροκριτικά» του Αρτεμίδωρου του Δαλδιανού (2ος
μ.Χ. αι.). Ο Γιάννης θέλησε να κινητοποιήσει τις πνευματικές δυνάμεις του τόπου για μια πραγματική Αναγέννηση της χώρας. Αυτός ήταν ο μόνιμος καημός του, όπως διαφαινόταν από τις τελευταίες μακρές τηλεφωνικές συνομιλίες μας, οι οποίες αποκτούσαν δραματικό χαρακτήρα, καθώς γνώριζε ότι πλησίαζε το αναπόδραστο τέλος που το αντιμετώπιζε με απίστευτη αταραξία ψυχής και γαλήνη συνειδήσεως.
Από το σύντομο εργοβιογραφικό του σημείωμα, που μου εμπιστεύτηκε ο ίδιος πριν από ένα χρόνο, ξεχωρίζω τρεις παραγράφους στις οποίες αποτυπώνεται η ουσία του έργου και της προσωπικότητας του κορυφαίου δημιουργού:
«Ίδρυσε ένα νέο και ιδιόμορφο ορχηστικό σχήμα όπου συνδυάζονται τα όργανα της συμφωνικής ορχήστρας με τα ελληνικά παραδοσιακά όργανα. Το ονόμασε Παλίντονος Αρμονία (επωνυμία που προέρχεται από τη φράση του Ηράκλειτου: παλίντονος γὰρ ἁρμονίη κόσμου ὅκωσπερ λύρης καὶ τόξου),
καθιερώνοντας με τις συνθέσεις του την ουσία της μουσικής συμβίωσης και τους συσχετισμούς έκφρασης μεταξύ συμφωνικών και τοπικών οργάνων, μέσω του μελωδικού και ρυθμικού του ορίζοντα, των αρμονικών δομών και των ηχοχρωμάτων της ενορχήστρωσης που χαρακτηρίζουν το προσωπικό του ύφος.
Πρότεινε την ‘Επιστροφή στις Ρίζες’, εννοώντας τον ‘σχεδιασμό του μέλλοντος, με ενδοσκόπηση, μελέτη και πλησίασμα των άφθαρτων πηγών της ζωντανής παράδοσης του κόσμου σε συνδυασμό με επιλεγμένες σύγχρονες πληροφορίες τέχνης’. Η πρότασή του αυτή έλαβε τις διαστάσεις ενός κινήματος τέχνης που ξεπέρασε τα όρια της Ελλάδας. Οι παράμετροι αυτού του μουσικού κινήματος στήριζαν παράλληλα τις φιλοσοφικές του απόψεις που συνδυάζονταν με τις κοινωνικές προτάσεις για τη ζωή και την τέχνη.
Τα έργα που συνέθεσε ο Γιάννης Μαρκόπουλος περιλαμβάνουν συμφωνικά έργα με φωνές, όπερα - έργα σκηνής, μουσική για χορό, έργα για συμφωνική ορχήστρα - ορχήστρα εγχόρδων - ενόργανα σύνολα, κονσέρτα, έργα μουσικής δωματίου, έργα για πιάνο και σόλο όργανα, κύκλους τραγουδιών, σειρές τραγουδιών - τραγούδια, χορωδιακά έργα και μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο».
Οι αυτοβιογραφικές αναφορές, με αφορμή διάφορες συνεντεύξεις του, αξίζει να συγκεντρωθούν και να αξιοποιηθούν κατάλληλα, καθώς φωτίζουν άγνωστες πτυχές της προσωπικότητάς του. Η θυμόσοφη διάθεσή του αποτυπώνεται σε δεκάδες αποφάνσεις του τύπου: «η ηλεκτρική κιθάρα ήρθε από τη χώρα της ηλεκτρικής καρέκλας». Ο λόγος του προσεγγίζει συχνά τη μακρυγιαννική λιτότητα:
«Γεννήθηκα στις 18 Μαρτίου του 1939, στην κλινική του Ιερωνυμάκη στο Ηράκλειο. Τώρα η κλινική αυτή έχει γίνει περίφημο Ωδείο, και μάλιστα πάνω από το πιάνο υπάρχει η φωτογραφία μου, εκεί μέσα, δηλαδή, που με γέννησε η μάνα μου».
«Ένας εφιάλτης με κυνηγούσε από μωρό παιδί. Η μάνα μου έλεγε πως ξύπναγα σε ηλικία έξι και εφτά ετών, φωνάζοντας «Μη σκοτωθεί κανείς»! Αυτό οφειλόταν στις νάρκες, τις σπαρμένες στις ακτές της Ιεράπετρας, με τον φόβο μιας νέας γερμανικής απόβασης. Κάθε τόσο ακούγαμε ένα «μπαμ» και κάποιος ανατιναζόταν! Έχουν περάσει τόσα χρόνια κι ακόμη με ταράζει ο εφιάλτης αυτός».
«Οι μουσικές μου σπουδές ξεκινούν στα έντεκά μου χρόνια, όταν ο αδερφός του πατέρα μου γίνεται δήμαρχος. Το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να φτιάξει μια μπάντα. Παραγγέλνει τα όργανα, έρχεται κι ένας καλός δάσκαλος, ο Σερέπετσης, ωραίος, αριστερός, μαθητής του Καλομοίρη και του Κωνσταντινίδη, μα δεν πάτησε κανένας! Πιάνουν τον πατέρα μου και του λένε «Στείλε τον Γιαννάκη να μάθει κάνα όργανο, γιατί όλοι στην Κάτω Μερά φοβούνται μην πάθουν πνευμονία, καθώς θα φυσάνε τα όργανα».
«Στη Φιλαρμονική έκατσα μέχρι τα 16-17 μου, μαθαίνοντας κλαρίνο και βιολί. Ο Σερέπετσης κατάλαβε την κλίση μου, όταν στα 12 μου έφτιαξα τη μελωδία από τα μετέπειτα “Μαλαματένια λόγια“, θέλοντας να γράψω κάλαντα!».
Όσοι είχαμε ανάλογα βιώματα κατανοούμε καλύτερα γιατί ο Μαρκόπουλος, παιδί αστικής οικογένειας με κοινωνική καταξίωση, έτρεφε μεγάλη συμπάθεια στους βαρκάρηδες της «Κάτω Μεράς», όπου ζούσαν πρόσφυγες και ψαράδες, ενώ στη συνοικία «Πάνω Μερά» κατοικούσαν οι προύχοντες της Ιεράπετρας. Οι ταξικές αυτές διακρίσεις τον πλήγωναν, παράλληλα όμως ενίσχυσαν το δημοκρατικό του ήθος, όπως έδειξε εμπράκτως με τα επαναστατικά τραγούδια του ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών και τα καταπιεστικά καθεστώτα ανά τον κόσμο. Ο Γιάννης, σε αντίθεση με άλλους ομοτέχνους του, δεν εξαργύρωσε τη δημοφιλία του, απόρροια των μουσικών θριάμβων του, με πολιτικές, ή, με τη στενή έννοια του όρου, κομματικές θέσεις. Δεν επιδίωξε, επίσης, βραβεία και διακρίσεις. Έμεινε σε όλη του τη ζωή σταθερά προσηλωμένος στο δημοκρατικό ιδεώδες, όπως αναπτύχθηκε στην Αθήνα το χρυσό αιώνα του Περικλή.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο δεκαεπτάχρονος Γιάννης, ερχόμενος πρώτη φορά στην Αθήνα, πήγε κατ’ ευθείαν στην Ακρόπολη, να θαυμάσει από κοντά τον Ιερό Βράχο με τον Παρθενώνα, το απόλυτο θαύμα της αισθητικής τελειότητας. Τον φαντάζομαι σ’ αυτή την ηλικία να σκιρτά η καρδιά του από συγκίνηση, ανακαλώντας στο μυαλό του αρχαίους παιάνες. Αυτές οι πρωτόγνωρες εμπειρίες πήραν αργότερα σάρκα και οστά με μεγαλειώδη έργα, όπως «Η Λειτουργία του Ορφέα – Από το σκοτάδι στο φως», σύνθεση του 1991. Παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 1994 στο Palais des Beaux-Arts των Βρυξελλών. Η μυστηριακή και εξαγνιστική ορφική ποίηση βρήκε στη σύνθεση του Γιάννη Μαρκόπουλου την καλύτερη σύγχρονη ερμηνεία της με τις προφητικές αναφορές για τη ζωτικής σημασίας αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού της σχέσης του ανθρώπου με την παντοδύναμη φύση. Ως εκφραστής του ελληνικού πνεύματος, προσκλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ της Σμύρνης και παρουσίασε με μεγάλη επιτυχία στις 3 Ιουλίου του 2002 το έργο αυτό στο αρχαίο Θέατρο της Εφέσου.
Τον καιρό της επώδυνης κυοφορίας του έργου με κάλεσε επειγόντως μια βραδιά στο σπίτι του να ακούσω ορισμένα μουσικά του σχεδιάσματα. Κάθισε στο πιάνο. Κοιτάζοντας ακίνητος τα πλήκτρα, είδα τα φωτεινά του μάτια να λάμπουν ακόμα πιο πολύ. Κουνούσε με νευρική δημιουργικότητα τα χέρια και το κεφάλι του. Τα μαλλιά του ανέμιζαν με την ταραχή των απότομων κινήσεων και ξαφνικά … γέμισε μελωδίες ο χώρος που με έφεραν στα όρια της λιποθυμικής συγκίνησης. Η Βασιλική, επίσης συγκλονισμένη, βρήκε την αντοχή να μου φέρει, με ανεπαίσθητες αιθέριες κινήσεις, χωρίς να το πάρει είδηση ο ίδιος, ένα ποτήρι νερό. Ο Γιάννης βρισκόταν σε άλλους ουρανούς, σχεδόν εξαϋλωμένος, όπως σε βυζαντινές αγιογραφίες.
Πριν από πολλά χρόνια, Φεβρουάριο μήνα, θυμάμαι, με κάλεσε να ακούσω μια ανέκδοτη μελωδία του. Όταν τέλειωσε, καθισμένος ακόμα στο πιάνο, με ρώτησε αν πήγε το μυαλό μου σε κάτι. Του απάντησα αρνητικά, με αμηχανία και αυτονόητη συστολή. «Δεν άκουγες τα περιστέρια που χτυπούσαν αλαφιασμένα τις φτερούγες τους;», μου είπε. Σηκώθηκε απότομα. Ξανακάθισε στο πιάνο και έπαιξε το ίδιο κομμάτι. Όση ώρα με ταξίδευε με τις εξαίσιες μελωδίες του, ένιωσα κάτι συγκλονιστικό! Νόμιζα ότι είχε γεμίσει το δωμάτιο με ολόλευκα περιστέρια που διέσχιζαν έντρομα τον αέρα και αμέσως μετά χόρευαν με αργόσυρτες κινήσεις.
Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα. Ετοιμαζόμουν με τη γυναίκα μου να φύγουμε. Μας λέει, με κοφτό ύφος: Δεν θα πάτε πουθενά! Σε δυο ώρες θα περάσει ένας κομήτης που θα τον ξαναδούν άνθρωποι μετά από τριακόσια χρόνια. Δεν πρέπει να χάσουμε αυτή την ευκαιρία. Βγήκαμε στο δρόμο με τα παλτά μας, τυλιγμένοι με κασκόλ. Η θερμοκρασία είχε πέσει στους πέντε βαθμούς υπό το μηδέν. Ο Γιάννης, αψηφώντας το τσουχτερό κρύο, φορούσε μόνο πουκάμισο και παντελόνι, και τα δυο, όπως πάντα, κατάμαυρα. Είχε απλώσει τα χέρια του και μας κρατούσε επί μία ώρα αγκαλιά, τη Βασιλική, την Ιωάννα και εμένα, για να μην κρυώνουμε. Κοιτάζαμε ψηλά στον ουρανό, ενώ ο Γιάννης μάς μαγνήτιζε με τις διηγήσεις του για τον ηρωισμό των Κρητικών στα παλαιότερα και νεότερα χρόνια. Έχοντας ξεπαγιάσει, τον πείσαμε, τελικά, να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια. Αυτός ήταν ο Γιάννης: ρομαντικός, τρυφερός, ευαίσθητος και συγκλονιστικά δοτικός. Αναζητούσε εναγωνίως και επίμονα τα μυστήρια της μουσικής και του Σύμπαντος με θαρραλέα τόλμη. Και κάτι άλλο: Πάντα τον έθελγαν τα χρώματα και τα αρώματα.
Στις μεγαλειώδεις συναυλίες του στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού τον έβλεπα, πριν ανέβει στο πόντιουμ, να καρφώνει το βλέμμα του στον Παρθενώνα, αντλώντας δυνάμεις, να παίρνει βαθιές ανάσες, και αμέσως μετά, με τη μπαγκέτα στο χέρι, ξεκινούσε η μυσταγωγική συναυλία. Σε μια από αυτές τις μουσικές πανδαισίες συνάντησα τυχαία στην είσοδο του Ηρώδειου την Olga Omatos, καθηγήτρια νεοελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Vitoria - Gasteiz της χώρας των Βάσκων, παλιά γνώριμη από τη συνεργασία μας στο Πρόγραμμα Erasmus, η οποία ταξίδεψε ειδικά για να παρακολουθήσει τη συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου που τον θαύμαζε και τον θαυμάζει. Όταν της είπα ότι είμαι προσκεκλημένος του και αν θέλει να τον δει από κοντά, μπορεί να έρθει μαζί μου, πέταξε από τη χαρά της. Όταν τέλειωσε η συναυλία, πήγαμε στο καμαρίνι του. Παρέκαμψα το μεγάλο πλήθος των θαυμαστών του, που περίμενε υπομονετικά, και του σύστησα την κ. Omatos. Όταν του είπα ότι διδάσκει στην Ισπανία την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό μας και άκουσε τα άπταιστα Ελληνικά της, την αγκάλιασε, σαν να την ήξερε από χρόνια, της έδωσε τα συγχαρητήριά του και την ασπάστηκε. Την ίδια εγκαρδιότητα τής έδειξε ο μοναδικός Αλκίνοος Ιωαννίδης που ήταν δίπλα μας. Παρεμπιπτόντως, ο Γιάννης ήταν λάτρης της ελληνικής γλώσσας. Περνούσε ώρες ξεφυλλίζοντας λεξικά και εντρυφούσε σε επιλεγμένα λήμματα. Η καθηγήτρια Omatos μου εκμυστηρεύτηκε ότι η βραδιά εκείνη έχει μείνει αναλλοίωτη στη μνήμη της. Αναπολεί συχνά την ανέλπιστη σκηνή και τη μορφή του συνθέτη, νιώθοντας ρίγη ευτυχίας.
Στις ατέλειωτες συζητήσεις μας για ποικίλα γλωσσικά, λογοτεχνικά, φιλολογικά, φιλοσοφικά, ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά θέματα, ο Γιάννης είχε πάντα διαμορφωμένη άποψη, την οποία δεν δίσταζε να αλλάζει, όταν ο συνομιλητής του προσκόμιζε πειστικότερα επιχειρήματα. Για παράδειγμα, όταν επέμενε ότι «ο Σεφέρης είναι τόσο σημαντικός όσο και ο Αναξίμανδρος», χωρίς να με πείθει η συγκριτική συλλογιστική του, έβρισκε τον τρόπο να στρέφει τη συζήτηση σε θέματα που του ήταν περισσότερο οικεία. Από τα νεανικά του χρόνια τον απασχολούσε η έννοια του «απείρου», με κλασικό παράδειγμα το αχανές Σύμπαν με τους απειράριθμους γαλαξίες. Όταν του είπα ότι ο Αναξίμανδρος χρησιμοποίησε πρώτος το αφηρημένο ουσιαστικό «το άπειρον», οπότε η ιδιότητα που εκφράζει το επίθετο άπειρος μετατρέπεται αυτομάτως σε ουσία, που είναι η απαρχή των όντων, δηλαδή η απαρχή της φιλοσοφίας, όπως την προσδιόρισε ο Hans Georg Gadamer στο μνημειώδες έργο του Der Anfang der Philosophie (1996), πρόσθεσε με νόημα, ξαφνιάζοντάς με ευχάριστα, ότι τα ουσιαστικοποιημένα επίθετα ή απαρέμφατα, όπως «το αγαθό» και «το είναι», αποτέλεσαν τον πυρήνα της φιλοσοφικής σκέψης των αρχαίων Ελλήνων. Δεν τον ρώτησα αν είχε διαβάσει το βιβλίο του Bruno Snell, Die Entdeckung des Geistes (Η ανακάλυψη του πνεύματος) στο οποίο ο κορυφαίος Γερμανός καθηγητής κλασικής Φιλολογίας τεκμηριώνει πλήρως αυτή ακριβώς τη θέση.
Συχνά προκαλούσε τους συνομιλητές του με τις καινοτόμες σκέψεις του, όπως όταν μας έλεγε, με κάποια δόση υπερβολής: «Ένιωθα πάντα ότι ο Μαρξ ήτανε υποσημειώσεις του Πλάτωνα». Δεν περίμενα, ομολογουμένως, από ένα μουσικοσυνθέτη να είχε μπει στα βαθιά νερά της πλατωνικής και μαρξιστικής φιλοσοφίας. Δεν αποκλείεται, πάντως, ο Μαρκόπουλος να γνώριζε τη θέση του Βρετανού μαθηματικού και φιλοσόφου A. N. Whitehead: «Ο πιο ασφαλής γενικός χαρακτηρισμός της ευρωπαϊκής φιλοσοφικής παράδοσης είναι ότι αποτελείται από μια σειρά υποσημειώσεων στον Πλάτωνα». (Ευχαριστώ τον συνάδελφο Γιώργο Χριστοδούλου για την πολύτιμη μαρτυρία).
Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας σε διπλό CD της όπερας Ερωτόκριτος και Αρετή, έδωσε συνέντευξη Τύπου στις 9 Απριλίου 2003 στο Αμφιθέατρο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων. Έχοντας ασχοληθεί με τη γλώσσα και το ύφος του Ερωτόκριτου, με ήθελε δίπλα του, να τιμήσει ένα φίλο Κρητικό, και η πράξη του αυτή με συγκίνησε βαθύτατα. Στις 19 Μαΐου 2009 τον θαύμασα στη συναυλία που έδωσε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, η οποία ήταν αφιερωμένη στη Μετανάστευση και το Περιβάλλον επ’ ευκαιρία του 17ου Οικονομικού και Περιβαλλοντικού Φόρουμ της Ελληνικής Προεδρίας του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη. Η αξέχαστη βραδιά ξεκίνησε με το γνωστό στα πέρατα του κόσμου ‘Who pays the Ferryman?’ και ολοκληρώθηκε με το «Θα ξαναδούμε», Ο Νόμος της Θαλπωρής, Ορατόριο - Μουσικό θέαμα, με ποιητικά κείμενα του συνθέτη.
Με θέλγουν ιδιαίτερα ο μαγικός «Χορός κάτω από την Ακρόπολη» και το εξίσου μαγικό «Πρωινό στο Ναύπλιο» (μου τα πρόσφερε και τα δύο με μεγάλη χαρά αφιλοκερδώς για την τηλεοπτική εκπομπή «Η μαγεία των λέξεων»), οι «16 Πυρρίχιοι συμφωνικοί χοροί» (1980-2001), «Ο ταχύτατος Λούης» (2004) και το «Τρίπτυχο για βιολί και συμφωνική ορχήστρα» (2019- 2020).
Λίγοι έχουν κατανοήσει τα μηνύματα του συγκλονιστικού έργου «Ανα-γέννηση-Κρήτη ανάμεσα σε Βενετιά και Πόλη», μουσικό ταξίδι σε τέσσερις ενότητες, που του ανέθεσε το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Στην αίθουσα Φίλων της Μουσικής δόθηκαν τρεις παραστάσεις το 1995 και δυο χρόνια αργότερα στο θέατρο Palais des Beaux-Arts με τα συμφωνικά σύνολα της Ραδιοφωνίας των Βρυξελλών υπό την διεύθυνση του συνθέτη.
Μέσα από τη μουσική και την ιδιάζουσα φιλολογική του προσέγγιση, ανέδειξε τα δημιουργήματα μεγάλων ποιητών. Ο ίδιος είχε δηλώσει: «Σε όλη μου τη ζωή δεν μελοποίησα, αλλά προσέγγισα τους ποιητές. Θεωρώ το τραγούδι και τη μουσική αυτόνομες τέχνες, αυθύπαρκτες. […] Ήμουν ο πρώτος ακόμη που προσέγγισα τον Σεφέρη, καθ’ υπόδειξιν μάλιστα του πατέρα μου, φεύγοντας από την Κρήτη για την Αθήνα. Ο τίτλος ‘Ο Στράτης ο Θαλασσινός [ανάμεσα στους αγάπανθους] και άλλα τραγούδια’ έχει πηγή έμπνευσης το ‘Ο Σεβάχ ο Θαλασσινός και άλλα παραμύθια’!».
Η μελωδία των στίχων:
Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή
σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίας
ή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα
δημιουργεί ρίγη ανατριχίλας και συγκίνησης την οποία επιτείνει η θεϊκή φωνή του Νίκου Ξυλούρη.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος μελοποίησε δεκάδες ποιήματα καταξιωμένων ποιητών, τα περισσότερα από τα οποία άγγιξαν τη λαϊκή ψυχή, τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα. Ο δίσκος «Ήλιος ο πρώτος», σε ποίηση που δημοσίευσε ο Οδυσσέας Ελύτης το 1943, κυκλοφόρησε το 1969 και άφησε εποχή. Ο τριαντάχρονος συνθέτης αναμετρήθηκε με τους γεμάτους λυρισμό και πάθος στίχους του νομπελίστα ποιητή και απέδωσε με νότες τη χάρη και τη δροσιά του πρωτοτύπου. Στα μαθήματα μου στα Πανεπιστήμια Κρήτης και Αθηνών, όταν μιλούσα για τη γλώσσα και το ύφος της νεανικής ποίησης του Ελύτη, φρόντιζα να ακούνε οι φοιτητές δυο αγαπημένα μου τραγούδια: το μαγικό «Κάτω στης μαργαρίτας τ’ αλωνάκι» και το ανεπανάληπτο «Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο», για το οποίο έχω δημοσιεύσει εκτενή μελέτη. Με εντυπωσίαζε ο ενθουσιασμός των νέων παιδιών. Μου ζητούσαν πάντα να ακούσουν ακόμα μια φορά αυτά τα εκπληκτικά τραγούδια.
Το αποκορύφωμα της μελοποιημένης ποίησης του Γιάννη είναι, κατά τη γνώμη μου, οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με τον συνθέτη στο πιάνο, ο οποίος αποθεώθηκε από το νεαρό φοιτητόκοσμο. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο συνθέτης, αφιέρωσε δεκαέξι χρόνια από τη ζωή του για τη λαϊκή αυτή λειτουργία. Το έργο κυκλοφόρησε το 1977 και επανακυκλοφόρησε το 1998, οπότε παρουσιάστηκε μεγαλειωδώς στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Τότε έκανε μεγάλη αίσθηση η επίκαιρη και σήμερα δήλωση του συνθέτη: «Είμαστε ‘Ελεύθεροι πολιορκημένοι’ στον καταναλωτισμό, στα ναρκωτικά, στα οπλικά συστήματα, στη χρεοκοπία της επικοινωνίας, στην καταπίεση με μονόλογο δίχως αντίλογο, στην ανθελληνική στάση φίλων. Είμαστε ‘Ελεύθεροι πολιορκημένοι’ από φάρμακα για αρρώστιες που δεν έχουμε».
Παρακολούθησα τις περισσότερες «πολυπρισματικές» εκτελέσεις του έργου και κάθε φορά αποκρυπτογραφούσα διαφορετικά μηνύματα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μεγαλειώδη τιμητική συναυλία, με πρωτοβουλία του Υπουργείου Πολιτισμού, για τη συμπλήρωση 150 χρόνων από το θάνατο του εθνικού μας ποιητή. Την Τετάρτη 28 Μαρτίου 2007, στο ολοκαίνουργιο θέατρο Badminton, 2.500 θεατές παρακολούθησαν μια ασύλληπτη σε μεγαλείο συναυλιακή παράσταση, αποθεώνοντας στο τέλος τους δημιουργούς της με πρωτεργάτη τον Μαρκόπουλο.
Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» επέπρωτο να είναι η τελευταία συναυλία που παρακολούθησε ο ίδιος ο συνθέτης. Το ΚΚΕ, σε συνεργασία με το Δήμο Αθηναίων, διοργάνωσε στις 15 Φεβρουαρίου 2022 στο Θέατρο Ολύμπια (Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας») αφιέρωμα «στον εθνικό ποιητή Διονύσιο Σολωμό και στο εμβληματικό του έργο, μια συναυλία τιμής στον μεγάλο Έλληνα συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, στον απόηχο της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821». Καθόταν δίπλα στην Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Δυο μέτρα πιο πέρα, στην ίδια σειρά, παρακολουθούσα το θλιμμένο βλέμμα του Γιάννη που δεν μπορούσε να διευθύνει την ορχήστρα. Το θρυλικό «Μητέρα μεγαλόψυχη» και το εξαίσιο «Άκρα του τάφου σιωπή» μας γέμισαν συγκίνηση. Ο Γιάννης συνέθεσε μοναδική μουσική για να μας δείξει στην πράξη ότι η ελευθερία αποτελεί κύριο γνώρισμα της ηθικής. Στο τέλος της παράστασης, όπως συνήθως, καταχειροκροτήθηκε. Δεκαέξι μήνες αργότερα έκλεισε ο κύκλος της ζωής του. Στο κοιμητήριο Παπάγου, στο πιο ψηλό σημείο, όπου βρίσκεται ο τάφος του, τραγουδήθηκε στις 15 Ιουνίου 2023 το απόσπασμα από τους «Ελεύθερους πολιορκημένους» που είχε διαλέξει ο ίδιος:
Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους.
Τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους,
αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν.
Τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.
Γλυκιά κι ελεύθερ’ η ψυχή σαν να ’τανε βγαλμένη
κι υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.
Το βιβλίο του Αλέξανδρου Ζώτου, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Jean Monnet του Saint-Étienne, Γιάννης Μαρκόπουλος. Ένας ζωντανός μύθος της σύγχρονης Ελλάδας (εκδ. Καστανιώτη 2010) αποτελεί την πρώτη ευπρόσδεκτη συμβολή στο έργο του συνθέτη, παραμένει όμως το ερευνητικό κενό, καθώς είναι απαραίτητη μια εκτενής μονογραφία για τη ζωή και το έργο του, η οποία θα είναι αντάξια της φήμης του. Το κεφάλαιο «Γιάννης Μαρκόπουλος» δεν έκλεισε με την εκδημία του. Τώρα ανοίγει πραγματικά ως μεγάλη πρόκληση για τους ερευνητές του μέλλοντος.
Διερωτώμαι συχνά ποιες θεϊκές δυνάμεις επενεργούν στο μυστηριώδες Σύμπαν και δημιουργούν απίστευτες «συναντήσεις», συντυχιές τις λέμε στην Κρήτη, που μένουν στην αιωνιότητα. Έχει χαραχτεί ανεξίτηλα το μυαλό μου η συναυλία διαμαρτυρίας που έδωσε ο Γιάννης Μαρκόπουλος στο Λονδίνο το 1967 τραγουδώντας επί σκηνής αγκαλιά με τον θρυλικό Τζον Λένον το ανεπανάληπτο επαναστατικό τραγούδι «Ζάβαρακατρανέμια», ξεσηκώνοντας θύελλα ενθουσιασμού στο τεράστιο πλήθος των θαυμαστών τους.
Πέρα από το διεθνώς καταξιωμένο έργο του, όσοι είχαμε το προνόμιο να τον βλέπουμε στην απλή καθημερινότητά του, θαυμάζαμε την ανεπιτήδευτη απλότητα του χαρακτήρα του, ενώ είχαμε παράλληλα εξοικειωθεί με την εκρηκτική προσωπικότητά του, σε στιγμές που τον έπνιγε το παράπονο και η αδικία. Μετεωριζόμενος εναγωνίως στα ακρότατα όρια της τελειότητας, αποζητούσε τις ίδιες ακροβατικές κινήσεις και εξάρσεις από τις συνεργάτριες και τους συνεργάτες του, καλλιτέχνιδες και καλλιτέχνες μοναδικής εμβέλειας, που έχουν γράψει λαμπρή ιστορία στο ελληνικό τραγούδι, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εκατέρωθεν ρητές ή υπόρρητες πικρίες και εντάσεις. Αυτό όμως που ξέρω, και δεν είμαι ο μόνος, είναι ότι τον χαρακτήριζε διάχυτη καλοσύνη καθώς ο Γιάννης είχε ψυχή μικρού παιδιού.
Οι εκλάμψεις του πνεύματος του και οι θεσπέσιες νότες της μουσικής του διασχίζουν τους απέραντους γαλαξίες, οδεύοντας αενάως προς το Άπειρο, ενώ η γαλήνια ψυχή του χαίρεται για τις στιγμές αθανασίας που του χάρισε η φύση, η σκληρή δουλειά και η αγάπη του κόσμου.
Τώρα, από ψηλά, ελεύθερος, όπως πάντα, κατά το καζαντζακικό πρότυπο, μας απαγγέλλει με την ήρεμη, αξέχαστη φωνή του, τους μοναδικούς, γεμάτους αισιοδοξία, εξαίσια μελοποιημένους στίχους του:
Θα ξαναδούμε τη φλόγα να φέγγει στο βωμό της αγάπης
και τη βουή στις πηγές των χειμάρρων να τραγουδάει την πλάση.
Τον Δεκέμβριο του 1996 μου ζήτησε ο Γιάννης να γράψω ένα
εισαγωγικό κείμενο πεντακοσίων λέξεων για τη «Θητεία». Του το έστειλα το
Φεβρουάριο του 1997 από το Πανεπιστήμιο Κύπρου όπου υπηρετούσα ως
επισκέπτης καθηγητής.
Το κείμενο που έγραψα για τη «Θητεία» είναι το ακόλουθο και βλέπει εδώ πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας:
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος είναι αναμφίβολα σπάνια μουσική ιδιοφυία με
επαναστατικές μουσικές εξάρσεις. Η διεθνής αναγνώρισή του οφείλεται,
πιστεύω, στο ότι ανακάλυψε μοναδικούς τρόπους έκφρασης που εξισορροπούν
το μουσικό Λόγο με το μουσικό Μύθο. Η γενικότερη ανεκτίμητη συμβολή του
συνθέτη στο εντυπωσιακό σε ποσότητα και ποιότητα έργο του έγκειται
ακριβώς στο ότι αξιοποιεί τη λαϊκή μουσική παράδοση, αντλώντας
επιλεγμένα μοτίβα, τα οποία εντάσσει στις δικές του εμπνεύσεις,
φέρνοντας έτσι νέο αναζωογονητικό άνεμο στο χώρο της σύγχρονης μουσικής,
με δροσερές αφυπνιστικές ριπές που αποτελούν πηγή προβληματισμού και
αληθινής ψυχικής Ανα-γέννησης.
Η Θητεία ανήκει ακριβώς στις σπάνιες εκείνες συνθέσεις
που κρατούν με εντελώς πρωτότυπο και αρμονικό τρόπο αξιοθαύμαστη
ισορροπία ανάμεσα στην έντεχνη και τη λαϊκή μουσική. Η μουσική του έργου
φέρνει στην επιφάνεια το ηρωικό στοιχείο του Ελληνισμού, όπως
προσωποποιείται στη στιβαρή φωνή του Χαράλαμπου Γαργανουράκη και του
Λάκη Χαλκιά με τις αναλαμπές της τρυφερής φωνής της Τάνιας Τσανακλίδου.
Οι υπέροχοι στίχοι του Μάνου Ελευθερίου μετασχηματίζονται σε τέτοιο
βαθμό από τη μουσική τους επένδυση, που προσεγγίζουν τα όρια της εξαΰλωσης.
Μερικές φορές υπερισχύει εμφανώς μια θαυμάσια μελωδία εναλλασσόμενων
τόνων πάθους, ζωντάνιας και ορμής, αφήνοντας όμως να ακουστεί και το
γλυκομουρμούρισμα μιας μύχιας φιλοσοφημένης πικρίας για Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα,
το πρώτο υπέροχο τραγούδι, που αποτελεί και την καλύτερη εισαγωγή για
το ό,τι θα επακολουθήσει. Τα αισιόδοξα μηνύματα έρχονται με ασυνήθιστη
ηχηρότητα για να πάρουν τη θέση τους γλυκές μελωδίες στοχασμού και
περισυλλογής.
Η μοίρα κι ο καιρός είναι δυο λέξεις-κλειδιά στην
αποκωδικοποίηση των μουσικών μηνυμάτων του κρητικού μουσικοσυνθέτη, ο
οποίος και με το έργο αυτό, ανατρέχει στις ρίζες, στο δημοτικό τραγούδι:
Το Αλφαβητάρι και το καριοφίλι, τ’ Ανάπλι, και τον Αθανάσιο Διάκο. Η
βυζαντινή μουσική μας παράδοση συμφύρεται υπέροχα με τη δημοτική, ένας
συγκρητισμός που γίνεται στα χέρια του Μαρκόπουλου καινοφανής
δημιουργία, έργο τέχνης με την προσωπική του σφραγίδα. Η μελωδία στίχων,
όπως Άγγελος θανάτου μου ζέστανε το στρώμα μου, Είδαμε την ξενιτιά στο γέλιο των κυμάτων, Ζωνάρι πορφυρό κι αρματολίκι,
αντηχούν στην πιο εκστατική της εκδοχή την ψαλτική τέχνη των
Αγιασοφιτών. Το βυζαντινό, το δημοτικό και το μεσογειακό στοιχείο
ενώνονται σε μια δυτικού τύπου επεξεργασία με ευρηματικές εξισορροπήσεις
ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, το γνωστό και το άγνωστο. Ο Μαρκόπουλος βρίσκεται σε εναγώνια αναζήτηση της φλόγας που δεν
τρέμει, μιας μουσικής τελειότητας, η οποία διαφαίνεται από την επίπονη
και επώδυνη επεξεργασία και της παραμικρής λεπτομέρειας. Τα μαλαματένια λόγια γίνονται νότες κοφτές και κοφτερές, με ηχηρές αφυπνίσεις (θα τις έλεγα
καλύτερα «σφυριές»), περνώντας μηνύματα εγρήγορσης σ’ ένα κόσμο που
είναι και μουσικά αλλοτριωμένος. Πρόκειται για μια μουσική που περιέχει
εν σπέρματι, και ίσως προειδοποιητικά, κραυγές εξέγερσης, εναγώνιας
αναζήτησης, απόγνωσης, αλλά και αισιοδοξίας, οι οποίες θα λάβουν πιο
συγκεκριμένη μορφή στις μετέπειτα εξίσου μεγαλεπήβολες συνθέσεις του για
τη μοίρα και το μέλλον του Ελληνισμού. Σ’ αυτό εδώ το έργο, ο
Μαρκόπουλος, συνέλαβε, σε ηλικία 15 μόλις χρόνων, το θεματικό πυρήνα
μιας μουσικής που αρχίζει να εκτυλίσσεται σε μικρούς και μεγάλους
επάλληλους κύκλους, δημιουργώντας το μουσικό του Σύμπαν, η αρμονία και η
εσωτερική συνοχή του οποίου μας αφήνει ενεούς.