Χάρτης 55 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-55/metafrash/poiimata
Ο Jack Gilbert γεννήθηκε το 1925 στο Πίτσμπουργκ της Πενσιλβανίας. Το 1961, το έργο του Views of Jeopardy (Yale University Press) βραβεύτηκε με το Yale Younger Poets Prize, ενώ το 1964, αφού κέρδισε την υποτροφία του Ιδρύματος Guggenheim έφυγε με την σύντροφό του, επίσης ποιήτρια, Linda Gregg για την Ελλάδα. Έμειναν κυρίως στην Πάρο και την Σαντορίνη με σύντομα διαστήματα παραμονής τους στην Κοπεγχάγη και το Λονδίνο, όπου ο Gilbert έδινε διαλέξεις για την ποίηση. Το 1971 ο Gilbert γνώρισε τη γλύπτρια Michico Nogami και σύντομα εγκαταστάθηκε μαζί της στην Ιαπωνία. Τα επόμενα χρόνια εξέδωσε τα έργα: Monolithos:Poems 1962 - 1982 (Knopf 1982) και Κochan (1984), μία μικρή συλλογή 9 ποιημάτων αφιερωμένα στο θάνατο της Μichico (στην ηλικία των 36 ετών). Ακολούθησαν οι συλλογές:The Great Fires: Poems 1982-1992 (Knopf 1994), Refusing Heaven (Knopf 2005), Tough Heaven: Poems of Pittsburgh (Pond Road Press 2006), Transgressions: Selected Poems (Bloodaxe 2006), The Dance Most of All (Knopf 2010), Collected Poems (Knopf 2012). Ο Jack Gilbert υπήρξε τρεις φορές υποψήφιος για το βραβείο Pulitzer. Το 2008 διαγνώστηκε με τη νόσο Aλτσχάιμερ και πέθανε στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας στις 13 Νοεμβρίου 2012 σε ηλικία 87 ετών.
Νότος
Στις μικρές κωμοπόλεις κατά μήκος του ποταμού
τίποτα δε συμβαίνει από τη μια δύσκολη μέρα ως την άλλη.
Οι εβδομάδες του καλοκαιριού αιώνια στάσιμες,
και οι μακρόβιοι γάμοι πάντα ίδιοι.
Ζωές με μοναδικές συγκινήσεις τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης,
τις γέννες και το ψάρεμα. Ύστερα, ένα πλοίο
προβάλλει μέσα από την ομίχλη. Ή παίρνει
τη στροφή προσεκτικά ένα πρωί
στη βροχή, μπροστά από τα πεύκα και τους θάμνους.
Φθάνει μια ζεστή μυροβόλα νύχτα,
με μεγαλοπρέπεια, ολόφωτο. Αναχωρεί δύο μέρες
μετά, αφήνοντας πίσω του μένος.
Καλοκαίρι στο Blue Creek, Βόρεια Καρολίνα
Δεν υπήρχε νερό στο σπίτι του παππού μου
όταν ήμουν παιδί κι έβγαινα
με δύο τσίγκινους κουβάδες για να φέρω. Ακολουθούσα το μονοπάτι,
προσπερνούσα την αγελάδα εκεί στα θεμέλια όπου
βρισκόταν κάποτε το σπίτι των καλών ανθρώπων προτού
κανονιστεί να καεί.
Κι έφτανα στο παγωμένο πηγάδι του γείτονα.
Επέστρεφα με τους κουβάδες τόσο βαρείς,
που το στόμα μου στράβωνε.
Παρατηρώ τώρα τον εαυτό μου, αλλά από μακριά.
Παλεύω να νιώσω ποιος ήμουν
και δεν μπορώ. Ακούω καθαρά τον ήχο που
προξενούσε ο κουβάς χτυπώντας δεξιά αριστερά
το πέτρινο πηγάδι ενώ βυθιζόταν,
αλλά ποτέ το δικό μου άκουσμα.
Η Εγκαταλελειμμένη Κοιλάδα
Αντιλαμβάνεσαι πως είναι να είσαι μόνος τόσον πολύ καιρό
ώστε να φτάνεις να βγαίνεις έξω μέσα στη νύχτα
και να βυθίζεις έναν κουβά στο πηγάδι
για να μπορέσεις να νιώσεις κάτι εκεί κάτω
να αντιστέκεται στην άλλη άκρη του σχοινιού;
Ο Δάντης χορεύει
Ι
Όταν χορεύει για να συναντήσει την Bεατρίκη εκείνη την πρώτη φορά,
είναι νέος, το σώμα του δεν έχει πραγματική γλώσσα,
και η καρδιά του δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς έχει
ξεκινήσει. Αγάπη σαν καλοκαιρινή βροχή μετά την ξηρασία,
σαν τη λεπτή κραυγή μιας αμερικανικής γερακίνας, σαν άγγελος
που βυθίζει τα δόντια του στο λαιμό μας. Διαθέτει μόνο
βασικά βήματα να αρθρώσει τη λάμψη μέσα του.
Το αγόρι Δάντης την βλέπει αρχικά με την απόλυτη αγάπη
που δύναται να υπάρξει μόνο όταν αγνοούμε ο ένας τον άλλο.
Mε το χέρι στο πρόσωπό του, το σκάει. Τα χρόνια περνούν.
II
Ο επόμενος χορός έχει να κάνει με το αντάμωμά τους.
Κάνει ένα enchaînement γύρω της. Τα πλούσια μαλλιά της Bεατρίκης είναι σκούρα και μακριά. Tον κοιτάζει με τα occhi dolci.
Τα άλματά του είναι τα άλματα ενός άνδρα. Τα βήματά του έχουν εξελιχθεί
σε κινήσεις χορευτή που κατανοεί το χορό.
Ένας άντρας που διαπιστώνει την απληστία του σώματος. Εκείνη βρίσκεται βαθιά στην καρδιά του σώματός της. Εκείνος είναι υπέροχος. Εκείνη χάνεται
η θεία την απομακρύνει. Η οικογένειά της προσέχει
μετά από αυτό. Περνάει από μπροστά του με μια άμαξα. Ανεβαίνει
στα δάχτυλα των ποδιών του, port de bras, τα μάτια του απελπισμένα.
Έπειτα εκείνη στέκεται σε ένα παράθυρο στα πάνω δώματα του παλατιού.
Εκείνος χορεύει τη θλίψη του άψογα στο σεληνόφως
κάτω στην άδεια πλατεία, συγκεντρωμένος. Εκείνη τραβάει
την κουρτίνα λίγο στο πλάι, και εκείνος γίνεται ευτυχισμένος.
Είναι ένα όνειρο που όλοι γνωρίζουμε, η τελειότητα της αγάπης
που δεν είναι αληθινή. Ένα σιντριβάνι διακρίνεται πίσω του.
III
Έχουν περάσει μερικά χρόνια και βρίσκονται επιτέλους
στο λιτό του δωμάτιο. Ο αδιάκοπος χορός του μετέπειτα
είναι μια αναγγελία χαράς και ευγνωμοσύνης και αφοσίωσης.
Εκείνη χορεύει ακατανόητα, ενόσω ντύνεται.
Ένα κομψό αντίο. Η ψυχή της τώρα ελεύθερη από αυτή τη
μορφή αγάπης. Μένει ακίνητος, σαστισμένος,
να την κοιτάζει να φεύγει. Ύστερα χορεύει τον πόνο του με τρόπο θαυμαστό.
IV
Βλέπουμε τον Δάντη γερασμένο. Είναι ένας χορευτής που καταφέρνει
μόνο τα απλά βήματα που έκανε στην αρχή.
Χορεύει το χαμένο ειδύλλιο, την αγάπη που ποτέ δεν υπήρξε,
και τη μεγάλη αγάπη που διέφυγε ενόσω ονειρευόταν.
Πρώτη θέση, entrechat, και τα μικρότερα άλματα.
Η παράφορη σιγή. Η πιο αθόρυβη και η πιο ηχηρή.
Η ιδιαίτερη θλίψη μιας ευτυχισμένης, ατελούς καρδιάς που
ξέρει επιτέλους να χορεύει καλά. Αλλά που δε χορεύει.
Με το δοξάρι σχεδόν στον καβαλάρη
Xρόνο με το χρόνο παλεύει
κι αλλάζει τη νεότητα με πέτρα.
Αλλά το μάρμαρο αντηχεί από αγάπη
ακόμα περισσότερο από ό,τι η λεπτή σάρκα.
Η άλλη τελειότητα
Τίποτα εδώ. Βραχώδης και φρυγανισμένη γη.
Τα πάντα ρημαγμένα απ’ το πανίσχυρο φως.
Μόνο πέτρες και χωραφάκια με
πεισματάρικα κριθάρια και φακές. Κανένα σπασμένο
αντικείμενο προς επισκευή. Τίποτα που να το πέταξε
ή να το παράτησε κανείς. Θέλεις ένα τραπέζι,
πληρώνεις κάποιον και σου το φτιάχνει. Βρίσκεις δυο
μέτρα αγκαθωτό σύρμα, το παίρνεις στο σπίτι σου.
Θα χρειαστεί. Οι αγρότες δε γελούν.
Πηγαίνουν στη χώρα και γελούν, ή στα πανηγύρια.
Μια μορφή παραδείσου. Αυτόνομο το κάθε τι.
Η θάλασσα το νερό της. Οι πέτρες απ΄ το βράχο τους.
Ο ήλιος υψώνεται, χαμηλώνει. Μία επιτυχία
χωρίς καμία ώθηση απολύτως.
Αναρρώνοντας
Περνάω τις μέρες προσπαθώντας να επιλέξω
ένα επιμνημόσυνο ποίημα.
Όχι, ευτυχώς, καμιά νεκρολογία.
Ένα ήσυχο ποίημα
να διαλευκαίνει πως δεν υπήρξα
παρά ένα από τα τυχαία πρόσωπα
σε εκείνες τις λίθινες λιτανείες.
Προσεκτικά διατυπωμένο.
Να μην ισχυρίζεται ότι κατάφερα
κάποια σπουδαία νίκη.
Παρά μόνο ότι προθυμοποιήθηκα.