Χάρτης 55 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-55/klimakes/o-eghghrammatos-kai-i-oraia
Έτσι με κέντρισαν εμένα, την Αντιγόνη, να γίνω Νύφη του Άδη. Το ακάλυπτο κρεμασμένο κορμί μου έγραψε το θάνατό μου. Η αυτοκτονία μου ήταν μια σκηνοθετημένη παράσταση που μου πρόσφερε επι τέλους τη μοναδική ευκαιρία να ποιήσω μια δική μου αναπαράσταση του εαυτού μου.
ΤΖΙΝΑ ΠΟΛΙΤΗ, Το γράμμα της Αντιγόνης
«Είμαστε όλοι επιζώντες με αναστολή (...). Ο χρόνος της αναστολής συρρικνώνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό. Όχι μόνο γιατί είμαι, μαζί με άλλους, κληρονόμος τόσων πραγμάτων, καλών ή τρομερών: καθώς οι περισσότεροι από τους στοχαστές με τους οποίους συνδεόμουν είναι νεκροί, όλο και πιο συχνά με αποκαλούνε επιζώντα». Ο Ντεριντά «θέλοντας επιτέλους να ζήσει», αναγνωρίζει την «αναστολή» ως τον βασικό λόγο της ζωής.
Ο Ελύτης χρόνια πριν, αναγνωρίζει πως «είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι» (Ο αγράμματος και η ωραία).
Η αναστολή εκτός του ότι είναι ο χρόνος του έργου —ο Προυστ επιμένει σε αυτό— είναι συγχρόνως και η σιγαλιά του θανάτου. Γνωρίζω ότι το όνομα —πέραν της ληξιαρχικής πράξης— εξασφαλίζει τη διέλευση. Όχι μόνο μεταξύ ζωής και θανάτου, αλλά γλώσσας και κόσμου. Το όνομα αναφέρεται σε ένα ανεπανάληπτο πρόσωπο χωρίς να χρειάζεται να διέλθει από τα κυκλώματα του νοήματος. Το όνομα αυτό ακούει στο: «Τζίνα Πολίτη». Εγκαρδιωμένο μάλιστα, στην αφιέρωση του Οδυσσέα Ελύτη, στο ποίημα «Ο αγράμματος και η ωραία» από τη συλλογή Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό, εκτοξεύεται στην αιωνιότητα των άστρων.
Η Τζίνα Πολίτη, που απεβίωσε στις 24 Μαΐου, θα απαθανατίζεται έκτοτε μνημειωμένη στο όνομά της και στο έργο της. Έδωσε στην μακρά πορεία του βίου της τον θάνατο στον εαυτό της, καπνίζοντας ένα πακέτο τσιγάρα την ημέρα, γράφοντας και διαβάζοντας μέχρι τέλους. Πρόσφατα στο σπίτι της, που της μίλησα ευγενικά για το τσιγάρο, μου απάντησε απότομα: «αυτοκτονώ αργά». Αντέδρασε περιπαίζοντας τον επικείμενο θάνατο με ένα είδος απάντησης χωρίς απάντηση, σαν τον Μπάρτλμπι που «θα προτιμούσε να μην…», αλλά το κάνει.
Το δίδαγμα που αποκόμισα φεύγοντας, ήταν ένα «διδάσκω τον θάνατό μου». Ο θάνατος -ίδιον του εαυτού- σε όλη της τη ζωή και παρά τα δύο τραγικά συμβάντα της αυτοκτονίας του άντρα της και του παιδιού της, ήταν η λογοτεχνία και «το δικαίωμα στον θάνατο». Έζησε, διαβάζοντας και γράφοντας λογοτεχνία. Διέγραψε τον θάνατο καθιστώντας τον ακίνδυνο. Του αφαίρεσε με την ευφυΐα της, όπως γράφει ο Μπλανσό, «το τμήμα του μέλλοντός του». Τον έπαιξε. Και αυτό το παράδοξο σχέδιό της -«ο διπλός θάνατος»- ήταν η ζωή της.
Δημοσιεύω στον Χάρτη Επιστολή, που μου απηύθυνε τον Οκτώβριο του 2018, όταν της έδωσα να διαβάσει το χειρόγραφο του ποίηματός μου Λευκή Ελλάδα (εκδόσεις Περισπωμένη). Την ενέθεσα εν είδει φέιγ-βολάν, άτακτα ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου με κίνδυνο να πέσει, αφήνοντας στην τύχη την αναγνωστική της συμβολή. Πάντα μπορεί να ενθέσει κανείς κάτι έξω απ’ το κείμενο, μέσα στο κείμενο. Την Επιστολή αυτή τη θεωρώ συγκείμενο του έργου μου. Και επειδή δεν υπάρχει στο έργο ούτε απόλυτο σημείο εκκίνησης ούτε τέλος, η Επιστολή συνεχίζει να γράφεται. Παρ΄όλα αυτά, υπήρξε για μένα ένα μοναδικό γεγονός. Ένα δώρο, που δεν μπορεί να επαναληφθεί και που δηλώνει το αναπόδραστο της συνυπαιτιότητάς της μαζί μου σ' αυτό το εκδοτικό εγχείρημα, χωρίς να διακρίνω το κείμενό μου από την Επιστολή και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προτείνω ένα ομοιογενές κείμενο προς ανάγνωση. Αυτό το «αναπλήρωμα» που κατατίθεται στην ίδια την κειμενικότητά μας, μάς συνέχει επ' άπειρον. Ο Χάρτης είναι αυτή η διακειμενικότητα εν προόδω.
Οι λόγοι που «εκτίθεμαι» αναδημοσιεύοντας το κείμενό της για τη δουλειά μου εκτός από την ιδιοτροπία του Ναρκίσσου, είναι ταυτόχρονα πράξη ευγνωμοσύνης. Ο καθρέφτης άλλωστε, δεν είναι το κείμενο (texte), εκτός από ύφασμα (textus) θανάτου;
Γιώργο μου,
Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το εξαίρετο poeme-fleuve σου, αναρωτήθηκα γιατί σε όλη την ευρωπαϊκή ποίηση αυτή η εσωστρεφής, συνειδησιακή, ποιητική, συμβιωτική σχέση με την «πατρίδα» είναι απούσα. Κατέληξα λοιπόν στο εξής συμπέρασμα: καμιά χώρα και καμιά γλώσσα δεν κουβαλάει για τόσους αιώνες πάνω στην πλάτη της έναν Όμηρο – μιαν Ιλιάδα, όπου οι περιπέτειες, οι ήρωες, οι διενέξεις, οι προδοσίες, οι πανουργίες, τα πάθη και τα μάθη καθόρισαν την μορφολογία
όλων όσων έκτοτε επαναλαμβάνονται ιστορικά από το συλλογικό υποκείμενο» δράσης που ονομάζεται Έλληνες» έως και σήμερα. Ούτε μεγάλωσαν με μιαν Οδύσσεια, κουβαλώντας εντός τους αυτή την αέναη ψύχωση του «νόστου»!
Αυτή, λοιπόν, είναι η καταγωγή και του δικού σου ποιήματος και μετά, έπονται οι άλλοι – ανέστιοι, μέτοικοι, διπλοί και μονοί, ζώντας ανάμεσα στη φαντασιακή, μητρική χώρα και στην άλλη, εκείνη της συμβολικής γλώσσας του πατρός- όπως εσύ και όλοι/ες εμείς μαζί!
Και, πίσω από εσένα, στη σειρά, Κάλβος, Σολωμός, Παλαμάς, Σικελιανός, Ελύτης, Σεφέρης, οι ποιητές της «ήττας», ο Δημητριάδης… Εδώ, στη Λευκή Ελλάδα
(που δεν έπαψε να πεθαίνει σα χώρα), το καντιανό Sublime κάνει παρέα με το αριστοφανικό ξεκατίνιασμα! Σε τελευταία ανάλυση, κι εσύ, όπως και οι προλαλήσαντες, μας παγιδεύεις αναπόδραστα, σαν το άλογο στ’ αλώνι, να τριγυρίζουμε gyro-gyro rondo αναζητώντας το άλλο μιας αυτοεικόνας μας, μιας εν δυνάμει «ταυτότητας» μας από ένα ανύπαρκτο Δημαρχείο!
Σε αυτό το παθιασμένο-ειρωνικό- απομυθοποιητικό- αποδημητικό-λαβωμένο- ποιητικό σου φτερούγισμα, που όλο χτυπάει πάνω στο σκληρό τζάμι μιας καθολικής- και όχι μόνο ελληνικής πραγματικότητας, σε παρακολουθώ: τα ποιητικά σου τεχνάσματα- την εσωτερική ρίμα, τις καινοτόμες μεταφορές και αντιθέσεις σου, - το κυριότερο, μια νέα τοπιογραφία
στην οποία δεν μας είχες συνηθίσει- μια τοπιογραφία απαλλαγμένη από το παραδοσιακό, «περιγραφικό» αρχείο, σκληρή, σύγχρονη, νευρώδη, «μεταλλική», ατονική…
Και μετά από το «συλλογικό εμείς,», όπα, να και το μικρούλι εγώ στο «σαλόνι της μαμάς» και εκεί,- κάθε παιδί μιας τάξης «αστικής» βυθίζεται στα πουπουλένια μαξιλάρια της μνήμης… «Όμορφή Αθήνα, που είναι τα χρόνια εκείνα τα παλιά! Η ΜΕΝΕΞΕΔΕΝΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ! Με τα ντενεκεδόσπιτα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας! Για όσους/ες τα θυμούνται!
Κι όμως! Κι’ όμως, κάτι μέσα μου έχει μείνει!/ Π’ ούτε ο χρόνος ούτε η λησμονιά το σβήνει: Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, δεν την σκιάζει φοβέρα καμιά/ Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει/και ξανά προς τη δόξα τραβά». Κουτσά-στραβά, με τα κόκκαλα τσακισμένα των Ελλήνων τα ιερά… Πάντα, μα πάντα, κάποιος ποιητής, ανάμεσα στο θρήνο, την καταγγελία, το θυμό και την αυτομαστίγωση, συνεχίζοντας την παράδοση, θα επαναλαμβάνει: « Όπου κι αν πάω, η Ελλάδα με πληγώνει…»
— «Γιατί, μωρό μου;»
Γιώργο μου, αν έβαζα κάποιο τίτλο στο γράμμα μου αυτό, θα ήταν:
«Από τον Όμηρο στο Βέλτσο»
Σ’ ευχαριστώ, για την απόλαυση, το παραξένιασμα, τη «φωνή» που έδωσες da capo σε αυτό το μοναδικό, ανικανοποίητο ψώνιο που λέγεται «Ελληνίδες, Έλληνες!»
και σε φιλώ με αγάπη,
Τζίνα
Bλ. 42:19'