Χάρτης 54 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-54/diereynhseis/midas-ὄnoi-ὦta-ὅti-ὠtakoistas-eἶkhen
Η μεταμόρφωση ως μαγική διαδικασία μετατροπής μιας οντότητας σε μια άλλη (ζώο, πέτρα, αστερισμό ή φυτό) υπήρξε ιδιαίτερα γοητευτική στους αρχαίους Έλληνες και δημιούργησε μύθους, οι οποίοι προσέλαβαν μεταγενέστερα και λογοτεχνική μορφή (Οβίδιος, Απουλήιος), ενώ αποτελεί έκτοτε μοτίβο σταθερά επαναλαμβανόμενο στη λογοτεχνία, στο θέατρο και στις εικαστικές τέχνες. Σε όλα τα πεδία πάντως (λογοτεχνικό, θεατρικό, εικαστικό) η εξέταση της έννοιας θέτει ένα πρόβλημα ορολογίας, στο βαθμό που εμφανίζεται ως συνώνυμο της αλληγορίας, του συμβόλου ή της μεταφοράς[1]. Οι λογοτεχνικές αφηγήσεις μυθικών μεταμορφώσεων στην εκδοχή που μας παρέδωσε ο ρωμαίος ποιητής Οβίδιος κέντρισαν το ενδιαφέρον πολλών καλλιτεχνών από την περίοδο της Αναγέννησης (Tiziano, Michelangelo, Giorgione, Rubens, Poussin, Gentileschi Artemisia, Rembrandt, Bernini) μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα (Giorgio de Chirico, Pablo Picasso, Paul Delveaux, René Magritte, Salvador Dalí, André Breton), εκπροσώπων σημαντικών κινημάτων του μοντερνισμού. Οι οβιδιακές μεταμορφώσεις καταλαμβάνουν ξεχωριστή θέση και στα έργα της μυθικής θεματολογίας του Νίκου Εγγονόπουλου[2].
Στον κύκλο των μεταμορφώσεων ανήκει η περίπτωση του μυθικού βασιλιά Μίδα και των δύο παθημάτων του, όπως την αφηγείται ο Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος. Ο Εγγονόπουλος εικονογραφεί το μυθικό θέμα του Μίδα συνολικά τρεις φορές (δύο σχέδια και μια ελαιογραφία). Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ο Μίδας ήταν βασιλιάς της Φρυγίας, γνωστός για την ικανότητά του να μετατρέπει σε χρυσάφι ό,τι άγγιζε. Ο Οβίδιος στις «Μεταμορφώσεις» (Met. 11. στ. 85 κ. ε.) αναφέρει ότι ο Μίδας κάποια μέρα που τριγύριζε στο δάσος συνάντησε έναν γέροντα Σειληνό που είχε χάσει τον δρόμο του και τον κράτησε κοντά του για να τον περιποιηθεί αλλά και για να ωφεληθεί από τη σοφία του. Μετά από δέκα μέρες πλούσιας φιλοξενίας ο Μίδας παρέδωσε τον Σειληνό στον Διόνυσο, ο οποίος για να ανταποδώσει την ευεργεσία ζήτησε από τον Μίδα να του πει μια επιθυμία που θα ήθελε να του πραγματοποιήσει: «κάνε αυτόματα να γίνεται χρυσός καθετί που αγγίζει το κορμί μου»[3] του είπε ο Μίδας (στ. 103) («Ποίησον, εἶπεν, οὗτινος ποτέ τῷ σώματι ἅψωμαι, εἰς ξανθόν χρυσόν μεταβάλλεσθαι»)[4]. Ο θεός αμέσως πραγματοποίησε την επιθυμία του και ο Μίδας από εκείνη τη στιγμή ό,τι άγγιζε γινόταν χρυσός. Σύντομα όμως διαπίστωσε ότι κινδύνευε η ζωή του, αφού και η τροφή του ακόμη, μόλις την άγγιζε, μεταβαλλόταν σε χρυσό (στ. 118-145). Πανικοβλημένος ο Μίδας ικέτευσε τον θεό να τον απαλλάξει από αυτό το χάρισμα και ο Διόνυσος τότε τον συμβούλευσε να πάει να ξεπλυθεί στον ποταμό Πακτωλό. Ο Μίδας άκουσε τη συμβουλή του θεού, πλύθηκε στον ποταμό και απαλλάχθηκε από το «χάρισμα» που βασάνιζε τη ζωή του. Σύμφωνα με την παράδοση ο Πακτωλός από τότε γέμισε με σβώλους χρυσού.
Μετά το χρυσό άγγιγμα, το δεύτερο πάθημα του Μίδα, με τη σειρά που τα αφηγείται ο Οβίδιος, ήταν τα γαϊδουρινά του αυτιά. Ο Μίδας, λοιπόν, σύμφωνα με τον μύθο υπήρξε κάποτε αυτήκοος μάρτυρας στον μουσικό αγώνα ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Πάνα. Την ώρα που ο Τμώλος, ο θεός του ομώνυμου βουνού, ανακήρυσσε τον Απόλλωνα νικητή, έφτασε απρόσκλητος ο Μίδας που περιπλανιόταν στα βουνά, και, χωρίς να ακούσει την απόφαση του επίσημου κριτή, ανέδειξε νικητή τον Πάνα. Ο Απόλλωνας τότε οργισμένος τιμώρησε τον Μίδα και με τις θεϊκές του δυνάμεις έκανε να φυτρώσουν δύο αυτιά γαϊδάρου στο κεφάλι του, είτε για να ακούει καλύτερα (υποτίθεται τη μουσική) είτε για να ασχημύνει με αυτό τον τρόπο το κεφάλι του (στ. 147-193). Ο Μίδας, επειδή ντρεπόταν πολύ για τα αυτιά του, προσπάθησε να τα κρύψει κάτω από έναν φρυγικό σκούφο. Ο μόνος που γνώριζε το μυστικό ήταν ο οικέτης του, τον οποίο ο βασιλιάς όρκισε με ποινή θανάτου να μην το φανερώσει σε κανέναν. Εκείνος όμως δεν άντεξε και ήθελε κάπου να το πει. Έτσι πήγε σε ένα χωράφι, έσκαψε ένα λάκκο και ψιθύρισε προς τα μέσα το μυστικό. Μετά σκέπασε το λάκκο με χώμα, κι έφυγε. Στο χώμα φύτρωσαν καλαμιές, οι οποίες όμως με το φύσημα του ανέμου διέδωσαν το μυστικό σε όλο τον κόσμο, ότι δηλαδή ο βασιλιάς Μίδας είχε γαϊδουρινά αυτιά.
Ο Εγγονόπουλος επεξεργάζεται συνολικά τον μύθο, και τα δύο δηλαδή επεισόδια-παθήματα του Μίδα, δίνοντας μάλιστα ιδιαίτερη έμφαση στο δεύτερο με τα γαϊδουρινά αυτιά. Και στις τρεις αποδόσεις του θέματος, τα δύο σχέδια και την ελαιογραφία, ο Μίδας παριστάνεται ως ανδρείκελο χωρίς χαρακτηριστικά προσώπου αλλά με αυτιά γαϊδάρου, να κάθεται σε ξύλινη καρέκλα (θρόνος) κοντά στην όχθη ενός ποταμού (Πακτωλός), ντυμένος με γαλάζιο χιτώνα. Στο δεξί του χέρι κρατάει χρυσό καθρέφτη, ενώ το αριστερό του είναι απλωμένο προς το νερό του ποταμού. Δίπλα του ακριβώς και στην όχθη του ποταμού έχουν φυτρώσει καλαμιές. Πάνω στο νερό του ποταμού κυλούν σβώλοι χρυσού. Πίσω από τον Μίδα παριστάνεται μια ανδρική μορφή, ο οικέτης-κουρέας, ντυμένος με λευκό ένδυμα και κόκκινο φρυγικό σκούφο στο κεφάλι (σε αντίθεση με τον μύθο που τον φοράει ο Μίδας για να κρύψει τα αυτιά του). Ο οικέτης εικονίζεται να κρατάει με το αριστερό χέρι ξυράφι (φαλτσέτα), ενώ με τα δάκτυλα του δεξιού του χεριού κλείνει τα μάτια του προσπαθώντας να αποφύγει το αποτρόπαιο θέαμα που αντίκρυζε στον καθρέφτη. Σε δεύτερο επίπεδο ο σκηνικός χώρος περιλαμβάνει ένα μακρόστενο οικοδόμημα, υπερυψωμένο ελαφρώς, με διαδοχικές αψιδωτές καμάρες και παραπετάσματα που δίνουν την εντύπωση πολυτελών αποδυτηρίων κάποιας λουτρόπολης.
Ο Εγγονόπουλος επιλέγει ως θέμα του πίνακα το «μυστικό» του Μίδα, πρώτον, γιατί γοητεύεται από την έννοια της μεταμόρφωσης και δεύτερον για τον αλληγορικό του χαρακτήρα. Η αλληγορία λειτουργεί προς δύο κατευθύνσεις, μία ψυχαναλυτική και μία πολιτική. Για την ψυχανάλυση ο σκαμμένος λάκκος μέσα στον οποίο ο Μίδας έκρυψε το μυστικό του, θα μπορούσε να είναι ο σκοτεινός χώρος του ασυνείδητου. Το μυστικό που έθαψε μέσα στη γη είτε ο ίδιος σύμφωνα με κάποια παραλλαγή είτε ο οικέτης-κουρέας του δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια απώθηση καταχωρημένη στο ασυνείδητο, μια νευρωτική εκδήλωση ενός σφάλματος, ένα παθολογικό σύμπτωμα που ύπουλα προδίδει την αδυναμία της ψυχής.[5] Η πολιτική διάσταση της αλληγορίας εμπεριέχει τον σαρκασμό και ο σαρκασμός την κριτική, στοχευμένη μάλιστα προς τον θεσμικό ρόλο του Μίδα (βασιλιάς), δηλαδή προς την εξουσία. Για την εμπλοκή του Μίδα στην αλληγορική σύνδεση «γαϊδουρινών αυτιών» και πολιτικής εξουσίας θα στηριχθούμε στην αρχαία ελληνική γραμματεία.
Έργο των μυθογράφων στην ιστορία της λογοτεχνίας ήταν η ανάπλαση των αρχαίων μύθων, η ερμηνεία τους και κυρίως η αναζήτηση ερεισμάτων στην πραγματικότητα. Αφορμή για την κατασκευή του μύθου του Μίδα υπήρξε η ακουστική δεινότητα των γαϊδουριών. Η διασύνδεση των δύο παθημάτων του Μίδα με πτυχές της ατομικής και κοινωνικής ζωής προσέδωσε ευρύτερες και πολύ ενδιαφέρουσες προεκτάσεις στην ερμηνεία. Ο Κόνων, Έλληνας γραμματικός και μυθογράφος της εποχής του Αυγούστου (63 π.Χ.-14 μ.Χ.), στις «Διηγήσεις» του αναφέρει ότι με τα μεγάλα αυτιά ο Μίδας έγινε ο πρώτος «ωτακουστής» στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με τον αρχαίο μυθογράφο ο Μίδας είχε οργανώσει ένα δίκτυο «ωτακουστών» σε όλη την επικράτειά του, για να μπορεί να ελέγχει τους πολιτικούς του αντιπάλους και να διασφάλιζει την εξουσία του:
Από αυτές (τις διηγήσεις) η πρώτη (παρουσιάζει) τα σχετικά με τον Μίδα και τους Βρίγες και πως αφού τού ᾽τυχε να βρει θησαυρό, έγινε πάμπλουτος και (πως) αφού έγινε μαθητής του Ορφέα στης Πιέρειας χώρας το όρος με τεχνάσματα πολλά βασιλεύει στους Βρίγες....Και καθώς ο Μίδας είχε πολλούς να του δίνουν αναφορά για όσα λέγονταν και πράττονταν από τους υπηκόους του (Μίδας δέ πολλούς ἔχων ἀπαγγέλλοντας αὐτῷ τά ὅσα ἐλέγετό τε καί ἐπράττετο τοῖς ὑπηκόοις), και επειδή γι᾽ αυτόν τον λόγο κράτησε τη βασιλεία του μακριά από επιβουλές και κατάφερε να φτάσει στο γήρας, διαδόθηκε ότι είχε μακριά αυτιά κι έτσι, λίγο λίγο, η φημολογία παράλλαξε τα «μακριά αυτιά» σε «αυτιά γαϊδάρου» κι από κει που λεγόταν αρχικά σαν αστείο, έφτασε να πιστεύεται σοβαρά σαν αλήθεια.[6]
Ο Διογενιανός, επίσης, Έλληνας γραμματικός και παροιμιογράφος (1ος αι. μ.Χ) της εποχής του Αδριανού, στο έργο «Παροιμίαι δημώδεις ἐκ τῆς Διογενιανοῦ συναγωγῆς» παραθέτει:
Μίδας ὄνου ὦτα ἔχει: ὅτι ὁ Μίδας ὠτακουστάς εἶχε πολλούς ὡς μηδέν αὐτόν λανθάνειν.[7]
Μίδας ὄνου ὦτα: ὅτι ὠτακουστάς εἶχεν. Οἱ δέ χωρίον αὐτοῦ φασιν οὕτω καλεῖσθαι, ὑπ᾽ αὐτοῦ ληφθέν.[8]
Η συγκεκριμένη εκδοχή του μύθου επανέρχεται και στο έργο μεταγενέστερων σχολιαστών. Στο Λεξικό της Σούδας παρατίθεται μάλιστα εμπλουτισμένη και με άλλες πιθανές ερμηνείες:
Μίδας ὦτα ὄνου ἔχων. Μίδας, ὁ Φρυγῶν βασιλεύς· ἤτοι ὅτι πολλοὺς ὠτακουστὰς εἶχεν, ἢ ὅτι κώμην Φρυγιακὴν κατέσχεν, ἥτις Ὦτα ὄνου ἐλέγετο. λέγεται δὲ τούτῳ τὸν Πακτωλὸν ποταμὸν χρυσὸν ῥεῦσαι· καὶ ὅτι αὐτὸν εὔξασθαι, ὥστε πάντα ὧν ἅψαιτο χρυσὸν γενέσθαι. ἢ ὅτι ὁ ὄνος μᾶλλον τῶν ἄλλων ζῴων ἀκούει, πλὴν μυός. καὶ ὁ Μίδας πολλοὺς ὠτακουστὰς εἶχεν. οἱ δέ φασιν, ὅτι ψέξας ποτὲ τὸν Διόνυσον ὁ Μίδας μετεβλήθη εἰς ὄνον· ἢ ὅτι τοὺς τοῦ Διονύσου παριόντας ἠδίκησεν, ὁ δὲ ὀργισθεὶς ὦτα ὄνου ἔχειν αὐτῷ περιῆψεν. ἢ ὅτι μεγάλα ὦτα εἶχε. λέγεται οὖν ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν μηδὲν λανθανόντων.[9]
Τέλος στα «Σχόλια στον Πλάτωνα» επιβεβαιώνεται ότι η φήμη για τα αυτιά γαϊδάρου που είχε ο Μίδας οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Φρύγας βασιλιάς ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησε «ωτακουστές»:
Μίδας Φρυγῶν βασιλεύς, ὃς δοκεῖ πλουσιώτατος γεγονέναι. τοῦτόν φασι καὶ ὄνου ὦτα ἔχειν, διὰ τὸ πρῶτον ὠτακουσταῖς αὐτὸν χρήσασθαι, παρόσον καὶ τὸ ζῷον ὁ ὄνος ἀκουστικώτατον.[10]
Σε μια πρώτη απόπειρα αποκωδικοποίησης των σημαινόντων του πίνακα θα περιοριζόμασταν στη διαπίστωση ότι πρόκειται για μια ευρηματική μεν αλλά συμβατική αναπαράσταση του αρχαίου μύθου από τον Εγγονόπουλο με υφέρπουσα δραματικότητα, διακριτική ειρωνεία και υπερρεαλιστικό χιούμορ. Ο Εγγονόπουλος όμως δεν αναπαριστά συμβατικά τους αρχαίους μύθους αλλά τους επαναναγιγνώσκει και τους τοποθετεί μετασχηματισμένους στα συμφραζόμενα του ιστορικού παρόντος, τόσο σε επίπεδο ατομικό όσο και συλλογικό. Η επανανάγνωση-επανεγγραφή αυτή αποτελεί μέρος της μυθικής του μεθόδου, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο προσεγγίζει το μυθικό παρελθόν. Ο Εγγονόπουλος δεν επενδύει στους μύθους τους ιδεολογικούς οραματισμούς ή τις ψυχοσυναισθηματικές του εξαρτήσεις από τον γενέθλιο τόπο, όπως επεχείρησαν πολλοί καλλιτέχνες του μεσοπολέμου και της λεγόμενης γενιάς του ᾽30, αλλά τους χρησιμοποιεί ως αφορμή κριτικού σχολιασμού της σύγχρονης (ατομικής-υπαρξιακής ή συλλογικής-πολιτικής) πραγματικότητας. Από τον μύθο του Μίδα αντλεί τη δυναμική της αλληγορίας και την τοποθετεί στα ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής που ζωγραφίζει τον πίνακα, δίνοντάς μια διάσταση κριτική, ειρωνική, σαρκαστική στο εικαστικό του εγχείρημα. Τεκμήριο πολιτικής αλληγορίας στον πίνακα αποτελεί η χρονολογία παραγωγής του (1970), η οποία συμπίπτει με την περίοδο της στρατιωτικής Δικτατορίας στην Ελλάδα. Η παρακολούθηση των πολιτών με ένα δίκτυο «ωτακουστών» είναι πανάρχαιη μέθοδος που χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα αυταρχικοί ηγέτες και ανελεύθερα καθεστώτα προκειμένου να διασφαλίσουν την εξουσία τους. Ο φρυγικός σκούφος δεν μπορεί να κρύψει τα γαϊδουρινά αυτιά τους. Οι καλαμιές με το θρόισμά τους θα αποκαλύπτουν πάντα το «μυστικό» τους.