Χάρτης 54 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-54/komiks/poli-plasmeni-apo-komiks
Ε
ίναι μια παράξενη πόλη, πλασμένη από κόμικς. Πλασμένη κυριολεκτικά, αφού είναι φτιαγμένη από υγρή χάρτινη μάζα (παπιέ μασέ) με κολάζ κόμικς. Τα πάντα εδώ ομνύουν στο σύμπαν της 9ης τέχνης. Οι πολύχρωμοι ουρανοξύστες της υψώνονται σε έναν ασπρόμαυρο ορίζοντα – ψηφιδωτό δεκάδων «θραυσμάτων» από εικόνες των κόμικς. Ένα μπαλόνι αιωρείται ανάλαφρα, παρά το βάρος της πόλης που σκαρφαλώνει στο κάτω μέρος, ενώ τα – πανταχού παρόντα – κόμικς καλύπτουν την υπόλοιπη επιφάνεια. Το ίδιο συμβαίνει με τις μεγάλες καρδιές που ανθίζουν σε αυτή την πόλη: το κάτω μέρος τους καλύπτεται από τις κορυφές των ψηλών κτηρίων, ενώ στο πάνω μισό αποκόμματα εικόνων συναρθρώνονται, καλύπτοντας την υπόλοιπη επιφάνεια στη γνωστή σχηματική απόδοση της καρδιάς.
Σε αυτό το ιδιόμορφο περιβάλλον, που κλείνει το μάτι στην ποπ αρτ έχοντας ως soundrack τους ρυθμούς του ροκ ν’ ρολ, όλα έχουν δεσμούς αίματος και σινικής μελάνης με τα κόμικς. Τα γνώριμα «μπαλονάκια» που περιέχουν τους διαλόγους ή τους μονολόγους των χάρτινων ηρώων, γίνονται εγκαταστάσεις τοίχου, με τις λέξεις να παραχωρούν τη θέση τους σε διάφορα οπτικά σύμβολα, συνθήματα και αστείες φιγούρες. Αρχιτέκτονας αυτής της sui generis πόλης είναι ο εικαστικός Γιάννης Παυλίδης. Ένας δηλωμένος εραστής των κόμικς που, χρόνια τώρα, τον συντροφεύουν και συχνά αποτελούν τον πυρήνα σε πολλές δημιουργίες του. Με αφορμή την τελευταία του έκθεση, με τίτλο (τι άλλο;) «Comic city», που παρουσίασε πρόσφατα στην Αίθουσα Τέχνης Τεχνοχώρος, μας μίλησε για τα έργα του και όσα για τροφοδοτούν την έμπνευσή του.
Να παραλλάξω το γνωστό ερώτημα με την κότα και το αβγό: Η ζωγραφική σε οδήγησε στα κόμικς ή τα κόμικς στη ζωγραφική;
Μεγάλωσα διαβάζοντας περιοδικά κόμικς της εποχής, όπως Μίκυ Μάους, Μπλεκ, Αστερίξ, Λούκι Λουκ. Είχα μια διακοσμητική αντίληψη για τη ζωγραφική και παρακολουθούσα λιγότερο τις τάσεις της Τέχνης. Μετά ήρθαν τα κόμικς για ενήλικες, με την Κολούμπρα στην αρχή και στην συνέχεια με Βαβέλ, Μικρό και Μεγάλο Παραπέντε. Νομίζω ότι αγόραζα σχεδόν ό,τι έβγαινε. Έχω ακόμη τεύχη από την Πράσινη Γάτα, το Tarkidi, Μαμούθ, Φρίξα, Πλατς!. Μου άρεσαν, γιατί εκτός από σχέδιο, λόγο και αφηγηματική συνέχεια που δημιουργούσαν τα καρέ, ήταν επίκαιρα, τοποθετούσαν ερωτήματα, σάρκαζαν, διέθεταν άποψη, είχαν χιούμορ, έπαιρναν θέση σε κοινωνικά ζητήματα και είχαν κάτι από ζωγραφική που μου άρεσε. Ήταν μεταπολίτευση, πολλές συναυλίες, έκρηξη με την μουσική και τους δίσκους βινυλίου, κλαμπ με πολλά ελληνικά συγκροτήματα, bar, διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, θέατρο, λογοτεχνία, τέχνη και πολύ σινεμά. Οι ταινίες του Andy Warhol “Σκουπίδια”, “Σάρκα”, “Κάψα” με τον Joe Dallesandro, που είδα τότε στον κινηματογράφο Studio, με προβλημάτισαν σχετικά με το τι είναι τέχνη και μαζί με το ενδιαφέρον μου για τα κόμικς και την ζωγραφική, με οδήγησαν στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, ξεκινώντας από εκεί το ταξίδι μου στον χώρο της Τέχνης, αρχίζοντας από την Αναγέννηση. Παράλληλα, παρακολουθούσα και το σύγχρονο ιταλικό κόμικς μέσα από το περιοδικό Frigidaire που δημοσίευε ιστορίες των Pazienza, Tamburini, Liberatore και άλλων, χωρίς όμως να ασχοληθώ με την δημιουργία δικών μου σχεδίων. Στην συνέχεια, διαμορφώνοντας το προσωπικό μου στιλ, δανείστηκα από την αισθητική, τον τρόπο γραφής, το χιούμορ και τον σαρκασμό των κόμικς.
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες επιρροές σου, τόσο στη ζωγραφική όσο και στα κόμικς, και πώς αλληλεπιδρούν στα έργα σου;
Ο Amedeo Modigliani είναι σταθερά από τους αγαπημένους μου ζωγράφους. Μου αρέσει η θεματολογία, η γραφή και η αισθητική του, με συγκινεί η ζωή του και το πώς αντιμετώπιζε την τέχνη. Ο Alberto Giacometti πάλι με την επιμήκυνση και εξαΰλωση στις φιγούρες και τα γλυπτά του, ο Pablo Picasso που παρουσιάζει τις εικόνες του από πολλές οπτικές γωνίες συγχρόνως, ο Marcel Duchamp με τα ready made έργα και τη διάσημη “κρήνη” του. Ο Σουρεαλισμός και το DADA ως καλλιτεχνικά κινήματα του παράδοξου και της αμφισβήτησης έχουν επιδράσει στη δουλειά μου, αλλά η αισθητική, η θεματολογία και η επαναληπτικότητα της POP ART είναι αυτή που είναι κυρίαρχη στην εικονογραφία και τις εγκαταστάσεις μου. Από τους Έλληνες καλλιτέχνες αγαπημένοι μου και πιο επιδραστικοί στο έργο μου είναι ο Αλέξης Ακριθάκης και ο Γιάννης Γαΐτης. Από τους δημιουργούς κόμικς μου αρέσουν ο Hugo Pratt με τον “Κόρτο Μαλτέζε”, ο Milo Manara με τις γυναίκες του, ο Bilal με τη “Γιορτή των Αθανάτων”, ο Altan με την “Άντα” και το “Μακάο”, ο Stefano Tamburini με τον “Ranxerox”. Θα μπορούσα να αναφέρω πολύ περισσότερους, όμως αυτοί που με ιντριγκάρουν και ήταν οι αγαπημένοι μου είναι ο Reiser με το “Μεγάλο Ρεμάλι” και ο Philippe Vuillemin με τον “Ψωριάρη Ραούλ”. O σαρκασμός, το χιούμορ και η ζωντάνια στις φιγούρες του Reiser όπως και το καυστικό χιούμορ, η “βρόμικη γραμμή” στο σχέδιο και τα ερωτήματα που έθετε ο Vuillemin είναι στοιχεία που έχουν επιδράσει στην εικονογραφία μου.
Είναι φανερή η ιδιαίτερη προτίμησή σου στη χρήση του παπιέ μασέ. Τι σε ελκύει σε αυτό το υλικό και ποιες είναι οι εφαρμογές του;
Το κάθε υλικό κουβαλάει μια ιστορία από πίσω του, μια “ιδεολογία” ας πούμε. Το παπιέ μασέ έχει πάνω του όλη την ιστορία του χαρτιού: από την δημιουργία του από το δέντρο και τη χρήση του για την μεταφορά της πληροφορίας μέσω των εφημερίδων και των περιοδικών, μέχρι τον ενεργό του ρόλο στην Τέχνη και τη Λογοτεχνία. Ακόμα παραπέρα, μέχρι την ανακύκλυσή του με τους συμβολισμούς που κρύβει και την επαναχρησιμοποίησή του, ως αντικειμένου τέχνης αυτή την φορά. Το παπιέ μασέ εξακολουθεί να διατηρεί την χάρτινη υπόστασή του, στην προκειμένη περίπτωση δένει αρμονικά με τα κόμικς, βγάζει ευαισθησία, “γράφει” ωραία με τα χρώματα, είναι εύπλαστο, αν και πολύ χρονοβόρο στην ολοκλήρωσή του, έχει προσωπικότητα, είναι φθηνό, μπορεί να ντύσει με τον χαρακτήρα του πολλά έργα. Το σημαντικότερο, είναι ένα σοβαρό όπλο στην φαρέτρα μου, στην αντιπαράθεση με την “σοβαρή” τέχνη, γιατί ενισχύει το χιούμορ και θέτει το ερώτημα αν η ποιότητα της τέχνης έχει να κάνει με το υλικό που φτιάχνεται, ή με την πνευματική υπόστασή του.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της τελευταίας θεματικής σου ενότητας με τίτλο «Comic City» και τι θέλησες να εκφράσεις μέσω αυτής;
«Η πόλη είναι ένα θέμα με το οποίο έχω ασχοληθεί και παλαιότερα με την έκθεσή μου “Art City”, το 1999, στην γκαλερί Νέες Μορφές στην Αθήνα και στην Γκαλερί Καλφαγιάν στην Θεσσαλονίκη. Ήταν μια εγκατάσταση από περίπου 80 τρισδιάστατους πύργους, όπου ο θεατής μπορούσε να περπατήσει ανάμεσά τους. Τώρα η πόλη έγινε ξανά κυρίαρχο θέμα στη δουλειά μου, με την παρουσίαση του “Comic City” στην Αίθουσα Τέχνης Τεχνοχώρος. Γεννήθηκε σε μία περίοδο περισυλλογής και “εγκλεισμού” στο εργαστήριο, δουλεύοντας πολλές ιδέες παράλληλα και με το κόμικς να συμμετέχει σε κάποιες από αυτές. Σε ένα μακρόστενο τελάρο ζωγραφικής φτιάχνω στο κάτω τρίτο μέρος του πίνακα μια πόλη όπως κάποιες παλιές γκραβούρες πόλεων από την μία άκρη ως την άλλη, πυκνοδομημένη, βλέποντας την από επάνω, όπως θα την έβλεπε ένα drone, με έντονες χρωματικές αντιπαραθέσεις. Στο υπόλοιπο κομμάτι δημιουργώ ένα κολάζ από ασπρόμαυρο κόμικς δείχνοντας με τις δραστηριότητες των χάρτινων ηρώων τι θα μπορούσε να συμβαίνει στο έγχρωμο κομμάτι της πόλης. Το πάντρεμα του έγχρωμου με το ασπρόμαυρο ταίριαξε αισθητικά και όλη η ιδέα εξαπλώθηκε πάνω σε άλλους πίνακες, σε άλλα τρισδιάστατα έργα από παπιέ μασέ, επιτοίχια ή επιδαπέδια που είχαν σημείο αναφοράς την διαφήμιση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, ο κροκόδειλος και τα μπουκάλια αναψυκτικών, δημοφιλή σύμβολα όπως η καρδιά, ειλητάρια, καθώς και 3D ήρωες όπως η “Θεά των κόμικς”. Η “Comic City” είναι μια εγκατάσταση, όπου ο θεατής, περπατώντας ανάμεσα στους πίνακες και τα “γλυπτά”, ανακαλύπτει μια πόλη με πολλές οπτικές γωνίες και δραστηριότητες, που αναπτύσσεται, εξελίσσεται τεχνολογικά, εκσυγχρονίζεται και φιλοξενεί όλες τις εκδηλώσεις μας, που δεν έχουν αλλάξει πολύ μέσα στον χρόνο. Αγαπάμε, μισούμε, χαιρόμαστε, σκοτωνόμαστε, απλώς με διαφορετικό τρόπο κάθε εποχή.
Η Πόλη των Κόμικς, ή μάλλον η πόλη πλασμένη από κόμικς, έχει ως φόντο κολάζ από δεκάδες αποκόμματα εικόνων κόμικς, Με ποιο γνώμονα τα επιλέγεις και πώς λειτουργούν στη συνολική σύνθεση;
Τις ready made εικόνες κόμικς τις διαλέγω καταρχήν με διακοσμητικό τρόπο. Κοιτάζω, δηλαδή, να μου κάνουν οι άσπρες-μαύρες φόρμες που τα αποτελούν, για να μου δίνουν την αίσθηση μιας ιστορίας κόμικς χωρίς να γίνονται κυρίαρχες στο σύνολο του έργου. Ο Milo Manara για παράδειγμα, ενώ είναι από τους αγαπημένους μου δημιουργούς, τις περισσότερες φορές δεν τον χρησιμοποιώ γιατί δεν έχει πολλές μεγάλες μαύρες φόρμες — στα έργα του κυριαρχεί το άσπρο και το υπέροχο σχέδιό του. Κατόπιν, επιλέγω κάποιες σκηνές με αγαπημένους ήρωες, τις τοποθετώ επιλεκτικά στην σύνθεση και συμπληρώνω όπου χρειάζεται με μαύρο και άσπρο χρώμα τις ιστορίες, για να ενοποιηθούν σε μία ιστορία. Στη συνέχεια περνάω ξανά με ημιδιαφανές χρώμα το κολάζ, ώστε μελλοντικά να μην κιτρινίσει, προσπαθώντας να προβλέψω την πατίνα που θα αποκτήσει στον χρόνο. Έτσι τα κόμικς, με τις μοναδικές ικανότητες να αποτυπώνουν την ζωή και τις δραστηριότητες μέσα σε μία πόλη, όπως διαφήμιση, αρχιτεκτονική, αστυνομικές και ερωτικές ιστορίες, μαζικά φαινόμενα, ζωή στους δρόμους κ.λπ., εξελίσσονται σε κάτι άλλο από αυτό που φτιάχτηκαν αρχικά, συμμετέχοντας ενεργά στην δημιουργία του έργου. Τα κόμικς είναι πλέον η “βουή” της πόλης.
Η Πόλη των Κόμικς περιλαμβάνει τρισδιάστατες κατασκευές, όπως τα γνωστά «μπαλονάκια» των κόμικς, τα οποία αντί για λόγια έχουν διάφορα οπτικά σύμβολα. Τι μας «λένε» με τον τρόπο τους;
Κάποια δύσκολη ημέρα και σε ένα περιβάλλον όπου δεν ήταν εύκολο να εκτονωθείς, σχεδίασα στο χαρτί ένα “μπαλονάκι” των κόμικς σαν αυτά που είχε στο Μίκυ Μάους, όταν οι ήρωες ήθελαν να εκφράσουν τον θυμό τους. Και επειδή δεν γινόταν να εκφραστούν με λόγια, γιατί το περιοδικό ήταν παιδικό, έβαζαν μέσα βόμβες, δηλητήρια, κεραυνούς και άλλα παρόμοια. Έτσι δημιούργησα μερικά “τερατάκια” που ερίζουν μεταξύ τους και με τον εαυτό τους. Το στόμα τους που φωνάζει το σχεδιάζω από τα πλάγια (προφίλ), γιατί έτσι φαίνεται καλύτερα η έντονη έκφραση τους, ενώ τα μαλλιά “καρφάκια” (ή σαν κορώνα) και τα μάτια που κοιτάζουν αντίθετα από την κατεύθυνση του στόματος, τα σχεδιάζω μετωπικά (ανφάς). Τους βάζω και κόκκαλα στο κεφάλι, όπως το διακοσμούσαν κάποιοι κανίβαλοι, για να είμαι πιο σίγουρος, Με τα χέρια τους κάνουν χειρονομίες, τα πόδια ίσα που στηρίζουν το κεφάλι. Όσο για το σώμα τους, δεν χρειαζόταν. Ήταν άχρηστο πλέον και έκοβε κάτι από την ένταση — τι τερατάκια θα ήταν άλλωστε;. Οι άντρες “τερατάκια” πολλές φορές είναι αξύριστοι για να είναι πιο άγριοι, ενώ στις γυναίκες “τερατάκια” έβαλα βλεφαρίδες, τακούνια και κραγιόν. Έτσι απόκτησαν χαρακτήρα μέσα σε ένα περιβάλλον από εκρήξεις, κεραυνούς, κόκκαλα, χατζάρες, βόμβες και δηλητήρια. Άρχισαν να παίρνουν κάτι από τον άνθρωπο, να θυμίζουν λίγο τον εαυτό μας, να βλέπουμε με κατανόηση και χιούμορ άβολες στιγμές μας. Όλο αυτό είναι γραμμένο με την οπτική γλώσσα της ζωγραφικής και επιτρέπει στον κάθε ένα να το μεταφράσει όπως τον βολεύει, αντίθετα από τα “μπαλονάκια” των λεγόμενων “ενήλικων” κόμικς, όπου ο εκνευρισμός και η έριδα προσδιορίζονται με λέξεις.
Μια αξιοπρόσεκτη παρουσία σε αυτή την ενότητα είναι ένας κροκόδειλος που θα μπορούσε να θυμίζει το σήμα της Lacoste, αν δεν ήταν διάστικτος από καρεδάκια των κόμικς στη ράχη και από κτίρια της Πόλης των Κόμικς στην κοιλιά του. Γιατί αυτή η επιλογή;
Ενώ οι καλές τέχνες θεωρούνται παραδοσιακά ως το αποκορύφωμα του πολιτισμού, η διαφήμιση θεωρείται ότι είναι μολυσμένη με “χυδαιότητα” και εμπορικότητα. Το να χρησιμοποιώ λοιπόν εμπορικά σήματα όπως το κροκοδειλάκι της Lacoste, μία από τις πρώτες μάρκες που χρησιμοποιήθηκαν στη μόδα, ή τα μπουκάλια της Coca Cola υπερμεγεθυμένα σε παπιέ μασέ, δυναμώνουν την διάθεσή μου να προκαλέσω και να ανυψώσω το καθημερινό και συνηθισμένο στην θέση του αντικείμενου της τέχνης. Εδώ το κροκοδειλάκι έχει γίνει ο καμβάς μου, που επεκτείνει, με επιτυχία νομίζω, την πόλη των κόμικς ακόμη πιο πέρα. Διαθέτει χιούμορ, είναι πολύ αναγνωρίσιμος, όμορφος, δυναμικός και με διάθεση Rock n’ Roll. Άλλωστε, ο τίτλος αυτού του έργου είναι δανεισμένος από ένα τραγούδι του Bill Haley, που πολλοί μεγαλώσαμε με αυτό και που πολλές φορές το έχουμε επαναλάβει αντί του τα λέμε “αργότερα” ή “αντίο” στη ζωή μας: το See you Later, Alligator.
Ανάμεσα στα έργα σου ξεχωρίζουν τα Ειλητάρια. Τι σε οδήγησε σε αυτά τα παλαιά χειρόγραφα ιερατικά κείμενα που τυλίγονταν γύρω από μικρά κυλινδρικά ξύλα, και πώς τα ενέταξες στα έργα σου;
Ήταν 2006, αν θυμάμαι καλά, όταν ανακάλυψα μια φωτογραφία στο διαδίκτυο με το ειλητάριο στο οποίο έγραψε ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ τις 120 μέρες στα Σόδομα. Θυμήθηκα την προβολή της ταινίας του Πιερ Πάολο Παζολίνι “Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα”, την περιπέτεια που είχε με την λογοκρισία η ελληνική έκδοση του βιβλίου, και φαντάστηκα τον Μαρκήσιο ΝτεΣαντ να κρύβει επιμελώς το ειλητάριό του στο κελί της φυλακής. Με εξιτάρισε το γεγονός ότι ένα τόσο μικρό αντικείμενο, το οποίο μπορεί να απλώσει υπερβολικά για το μέγεθός του και να χωρέσει σε αυτό ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μπορεί τόσο εύκολα να κρυφτεί και να φυλαχθεί. Με γοητεύει ακόμη και σήμερα η ιδέα να μπορεί να “μαζευτεί” κατά κάποιον τρόπο ένα έργο τέχνης για να φυλαχθεί εύκολα σε δύσκολες συνθήκες. Έτσι έφτιαξα δύο ειλητάρια με λίγο διαφορετικό τρόπο και χρησιμοποίησα σκηνές με σεξ από διάφορες ιστορίες κόμικς που δεν χρησιμοποίησα στα υπόλοιπα κολάζ των έργων μου. Τα συγκεκριμένα ειλητάρια δεν τα είχα εκθέσει έως σήμερα, η ιδέα όμως να φτιάξω έργα που μπορούν να τυλιχθούν ή να επεκταθούν με επισκέφθηκε ξανά. Αυτή την φορά έφτιαξα πολλά ειλητάρια, όλα με χαρτόνι και καμβά, σε διαφορετικά μεγέθη, ο χαρτονένιος κύλινδρος των οποίων καλύπτεται από κολάζ ετερόκλητων κόμικς. Όσο ξετυλίγεται ο καμβάς τους αποκαλύπτει σταδιακά την πόλη, είτε φανερώνει τα “τερατάκια” που καυγαδίζουν.