Χάρτης 54 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-54/tehnasmata/kolaz
Με προσέγγισε τη βραδιά που θα με βράβευαν για τη συνολική προσφορά μου στα γράμματα. Άλλοι συγκαιρινοί μου λογοτέχνες, με διασυνδέσεις με το πανεπιστημιακό κατεστημένο, είχαν ήδη ανακηρυχθεί επίτιμοι διδάκτορες ή απλώς είχαν λάβει τιμητική πλακέτα συνοδεία πανηγυρικών ομιλιών αποτίμησης του έργου τους· βάσει της άτυπης επετηρίδας, είχε έρθει η δική μου σειρά. Εκείνο το βράδυ όμως, στην πραγματικότητα, μου έκαναν μια ωραία φιλολογική κηδεία. Το ήξερα. Μπορούσα να δω κάποια παιδάρια στο ακροατήριο που περίμεναν να μπούνε μπροστάρηδες, κάνοντας στην μπάντα - ευγενικά στην δική μου περίπτωση - το παλιό κατεστημένο. Άστραφταν τα λαίμαργα μάτια τους. Δεν τα κάκιζα. Είχα επίγνωση ότι δεν είχα κάτι άλλο να δώσω.
Ο θαυμαστής μου ήταν ακαθόριστης ηλικίας. Ίσως λίγο πιο πάνω από τα σαράντα. Γκρίζα μαλλιά και μαύρα ρούχα. Μια ασάφεια διέτρεχε τις γραμμές του προσώπου του. Αν τον ξανάβλεπα, δεν θα τον θυμόμουν. Το μόνο ξεκάθαρο επάνω του ήταν ο τόνος της φωνής του. Στακάτος, αυστηρός, χωρίς παρερμηνείες. Δεν με κολάκευσε, όπως οι άλλοι. Δεν ήθελε να με θυσιάσει. Ήταν αρκετά μεγάλος για πατροκτονίες. Μου είπε, απλώς, ότι ήθελε να με βοηθήσει και μου έχωσε στη χούφτα ένα ταλαιπωρημένο χαρτί με τον αριθμό του τηλεφώνου του, για να τον χρησιμοποιήσω όταν θα ένιωθα έτοιμος.
Μια μέρα μετά, μόνο αυτόν θυμόμουν. Που με άφησε αποσβολωμένο, τη στιγμή του θριάμβου μου κι έφυγε. Τέκτων. Μ’ αυτό το ψευδώνυμο μου συστήθηκε. Δεν ένιωθα θυμό. Μόνο περιέργεια. Τι είδους βοήθεια θα μπορούσε να προσφέρει σε έναν πνευματικό ταγό ο απίθανος αυτός άνθρωπος; Μια «δεύτερη νιότη στα γράμματα», μου απάντησε ο Τέκτων απότομα στο τηλέφωνο. Δεν αντέδρασα, δεν τον διέκοψα. Είχα μια δεκαετία να γράψω, τα τελευταία κείμενά μου ήταν συναγωγές μελετών ή κάποια φοιτητικά σπαράγματα που πήραν νέα ζωή κάτω από τις πιέσεις του εκδότη μου.
Το μυστικό του ήταν ένας υπερσύγχρονος ηλεκτρονικός υπολογιστής. Ο Τέκτων μού πρότεινε να καταχωρήσει στην θηριώδη μνήμη του όλα όσα είχα γράψει, ακόμη και τα αδημοσίευτα και με ένα ειδικό πρόγραμμα που είχε εφεύρει, ο υπολογιστής θα γεννούσε με πρώτη ύλη τα παλιά βιβλία: νέα, αιρετικά, ανατρεπτικά. Το είχε εφαρμόσει σε μικρότερη κλίμακα στα δικά του σκαριφήματα, που δεν είχαν, όμως, τον δικό μου γλωσσικό πλούτο και αισθητικό εύρος.
Βασανίστηκα μια βδομάδα ν’ αποφασίσω. Τελικά, ζήτησα από τον εκδότη όλα τα βιβλία μου σε μορφή word αρχείων, όπως μου παρήγγειλε ο Τέκτων και του τα έστειλα με e-mail σε μία ψευδώνυμη ηλεκτρονική διεύθυνση, ενώ ταχυδρόμησα σε ανώνυμη θυρίδα, όπως μου υπέδειξε, δέκα τετράδια χειρόγραφες σημειώσεις από ανολοκλήρωτα μυθιστορήματα ή άγουρα διηγήματα.
Τρεις μήνες μετά, έλαβα με κούριερ, μαζί με το αρχείο που του είχα στείλει, μια νουβέλα ενενήντα πυκνοτυπογραφημένων σελίδων. Ήταν ό,τι πιο ευφάνταστο και σουρεαλιστικό είχα διαβάσει στη ζωή μου. Στα σωθικά της μπορούσα να διακρίνω κάποια δικά μου απομεινάρια, που συντρίβονταν, ωστόσο, κάτω απ’ τον λεκτικό οδοστρωτήρα μιας παράτολμης διάνοιας. Ζήλεψα, παρόλο που ήταν δικό μου παιδί· έστω, θετό. Αντιλαμβανόμουν ότι ήμουν ένας αβέβαιος πρόγονος αυτού του βιβλίου, ήγειρα όμως αξιώσεις να διεκδικήσω την πατρότητά του.
Άφησα τη νουβέλα να παλιώσει για ένα εξάμηνο και όταν πια ήμουν σίγουρος για την υψηλή της αξία, την έστειλα πανηγυρικά στον εκδότη μου. Η φροντισμένη έκδοση, η κριτική υποδοχή επικύρωσαν την απόφασή μου να γίνω στα γεράματα ένας κομπιναδόρος της γραφής. Τύψεις δεν ένιωθα, γιατί έκλεβα τον κόπο μιας μηχανής που με τη σειρά της είχε ταϊστεί με τα δικά μου κείμενα, το απόσταγμα μιας κοπιαστικής μάχης με το λόγο που κράτησε όλη μου τη ζωή. Ίσως μόνο έναν ανομολόγητο φόβο, μήπως ο Τέκνων εμφανιστεί από το πουθενά και διεκδικήσει μερίδιο από τα συγγραφικά δικαιώματα και τη δόξα.
Ένα χρόνο κράτησε ο θρίαμβος, που με ξανάνιωσε και μ’ έβαλε πάλι στο παιχνίδι της λογοτεχνίας. Μετά, εκδότης και κοινό άρχισαν να έχουν νέες, μεγαλύτερες απαιτήσεις. Ο μόνος που δεν περίμενε αντάλλαγμα ήταν ο Τέκτων. Καλύπτοντας την κατάλληλη στιγμή τη ζήτηση, μου ταχυδρόμησε χωρίς προειδοποίηση, όπως και την πρώτη φορά, ένα μυθιστόρημα τριακοσίων σελίδων, βλάσφημο, τολμηρό, αλλά απόλυτα ερεθιστικό για τον απαιτητικό αναγνώστη. Αυτό το βιβλίο ελάχιστα θύμιζε τα δικά μου «εμβληματικά κείμενα που είχαν θρέψει πνευματικά δυο γενιές», όπως πολύ εύγλωττα είχε επισημάνει ο βασικός ομιλητής τη βραδιά της βράβευσής μου. Μέχρι που σκέφτηκα ότι ο υπολογιστής είχε πάρει το πάνω χέρι και λειτουργούσε αυτόνομα. Είχε μετατραπεί σε έναν ασυμβίβαστο και ιδιόρρυθμο μηχανικό καλλιτέχνη.
Πηχυαίοι τίτλοι, εκδηλώσεις λατρείας από παλιούς εχθρούς. Απολάμβανα την κλεμμένη δόξα χωρίς την παραμικρή τύψη. Η ανιδιοτελής αφάνεια του Τέκτονα μού έδινε ώθηση για πιο υπερφίαλες δηλώσεις και αμετροεπείς συνεντεύξεις.
Τρία χρόνια μετά την γνωριμία μας, έλαβα ένα τηλεφώνημα από το νούμερο του Τέκτονα. Η ραγισμένη γυναικεία φωνή, από την άλλη άκρη της γραμμής, με ενημέρωσε ότι ο αδερφός της είχε τερματίσει τη ζωή του λίγες μέρες πριν, πέφτοντας από την ταράτσα στον ακάλυπτο, ελάχιστα τετράγωνα μακριά μου. Ακολουθώντας τις οδηγίες του, επικοινωνούσε μαζί μου για να μου παραδώσει ένα πακέτο.
Έφτασα σχεδόν τρέχοντας στην διεύθυνση που μου είπε. Μπήκα με αγωνία στο στενόχωρο δυάρι, ψάχνοντας με το βλέμμα να βρω τον μηχανικό υπερλογοτέχνη που είχε καταφέρει να νικήσει κατά κράτος αυτόν που αντέγραφε και να αρθρώσει μια δική του απαράμιλλη φωνή. Η αδερφή του με περίμενε με ένα κασελάκι στην αγκαλιά της. Ελάχιστα μπόρεσα να συγκρατήσω από τον συγκινημένο μονόλογό της. Λίγο πριν βουτήξει ο Τέκτων στο κενό, άφησε σε προθανάτιο σημείωμα την εντολή να μου παραδοθεί το λιγοστό πνευματικό έργο του, γιατί μόνο εγώ θα ήμουν ικανός να εκτιμήσω την αξία του.
Όταν, μέσα στην απελπισία μου, βρήκα το θάρρος να την ρωτήσω για τον περίφημο υπολογιστή του, η αδερφή του με κοίταξε έκπληκτη και μου είπε ότι ο κατά κόσμον Ορφέας μισούσε την τεχνολογία και όλα του τα χρόνια έγραφε με πένα και μελάνι, «ακόμη και τα ψώνια της λαϊκής». Προσπάθησα να κρύψω την έκπληξή του μπροστά στην άγνωστη γυναίκα που ήδη θεωρούσε εξαιρετικά ασυνήθιστη τη φιλία ενός εγνωσμένης αξίας λογοτέχνη με τον αδερφό της, ο οποίος μπαινόβγαινε στο ψυχιατρείο από τα χρόνια της εφηβείας του.
Το τελευταίο έργο του που βρήκα μέσα στο κασελάκι, ήταν ένα εφιαλτικό, δυστοπικό μυθιστόρημα για έναν άνθρωπο-μηχανή που βασανίζεται μέχρι την οριστική αυτοκαταστροφή του από τις ιδιαιτερότητες της ανθρωπινότητάς του, αλλά και τις ευκολίες της υπολογιστικής παντοδυναμίας του. Η αρχή του τέλους γι’ αυτό το υβρίδιο έρχεται, όταν ανακαλύπτει το λογοτεχνικό του ταλέντο. Η λοξή ματιά του αντιμάχεται τον ίλιγγο της πληροφορίας, η ευαισθησία του τη συνταγή των μπεστ-σέλερ. Ο κατασκευαστής του είναι ένας διάσημος μυθιστοριογράφος που διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος-μηχανή ξεπερνά τα δεδομένα που του φορτώνει, ξεπερνά και τον ίδιο και φτάνει σε δυσθεώρητα αισθητικά ύψη. Ο ηττημένος αυτός άνθρωπος θύμιζε τραγικά εμένα, μολονότι τίποτε στην περιγραφή του δεν θα μπορούσε να τον ταυτίσει μαζί μου. Οι ομοιότητες με την πραγματικότητα δεν σταματούσαν εδώ: ο μηχανικός λογοτέχνης βάζει τέλος στη ζωή του, πέφτοντας από την ταράτσα ενός ουρανοξύστη. Όλη η πλοκή ήταν ένα σχόλιο στην ασφυκτική κοινωνία που είχε οδηγήσει τον Ορφέα στα ψυχοφάρμακα και τις εξαρτήσεις από χημικά, αλλά και ανθρώπους, σαν εμένα.
Το τρίτο έργο του, το πιο άρτιο και από τα σημαντικότερα της παγκόσμιας λογοτεχνίας βγήκε με το πραγματικό του όνομα. Δεν ξέρω αν ο εκδότης μου κατάλαβε τη φενάκη, αν αντιλήφθηκε ότι κι εγώ έπεσα θύμα της ευπιστίας μου. Ο αντιγραφέας μου με ξεπέρασε, η ζωή με ξεπέρασε, όπως και η λογοτεχνία. Ανέλαβα την επιμέλεια του μυθιστορήματος και μετά αποσύρθηκα στο πατρικό μου σπίτι, στα ορεινά της Κρήτης.
Εδώ και δυο χρόνια ασχολούμαι τα πρωινά με τον κηπάκο μου που σώθηκε από τη νέα χάραξη του επαρχιακού δρόμου και καταλαμβάνει σαράντα τετραγωνικά μπροστά από το πέτρινο διώροφο. Τα απογεύματα παίρνω το τελευταίο μυθιστόρημα του Ορφέα και κάθομαι στην πλατεία κάτω απ’ τον πλάτανο. Διαβάζω κάθε φορά ένα κεφάλαιο με μουσική υπόκρουση τα μουρμουρητά των γερόντων σαν και μένα που ξέμειναν σε τούτο τον καινούργιο κόσμο. Κάθε απόγευμα, προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω αυτήν την σπάνια, ξοδεμένη ευαισθησία που θα μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας ένα αξεδιάλυτο μυστήριο.