Χάρτης 53 - ΜΑΪΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-53/hartaki/khartinoi-iroes-o-mikros-iroas
«Ο μικρός Γιώργος Θαλάσσης με την ψυχή γεμάτη λύπη για τη σύλληψη του Θωμά Χαρίτου και μίσος εναντίον των σκληρών τυράννων, προχωρεί γοργά μέσα στη νύχτα φροντίζοντας να βαδίζει σύριζα στους τοίχους όπου το σκοτάδι είναι πιο πυκνό. Το παιδί φάντασμα είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση. Μία μεγάλη και ηρωική απόφαση. Να πάει μόνος του στο σπίτι του Γερμανού ταγματάρχη Χανς Μόρεντερ, στη διεύθυνση που είχε δώσει ο νεκρός Έλληνας πράκτωρ και να προσπαθήσει να πάρει τον κατάλογο και τον κρυπτογραφικό κώδικα και να σώσει έτσι από τα νύχια των Γερμανών μία ολόκληρη οργάνωση Ελλήνων πατριωτών και πρακτόρων των συμμάχων».
Διάβαζα παράμερα λαθραία τον Μικρό Ήρωα πίσω από μια «συστάδα» συμμαθητών μου. Ο ήλιος μόλις είχε βγει και έγλυφε τις πολυκαιρισμένες ώχρες του σχολείου μας. Ο Γυμνασιάρχης Μανιάκης στο μπαλκόνι του 4ου γυμνασίου, «στηριγμένος» στο λεπτοκομμένο μουστακάκι του, έβγαζε το καθημερινό του λογύδριο με θέμα την κώμη, τον ανδρισμό και την αξιοπρέπεια. Κατά περίεργο τρόπο είχε καταφέρει να τα συνδέσει όλα αυτά και να βγαίνει το συμπέρασμα ότι αυτή η τριάδα είναι ομοούσιος κι αδιαίρετη.
Ο θεολόγος κ. Μανιάκης, με την καλοθρεμμένη κοιλιά και τη ζώνη του παντελονιού δεμένη λίγο πιο πάνω από το στομάχι, μας δίδασκε για ένα φεγγάρι θρησκευτικά, επειδή έλειπε ο δικός μας απεσταλμένος του θεού. Καθώς οι εποχές είχαν αλλάξει και οι απόψεις του κυρίου Μανιάκη για τη ζωή και την κοινωνία ξεθύμαιναν στις μεγάλες ντουλάπες της φυσικής ιστορίας, εγώ παράμερα με τον Μικρό Ήρωα, το τεύχος με τον υπότιτλο «Ένα παλληκάρι πεθαίνει» διάβαζα απορροφημένος.
«Είχε νυχτώσει, μέσα στα χωράφια που απλώνονταν πίσω από τα κρατητήρια των Ιταλών ένας ίσκιος κινείται αθόρυβα ανάμεσα στους τενεκέδες Είναι ο Σπίθας. Το παιδί, σύμφωνα με τις οδηγίες που του είχε δώσει ο Γιώργος, πλησιάζει σιγά-σιγά στον γάιδαρο που εξακολουθεί να βόσκει μέσα στο σκοτάδι. Φτάνει κοντά του. Βγάζει από την τσέπη του μερικά κομμάτια σπάγκου και διαλέγει από χάμω δυο-τρεις από τους πιο μεγάλους τενεκέδες. Δένει ένα σπάγκο στον καθένα τους και έπειτα δένει την άλλη άκρη των σπάγκων στην ουρά του γαϊδάρου.
--Κάνε λίγη υπομονή γαϊδουράκι μου, του ψιθυρίζει με στοργή. Σε λίγο θα σε απαλλάξω από τα βάσανά. Θα σε ψήσω και θα σε φάω. Μόνο που το σκέφτομαι μου ‘ρχεται να ριχτώ πάνω σου και να σε αρχίσω στις δαγκωνιές. Έχω τρία χρόνια να φάω κρέας μανούλα μου».
Έπνιξα ένα γελάκι, μέχρι που είδα, με την άκρη του ματιού μου, τον κύριο Πιλάλη τον άλλο θεολόγο μας, να πλησιάζει τον γυμνασιάρχη. Ο Πιλάλης διέκοψε το λογύδριο του γυμνασιάρχη και κάτι του είπε στο αυτί. Επανήλθε ο κύριος Μανιάκης για να ολοκληρώσει το λόγο του. Παραδίπλα σκορπισμένοι οι υπόλοιποι καθηγητές επιτηρούσαν την τάξη και την προσοχή στα λεγόμενα του. Εγώ ήμουν καλά καλυμμένος και αγωνιζόμουν με τον Μικρό Ήρωα μου.
«Κρυμμένος σε μία πόρτα, απέναντι από το κτήριο, ο μικρός Γιώργος Θαλάσσης περιμένει με αγωνία. Ακούει τις κραυγές των Ιταλών και σε λίγο βλέπει δέκα στρατιώτες με επικεφαλής τον αξιωματικό που είχε αιχμαλωτίσει τον πατέρα και το κοριτσάκι να βγαίνουν τρέχοντας από τα κρατητήρια με τα τουφέκια στα χέρια και, πυροβολώντας στα στραβά, να κάνουν τον γύρο του κτιρίου και να ορμούν προς τα χωράφια με τους τενεκέδες»
Διάβαζα τον Μικρό Ήρωα αλλά δεν έχανα κι επαφή με το πεδίο και τα τεκταινόμενα στον «αύλιο χώρο». Πάνω στο ωχρό κτήριο ήταν απλωμένη η ξεθυμασμένη σβελτάδα μιας αρμαθιάς παιδιών, η ακονισμένη υπομονή μιας χούφτας μεσήλικων καθηγητών και η ξεφτισμένη από την επανάληψη έμπνευση των κυρίων Πιλάλη και Μανιάκη.
4ο γυμνάσιο αρρένων Πατρών, η μισή αλήθεια για το παρόν. Έτσι φαίνεται συμβαίνει όπου είναι μαζεμένοι μόνο άνδρες, μισή αλήθεια και μάλιστα τεμαχισμένη σε μικρά κομματάκια και διπλωμένη στις στρογγυλές υδρορροές που κατηφόριζαν στο κτήριο. Ξαναμπήκα στον κόσμο του Γιώργου Θαλάσση.
«Πριν χαθούν, ο Ιταλός αξιωματικός φωνάζει στο φρουρό που στέκεται μπροστά στην πόρτα.
--Μην κουνηθείς από τη θέση σου, αν πλησιάσει κανείς, πυροβόλησε τον. Ο Γιώργος καταλαβαίνει και τα μάτια του αστράφτουν. Σίγουρα εκτός από τον φρουρό δεν έχει μείνει άλλος Ιταλός μέσα στο κτήριο. Παίρνει μία βαθιά ανάσα, σφίγγει τα δόντια και βγαίνει από την κρυψώνα του. Προχώρησε ολόισια προς τον φρουρό κουτσαίνοντας ελαφρά, σαν να είναι πληγωμένος».
Ξαφνικά ακούστηκε μια μουντή ιαχή ανακούφισης γύρω μου, έτσι που είχα καρφώσει την προσοχή μου στα κατορθώματα του Θαλάσση και του Σπίθα, δεν κατάλαβα προς τι.
— Γουστάρω ρε μάγκα μου και δεν είχα ανοίξει βιβλίο σήμερα. Άκουσα κάποιον πίσω μου.
— Γεια σου ρε Μανιάκη γαμώ το μουστάκι σου και τις εκδρομές σου, ψιθύρισε ένας άλλος.
Με πλησίασε ο Ζαχαρόπουλος με τα κοκκινωπά μαγουλάκια του, χειμώνα – καλοκαίρι και με την ολόισια χωρίστρα του.
— Κι είχα κάτι τεμπελιές, ρε φίλε, μου είπε μόλις έφτασε δίπλα μου.
— Που λες θα πάμε; τον ρώτησα για να βγω από το λήθαργο.
— Ξέρω ΄γω, καημένε, και τι με νοιάζει, ανασήκωσε τους ώμους.
Τα μεγάφωνα γρύλισαν τη φωνή του Πιλάλη.
— Περάστε στις αίθουσες ν’ αφήσετε τα βιβλία και να πάρετε απουσίες.
Η αγκομαχούσα και κάθιδρη ευταξία τυλίχτηκε στη σκόνη, το ποδοβολητό και την ανακούφιση. Το κίτρινο κτήριο του 4ου γυμνασίου, σα να δέχτηκε ομαδικά πυρά πυροβολικού, χάθηκε πίσω από τον αχό και τον κουρνιαχτό.
Μπήκαμε στην αίθουσα της Α1 με τα γκέμια να σβαρνίζονται στον ενθουσιασμό. Η φιλόλογος μας η κυρία Χαϊδευτού μπήκε στην αίθουσα και κατευθύνθηκε στην έδρα δένοντας τα γκέμια μπρασελέ στον καρπό της, επέβαλε ησυχία χωρίς να κάνει μια σταλιά θόρυβο, χωρίς να βγάλει τον παραμικρό ήχο.
Ταχτοποίησα τα βιβλία μου και έβαλα τον Μικρό μου Ήρωα στην πλάτη, τον πέρασα μέσα από το παντελόνι για να τον πάρω μαζί στην εκδρομή, να τον διαβάσω την ώρα της βαρεμάρας, σκέφτηκα.
Η κ. Χαιδευτού κάθισε στην έδρα και λίγες χειμωνιάτικες αχτίνες που τρύπωναν από το παράθυρο ράβδισαν το πρόσωπό της, το δεξί της ώμο, το μοντγκόμερι που έδενε σφιχτά στο κορμί της και το καλλίγραμμο στήθος της που δήλωνε την ομορφιά του ακόμα και πίσω από το χοντρό πανωφόρι.
— Όπως σας ενημέρωσε ο κύριος Γυμνασιάρχης σήμερα θα κάνουμε τον μηνιαίο μας περίπατο στο Δασύλλιο. Όποιοι από σας θέλουν, μπορούν να με ακολουθήσουν στην ξενάγηση του κάστρου, είπε και πέρασε με το δάκτυλο μια τούφα μαλλιά πίσω από το αυτί της.
— Δεν μας χέζεις μωρή μαλακιασμένη. Άκουσα να ψιθυρίζει κάποιος πίσω μου.
— Τι είναι τούτη ρε; και στον ύπνο της μάθημα θέλει να κάνει; αποκρίθηκε ο διπλανός του.
— Ρε μαλάκα αυτή, να σκεφτείς, κι όταν πηδιέται Όμηρο απαγγέλλει, κοίτα ρε, έτσι, Άνδρα μοι ένεπε μούσα πολύτροπο, απάγγελνε και κούναγε το θρανίο πέρα δώθε. Η παλινδρόμηση πνίγηκε μέσα στο χάχανο.
Η συμμετοχή μου σε τέτοιου είδους πειράγματα αν και υστερούσε σε ευρηματικότητα των άλλων, δεν υπολειπόταν σε διάθεση, αλλά όταν το πείραγμα αφορούσε την κυρία Χαϊδευτού το πράμα άλλαζε. Πρώτα- πρώτα δεν την θεωρούσα ιδιαίτερα αυστηρή, όπως η υπόλοιπη τάξη. Για λόγους αδιευκρίνιστους και πέραν της έγνοιας για την μαθητική μου πρόοδο, φρόντιζα να διαβάζω ιδιαίτερα τα μαθήματά της. Τα τραντάγματα τέλος που ένιωθα κάθε που την έβλεπα ήταν άλλου χαρακτήρα, ποιότητας και έντασης, από αυτά που ένιωθα αντικρύζοντας και μάλιστα αδιάβαστος τον μαθηματικό μας, ας πούμε.
Πόσα πρωινά, κουταλιές του γλυκού από περιέργεια γέμιζαν το λαγήνι της αναμονής μου, ενώ περίμενα να την δω, να μπαίνει στην αίθουσα με το στήθος της να εξέχει από το λεπτό κορμί της, το σκούρο πανωφόρι της και τις διαστάσεις της μικρής μου ύπαρξης.
Ανεβαίναμε κατά τριάδες ακανόνιστες και σε σχηματισμό παρατημένου κομπολογιού. Ο ήλιος ξεκούρνιαζε τις μακριές σκιές και τις έσπερνε στην πόλη. Ακουγόταν ένα επίμονο μουρμουρητό, το οποίο διακοπτόταν απρόσμενα από διάσπαρτα κι αναίτια ξεφωνητά μαθητών και από την κλητική επώνυμων ονομάτων προς αποκατάσταση μιας στοιχειώδους τάξεως.
Η κυρία Χαϊδευτού βάδιζε στητή μπροστά κι αριστερά μου, είχα φροντίσει να πάρω τέτοια θέση ώστε να τη βλέπω χωρίς να με πάρουν χαμπάρι οι άλλοι γύρω μου. Μου άρεσε να την βλέπω να κάνει πράγματα απλά που δεν έκανε μέσα στην αίθουσα. Την είχα φανταστεί κιόλας πολλές φορές σε καθημερινές δουλειές στο σπίτι της με ανασηκωμένα μανίκια και με ξεκούμπωτο το μεσιανό κουμπί της ρόμπας της να πλένει τα πιάτα ή να συγυρίζει τα δωμάτια.
Ο Ζαχαρόπουλος δίπλα μου είχε φαγωθεί ν’ αποφασίσουμε στη μέση του δρόμου αν θα πάμε για μπάλα στο αλωνάκι του δασυλλίου ή θα ακολουθήσουμε τα βήματα της κυρίας Χαϊδευτού στον περίγυρο του Κάστρου και στο βυθό της ιστορίας.
— Πάμε και θα δούμε, του έλεγα και του ξανάλεγα, τάχα αδιάφορα, για να μη δείξω και υπερβολικό ζήλο για κάτι που απ’ όλους είχε κριθεί ανάξιο κάθε συζητήσεως.
Μούδιαζαν η λαχτάρα μου ανάμεσα στις κροκάλες του αδύνατου και του απίθανου. Ανάμεσα τους τριβόταν σε κόκκους μικρούς σχεδόν αόρατους έτοιμο στο πρώτο φύσημα του αέρα να γίνει βελονίτσες π’ ανοίγουν δρόμο και μέσα από κλειστό βλέφαρο. Το απραγματοποίητο έμπλεκε κόμπους στην αράδα με το αδιανόητο και τα δυο μαζί δένονταν σφιχτά στις φλέβες μου για να μη μπορώ με τίποτα να τα λύσω.
Ο Ζαχαρόπουλος ξέκοψε από την παρέα απέναντι κι ερχόταν πάλι προς το μέρος μου. Ήμουν σίγουρος πως ερχόταν κατά πάνω μου πάλι για να με πιέσει να παίξουμε ποδόσφαιρο ή κάτι τέτοιο, μόλις φτάσουμε στον προορισμό μας. Με κάθε τρόπο φρόντιζε να μου θύμιζε τον φίλο του Μικρού Ήρωα και την πρώτη γνωριμία τους.
«Έτσι γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι ο Γιώργος και ο Νίκος ή Σπίθας. Ούτε ο ένας όμως ούτε ο άλλος υποψιάζονταν ότι ήταν γραμμένο να παίξουν οι δυο τους μεγάλο ρόλο στην απελευθέρωση της πατρίδας τους και να γίνουν δύο θρυλικές μορφές που θα προκαλούσαν τον τρόμο στους Ιταλούς, στους Γερμανούς και στους Βούλγαρους τυράννους.
Η πρώτη νύχτα στο δωματιάκι του Γιώργου ήταν η εφιαλτική· ο Σπίθας έχει ένα κακό και θορυβώδες ιδίωμα, ροχαλίζει, δε ροχαλίζει όμως όπως οι άλλοι άνθρωποι. Το ροχαλητό του θυμίζει ατμομηχανή που ξεκινάει, κάρα που τρέχουν σε ανώμαλο δρόμο και σωρούς από παλιοσίδερα, που τα ανακατεύει το χέρι κάποιου γίγαντα. Πότε-πότε το ροχαλητό του θυμίζει έκρηξη βόμβας και φωνάζει
— Ε, τι τρέχει ρε παιδιά; και τον παίρνει πάλι ο ύπνος.»
Φτάσαμε στο μεγάλο ξέφωτο στη νότια πλευρά του κάστρου και που ζοριζόταν να είναι, χωρίς να μπορεί, πλατεία και τα οχήματα το τυραννούσαν για να το κάμουν δρόμο χωρίς ούτε κι αυτό καλά καλά να τα καταφέρνουν. Έμεινε έτσι, φαίνεται, είτε από αδεξιότητα τού μηχανικού, είτε από προσωρινό κορεσμό και απρονοησία των καταπατητών.
Στην ασχεδίαστη πλατεία της νότιας πλευράς, ξέκοψε λίγο η Χαϊδευτού, κι άφησε την τεράστια σαρανταποδαρούσα των μαθητών του 4ου γυμνασίου ν’ ανηφορίζει. Είδα τον Ζαχαρόπουλο να με κοιτάζει όλο απορία καθώς ξέμεινα δίπλα στην φιλόλογο χωρίς να τον προειδοποιήσω. Μαζευτήκαμε όλοι-όλοι, καμιά δεκαριά από όλα τα τμήματα. Από το Α1 η αφεντιά μου, μ΄ ένα κόμπο ντροπής στο μανίκι και με δυο-τρεις σταλαγματιές προσδοκία στο πέτο, σκυφτός μετρούσα τις σκιές που προσχωρούσαν στις τάξεις των δοσίλογων και των ριψάσπιδων.
Είχε χαθεί στη στροφή ο μεγάλος όγκος του γυμνασίου όταν πλησιάσαμε στην πύλη του Κάστρου και η Χαϊδευτού πότε από μνήμης, πότε συμβουλευόμενη ένα εγχειρίδιο που κρατούσε στο χέρι άρχισε ένα ατέλειωτο μακρινάρι.
«Το Κάστρο αποτελείται από έναν ευρύ εξωτερικό περίβολο με πύργους και προμαχώνες,, που περιέβαλλε από τις τρεις πλευρές βαθιά τάφρος. Στη ΒΑ γωνία, όπου υψώνεται φυσικό ανάχωμα υπάρχει δεύτερος περίβολος με ισχυρούς πύργους που προστατεύεται επίσης με τάφρο. Αν προσπαθήσουμε να διακρίνουμε τις οικοδομικές φάσεις των τειχών και πύργων στην παλαιότερη περίοδο, θ’ αποδώσουμε τμήματα που παρουσιάζουν ισχυρή τοιχοδομία από λαξευτούς μεγάλους πωρόλιθους και μάρμαρα, αρχαίο οικοδομικό υλικό σε β΄ χρήση. Τέτοια κατασκευή παρουσιάζει το τείχος της βόρειας πλευράς σε όλο το μήκος του, τα χαμηλά τμήματα των τειχών της νότιας πλευράς και τμήμα που ανασκάφηκε πρόσφατα στο εσωτερικό του ΝΑ πολυγωνικού προμαχώνα. Τα στοιχεία αυτά φανερώνουν ότι η βασική κάτοψη του Κάστρου είναι η αρχική βυζαντινή, που διαδέχθηκε την αρχαία Ακρόπολη και κτίσθηκε σε μεγάλο μέρος από τα ερείπιά της».
Περπατούσε μπροστά μας η Χαϊδευτού κι εμείς ακολουθούσαμε τη μακριά σκιά της, το λιγνό φως της και τη γλυκιά, ένρινη φωνή της. Τσαλαβουτούσα πάνω της ξεδιάντροπα με όλες μου τις αισθήσεις σαν κατακτητής κουρσεμένης κι ανήμπορης θυγατέρας.
Έκλεβα τα άρωμα της, βούταγα στις σχισμές του ανοιχτού της πουκάμισου, απλωνόμουν στις μεμβράνες που ένωναν τα ανοιγμένα της δάχτυλα.
«Σε προσθήκες των Φράγκων του 13ου και 14ου αι.», συνέχισε με μάτια που γυάλιζαν από το πρωινό κρύο και το βάρος της Ιστορίας, «ανήκει μεγάλο μέρος της Α. και Ν. πλευράς των τειχών, ενώ στους Βενετούς και στην περίοδο 1408-1413 αποδίδεται ο κυκλικός προμαχώνας της δυτικής πλευράς που δεσπόζει της πόλης και τμήματα του εσωτερικού περίβολου, πιθανόν και ο περίεργος πολυγωνικός προμαχώνας της Β. πλευράς».
Είχαμε μαζευτεί γύρω της. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε από την προσπάθειά της να μιλήσει μετά από κάμποση πεζοπορία. Τα κοκάλινα κουμπιά του πανωφοριού συγκρατούσαν δυο στρογγυλά ολόγιομα ηλιοτρόπια πριν σποριάσουν τον τόπο, πριν με πνίξουν σε λευκοκίτρινο θάνατο.
«Τούρκικο έργο είναι η διαμόρφωση της θολωτής εισόδου που είδαμε μπαίνοντας, και προστατευόταν από ορθογώνιο πύργο», είπε η Χαϊδευτού και συνεχίζοντας να μιλάει ανέβηκε δυο τρία σκαλάκια δείχνοντας από ΄δω κι από κει διάφορα σημεία του Κάστρου. Ένα αεράκι ήρθε ανάμεσα στα πόδια της και πήρε το φόρεμά της, λεπτές, κρυστάλλινες, διάφανες φάνταζαν οι γάμπες της στο κενό του καθαρού ουρανού. Το κορμί της πιο ψηλά από μας, χυμένο σάμπως από καθαρό κρύο αέρα και αόρατο σύννεφο λικνιζόταν στην αγκαλιά των αισθήσεων και παραισθήσεων μου. Όπως στεκόταν κόντρα στον ήλιο έμοιαζε με άγγελο ντυμένο σε μοντγκόμερι, φαίνεται πως είχα κλείσει και λίγο τα μάτια για να την βλέπω καλύτερα. Είχα υπνωτιστεί, αλλά η φιλόλογος με την εμπειρία της, κατάλαβε ότι βρισκόμουν αλλού και κάπου ταξίδευα. Ξαφνικά σταματά την «επί Κάστρου ομιλία της» και απευθυνόμενη σε μένα άγρια και μαζί επιτιμητικά με ρωτά.
— Ελισσαίε, για πες μας, σε παρακαλώ, τι είπα μόλις τώρα;
Ξαφνιάστηκα κι έτσι ταξιδεμένος που ήμουν άρχισα να βγάζω παρατεταμένες, άναρθρες κραυγές για να κερδίσω λίγο χρόνο, να σκεφτώ. Τέλος άρχισα να ψελλίζω κάποια κομμάτια από αυτά που είχα προσέξει νωρίτερα. Με διέκοψε απότομα κι αφού μου υπενθύμισε, ότι ήταν προαιρετική η παρακολούθηση του μαθήματος με απέπεμψε, ανακατεύοντας λέξεις όπως τεμπελιά, ανευθυνότητα, επιπολαιότητα. Έφυγα με κατεβασμένο το κεφάλι και την τελευταία φράση της στη μασχάλη.
— Ολόκληρος άντρας πια θα έπρεπε, να ξέρεις τι θέλεις.
Βγήκα από την πύλη και δεν ήξερα κατά πού να τραβήξω. Έμεινα για λίγο στη μέση τής ασχεδίαστης πλατείας.
Η αλογοουρά της ματιάς μου έσβηνε με τον αέρα στη κορυφή της εφηβείας. Μικρές πιρουνιές μελαγχολίας τσιμπολογούσαν, από το πιάτο της μοναξιάς μου, τα υπολείμματα ευδαιμονίας του χειμωνιάτικου πρωινού σκορπίστηκαν στα έγκατα της ντροπής μου.
Κάθισα στην άκρη της πρασινάδας τράβηξα τον Μικρό Ήρωα που είχα σφηνώσει στην πλάτη· μετά το στραπάτσο που είχα υποστεί, ήταν μια μικρή ανακούφιση.
«— Γιώργο, λέει ξαφνικά η Κατερίνα στο παιδί. Ο Σπίθας που μας είπες ότι τράβηξε την προσοχή των Ιταλών με το γάιδαρο και με τους τενεκέδες τι έγινε; μήπως τον έπιασαν οι Ιταλοί, μήπως τον σκότωσαν;
—Δεν φαντάζομαι, απαντάει το Παιδί-φάντασμα, τον διέταξα μόλις ξεσηκωθούν οι Ιταλοί, να παρατήσει το γάιδαρο και να φύγει. Η αλήθεια όμως είναι ότι αργεί. Έπρεπε να ήταν εδώ πριν από μας. Μήπως…
Σωπαίνει ξαφνιασμένος. Ποδοβολητά αντηχούν στο δρόμο και έρχονται και σταματούν μπροστά στο σπίτι. Ο Γιώργος με ένα πήδημα βρίσκεται στην πόρτα, την ανοίγει. Μέσα στο μισοσκόταδο διακρίνει ένα γάιδαρο με τον Σπίθα πάνω του. Από την ουρά του ζώου κρέμονται οι σπάγγοι χωρίς τους τενεκέδες…»
Ο γάιδαρος μπορεί να ξάφνιασε τον Μικρό Ήρωα, αλλά εμένα με ξάφνιασαν και μάλιστα πολύ δυσάρεστα, οι συμμαθητές μου, οι οποίοι, με επικεφαλής τον Ζαχαρόπουλο, αφού με περικύκλωσαν, άρχισαν να κάνουν προτάσεις, να κάνουμε αυτό ή να κάνουμε το άλλο. Δεν είχα καμιά διάθεση για τίποτα, με κάποια δικαιολογία απομακρύνθηκα, γιατί η Κατερίνα ο Σπίθας και ο Μικρός Ήρωας, εκείνη τη στιγμή, μετά το μεγάλο στραπάτσο και την προσβολή, ήταν η μόνη παρέα που θα μπορούσε να με συντροφεύσει και να με παρηγορήσει.