Χάρτης 53 - ΜΑΪΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-53/moysikh/pneyma-toi-iniserin
Πνεύμα του Ινισέριν 1
[ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ]
Πάντα είχαν τα ποιήματα σημαία την ευκαιρία
Γράφονταν για τον πόλεμο, γράφονταν για το θάνατο,
Ή την Αθανασία,
Τη γάτα Τους, τη θλίψη Τους, ένα καρούμπαλο,
την Ελένη ή τη Μαρία
Έχουμε ποιήματα ποιητικής
Ποιήματα για αερόστατα ατμόπλοια λουλούδια λεωφορεία
Για αρνήσεις, καταφάσεις και τη Μία και τη Μεγάλη Απορία —
Ποιήματα για μουσική, για αγάλματα, ποιήματα για μνημεία…
…μα μ’ έριξε ο μπαγάσας ο μακντόνα 2 με το ανακάτωμα
το μουσικό το διεθνικό—το τόσο διεθνικό 3—
σε ένα του φιλμ βαθιά φυλετικό 4—
μπραμς με τη τζέσι λαϊκός, και μ’ άλλους 5,
και φωνές βουλγάρικες 6 και Ορφ ανθρωπολογικός παραμυθένιος 7
και κελτικά καμώματα (σόου γκριμ )8
με κομμένα δάχτυλα 9
και ο μουσικός του ο χαμάλης Μπάργουελ καρτερικός 10
και σιγηλός
στης Βρούγκου 11 τα λιθόστρωτα περπατημένος
από ένα κύτταρο του σούμπερτ δανεισμένος 12
μινιμαλιστικός και στάγδην οικονομικός μοντερνικός και παραλογισμένος 13—
κι έγραψα ποίημα για κινηματογραφική ταινία.
(Μπορεί και να πρωτοπορώ—ούτε και ξέρω
ούτε και με νοιάζει
πόσα στ’ αλήθεια έχει σκαρώσει
η παγκόσμια ποιητική ορθοδοξία—
όλο και κάπου θε να βόσκει όλο και κάποια ταρκοφσκιάδα—
—το πολύ γαρ του ποιήματος του πνεύματος ξανοσταίνει την αψάδα—)
Μα για Μακντονιάδα 14—δεν υπάρχει αμφιβολία—
Έχω και τα κατέχω τα Πρωτεία:
[ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ]
Σαν παραμύθι ζωντανό
(Στον ΠιδέλταΔέλτα, για μια βραδιά στο σινεμά,
στα «Πνεύματα του Ινισέριν»,
στις 25 του Φλεβάρη του 2023)
Βγήκα απ’ του σινεμά
την αίθουσα τη σκοτεινή
ξύπνια
με μάτια πράσινα
από ιρλανδία
μ΄ ένα μικρούλη Γετς,
τους Τζόις και Μπέκετ
φυτεμένους τρυφερά
στα μέρη της καρδιάς
Με το άκουσμα
σαν απαλή μονότονη βροχή
γλώσσας γλυκιάς
που γλείφει και τρώει
το τελικό το (ντ)ί και (τ)ι
σε Δέλτα και σε Θ(ι)
σαν Θάλασσα τυραννική
που με τις αγάπες της
τρίβει και βασανίζει
τα χαλίκια στην ακτή
σαν άνθρωπος που
η θωριά τού ενός
κούρασε κι άλλαξε
τού άλλου την ψυχή
κι αρχίσανε τους
αυτοκαταστροφικούς
αυτοακρωτηριασμούς
μπας κι ένα
άλλο σχήμα βρουν
και ανταμώσουνε ξανά
διαφορετικοί
Φλόγες
τα σπίτια πυρπολούν
και τα μαλλιά της Σιμπάν
το μόνιμο σκοτάδι
Μαύρα πανιά και χωρισμός
κανονιοβολισμοί
κομμένα δάχτυλα
που σπέρνουνται
στη γη στην εξοχή
αντί να γίνουν
μες στη νύχτα
μουσική
—λάθος φύτρα
σε λάθος τόπο
Πλάσματα αθώα
και ικανά
για το μεγαλύτερο κακό
με την ευλογία του παπά—
Νεκρά
Ο ουρανός
Τέλος κι αρχή
Το λεν τα γαλανά νερά
Υπάρχει—
τον αγκαλιάζουνε σφιχτά
σύννεφα αιθέρϊα και ζοφερά
Άγγελοι ετοιμοπόλεμοι
Κοιτούν από ψηλά
—Και ποιος να το ‘λεγε—
Ολόκληρον μισόν αιώνα πιο μετά
Να ξαναζώ
Ένα μικρό ποίημα ριγηλό
Να επιστρέφει από άγνωστα νερά
Σαν παραμύθι ζωντανό
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1-14
Θαμπά αρέσει ο θεός τους δρόμους φωτισμένους
Τους στίχους μου, για να τ’αρέσουν,
Χρώμα, μυστήριο και σύμβολα ντυμένους
Σκέψη μέσα στη σκέψη, όνειρο μέσα στ’ όνειρο, κρυμμένους
[ Ορφανό τετράστιχο του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γετς από το 1893. Στο Ρίτσαρντ Έλμαν, Η ταυτότητα του Γετς ]
Για όλα τα πραγματολογικά ερωτήματα, αν ανακύπτουν, οι απαντήσεις εδώ. Εδώ και η συγκεντρωτική παραπομπή όλων των εκθετών. Πρόκειται για εν έτει 2022 ερωτική επιστολή ενός σκηνοθέτη προς τον επίμονο θεατή του κινηματογράφου. Μια μποτίλια στο πέλαγος προς τον ναυαγισμένο εραστή του θεάτρου των εικόνων. Όπου του ζητάει ούτε λίγο ούτε πολύ να μοιραστεί μαζί του ένα είδος «υπερφυσικής έκστασης», ένα είδος «υπερφυσικής χαράς, μια σχεδόν αγγέλων αλαφρομυαλιά, σαν την τελευταία τού Μπετόβεν μουσική που θα’ δινα τη ζωή μου να την κάνω ποίημα» κατά πώς το λέει ο ποιητής Έλιοτ σε γράμμα σε μια αγαπημένη του. Την τελευταία (2022) κινηματογραφική ταινία του σκηνοθέτη, θεατρικού συγγραφέα, σεναριογράφου, και ποιητή, του Ιρλανδού στην καταγωγή, Μάρτιν Μακντόνα, «Τα Πνεύματα του Ινισέριν» («The Banshees of Inisherin»). Έτσι πέρασαν στα ελληνικά τα αερικά, ή αγερικά ή ξωτικές ή ξουθκές ή ανεμικές ή ξενικές ή αερικές ή γελλούδες ή στρίγκλες ή λάμιες ή αναράδες ή νεράιδες, σειρήνες κ.ά. Από τις καταγραφές του Ν.Γ. Πολίτη και των διαδόχων στην αρχαιολογία της ανθρωπολογίας παραμερίστηκαν τα πτώματα των προ πολλού αφοπλισμένων και αλειτούργητων ονομάτων. Μια φυσικά εμπορική, αβάσταχτα ελαφριά, σαν το διαδίκτυο διαδικασία γλωσσικής αποπνευμάτωσης διακτίνισε τις «Μπανσές του Ινισέριν» στο μετα-Χριστιανικό, μετα-λαογραφικο πνευματόπαθο σάι φι — ξέγιναν πνεύματα.
Όμως η ταινία είναι ένα ποίημα. Και το ποίημα, κατά τον κοινό τόπο, γεννιέται απ΄ τα σκοτάδια. Η ποιητική επιφάνεια συντελείται με ταχύτητα φωτός που αιφνίδια λάμπει στη σκοτεινή φυκιάδα πολύχρονης συσκότισης. Και καταλήγει και χάνεται πάλι στο σκοτάδι της αίσθησης του ποιητή και του αποδέκτη. Ένα ποίημα για ένα νησί και δυο χαριτωμένους ανθρώπους που χωρίζουν. Μια σύμπνοια που σπάει στα εξ ων συνετέθη. Μια μοναξιά για δυό λόγω μουσικής. Zweisamkeit – togetherness– folie à deux. Μια ραγισμένη συν-εύρεση με το αίσθημα που αποπνέει μια μουσική ζυγιά – ένα μουσικό ντουέτο μεταφερμένο στις ανθρώπινες σχέσεις. Το Ινισέριν (διόλου παράδοξο που τούτο το επινοημένο νεραϊδόφωνο όνομα κρύβει τις ελληνικές φωνές νισί/ σιρίνα / ιρίνι) είναι το νησί του πένθους και της χαράς. Τόπος αποκομμένος φυσική και ποιητική αδεία. Σαν το Νησί του Ντεμπισί. Μια σύνθετη ποιητική και καταπράσινη επιφάνεια με μια φαινομενικά αδιατάρακτη συνέχεια ζωής. Η γη έχει σημασία. Ο ουρανός έχει σημασία. Τα ζώα ανθρώπινα και μη (μεγάλα και μικρά — νανοφυή σαν παραμυθένια) έχουν σημασία. ΟΙ ψυχές δηλαδή η παμπ, η αγάπη, η μουσική, το διάβασμα, έχουν σημασία. Απέναντι η στεριά είναι η στεριά των πολέμων που υπάρχουν σαν σε σκηνοθεσία παλιού λαϊκού κουκλοθέατρου — μ’ ένα δυο απόμακρα φοβιστικά μπαμμπούμ, και ιστορίες για σκοτωμούς και αίματα που διηγούνται σαδιστές αυτόπτες. Η στεριά είναι η ιστορία (στο νησί εκπροσωπείται από μια στοιχειώδη διπρόσωπη εξουσία — την αστυνομία και την εκκλησία, ένας αστυνόμος κι ένας παπάς). Και η ιστορία είναι ένας συνεχής αιματηρός εμφύλιος. Εμφύλιοι είναι όλοι οι πόλεμοι του φύλου των ανθρώπων. Αλλά εδώ δεν μας απασχολούν — όσο κι αν μας απασχολούν οι Εμφύλιοι αυτοί. Εδώ δυο άνθρωποι που όσο κι αν θυμίζουν τους δυο που περίμεναν έναν θεόσταλτο τρίτον που όλο και δεν ερχόταν, ιλαροτραγικά διαφέρουν. Είναι σαν δυο τρένα να κινούνται αντίθετα στην ίδια γραμμή αλλά αυτό να το έχει αντιληφθεί μόνο το ένα από τα δυο. Αυτό, για ν’ αποφύγει τη σύγκρουση εκτροχιάζεται αυτοκαταστροφικά. Ποια είναι τα τρένα και ποια η τροχιά; Το ένα τρένο είναι ο μεγαλόσωμος στοχαστικός Κολμ Ντόχερτι, κοντά εξηντάχρονος, μονήρης και εργένης με σύντροφο έναν σκύλο, μουσικός, λαϊκός βιολάρης, με το στολίδι-γραμμόφωνό του (βρισκόμαστε στα 1923) και τον σεβασμό για την καλλιτεχνία, τον Μότσαρτ και το αράγιστο λεγκάτο του θρυλικού Ιρλανδού τενόρου Τζον ΜακΚόρμακ. Το άλλο τρένο είναι ο τριανταπεντάρης «εμφανίσιμος» (κατά τις σεναριακές υποδείξεις) Πά(ντ)ρικ Σόλιβαν, ένα καλό παιδί δίχως πολύ μυαλό, ακαδημαϊκές γνώσεις και φιλοδοξίες, που ζει με την ανύπαντρη αδερφή του Σιμπάν, ένα γαϊδουράκι-νάνο, ένα μικρό πόνι, δυο γελάδες κι ένα μοσχαράκι, και δυο καθημερινές συνήθειες —τη μοναδική παμπ του νησιού, και τη συντροφιά για «συνηθισμένο κουβεντολόι» με τον Κολμ. Μια ωραία πρωία κάτι ανήκουστο θα συμβεί σ’ αυτό το μικρό νησί, παραέξω από την ιρλανδική ακτή, στα 1923: ο Κολμ αρνείται ανεξήγητα τη συντροφιά του Πά(ντ)ρικ. Δεν θέλει ούτε να τον δει ούτε να τον ακούσει. Ο αποσβολωμένος, καταδυστυχισμένος Πά(ντ)ιρκ δεν το δέχεται με τίποτα. Πιέζοντας να μάθει το γιατί, αποσπά την εξήγηση πως ο Κολμ θέλει να δοθεί ολόκληρος στις μουσικές του προσπάθειες, να συνθέσει τις μελωδίες του για να τα βρει, στην ηλικία που είναι, με την αιωνιότητα τη μνήμη και το χρόνο. Δεν είναι πια καιρός για άλλα. Από το σημείο αυτό μέχρι το τελευταίο πλάνο της ταινίας, ο μουσικός χρόνος περιλαμβάνει τρεις-τέσσερις δραματικές κορυφώσεις, σαν καλοζυγισμένο δομικό κρεσέντο του Μπραμς ή του Μπρούκνερ σαν προδικασμένη παλίρροια. Ανάμεσα στο χορό μιας μίνι τραγωδίας όπου όλοι είναι κορυφαίοι —η Σιμπάν, ο αστυνόμος και ο αλαφροϊσκιωτος γιός-του Ντόμινικ, ο παπάς, η μαγαζατόρισσα τού μοναδικού μαγαζιού-ταχυδρομείου, ο ιδιοκτήτης της μοναδικής παμπ κι ένας ταχτικός πελάτης, μια χούφτα μουσικοί και μουσικοί σπουδαστές, η μπαμπόγρια κυρία ΜακΚόρμικ («γαμημένη παπαροσακούλα» τη στολίζει ο Πά(ντ)ρικ)— ένα πανταχού παρόν μαυροφορεμένο στοιχειό με μια μόνιμη πήλινη πίπα, μεταξύ γριάς κουρούνας, στρίγκλας, προφήτισσας και μοιρολογίστρας, ένα σχεδόν ενσώματο τζίνι του τόπου, καμέο-ζωγραφιά από πλούσιο παραμυθικό κελτικό παρελθόν, που δεν άντεξε, την έκοψε και την κόλλησε στην παραμυθένια σκηνούλα του φιλμ ο σεναρίστας θεατράνθρωπος Μακντόνα—, ο Κολμ απειλεί τον Πά(ντ)ρικ πως αν δεν σταματήσει να απαιτεί τη συντροφιά του θα κόβει ένα ένα τα δάχτυλα του αριστερού χεριού του, αυτά που διαιωνίζουν τη θεία μουσική τέχνη του βιολιού του που διαιωνίζει με τη σειρά της την παρουσία του στη γη, τέτοιαν που τη φιλοδοξεί, και το κάνει· η Σιμπάν (η ψυχική ισορροπία αυτοπροσώπως, μόλο που ο φωνητικός αναγραμματισμός της είναι «μπανσί») εγκαταλείπει την αρρωστημένη ατμόσφαιρα του νησιού και τον αμετανόητο αδερφό της· ο Κολμ σκοτώνει το αγαπημένο γαϊδουράκι τού Πά(ντ)ρικ· ο Πά(ντ)ρικ πυρπολεί το σπίτι τού Κολμ· τον Ντόμινικ (τον στερημένο την αγάπη και κακοποιημένο απ΄ τον τερατώδη αστυνόμο πατέρα του), όπως κιόλας το είχε προμαντέψει, τον ψαρεύει με το ραβδί της πνιγμένον η κυρία ΜαΚόρμικ στην κοντινή λιμνούλα. Στο τελευταίο πλάνο, οι δυο άλλοτε φίλοι, με το σκύλο του Κολμ και περίπου 14 μέτρα απόσταση ανάμεσά τους (ορίζεται επακριβώς στο σενάριο), στην άκρη της θάλασσας, πρωί λίγο μετά την ανατολή μιας ακόμη αδιερεύνητης μέρας, με την πλάτη γυρισμένη στη στεριά και στα ερείπια του σπιτιού του Κολμ που ακόμα σιγοκαίει, το βλέμμα στη βουβή από ομοβροντίες απέναντι ιρλανδική στεριά —σημάδι αμφίβολης καταλλαγής— δυο φιγούρες κοντρ λιμιέρ, ερμητικές σκιαγραφίες δυο χαρακτήρων, σαν τις σκιαγραφίες πουλιών εν πτήσει που αποδίδουν με μια μονοκοντυλιά το ήθος και τα ειδοποιά γνωρίσματα του κάθε φτερωτού, two birds of a feather, δυο κατ΄ουσίαν όμοιοι του ιδίου φυ(τε)ρά(ώ)ματος, μαριονέτες στο μοιραίο κουκλοθέατρο της κυρίας ΜακΚόρμικ, που έχει ήδη εμφανιστεί απ’ το πουθενά δίπλα στο σιγοκαιόμενο σπίτι και τους παρατηρεί από ψηλά, δυο παραπληρωματικές «ζωντανές, νοσταλγημένες αλήθειες»(*), σπαραγμένες από χωρισμούς και ακρωτηριασμούς, με άγνωστο μέλλον και παρόν, ανανεώνουν ρητά και υπόρρητα το συμβόλαιο αγάπης και θανάτου που τους δένει ή τους χωρίζει.
Θέμα της ταινίας είναι ο οποιοσδήποτε χωρισμός και η πίκρα του, δείχνει λιτά και αποστομωτικά σε συνέντευξή του ο Μακντόνα. Είναι όμως μόνο αυτό; Όπως θα μπορούσε να δείξει πως θέμα της εκθαμβωτικής ταινίας-του «Αποστολή στην Μπριζ» (2008, όπου εγκαινιάζεται η ψυχική και φυσιολογική συμπληρωματικότητα του πρωταγωνιστικού δίδυμου του «Ινισέριν»: οι Κεν, κατά κόσμον Γκλίζον, και Ρέι, κατά κόσμον Φάρελ, της «Μπριζ» μεταμορφώνονται σε Κολμ και Πά(ντ)ρικ στο «Ινισέριν»), είναι: α) το κρίμα και η χάρη, β) αν μια ζαριά μπορεί να καταργήσει το τυχαίο ή γ) αν η επίκληση της Τύχης προσφέρει τη μοναδική δυνατότητα απαλλαγής από την Ενοχή ή δ) αν η αμέλεια προσφέρει την έξοδο από το μόνιμο καθαρτήριο όπου εγκλωβίζονται κατά τύχην και ανάγκην οι ανθρώπινες ψυχές. Ή ε) αν ο τιμωρός Μεσαίωνας βρυκολάκιασε στην τουριστική νεκροφάνεια ενός ιστορικού εφιάλτη καρφωμένου μόνιμα με τα κλειστοφοβικά του λιθόστρωτα και τα ουρανομήκη καμπαναριά του (τα μεμακρυσμένα κωδωνοστάσια του Λαπαθιώτη**) που απ’ τη σκιά τους δεν ξεφεύγει κανείς ποτέ, στο πλευρό της φωτισμένης Ευρώπης. Και από εκεί— από την πόλη-φάντασμα-προπύργιο-μουσείο παρακμιακού συμβολισμού, την φλαμανδική Μπριζ («Εν Βρύγη», ή και, καβαφικότερα, «Εν Βρούγκω», είναι ο αγγλικός τίτλος του φιλμ), την μυθιστορηματική νεκρόπολη «Μπριζ-η-Νεκρά» του Γεωργίου Ροντενμπάκ (1892), την ποιητική «Μπριζ-η-ζώσα» του Ανρί ντε Ρενιέ («Βρυγιανές δαντέλες», 1926), μα και των ιστορικών παραισθήσεων του Λόνγκφελο («Πύργος κωδωνοστασίου εν Βρύγη»,1845), και των παραφραστικών των Καβάφη («Vulnerant omnes, ultima necat», 1893) και Καρυωτάκη («Νηπενθή: Επίλογος», 1921), εξακολουθεί να κινεί και να ορίζει τη μοίρα των ανθρώπων και τους ελιγμούς της πλοκής στη φιλμική φαντασία του σεναριογράφου με στιβαρή αίσθηση του κωμικού και της απόλυτης σκηνικής οικονομίας και υπό το κράτος της δυναστείας των δια-φιλμικών και δια-κειμενικών επιδράσεων. «Είναι σκηνές από ένα όνειρο. Ένα παστίτσιο του „Μετά τα μεσάνυχτα” [αγγλ. τίτλος “Don’t look now”, 1973] του Νίκολας Ρεγκ. Όχι παστίτσιο αλλά ένα ... “ομάζ” είναι υπερβολικό να το πεις .,, Ένα “νεύμα του κεφαλιού”»: ακούγεται να λέει προς τον ντιπ σκαμπάζοντα Ρέι η μποτιτσέλειας όψης εμπόρισσα σεξοϋπηρεσιών μετά κεταμίνης, μικρολησταρχίνα Χλόη, από τα βασικά πρόσωπα της ταινίας. Όπως σε μιαν άλλη στιγμή του φιλμ, ένας ουρανοκατέβατος προβληματισμός για την γλωσσική κυριολεξία απασχολεί τον διάλογο ενός έμπορου όπλων με συλλεκτικά καλλιτεχνικά και οπλικά γούστα και μεταξωτή ρόμπα, με έναν επαγγελματία δολοφόνο – «Λέμε “αλκόβα“ ή “γωνίτσα”; » —«Αλκόβες; Ναι. Μερικές φορές.» —«Είσαι σίγουρος πως αυτή είναι η σωστή λέξη, “αλκόβες”;» —«Αλκόβες, ναι. Κάτι σα να λέμε “ακρούλες και γωνίτσες”» —«Ακρούλες και γωνίτσες, ναι. Ίσως είναι ακριβέστερο. Ακρούλες και γωνίτσες. Μάλλον παρά αλκόβες. Ναι.» Η παρωδία σαν ελεύθερος σκοπευτής με στόχο όλους και όλα, ακόμα και τον εαυτό και την αυτοπαρωδία την ίδια.
Άπατος ο λάκκος του συμβόλου, βεβαιώνει ο Βαλερί, και οι απόηχοι τόσο της «Μπριζ» όσο και του «Ινισέριν», βαθύτεροι και απώτεροι και από τους ήχους του βρυγιανού κωδωνοστάσιου που κατά κύματα σκεπάζουν της Φλάνδρας των πολέμων τα ματωμένα έμπεδα.
Ο ουρανός στην «Μπριζ» είναι μια αόρατη παγοκολόνα που ξεφτίζει (όλη η «Μπριζ» είναι ένα μεταιχμιακό εσωτερικό, μια γέφυρα του μέσα προς το έξω, η μεσαιωνική της αγορά ένα υπερφυσικό σαλόνι πυργόσπιτου). Άφαντη κατοικία ενός σαράφη που παίζει τον θεό και βρέχει νομίσματα για να μαυλίσει επίγεια θύματα και θύτες. Τρύπα καταρράχτη μεσαιωνικής σοφίτας απ’ όπου δεν λείπουν η τέχνη και τα όργανα βασανιστηρίων. Καμιά φορά τα ξέφτια είναι αχαμνό χριστουγεννιάτικο χιονάκι, ψιχάλες χιονιού, αριές, ίσα για να τηρείται η συνθήκη της χριστουγεννιάτικης γραφικότητας. Ενώ ο ουρανός του «Ινισέριν» υπάρχει με δυο λειτουργικά υπέρογκες θεατρικές σκηνοθεσίες ζωντανών φωτεινών και ζοφερών νεφελωμάτων στην είσοδο και την έξοδο του δράματος. Αυτά τα ουράνια ανοίγματα του «Ινισέριν» συνενεργούν και με τα μουσικά του ανοίγματα, τις μουσικές ενοράσεις και προβλέψεις του — διαφορετικές από τον παραμυθένιο ακραίο μινιμαλισμό, ένα είδος παιδικού πένθιμου ψελλίσματος-νανουρίσματος, ένα νανοφυές μουσικό γέννημα του οστινάτο από τον «Λυράρη» του «Χειμωνιάτικου ταξιδιού» του Σούμπερτ, της μουσικής του Κάρτερ Μπάργουελ στην «Μπριζ». Στο «Ινισέριν», το κι εδώ παραμυθένιο βάβισμα της πρωτότυπης μουσικής του Μπάργουελ, είδος ιντερμέδιων παραμυθόπερας, με απόκοσμα κουδουνάκια, άρπα, μαρίμπες, τσελέστα και γκλόκενσπιλ, σκούρα υποχθόνια μεταλλικά γκονγκ, στρογγυλεμένα με βραχυπερίοδο κελάρυσμα φλάουτου και κλαρινέτου, κάποτε κρεμασμένα σα στολίδια χριστουγεννιάτικου δέντρου στα γυμνά κλαδιά των εγχόρδων, συμπορεύεται με ένα εξώτερο τελειωμένο έτοιμο μουσικό σύστημα. Η ποιητική φαντασία του Μακντόνα φτερωμένη από τον αχαλίνωτο εκλεκτικισμό που της εξασφαλίζει το προνομιακό ιστορικό της στίγμα, εγκαρδιωμένη από το σίγουρο κατασκευαστικό της ένστικτο, πετάει σε όλο και πιο περιληπτικές όλο και πιο λειτουργικές γενικές απόψεις μιας πανοραμικής μουσικής θέας από ψηλά — σαν κι αυτήν την ιλιγγιώδη του καταπράσινου Ινισέριν στα πρώτα πλάνα της ταινίας. Όπως ο παραμυθένιος μεταφορικός κόσμος του φιλμ αναπνέοντας στην στρατόσφαιρα μιας διαρκούς αφαίρεσης, σα να μην έχει ανάγκη την ιρλανδική εντοπιότητα εγκαθιδρύει ποιητικά το παράδοξο να μην υπάρχει χωρίς αυτήν, έτσι και το μουσικό του περιήχημα ραβδοσκοπεί φλέβες εντοπιότητας πέρα από εθνικά σύνορα, αρδεύεται και ζωογονείται από τον πιο διεθνικό μουσικό τοπικισμό: ούτε ένα από τα έτοιμα μουσικά συνθέματα που απηχούν τον ψυχισμό του φιλμ δεν έχει άλλη προέλευση από την ανώνυμη λαϊκή είτε χωρίς είτε με τη σύμπραξη της λόγιας, μουσική παράδοση. Τα καλά μουσικά λειτουργικά πνεύματα της μεγάλης φαντασίας του «Ινισέριν», οι καλοί του άγγελοι της μουσικής, φορούν άλλοι έμορφα και γερά, απέθαντα ιρλαντέζικα πλεχτά, άλλοι βουλγάρικα αιθέρια και πολυκέντητα μεταξωτά, άλλοι σλάβικες πολύπτυχες καζάκες, άλλοι σιτσιλιάνικη ερωτόπαθη απελπισία, άλλοι βαυαρέζικο μαγικό μπρεχτικό φολκλορισμό, άλλοι ιδανικευμένο λαϊκό γερμανικό λυρισμό. Στις τέσσερις τελευταίες περιπτώσεις βρίσκουμε τη σύμπραξη λαϊκού και λόγιου—το «Θρύλο» από τα «16 Παιδικά τραγούδια» έργο 54 του Τσαϊκόφσκι, τη «Σιτσιλιάνα» από την «Καβαλερία Ρουστικάνα» του Μασκάνι, την λακωνική Αφήγηση της Ειρήνευσης των Νεκρών από το «Φεγγάρι» του Καρλ Ορφ και τα δυο τραγούδια του Μπραμς (στιχουργικά, ένα λαϊκό κι ένα αναδημιουργικά λαϊκότροπο από τον Άιχεντορφ). Και αυτή ακριβώς η σύμπραξη δείχνει και προς την ποιητική του Μακντόνα στην περίπτωση του «Ινισέριν»—εμπιστεύεται στα χέρια μας το χρυσό κλειδί της ωραίας πύλης του παραμυθένιου φιλμικού ρεαλισμού του.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Ήχοι του ουρανού και της γης. Το μουσικό ασήμωμα των εικόνων του «Ινισέριν»:
Α
Ιρλανδέζικη λαϊκή μουσική παιγμένη από τον πρωταγωνιστή Μπρένταν Γκλίζον που είναι ο ίδιος βιολάρης λαϊκού ιρλανδέζικου βιολιού, αυτοσχεδιαστής και συνθέτης βρίσκεται διάσπαρτη στο φιλμ, κυρίως στις σκηνές μέσα στην πάμπ, όπου και τα αλησμόνητα βακχανάλια του θανάτου: με τον αυτοακρωτηριασμένο Κολμ σε κατάσταση μανική να διευθύνει καταματωμένος μπροστά σε αιμοσταγείς παρτιτούρες, τους άλλους μανικούς μουζικάντες, κουνώντας σαν μπαγκέτα το βιολάκι του μη μπορώντας να το παίξει πια. Με μάρτυρες τον αποσβολωμένο ταβερνιάρη και αραιούς ανατριχιασμένους θαμώνες.
Για τη μουσική που προσπαθεί να συνθέσει ο Κολμ, και που ονοματίζει το φιλμ, ακούγεται ο εξής διάλογος:
— Π(άδρικ): Είναι καλή; η μελωδία σου;
— Κ(ολμ): (Γνέφει καταφατικά με σοβαρότητα, σχεδόν ανησυχητικά πεπεισμένος για το πόσο καλή είναι, πεποίθηση που προκαλεί μια παράξενη αναστάτωση στον Πά(ντ)ρικ.)
— Π: Πώς τη λένε;
— Κ: «Οι Μπανσές του Ινισέριν» έλεγα να την πω.
— Π: Μα δεν
υπάρχουν Μπανσές (:στρίγκλες, νεράιδες, πνεύματα κτλ.) στο Ινισέριν.
— Κ: Το ξέρω, αλλά μ’ άρεσαν το διπλό «Σς…», ο ήχος.
— Π: Ναι, υπάρχουν μπόλικα διπλά «Σς…» στο Ινισέριν.
— Κ: Και ίσως να υπάρχουν και νεράιδες. Μόνο που δε νομίζω να στριγκλίζουν πια όταν π ρ ο ο ι ω ν ί ζ ο ν τ α ι θάνατο. Νομίζω πως χαλαρώνουν αμίλητες στην πολυθρόνα, το γλεντάνε και παρατηρούν.
— Π: «Προοιωνίζονται»;
— Κ: (Παύση. Ο Κολμ γνέφει καταφατικά. Παύση.)
— Κ: Ναι-ι, συνέχεια μου ΄ρχεται η σκέψη να σου το παίξω στην κηδεία σου. Αλλά θα ήταν άδικο και για τους δυο μας, ε ;
Β
«Polegnava e Todora»: Βουλγάρικο λαϊκό νανούρισμα με τη Γυναικεία Χορωδία της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας (1989), διευθ. Ο Φίλιπ Κούτεβ. Στην εισαγωγή του φιλμ, που ξεκινάει με επουράνιες φωνές, από τον κόσμο των ουρανών.
Επήρε ο ύπνος τη Θοδώρα
Επήρε ο ύπνος τη Θοδώρα
Θοδώρα κόρη μ’ Ω Θοδώρα
Κάτω από δέντρο, λιόδεντρο
Φύσηξ΄ αγέρας, φύσηξε βοριάς
Σπάζει ένα λιόκλαδο
Ξυπνάει η Θοδώρα πιάνει τον
Μαλώνει το βοριά που το’ σπασε
—Αγέρα ανάποδε τι σ’ έπιασε και φύσηξες
Έβλεπα όνειρο γλυκό τόν πρωταγάπησα
Λούλουδα μού ’φερνε πολύχρωμα
Λούλουδα μού ‘φερνε μιαν αγκαλιά
Κι απάνω δαχτυλίδι εχρύσιζε
Γ
Τσαϊκόφσκι : «Θρύλος» (Легенда. Συνθ. 1883), αρ. 5 από τα «Δεκαέξι Παιδικά Τραγούδια έργο 54, σε ποιήματα του Αλεξέι Πλιεσιέγιεφ (1825-1893)». Το ποίημα του Πλιεσιέγιεφ είναι μετάφραση στα ρώσικα ποιήματος με τίτλο «Ρόδα κι αγκάθια» (1857) του αμερικάνου ποιητή Ρίτσαρντ Χένρι Στόνταρντ (1825-1903). Το τραγούδι του Τσαϊκόφσκι είχε μεγάλη απήχηση. Επαναπατρίστηκε στα αγγλικά ξαναμεταφρασμένο από τα ρωσικά πολλές φορές. Ο Άντον Αρένσκι (1861-1906) το παράθεσε στο αργό μέρος του Κουαρτέτου του αρ. 2 έργο 35 (1894), που αφιέρωσε στη μνήμη του Τσαϊκόφσκι (θ. 1893). Ακόμα διασκεύασε το αργό μέρος για ορχήστρα εγχόρδων με τον τίτλο «Παραλλαγές σε ένα θέμα του Τσαϊκόφσκι έργο 35α». Είναι το τραγούδι που παίζει το παλιό γραμμόφωνο στο σπίτι του Κολμ, στην αρχή της ταινίας, όταν το επισκέπτεται για πρώτη φορά ο Πά(ντ)ρικ ψάχνοντας να τον βρει. Το τραγουδάει ο θρυλικός Ιρλανδός τενόρος Τζον ΜακΚόρμακ (φωνητική παρέα και του Τζέιμς Τζόις κατά τον βιογράφο του Τζόις, Ρίτσαρντ Έλμαν—ο Τζόις είχε ωραία φωνή τενόρου), σε ηχογράφηση του 1940. Ο Τσαϊκόφσκι είχε γράψει τα τραγούδια για φωνή και πιάνο, αλλά ειδικά το 5ο της σειράς το έβλεπε ωραίο να τραγουδιέται και από παιδικές φωνές ουνίσονο. Η μελωδία του έχει μια εκπληκτικά εύστοχη επινοημένη σλάβικη λαϊκότητα που δένει με την ανυπόκριτη παιδική αφέλεια των στίχων. Οι πυρήνες της μουσικής και του ποιήματος (ανυπεράσπιστη αθωότητα, υπεροπλία του κακού, μαρτύριο και σωτηρία) απηχούν νοηματικά κέντρα της ταινίας συνεπικουρούμενοι από την απαράγραπτη ιρλανδική εντοπιότητα της φωνής του ΜακΚόρμακ. Ο ΜακΚόρμακ τραγουδάει την μεταφραστική εκδοχή της Χέιζελ Μ. Λόκγουντ που γύρισε τον τίτλο σε «Ένας θρύλος, ο Χριστός στον Κήπο του».
Εδώ τραγουδάει ο Τζον ΜακΚόρμακ:
Εδώ η Κρατική Ακαδημαϊκή Ρώσικη Χορωδία της ΕΣΣΔ, αναδεικνύει το σλάβικο χαρακτήρα της μελωδίας
Τέλος εδώ οι «Παραλλαγές» του Αρένσκι, με τον Βαλέρι Πολιάνσκι και την Κρατική Ορχήστρα της Ρωσίας
Ρόδα κι αγκάθια
Στον κήπο του ο μικρός Ιησούς
Άλικα ρόδα είχε φυτέψει:
Ολημερίς τα πότιζε
Ολημερίς τα σκάλιζε
Σαν πάρουνε κι ανθίζουνε
Στεφάνι να τα πλέξει.
Σαν πήρανε κι ανθίσανε—
Τον κήπο του ομορφύνανε—
Καλεί τα εβραιόπουλα
Κι εκείνα τα μαδήσανε
Κανένα δεν αφήσανε
«Πάρε τώρα το τίποτα
Και πλέξε το στεφάνι σου»
Γελούν τον κοροϊδεύουνε—
«Τ’ αγκάθια έχω,» απαντά,
»Φτάνουν και περισσεύουνε».
Παίρνουν τ’ αγκάθια
Και στεφάνι πλέκουνε
Το λαμπερό του μέτωπο στολίζουνε
Εκεί όπου ρόδα άλικα θε’ να ευωδιάζανε
Ρόδα αιμάτινα τη γη ποτίζουνε.
Δ
Μασκάνι: «Ω Λόλα». «Σιτσιλιάνα»—άρια του Τουρίντου από την όπερα «Cavalleria rusticana» (Ιπποτισμός του χωριάτη [αναλυτικά– ιπποτικά ήθη της υπαίθρου, 1890]). Ανακρούεται και πάλι από το γραμμόφωνο του Κολμ, από τριζάτη βροχερή σελάκη σε ηχογράφηση του 1908 με τον Τζον ΜακΚόρμακ. Ο ΜακΚόρμακ τραγουδάει αγγλική μετάφραση των στίχων (με ωραίες ελευθερίες που ουδόλως διαταράσσουν την μελοποιία). Έχουν οξύτερον το βλέμμα οι ποιητές — η εισαγωγή του «Ινισέριν» με τα πλάνα του ουρανού, της ζωντανής υπαίθριας φύσης και την κάθοδο του Πά(ντ)ρικ μέσα από την εξοχή στο ξεμοναχιασμένο σπιτόπουλο του Κολμ είναι οργανωμένη οπερατικά από το γενικό στο ειδικό, από τον ουρανό, στην κοινωνία, στο άτομο, σαν οπτική εφαρμογή του Πρελούντιου και της συνακόλουθης Σιτσιλιάνας του Τουρίντου από την «Καβαλερία ρουστικάνα». Είμαστε ασφαλώς στην Ιρλανδία και όχι στη Σικελία, αλλά εφαρμόζεται εκατό τα εκατό ο κανόνας της μεταφοράς, η ομοιότητα στη διαφορά. Το τραγούδι του Τουρίντου-ΜακΚόρμακ, άλικο τριαντάφυλλο ή κατακόκκινο κεράσι, είναι και νεκρολούλουδο πάθους ακραίου και αιμοσταγούς που οδηγεί στο θάνατο. Στις πολλαπλές κατασκευαστικές λεπτομέρειες και ανταποκρίσεις προσμετριούνται: ο αντικατοπτρισμός του αφηγηματικού «εκτός σκηνής» που εισάγει την «Αποστολή στη Μπριζ» στο «εκτός σκηνής» που προβλέπεται στο λιμπρέτο της «Καβαλερία» για την άρια του Τουρίντου· η υπερφυσική φυσικότητα ενός «εκτός σκηνής» που αντανακλά η μαγεία της παρουσίας του φωνογράφου — σιβυλλικός χρησμός που αναπαράγεται με τη βοήθεια της τεχνολογίας.
Σιτσιλιάνα
Λόλα με τη χιονάτη πουκαμίσα
Άσπρη και ρούσα σαν και το κεράσι,
Χαμογελά σαν βγεις στο παραθύρι η πλάση,
Ευτυχισμένος που έχει το πρώτο σου φιλί χορτάσει!
Μ’ αίμα βαμμένο είν’ το κατώφλι του σπιτιού σου
Μα δε με νοιάζει αν με σκοτώσουν και πεθάνω..
Κι αν σκοτωθώ και στον παράδεισο βρεθώ για σένα
Παράδεισος χωρίς εσέ δεν είν’ για μένα.
Και εδώ, για τη ρητορική διαδοχή Πρελούντιου- Άριας του Τουρίντου, μπορεί κανείς να ακούσει και τα δυο:
https://www.opera-arias.com/ma...
E
Καρλ Ορφ: Το Φεγγάρι—Ένα μικρό κοσμοθέατρο[ή Ένας θεατρικός μικρόκοσμος ], 1936-1938. Το έργο βασίζεται στο ομότιτλο παραμύθι των Αδελφών Γκριμ (1856). Στο παραμυθόσπιτο των δυο αδελφιών —ανάμεσα σε φάτνη και καλύβα του δάσους, όπου μπαινοβγαίνουν τα μικροφυή ζώα του Πά(ντ)ρικ— η κοινή κρεβατοκάμαρα με τα δυο χωριστά κρεβάτια του Πά(ντ)ρικ και της Σιμπάν και τα αδέλφια να κοιμούνται δίπλα δίπλα, πετάει πολλαπλή πρόκληση στον θεατή του 2022-2023: Είναι άραγε σήμερα ικανός να φανταστεί καν μια τέτοια συνύπαρξη, καν να συλλάβει τη δυνατότητα ενός παρόμοιου εξωτικού, παραδείσιου χώρου πρωτόπλαστου αδελφικού αισθήματος πριν από την Πτώση, κι αν τα καταφέρει, μήπως άραγε θα είναι επειδή η θεατρική μαγεία της εκτέλεσης τον αναγκάζει με την αριστοτεχνία της να προσχωρήσει στην υποβολιμαία συνθήκη του οικογενειακού παραμυθιού για μικρούς και μεγάλους; Μήπως πρόκειται απλώς για παραπλήρωμα της σκηνής όπου ο αλαφροΐσκιωτος Ντόμινικ ρωτάει με αφοπλιστική κουτοπονηριά τον Πά(ντ)ρικ αν είδε ποτέ την Σιμπάν «χωρίς ρούχα», και εκείνος με φανερή αποστροφή για τέτοιου είδους αλλόκοτες ερωτήσεις, του απαντάει «Δε μ’ αρέσει να χαζολογάω για τέτοια πράγματα, Ντόμινικ …—Τι πράγματα; —Αδερφάδες χωρίς ρούχα.»; H σκηνική οικονομία του Μακντόνα είναι τσεχοφικής κλάσης. Την ώρα που η ταραγμένη από διλήμματα φυγής Σιμπάν κλαίει και δεν μπορεί να κοιμηθεί, ακούγεται ο Επίλογος του Αφηγητή: «Έτσι ο Πέτρος διέταξε να ησυχάσουν οι νεκροί και πάλι ήσυχοι στους τάφους τους να μπουν να κοιμηθούν, κι ευθύς αμέσως πήρε μαζί του το Φεγγάρι και το κρέμασε στον ουρανό». Το «Φεγγάρι» είναι ένα έξοχο, υπερπρωτότυπο δείγμα παραμυθόπερας με μουσικοθεατρική καταγωγική σχέση με τα Πάθη του μπαρόκ, το θέατρο του Μπρεχτ και την ανθρωπολογία των μύθων, ένα αντι-ρομαντικό μικρομανιφέστο με την ίδια συμβολική οικονομία στη μουσική διαγραφή των προσώπων που συναντάμε στα παραμύθια. Πώς να μη μαγέψει τον Μακντόνα;
Εδώ ολόκληρο «Το Φεγγάρι»:
Εδώ, έξοχη απόδοση της αρχής και του τέλους του έργου:
https://www.orff.de/en/works/fairy-tales/der-mond/
ΣΤ
Μπραμς: Από τα Έξι Τραγούδια έργο 7, το αρ. 3 («Αντίλαλοι», σε ποίηση Γιόζεφ φον Άιχεντορφ, συνθ. 1853) και το αρ. 5 («Η Λυπημένη», 1852, Λαϊκό τραγούδι σε σουαβική διάλεκτο). Διάβαζε με πάθος παγκόσμια λογοτεχνία, έσκυβε με αγάπη και στοργική εκδοτική φροντίδα στο μουσικό παρελθόν, απώτερο και εγγύτερο, σε όλη του τη ζωή κατέγραφε και μελετούσε τη λαϊκή μουσική όχι μόνο τη γερμανόφωνη, μα και της υπόλοιπης Ευρώπης και της Ανατολής. Στα πάνω από 300 Τραγούδια του για μία ή περισσότερες φωνές, χορωδιακούς κανόνες, άλλα χορωδιακά, επανέρχονται κάθε τόσο μικρές μελωδικές συστάδες λαϊκών τραγουδιών, εκδομένες από τον ίδιο σε σύνολα χρονολογικής ή θεματικής σύγκλισης. Επιβεβαιώνουν την μαγική ικανότητα να αντλεί από τον ανυπόκριτο χαρακτήρα της λαϊκής μελωδίας, του λαϊκού θρύλου, παραμυθιού, τραγουδιού την πυρηνική συγκίνηση για να την ανατάξει με τη γυμνασμένη καλαισθησία και τα εργαλεία της μουσική σπουδής σε απαραγνώριστη υποκειμενική ρητορική. Πολλές φορές δυσκολεύεσαι να πεις αν είναι πρωτότυπος Μπραμς, αν πρόκειται για θαυμάσια παρένθετη μουσική μητρότητα ή για μουσική υιοθεσία. Πάνω από τα μισά τραγούδια του τραγουδούν την άτυχη αγάπη. Ακόμη, αγαπούσε τα παιδιά και τα παιδικά λαϊκά τραγούδια. Διασκεύασε μια δεκαπεντάδα για φωνή και πιάνο και τα αφιέρωσε στα παιδιά των Σούμαν. Τί πιο κατάλληλο μοιρολόι για τη Τζένη, το παραμυθένιο μικροσκοπικό γαϊδουράκι του Πά(ντ)ρικ από την «Λυπημένη» του Μπραμς;
Η Λυπημένη, έργο 7 αρ. 5
(Sechs Gesänge op.7: αρ. 5, Die Trauernde. Λαϊκό τραγούδι σε σουαβική διάλεκτο, 1852)
Η μάνα μου δε μ’ αγαπά
Τον-αγαπώ δεν έχω
Καλύτερα ο θάνατος
Δε στέργω ν’ απαντέχω
Χτες γιόρταζεν η εκκλησιά
Μα εμένα εκεί δε μ’ είδαν
Μες στην ψυχή μου καταχνιά
Πού να σειστώ να λυϊστώ
Ψηλά να σύρω το χορό
Τρία ρόδα τρία τριαντάφυλλα
Αφήστε γύρω μου ν’ ανθούν
Και το σταυρό να ζώνουν:
Διαβάτη πες μου αν γνώριζες
Την κόρη που μυρώνουν
Τραγουδάει η Τζέσι Νόρμαν / Στο πιάνο ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ
Αντίλαλοι έργο 7 αρ. 3
(Sechs Gesänge op.7: αρ. 3, Anklänge, σε στίχους Άιχεντορφ, 1853)
Σε μια ψηλή βουνοκορφή
Μέσα στου δάσους τη σιωπή
Φώλιαζε μοναχό πουλί
Μία μονιά ερημική
Μια κόρη κάθονταν εκεί
Μες στην εσπερινή σιγή
Γερμένη στο ροδάνι
Κάθονταν κι έκλωθε κλωστή
Κλωστή λινή μεταξωτή
Του γάμου της φουστάνι
(*)Εκφραστική σύλληψη του σπουδαίου ψαρολογιότατου σονετίστα Απόστολου Μαμμέλη (1876-1935) από τον Πρόλογο στα Θαλασσινά του (1925. Επενέκδοση «Ερμής», 1996, επιμ. Γ.Π. Σαββίδης). Για τη ζωντάνια των ειδικών «γλωσσών» που είτε αφορούσαν ένα σινάφι είτε έχουν λησμονηθεί εναρμονίζουν ιδανικά την αλήθεια του ποιήματος.
(**)Το λήμμα «Ροντενμπάκ, Γεώργιος (1855-1898)» (βλ. παρακάτω) στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυλοπαίδεια του Πυρσού το συντάσσει ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ο οποίος παραθέτει τον Ανατόλ Φρανς: «[την ποίηση του Ροντενμπάκ την στοιχειώνουν] ανατάσεις μυστικοπαθείς, οδυνηροί και πένθιμοι αντίλαλοι μεμακρυσμένων κωδωνοστασίων, ύδατα λιμνάζοντα εντός των διωρύχων, πεπαλαιωμέναι αποβάθραι με μαυρισμένα εκ του χρόνου κρηπιδώματα, είναι αι μάλλον προσφιλείς εικόνες … εν τη ατμοσφαίρα τη ασυλλήπτω και μυστηριώδει, εν η ασμένως αναπνέει και κινείται, όλα όσα κέκτηνται ζωήν διολισθαίνουν ονειρώδη και αθόρυβα, καθώς οι κύκνοι επί των υδάτων».