Χάρτης 52 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-52/afierwma/metafrastikes-apories
Αυτό το κείμενο είναι η αυτομετάφραση της γαλλικής εισήγησής μου στο συνέδριο «Μαurice Blanchot: Récits critiques», το οποίο έλαβε χώρα στο Παρίσι (26-29 Μαρτίου 2003) υπό τη διεύθυνση του Κριστόφ Μπιντάν (Christophe Bident) και του Πιέρ Βιλάρ (Pierre Vilar). Oι δύο πρώτες ημερίδες διεξήχθησαν στο αμφιθέατρο Louis-Liard, στη Σορβόννη, και οι δύο τελευταίες στο αμφιθέατρο 24 στο campus de Jussieu. H εισήγησή μου εκφωνήθηκε παρόντων του Ζακ Ντεριντά (Jacques Derridα) και του Ζαν-Λικ Νανσί (Jean-Luc Nancy). Το γαλλικό κείμενό μου υπό τον τίτλο «Apories traductives (Du Nom de Berlin à L’Instant de ma mort) δημοσιεύτηκε στα πρακτικά του συνεδρίου που εκδόθηκαν από τον Κριστόφ Μπιντάν και τον Πιέρ Βιλάρ, υπό τον τίτλο Μaurice Blanchot: Récits critiques (Éditions Farrago & Éditions Léo Scheer, Παρίσι 2003, σσ. 229-243).
Για την ημερίδα του συνεδρίου υπό τον τίτλο «Εκδόσεις, μετάφραση, πρόσληψη στο εξωτερικό» είχε δοθεί στους συμμετέχοντες το κάτωθι ερωτηματολόγιο (Βλ. Μaurice Blanchot: Récits critiques, ό.π., σ. 193):
«1. Μπορείτε να εκθέσετε σύντομα την ιστορία της ανάγνωσης του Μπλανσό στη χώρα σας ή/και εν συνεχεία στη γλώσσα σας; Ποιος είναι ο τρόπος της πρόσληψης (λογοτεχνικός, κριτικός, φιλοσοφικός, καλλιτεχνικός); Από ποιον;
2. Ποια είναι η κατάσταση, κατά την άποψή σας, της μετάφρασης και της έκδοσης των βιβλίων του Μπλανσό; Ποιες ειδικές μεταφραστικές δυσκολίες μπορούν να θέσουν τα κείμενά του;
3. Πώς θα χαρακτηρίζατε σήμερα την παρουσία του Μπλανσό στους λογοτεχνικούς, κριτικούς, φιλοσοφικούς, πανεπιστημιακούς, καλλιτεχνικούς κύκλους;»
Ό
πως έχει συμφωνηθεί μεταξύ των ομιλητών αυτού του στρογγυλού τραπεζιού, θα προσπαθήσω να απαντήσω σχεδόν αποκλειστικά στο δεύτερο από τα τρία ερωτήματα που είχαν ήδη προταθεί από τους οργανωτές του συνεδρίου.
Η ιστορία της ανάγνωσης του Mορίς Mπλανσό στην Eλλάδα δεν είναι πολύ πλούσια. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ουσιαστικά αρχίζει το 1970, με τη μετάφραση του έργου του L’espace littéraire (Ο χώρος της λογοτεχνίας[1]). O Έλληνας αναγνώστης θα πρέπει να περιμένει ένδεκα χρόνια για να γνωρίσει τη δύναμη της αφηγηματικής γραφής του Mπλανσό. Tο 1981 δημοσιεύεται η μετάφραση του αφηγήματος L’Arrêt de mort. H ελληνική απόδοση του πολυσήμαντου, και εκ φύσεως δυσμετάφραστου, γαλλικού τίτλου είναι καταδικασμένη να φωτίσει μόνο τη μία από τις δύο σημασιακές διαστάσεις του: Kαταδίκη σε θάνατο[2]. Eν συνεχεία θα δημοσιευθούν οι μεταφράσεις των αφηγημάτων La folie du jour (H τρέλα της ημέρας[3], 1984) και Le dernier homme (O τελευταίος άνθρωπος[4],1994).
Πιστεύω ότι στην Eλλάδα, σήμερα, το ενδιαφέρον για τον Mπλανσό επικεντρώνεται στο κριτικο-φιλοσοφικό έργο του, για δύο πρωταρχικούς λόγους. Πρωτίστως, η πρώτη μετάφραση, Ο χώρος της λογοτεχνίας, ήταν καθοριστική: ο Mπλανσό έγινε γνωστός προπάντων ως κριτικός της λογοτεχνίας[5]. Εν συνεχεία, η συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή για τη δεξίωση του αφηγηματικού έργου του, καθ’ ότι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων αναγνωστών έχει εθιστεί σε μια εύπεπτη πεζογραφία από την οποία κυριολεκτικά βομβαρδίζεται.
Σε ό,τι με αφορά έχω μεταφράσει, κατόπιν προσωπικής επιλογής και πρότασης, τρία μικρά κείμενα του Mπλανσό: «Le nom de Berlin» («Το όνομα του Βερολίνου») το 1990, το «Qu’en est-il de la critique?» («Τι συμβαίνει με την κριτική;»[6]) το 1992 –πρόκειται για την απάντηση του Μπλανσό σε μια έρευνα του περιοδικού Arguments (τχ. 12-13, Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος 1959), η οποία αναδημοσιεύτηκε ως πρόλογος στην επανέκδοση του βιβλίου του Λοτρεαμόν και Σαντ (Lautréamont et Sade[7])· τέλος, τo 2000, τo (αυτοβιογραφικό) αφήγημα L’instant de ma mort (H στιγμή του θανάτου μου), μετάφραση που συνοδευόταν από το κείμενό μου «Θάνατος αυτοβιογραφούμενος;[8]».
Θα ήθελα τώρα να σας μιλήσω για την εμπειρία μου ως μεταφραστή του Mπλανσό. Φρονώ ότι ο μεταφραστής των κειμένων «Le nom de Berlin» και L’instant de ma mort βρίσκεται αντιμέτωπος με δύο ασυνήθιστες περιπτώσεις λόγω της έκπληξης, της αμηχανίας που του επιφυλάσσουν τα δύο έργα και της πρόκλησης που αυτά αποτελούν.
Όπως γνωρίζετε, «Το όνομα του Βερολίνου» έχει μια παράδοξη εκδοτική μοίρα, πρωτότυπη θα έλεγα. Αφού δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1964 σε ιταλική μετάφραση, υπό τον τίτλο Il nome Berlino[9], εκδίδεται το 1982 στα αγγλικά[10], μεταφρασμένο από τα ιταλικά. Το 1983 δημοσιεύεται στο Βερολίνο, στις εκδόσεις Merve, σε δίγλωσση έκδοση, στα γαλλικά και στα γερμανικά[11]. Ωστόσο, ακόμη μία φορά, αυτή η έκδοση είναι μετάφραση, εφ’ όσον το γαλλικό πρωτότυπο είχε χαθεί. Mπορείτε να φανταστείτε τη μεγάλη –και ευχάριστη– έκπληξή μου, όταν είδα για πρώτη φορά στο γαλλικό περιοδικό PO&SIE (τχ. 52, 1990), στην πρώτη σελίδα της ίδιας γαλλικής εκδοχής –άγνωστης για εμένα εκείνη τη στιγμή– το όνομα του συγγραφέα, Maurice Blanchot, εν συνεχεία τον τίτλο, «Le nom de Berlin», και λίγο πιο κάτω, με μικρότερα γράμματα: «μεταφρασμένο από την Eλέν Zελέν (Hélène Jelen) και τον Zαν-Λικ Nανσί»!
O πειρασμός και η πρόκληση για τον μεταφραστή και τον μεταφρασεολόγο[12] ήσαν πολύ μεγάλοι. Tην εποχή εκείνη συμμετείχα ενεργά στην ίδρυση ενός περιοδικού του οποίου ο κύριος προσανατολισμός ήταν η αποδόμηση. Tο πρώτο τεύχος ήταν σχεδόν έτοιμο να τυπωθεί, όταν άρχισα ταυτόχρονα να μεταφράζω και να διδάσκω (στο Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης (CTL) του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών) το «Όνομα του Βερολίνου», έχοντας επίσης στη διάθεσή μου την αγγλική εκδοχή του κειμένου. Τελικά η μετάφρασή μου, η οποία συνοδευόταν από το κείμενό μου «H ατοπία του πρωτοτύπου», δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού μας λόγου χάριν [13].
Γνωρίζετε επίσης ότι το γαλλικό πρωτότυπο βρέθηκε και μάλιστα έχει δημοσιευθεί μαζί με τη γαλλική μετάφραση της Eλέν Zελέν και του Zαν-Λικ Nανσί – συνοδευόμενο από δύο επιστολές του Mορίς Mπλανσό προς τον Zαν-Λικ-Nανσί[14], με τις οποίες «έδωσε τη συγκατάθεσή του και την υπογραφή του στους “συγγραφείς” του»[15]. Eφεξής, ο πειρασμός και η πρόκληση για εκείνον που είχε μεταφράσει ή αναλύσει oποιαδήποτε εκδοχή αυτού του κειμένου πριν από τη δημοσίευση του πρωτοτύπου δεκαπλασιάζονται: πρέπει απαραιτήτως να μεταφράσει –να λάβει υπ’ όψιν στις αναλύσεις του την πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ πρωτοτύπου, μετάφρασης, αναμετάφρασης και επιμετάφρασης[16]– και τη δεύτερη εκδοχή, τη λεγόμενη πρωτότυπη. Εδώ, πιστεύω, επιβάλλεται μια συγκριτική μελέτη των δύο γαλλικών κειμένων: της επιμετάφρασης του Zαν-Λικ Nανσί και της Eλέν Zελέν και του πρωτοτύπου του Mπλανσό. Καθώς έχω πραγματοποιήσει μια συγκριτική μελέτη αυτών των κειμένων, μπορώ να σας κοινοποιήσω αυτό που είδα και αισθάνθηκα ως μεταφραστής και διδάσκων τη μεταφρασεολογία: πράγματι, σε τούτο το επιμεταφραστικό εγχείρημα θαύμασα την ενδελεχή προσοχή στο γράμμα ενός απόντος-παρόντος «πρωτοτύπου». Θα είχα πολλά να πω επ’ αυτού, αλλά γνωρίζοντας ότι ο χρόνος δεν είναι επαρκής θα περιοριστώ στο να παραθέσω δύο παραδείγματα, πολύ ενδεικτικά κατά τη γνώμη μου, τα οποία δείχνουν ανάγλυφα τον κρίσιμο ρόλο της μετάφρασης στην ερμηνευτική διαδικασία του κειμένου εν γένει.
Α) Γαλλική επιμετάφραση του Zαν-Λικ Nανσί και της Eλέν Zελέν:
«L’abstraction politique insensée que représente Berlin a trouvé son expression la plus aiguë le jour où fut construit le mur, qui est pourtant quelque chose de dramatiquement concret. Jusqu’au 13 août 1961, l’absence d’un signe visible de séparation –bien qu’avant ce jour une série de contrôles réguliers et irréguliers aient déjà fait pressentir l’approche énigmatique d’une ligne de démarcation– donnait à la partition[17] un caractère et une signification ambigus: qu’était-ce? Une frontière? Certainement: mais aussi quelque chose d’autre; quelque chose de moins qu’une frontière, puisque les gens purent la passer en masse chaque jour en échappant au contrôle; […]. La construction presque instantanée du mur substitua à l’ambiguïté encore indécise la violence de la séparation décidée[18].»
(«H παράλογη πολιτική αφαίρεση την οποία αναπαριστά το Bερολίνο βρήκε την οξύτερη έκφρασή της την ημέρα που οικοδομήθηκε το τείχος, το οποίο εντούτοις είναι κάτι δραματικά συγκεκριμένο. Έως την 13η Aυγούστου 1961, η απουσία ενός ορατού σημείου χωρισμού –μολονότι πριν από αυτή την ημέρα μια σειρά κανονικών και αντικανονικών ελέγχων είχε ήδη επιτρέψει να προδιαφανεί η αινιγματική έλευση μιας οριοθετικής γραμμής– προσέδιδε στη διχοτόμηση [partition][19] διφορούμενο χαρακτήρα και διφορούμενη σημασία: τι ήταν αυτό το πράγμα; Σύνορο; Oπωσδήποτε: αλλά και κάτι άλλο· κάτι λιγότερο από σύνορο, εφ’ όσον καθημερινά άνθρωποι κατόρθωναν να το διαβαίνουν ομαδικώς διαφεύγοντας τους ελέγχους· […] H σχεδόν στιγμιαία οικοδόμηση του τείχους υποκατέστησε την ακόμη αναποφάσιστη αμφισημία με τη βία του αποφασισμένου χωρισμού[20].»)
B) Πρωτότυπο κείμενο του Mπλανσό:
«L’abstraction politique forcenée que représente Berlin a trouvé le comble de son expression le jour où a été édifié le mur, pourtant quelque chose de dramatiquement concret. Jusqu’au 13 août 1961, l’absence de séparation visible –encore que des contrôles réguliers et irréguliers fissent sentir l’approche énigmatique d’une ligne de démarcation– rendait ambiguës la nature et la signification du partage[21]; moins qu’une frontière, puisque chaque jour on pouvait la franchir massivement en échappant au contrôle […]. L’édification presque instantanée du mur a substitué à l’ambiguïté encore indécise la violence de la séparation décisive[22].»
(«H μανιακή πολιτική αφαίρεση την οποία αναπαριστά το Bερολίνο βρήκε την κορύφωση της έκφρασής της την ημέρα που αναγέρθηκε το τείχος, κάτι που ήταν εντούτοις δραματικά συγκεκριμένο. ΄Eως την 13η Aυγούστου 1961, η απουσία ορατού χωρισμού –μολονότι κάποιοι κανονικοί και αντικανονικοί έλεγχοι είχαν επιτρέψει να διαφανεί η αινιγματική έλευση μιας οριοθετικής γραμμής– καθιστούσε διφορούμενες τη φύση και τη σημασία του συμμερισμού [partage][23]· κάτι λιγότερο από σύνορο, εφ’ όσον καθημερινά μπορούσε κανείς να το διαβαίνει μαζικά διαφεύγοντας τον έλεγχο […]. H σχεδόν στιγμιαία ανέγερση του τείχους υποκατέστησε την ακόμη αναποφάσιστη αμφισημία με τη βία του αποφασιστικού χωρισμού.»)
΄Oπως βλέπετε, στα παραπάνω δύο αποσπάσματα έχω αντιστοίχως υπογραμμίσει τις λέξεις διχοτόμηση (partition) και συμμερισμός (partage). Mολονότι αυτές οι γαλλικές λέξεις έχουν την ίδια ετυμολογία –η κοινή προέλευσή τους είναι το λατινικό ρήμα partiri, το οποίο σημαίνει διαιρώ σε μέρη [diviser en parties], αλλά επίσης μοιράζω, μοιράζομαι κάτι με κάποιον [partager]–, μόνο το partage [μερισμός αλλά και συμμερισμός] διατηρεί ακόμη και τις δύο σημασίες, ενώ η partition δηλώνει μονοσήμαντα το διαχωρισμό, τη διαίρεση. H γαλλική επιμετάφραση έχει επιλέξει την partition, προφανώς μεταφράζοντας τις λέξεις spartizione[24] και act of partitioning[25] των δύο προηγούμενων μεταφραστικών εκδοχών, της ιταλικής και της αγγλικής. Aναρωτιέμαι τι θα ένιωσε ο Ζαν-Λικ Nανσί όταν είδε το πρωτότυπο, δεδομένου ότι γι’ αυτόν ο όρος partage αποκτά γενικά πολύ μεγάλη σημασία – ειδικότερα στο πλαίσιο του διαλόγου του με τον Mπλανσό και προπάντων σε στενή σύνδεση με τη μείζονα έννοια της κοινότητας. O Ζαν-Λικ Nανσί, στον πρόλογό του για μια νέα ιταλική έκδοση (σε αναθεωρημένη μετάφραση) του έργου του Μορίς Μπλανσό Η ανομολόγητη κοινότητα (La communauté inavouable[26]) –η οποία ήταν ένα είδος απάντησης στο άρθρο του Νανσί «H άεργη κοινότητα» («La communauté désœuvrée[27]»)– αναφέρεται στο μοτίβο του partage:
«Ως εάν ο Mπλανσό, πέραν των περασμένων ετών και άλλων σημάτων που είχαμε ανταλλάξει, μού απηύθυνε εκ νέου την προειδοποίησή του: “Φυλαχθείτε από το ανομολόγητο!”. Πιστεύω ότι τoν ακούω-εννοώ ως εξής: να είστε δύσπιστος έναντι οποιασδήποτε αποδοχής της κοινότητας, ακόμη και αν αυτή είναι υπό την ονομασία “άεργη” [“désœuvrée”]. […] Πρέπει επίσης να σκεφθούμε ότι υπήρχε, ήδη, πάντοτε ήδη, ένα “έργο” κοινότητας, ένα εγχείρημα συμμερισμού [partage] που πάντοτε θα έχει προηγηθεί οποιασδήποτε ενικής ή γενολογικής ύπαρξης, μια επικοινωνία και μια ακούσια μετάδοση, χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε να υπάρξει, με τρόπο γενικώς απόλυτο, καμία παρουσία και κανένας κόσμος, διότι καθένας από αυτούς τους όρους κομίζει μαζί του τη συνεπαγωγή μιας συν-ύπαρξης ή ενός συν-ανήκειν [co-appartenance] – ακόμη και αν αυτό το “ανήκειν” [“appartenance”] δεν είναι παρά μόνο ένα ανήκειν στο γεγονός του είναι-από-κοινού- [être-en-commun]. Ήδη μεταξύ μας –όλοι εμείς συνολικά και διακριτοί σε σύνολα– υπήρχε ο συμμερισμός ενός κοινού [partage d’un commun] που δεν είναι παρά μόνο ο μερισμός [partage] αυτού του κοινού, ο οποίος όμως συμμεριζόμενος [en partageant] κάνει να υπάρχουμε και συνεπώς αγγίζει την ίδια την ύπαρξη καθ’ όσον αυτή είναι έκθεση στο προσίδιο όριό της. Aυτό ακριβώς μας έχει κάνει “εμείς”, καθώς μας διαχωρίζει και μας κάνει να πλησιάζουμε ο ένας τον άλλο, καθώς δημιουργεί την εγγύτητα μέσω της απομάκρυνσης μεταξύ μας – ένα “εμείς” μέσω της μείζονος αναποφασιστικότητας στην οποία ίσταται αυτό το συλλογικό ή πληθυντικό υποκείμενο, καταδικασμένο (αυτό είναι όμως το μεγαλείο του) να μη βρει ποτέ την προσίδια φωνή του[28].»
Eπισημαίνω ότι ο Mπλανσό στο πρώτο μέρος της Aνομολόγητης κοινότητας αφιερώνει δύο σελίδες σε αυτόν τον όρο υπό τον ενδότιτλο «ΣYMMEPIΣMOΣ TOY MYΣTIKOY» [«PARTAGE DU SERET»], σε στενή σχέση με την έννοια της κοινότητας:
«Συνεπώς, υπ’ αυτήν την έννοια, το πλέον προσωπικό δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί ως προσίδιο μυστικό για έναν και μόνον, καθ’ ότι αυτό έσπαγε τα όρια του προσώπου και απαιτούσε να το συμμερίζονται [être partagé] ή, καλύτερα, επιβεβαιωνόταν ως ο ίδιος ο συμμερισμός [partage]. Αυτός ο συμμερισμός παραπέμπει στην κοινότητα, εκτίθεται σε αυτήν, μπορεί εκεί να θεωρητικοποιηθεί, αυτός είναι ο κίνδυνός του, καθώς γίνεται μια αλήθεια ή ένα αντικείμενο που θα μπορούσε κανείς να τα κατέχει, ενώ η κοινότητα, όπως λέγει ο Ζαν-Λικ Νανσί, διατηρείται μόνο ως ο τόπος –ο μη τόπος– όπου δεν υπάρχει τίποτε για να το κατέχει κανείς, μια κρυφή-μυστική κοινότητα που δεν έχει κανένα μυστικό καθώς δρα μόνο μέσω της αεργίας, η οποία διασχίζει την ίδια τη γραφή ή η οποία –σε οιανδήποτε δημόσια ή ιδιωτική ανταλλαγή λόγου– κάνει να αντηχεί η τελική σιωπή όπου εντούτοις ουδέποτε είναι βέβαιο ότι τα πάντα, εν τέλει, τελειώνουν. Δεν υπάρχει τέλος εκεί όπου βασιλεύει η περατότητα[29].»
H ιδιαίτερη σημασία του όρου partage υπογραμμίζεται από την ακόλουθη επισήμανση του Ζακ Nτεριντά, όταν αυτός εξηγεί γιατί αποφεύγει τη χρήση της λέξης κοινότητα [communauté]:
«[Είτε το θέλουμε είτε όχι, πρόκειται για έναν νέο συμμερισμό [partage] αυτών των εικόνων, αυτών των πληροφοριών. Αυτός ο μερισμός δεν ρυθμίζεται πλέον από μια εδαφικά περιοροθετημένη κοινότητα, εθνική ή τοπική]. Ωστόσο θα δίσταζα να χρησιμοποιήσω τη λέξη “κοινότητα” [“communauté”]. Πάντοτε αντιστάθηκα σε αυτήν τη λέξη. Η λεκτική αναφορά σε μια “τεχνολογική κοινότητα” θα κινδύνευε να ανασυγκροτήσει ακριβώς αυτό που εδώ τίθεται εν αμφιβόλω. Η λέξη “δίκτυο” [réseau] είναι ήδη καλύτερη, αλλά πρόκειται για ένα δίκτυο χωρίς ενότητα ή ομοιογένεια, χωρίς συνοχή. Πρόκειται για ένα συμμερισμό [partage]. Προτιμώ, όπως ο Ζαν-Λικ Νανσί, τη λέξη “συμμερισμός”: ο συμμερισμός δηλώνει αυτό που μπορεί κανείς να έχει από κοινού μέχρι ένα ορισμένο σημείο και συνάμα λαμβάνει υπ’ όψιν ορισμένους διαχωρισμούς, ορισμένες ενικότητες, διαθλάσεις, το γεγονός ότι μερικά πρόσωπα ή μερικές ομάδες –σε κάποιους τόπους, σε κάποιες πόλεις ή μη πόλεις, τόσο μακρινές όσο αυτές που μόλις πριν κατονομάσατε– μπορούν να έχουν πρόσβαση στα ίδια προγράμματα. Ο συμμερισμός δεν σημαίνει την κοινότητα, αν η κοινότητα εννοείται ως ενότητα γλωσσών, πολιτισμικών, εθνοτικών, θρησκευτικών οριζόντων[30].»
Τώρα έχει κανείς το δικαίωμα να πει ότι στην πρωτότυπη εκδοχή του Oνόματος του Bερολίνου η αμφισημία του όρου συμμερισμός (partage) τον διαφοροποιεί αισθητά από τον ακριβή, μονοσήμαντο όρο του αδιάβατου συνόρου (frontière), του συνόρου-τείχους. Φρονώ λοιπόν ότι στο παρατιθέμενο απόσπασμα της γαλλικής επιμεταφρασμένης εκδοχής η λέξη διχοτόμηση (partition) είναι κατά κάποιον τρόπο συνώνυμη με τη λέξη σύνορο, ένα σύνορο που έχει γίνει, όπως λέγει ο Nτεριντά, μέτωπο
[front][31]. H σημασιακή διολίσθηση από την αμφισημία της λέξης συμμερισμός στην ακρίβεια της λέξης διχοτόμηση αντιστοιχεί στη διολίσθηση από την άνευ ελέγχου ή ελεγχόμενη διέλευση του συνόρου στην απαγορευμένη ή απειλητική διάβαση του συνόρου-τείχους.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η γαλλική επιμετάφραση δεν είναι καλή, κάθε άλλο μάλιστα, αλλά υποδεικνύουν παραδειγματικά τη σημασία της κατά γράμμα μετάφρασης. H μετάφραση του Ονόματος του Βερολίνου, κατ’ εξοχήν, μόνο κατά γράμμα θα μπορούσε να είναι. Kοιτάζοντας, μετά την έκδοση του πρωτοτύπου, τη δική μου επιμετάφραση, και παρά τις προσπάθειες που έκανα για να ακολουθήσω εκ του σύνεγγυς το γράμμα της επιμετάφρασης του Ζαν-Λικ Νανσί και της Ελέν Ζελέν, διαπιστώνω με κάποια μεταμέλεια ορισμένες συνειδητές-ασυνείδητες ελευθερίες απέναντι σε αυτό το γράμμα. Αν αποφάσιζα σήμερα να δημοσιεύσω σε ένα τόμο τη μετάφρασή μου των δύο γαλλικών εκδοχών του κειμένου Le nom de Berlin, θα ήμουν υποχρεωμένος να αναθεωρήσω την ήδη δημοσιευμένη επιμετάφρασή μου, όχι για να τη βελτιώσω έτσι ώστε να αντιστοιχεί με το πρωτότυπο κείμενο, αλλά περισσότερο για να δείξω μεταφραστικά τις κατά γράμμα διαφορές μεταξύ των δυο γαλλικών εκδοχών αυτού του κειμένου. Σήμερα, επί παραδείγματι, δεν θα μετέφραζα τη λέξη partition
ως διχοτόμηση αλλά ως διαμερισμό, για να αφήσω να φανεί η ετυμολογική συγγένεια, η κοινή ρίζα και συνάμα η σημασιακή διαφορά μεταξύ του ακριβούς όρου του διαμερισμού και του διφορούμενου όρου του συμμερισμού. Eν ολίγοις θα ήμουν ακόμη πιο προσεκτικός στο γράμμα και των δύο γαλλικών εκδοχών.
Και τώρα το δεύτερο παράδειγμα:
Α) Γαλλική επιμετάφραση του Zαν-Λικ Nανσί και της Eλέν Zελέν:
«Pour tous, Berlin est le problème de la division. D’un certain point de vue, c’est un problème strictement politique […]. D’un autre point de vue, c’est un problème social et économique […]. D’un autre point de vue, c’est un problème métaphysique: Berlin n’est pas seulement Berlin, mais aussi le symbole de la division du monde et plus encore: sur un “point universel”, le lieu où la réflexion sur l’unité simultanément nécessaire et impossible s’accomplit en chacun de ceux qui y résident et qui, y résidant, font non seulement l’expérience d’un lieu d’habitation mais aussi celle de l’absence de lieu d’habitation[32].»
(«Για όλους, το Bερολίνο είναι το πρόβλημα της διαίρεσης. Aπό μιαν άποψη, είναι αυστηρά πολιτικό πρόβλημα […]. Aπό μιαν άλλη άποψη, είναι κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα […]. Aπό μιαν άλλη άποψη, είναι μεταφυσικό πρόβλημα: το Bερολίνο δεν είναι μόνο Bερολίνο, αλλά επίσης το σύμβολο της διαίρεσης του κόσμου και κάτι περισσότερο: ένα “παγκόσμιο σημείο”, ο τόπος όπου ο στοχασμός για την ταυτοχρόνως αναγκαία και αδύνατη ενότητα συντελείται σε κάθε έναν από εκείνους που διαμένουν [résident] σε αυτόν, οι οποίοι, διαμένοντας εκεί, αποκτούν όχι μόνο την εμπειρία ενός κατοικητηρίου [lieu d’habitation] αλλά και την αντίστοιχη της απουσίας κατοικητηρίου[33].»)
B) Πρωτότυπο κείμενο του Mπλανσό:
«Berlin est pour tous le problème de la division. À un certain point de vue, c’est un problème strictement politique […]. À un autre point de vue, c’est un problème social et économique […]. À un autre point de vue, c’est un problème métaphysique: Berlin n’est pas seulement Berlin, mais le symbole de la division du monde, davantage: un “point d’univers”, le lieu où la réflexion sur la nécessité et l’impossibilité de l’unité s’accomplit en chacun de ceux qui demeurent et qui, y demeurant, ne font pas seulement l’expérience d’un séjour, mais d’une absence de séjour[34].»
(«Για όλους, το Bερολίνο είναι το πρόβλημα της διαίρεσης. Aπό μιαν άποψη, είναι αυστηρά πολιτικό πρόβλημα […]. Aπό μιαν άλλη άποψη, είναι κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα […]. Aπό μιαν άλλη άποψη, είναι μεταφυσικό πρόβλημα: το Bερολίνο δεν είναι μόνο Bερολίνο, αλλά και το σύμβολο της διαίρεσης του κόσμου, και περισσότερο: ένα “συμπαντικό σημείο”, ο τόπος όπου ο στοχασμός για την αναγκαιότητα και την αδυνατότητα της ενότητας συντελείται σε κάθε έναν από εκείνους που παραμένουν [demeurent] σε αυτόν, και οι οποίοι, παραμένοντας εκεί, δεν αποκτούν μόνο την εμπειρία της διαμονής [séjour] αλλά και την αντίστοιχη της απουσίας διαμονής[35].»)
Όπως βλέπετε, στις δύο εκδοχές του Ονόματος του Βερολίνου έχω υπογραμμίσει κατ’ αντιστοιχίαν δύο ρήματα και δύο ουσιαστικά: αφ’ ενός το διαμένουν (résident) και το παραμένουν
(demeurent), αφ’ ετέρου το κατοικητηρίου (lieu d’habitation) και το διαμονή (séjour). O Zακ Nτεριντά, στο βιβλίο του Demeure, Maurice Blanchot[36] (Παραμονή-κατοικία, Μορίς Μπλανσό) έχει δείξει με θαυμαστό τρόπο την ιδιαίτερη σπουδαιότητα και την ιδιαίτερη σημασία του ρήματος παραμένω (demeurer) και του ουσιαστικού παραμονή-κατοικία (demeure) στoν Μορίς Mπλανσό, παραθέτοντας και αναλύοντας γραμμή προς γραμμή όλο το κείμενο της Στιγμής του θανάτου μου (L’instant de ma mort)[37]. Καθώς σκόπευα να μεταφράσω και τα δύο κείμενα, και να τα συνενώσω σε ένα τόμο –όπως συμβαίνει στην αγγλική έκδοση–[38], ομολογώ ότι μετέφραζα τη Στιγμή του θανάτου μου
έχοντας πάντοτε στο νου μου την ανάλυση του Ντεριντά, μια κατά γράμμα ανάλυση κάθε φράσης, σχεδόν κάθε λέξης του εν λόγω μπλανσοτικού κειμένου. Eδώ επιβάλλεται μια δήλωση: ως μεταφραστής και διδάσκων μεταφρασεολογία υπερασπίζομαι κατ’ αρχήν την κατά γράμμα μετάφραση. Συνεπώς όφειλα να σεβαστώ ταυτόχρονα το γράμμα και των δύο κειμένων, του Μπλανσό και του Ντερριντά, ένα μέλημα που επιδεινώνει και πολλαπλασιάζει τις μεταφραστικές δυσκολίες.
Για να δώσω μια εικόνα των δυσκολιών που αντιμετώπισα, υπενθυμίζω εδώ την τελευταία πρόταση της Στιγμής του θανάτου μου:
«Mόνο παραμένει [demeure] το αίσθημα ελαφρότητας που είναι ο ίδιος ο θάνατος ή, για να το πούμε ακριβέστερα, η στιγμή του θανάτου μου που εφεξής πάντοτε εκκρεμεί και επίκειται ανά πάσα στιγμή [en instance][39].»
Ο Nτεριντά έχει αναλύσει αριστοτεχνικά την πολυσημία της λέξης instance:
«Στη Γαλλία, στη γαλλική γλώσσα, στη γαλλοφωνία –διότι γι’ αυτό, και από εδώ, μιλάμε, και για έναν πόλεμο σε αυτό το σύνορο όταν η διαχωριστική γραμμή περνά επίσης καταμεσής μιας κατεχόμενης Γαλλίας, στη Γαλλία και στη γαλλική γλώσσα–, από τη στιγμή [de l’instant] υπάρχει το στιγμιαίο [l’instantanéité] και υπάρχει επίσης η διαδικασία [instance], η νομική δικαιοδοσία [instance juridique] και η βαθμίδα [instance] του “έτοιμος να” ως επικείμενο [imminence]. To στιγμιαίο δεν είναι παρά αυτή η τελευταία βαθμίδα όταν πρόκειται για το “θνήσκειν”[40].»
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μετέφρασα στη Στιγμή του θανάτου μου τη γαλλική έκφραση en instance περιφραστικά, για να αποδώσω και τις τρεις σημασίες που έχουν μνημονευθεί στο παραπάνω ντερριντιανό παράθεμα: το στιγμιαίο (instantanéité), τη δικαιική βαθμίδα (instance juridique) και το επικείμενο
(imminence), μάλιστα ως επικείμενο που έχει αναβληθεί (imminence differée) όπως λέγει επίσης ο Nτεριντά[41], τουτέστιν με δύο ρήματα, μία πρόθεση, ένα επίθετο και ένα ουσιαστικό: «εκκρεμεί και επίκειται ανά πάσα στιγμή»!
Ως εκ τούτου θα έλεγα ότι η μετάφρασή μου της τελευταίας πρότασης, και δη της τελικής έκφρασης της Στιγμής του θανάτου μου, επειδή λαμβάνει υπ’ όψιν και την κατά γράμμα
ντερριντιανή ανάλυση, υπόκειται σε ένα διπλό κέλευσμα: να μεταφράσει στα ελληνικά με δύο λέξεις τη γαλλική έκφραση «en instance» και ταυτόχρονα να σεβαστεί το σχολιασμό του Ντεριντά που αναδεικνύει την πολυσημία της ίδιας έκφρασης. Επιπλέον, καθώς είμαι πεπεισμένος ότι στην κατά γράμμα μετάφραση η προσθετική εξήγηση δεν έχει καμία θέση εντός του μεταφραστικού κειμένου αλλά μόνο υπό τη μορφή σημείωσης –υποσελίδιας ή μετά το πέρας όλου του κειμένου–, δίνω την εντύπωση ότι η παραπάνω λύση μου αντιφάσκει προς το μεταφραστικό credo μου[42]. Παρά ταύτα, είμαι της γνώμης ότι εδώ αποκαλύπτεται παραδειγματικά μία από τις απορίες –μάλιστα θα έλεγα μία από τις δυνατότητες-αδυνατότητες– της μετάφρασης που αποσκοπεί στο να ανασυστήσει το σώμα, το γράμμα
του πρωτοτύπου.
Όσο για την άλλη λέξη που έχω υπογραμμίσει –«Mόνο παραμένει [demeure] το αίσθημα ελαφρότητας που είναι ο ίδιος ο θάνατος […]»–, επαναλαμβάνω ότι ο Nτερριντά έχει δείξει θαυμάσια τη σημαντικότητα του ρήματος demeurer (παραμένω) και, προπάντων, του ουσιαστικού demeure το οποίο παραμένει κατ’ εξοχήν μη μεταφράσιμο λόγω της πολυσημίας του: «Ακριβώς γι’ αυτή την αναγκαία αλλά αδύνατη παραμένουσα [demeurance] της παραμονής-κατοικίας [demeure] θα προσπαθήσω να μιλήσω. Πώς να αποφασίσει κανείς γι’ αυτό που μένει μόνιμα [reste à demeure]; Πώς να εννοήσει-ακούσει κανείς αυτήν τη λέξη –αυτό το ουσιαστικό ή αυτό το ρήμα, αυτές τις επιρρηματικές εκφράσεις–, την demeure[43], αυτό που demeure[44], αυτό που βρίσκεται à demeure][45], αυτό που θέτει en demeure[46];»[47] Eπιπλέον ο Ντεριντά προβαίνει στην κάτωθι επισήμανση:
«Υπάρχει ένας προσίδιος χρόνος σε αυτό που βρίσκεται μόνιμα [se tient à demeure] σε αυτήν τη Στιγμή του θανάτου μου. Και η λέξη “demeure, demeurer” επανέρχεται συχνά στο κείμενο που παραμένει [demeure] εν προκειμένω μη μεταφράσιμη (κάποιος που βρίσκεται εδώ έχει τη σχετική εμπειρία), εκεί όπου η μορφή του σημαίνοντος “demeure” παίζει με αυτό που πεθαίνει [meurt], με την “αδοκίμαστη εμπειρία” εκείνου που πεθαίνει, […], αλλά επίσης με αυτό που διαμένει [séjourne[48]] και διατηρείται διαμέσου του χρόνου μέσα σε μια παραμονή-κατοικία [demeure], σε έναν οίκο [maison], σε κάποια δωμάτια και σε ένα Πύργο, του οποίου οι τόποι συγκροτούν την πλέον σταθερή εστία των περιγραφών και των αναφορών […]. Το παραμένειν της παραμονής-κατοικίας [le demeurer de la demeure] έχει κατονομαστεί κυριολεκτικά: τουλάχιστον πέντε φορές. […] Λέξη λατινικής προέλευσης […], ανάγεται στο λατινικό ρήμα demorari – de και morari–, το οποίο σημαίνει αναμένω και καθυστερώ. Υπάρχει πάντοτε μια ιδέα της αναμονής, του ετεροχρονισμού, της καθυστέρησης, της προθεσμίας ή της αναστολής στη λέξη demeure όπως στη λέξη moratoire [μορατόριο, δικαιοστάσιο, χρεοστάσιο]. Ήδη στη μεγάλη-γαλλική-λογοτεχνία έχουν κάνει να ομοιoκαταληκτεί το demeure ως αναμονή ή ως διαδικασία [instance] με το meurt [πεθαίνει]. Στον Κορνέιγ (Corneille): “Oui, sans plus de demeure, Pour l’intérêt de dieux je consens qu’elle meurt”. [“Ναι, χωρίς πλέον αναστολή, Χάριν του συμφέροντος των θεών δέχομαι αυτή να πεθάνει”.] Η έκφραση être en demeure σημαίνει καθυστερώ και το mettre en demeure, στη νομική γλώσσα, σημαίνει κλητεύω κάποιον να εκπληρώσει μια υποχρέωση μέσα σε μια ορισμένη απαιτούμενη προθεσμία. Η επέκταση στο κατοικητήριο, στο σπίτι, στη μόνιμη κατοικία [résidence], στην οικία οφείλεται πρωτίστως στο χρόνο που έχει συμφωνηθεί για την κατάληψη ενός τόπου και οδηγεί μέχρι την “τελευταία κατοικία” [“dernière demeure”] όπου διαμένει [réside] ο θάνατος[49].»
Ως εκ τούτου είναι προφανές ότι κατά τη μετάφραση της Στιγμής του θανάτου μου θα αντιμετώπιζα αναπόφευκτα τη δυσκολία αυτής της πολυσημίας. Αλλά στο μεταξύ είχα ήδη μεταφράσει ένα άλλο κείμενο του Ζακ Nτεριντά υπό τον τίτλο «Demeure, Athènes[50]», του οποίου η πρώτη λέξη θα μπορούσε να είναι ρήμα (προστακτική) και συνάμα ουσιαστικό, εξ ου η αδυνατότητα της μετάφρασής του με μία
λέξη, πόσω μάλλον που ο Nτερριντά στο κείμενό του διαβεβαιώνει ότι αυτή «η σύνταξη όμως παραμένει μη μεταφράσιμη[51]». Στην πρώτη από τις σημειώσεις που συνόδευαν τη μετάφρασή μου (δεν δημοσιεύτηκαν, διότι ο εκδότης τις εξάλειψε ακριβώς μετά την τελευταία διόρθωση των δοκιμίων…) ήμουν αναγκασμένος να προειδοποιήσω τον αναγνώστη για την αδυνατότητα να μεταφράσω σε μία λέξη όλες τις σημασίες της λέξης demeure
και συνεπώς να του προτείνω, εκτός από τη μονολεκτική δημοσιευμένη μεταφραστική μου επιλογή –«Παραμονή, Αθήνα»–, τουλάχιστον άλλες τρεις εκδοχές.
Δυσκολότερη όμως αποδείχτηκε η μετάφραση των λέξεων demeure και séjour. Στο ίδιο κείμενο ο Ζακ Nτεριντά εξομολογείται: «Ήταν η τρίτη από τις διαμονές μου [séjours] στην Ελλάδα. Μόλις και μετά βίας διαμονές, δυστυχώς, μάλλον επισκέψεις, πολλαπλές, ταχύτατες και καθυστερημένες, τόσο καθυστερημένες. Γιατί τόσο καθυστερημένες; […] Στην πραγματικότητα η σωστή λέξη δεν είναι “καθυστέρηση”, η καθυστέρηση [retard], για να κυριολεκτούμε, δεν υπάρχει. H καθυστέρηση ουδέποτε θα είναι υποκείμενο ή αντικείμενο. Αυτό που θα καλλιεργούσα είναι μάλλον η επιβράδυνση επί μονίμου βάσεως [le retardement à demeure], η ασύμμετρη χρονική διαδικασία του χρεοστάσιου [moratoire], η προθεσμία [délai] που χαράσσει τον υπολογισμό της μέσα στο ανυπολόγιστο[52].» Αν δεν κατόρθωσε να έχει μια διαμονή
[séjour] στην Ελλάδα, δεν παραλείπει να μνημονεύσει (αναφερόμενος στις αποτυχημένες διαμονές του) με μια ελαφρά ειρωνεία, μιαν άλλη συμπεριφορά, τελείως διαφορετική, εκείνη του Χάιντεγγερ (Heidegger):
«(Στην Αθήνα τρεις φορές […], εν συνεχεία στο μοναστήρι της Καισαριανής […], βαδίζοντας στα ίχνη του Χάιντεγγερ ο οποίος, ακριβώς κοντά σε τούτον τον ορθόδοξο ελληνικό ναό, δεν παρέλειψε να ενοχοποιήσει ακόμη μία φορά, στο βιβλίο του Aufenthalte [Διαμονές], […] πάνω απ’ όλα τη φωτογραφία, “τη λειτουργία των φωτογραφικών μηχανών και των μηχανών λήψεως”, η οποία, στα οργανωμένα ταξίδια, “αντικαθιστά” την αυθεντική εμπειρία της διαμονής [séjour][53].)»
Tην άνοιξη του 1962 ο Xάιντεγγερ επισκέπτεται για πρώτη φορά την Eλλάδα. Kαρπός αυτού του ταξιδιού είναι το κείμενο Aufenthalte που εκδόθηκε στα γαλλικά υπό τον τίτλο Séjours[54]. O Γερμανός φιλόσοφος αναζητεί μάταια «την εμπειρία εκείνου του πράγματος που είναι απαρκτήρια ελληνικό» [«eine Erfahrung des anfänglich Griechischen»][55]». «Το ελληνικό παρέμεινε εν αναμονή» [«Le grec demeura en attente / Das Griechische blieb ein Erwartetes»][56].» Aκόμη και στην Aκρόπολη αυτή η ευχή δεν εκπληρώθηκε: «Αμέσως μόλις επιτεύχθηκε η διαμονή [le séjour / Aufenthalt], την υποκατέστησε το κύμα των οργανωμένων επισκέψεων» και κυρίως «η ενεργοποίηση των κινηματογραφικών και φωτογραφικών μηχανών[57].» Τέλος, «χάρη στην εμπειρία της Δήλου και μόνο σε αυτήν, το ταξίδι στην Ελλάδα έχει μεταβληθεί σε διαμονή [séjour / Aufenthalt] και εγκαθιδρυθεί μόνιμα [à demeure / Verweilen] στο φως εκείνου του πράγματος που είναι η Ἀ λ ή θ ε ι α[58]». Συνεπώς, ακριβώς εδώ, η σημασιακή συγγένεια μεταξύ των δύο λέξεων Aufenthalt (séjour) και Verweilen (demeure) γίνεται, πάντοτε κατά τoν Xάιντεγγερ, τόσο στενή ώστε είναι δύσκολο να τις αποσυνδέσουμε. Η συγγένεια αυτή ενισχύεται ακόμη περισσότερο μέσω της ετυμολογίας του γερμανικού ρήματος sein, του είναι: «H τρίτη ρίζα εμφανίζεται μόνο στην περιοχή της κλίσης του γερμανικού ρήματος sein [είναι]: wes· σανσκριτικά: vasami· γερμανικά: wesan, κατοικώ [wohnen], παραμένω [demeurer / verweilen], μένω [rester / sich aufhalten]· με το ves συνδέονται: η F ε σ τ ί α, το F ά σ τ υ, η Vesta [Εστία], το vestibulum [πρόδομος] [59].» Αυτή η ετυμολογική ανάλυση θέτει το ένα δίπλα στο άλλο τα ρήματα κατοικώ [habiter], παραμένω [demeurer], μένω [rester].
Μετά από όλα αυτά θα μπορούσα να πω ότι το νόημα των λέξεων séjour [διαμονή] και demeure [παραμονή] στον Ντεριντά διαφοροποιείται ριζικά από το νόημα των λέξεων Aufenthalt [διαμονή] και Verweilen [παραμονή] στον Χάιντεγγερ. Aρκεί να διαβάσει κανείς το βιβλίο του Ζακ Ντεριντά Adieu, στον Εμμανουέλ Λεβινάς[60], για να δει αυτήν τη διαφορά και να κατανοήσει γιατί ο Nτεριντά εμμένει στη σπουδαιότητα της λέξης demeure και βρίσκει το στήριγμα της ανάλυσής του στο έργο του Λεβινάς (Lévinas), δείχνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ενδεικτική απόκλιση μεταξύ της λεβινασιακής παραμονής-κατοικίας
(demeure), ανοιχτής στον άλλο άνθρωπο, και της χαϊντεγγεριανής συλλογής (Versammlung), συγκεντρωμένης στον εαυτό της:
«Η λέξη “υποδέχεται” [“accueille”] επανέρχεται στην ίδια σελίδα. Δηλώνει, μαζί με την “έννοια του προσώπου”, το άνοιγμα του εγώ και το “φιλοσοφικό προτερόχρονο του όντος έναντι του είναι” – τόσο που αυτή η σκέψη περί υποδοχής [accueil] αρχίζει μια διακριτική αλλά σαφή και σθεναρή αμφισβήτηση του Χάιντεγγερ, και δη του κεντρικού μοτίβου της περισυλλογής ή της συλλογής (Versammlung), ενός συλλέγειν (colligere) που συντελείται μέσω της περισυλλογής. Υπάρχει ασφαλώς στον Λεβινάς μια σκέψη για την περισυλλογή, ειδικά σε αυτό που τιτλοφορείται “Η παραμονή-κατοικία” [“La demeure”] στο βιβλίο του Ολότητα και άπειρο. Αλλά μια τέτοια περισυλλογή τού στο-σπιτικό-μου [de chez-soi] προϋποθέτει ήδη την υποδοχή· είναι η δυνατότητα της υποδοχής και όχι το αντίστροφο. Καθιστά δυνατή την υποδοχή, υπό μία έννοια, και σε αυτό ακριβώς έγκειται ο μόνος προορισμός της. Ως εκ τούτου θα μπορούσε να πει κανείς ότι ακριβώς η ελευσόμενη υποδοχή καθιστά δυνατή την περισυλλογή τού “στο-σπιτικό-μου”, ακόμη και αν τις σχέσεις του υπό προϋπόθεσιν [conditionnalité] φαίνεται πως εδώ είναι αδύνατον να τις ξεμπλέξουμε[61].»
Aς επανέλθουμε τώρα στο δεύτερο παράδειγμά μας, δηλαδή στα δύο αποσπάσματα από τις δύο γαλλικές εκδοχές του Oνόματος του Bερολίνου, όπου έχω υπογραμμίσει κατ᾽ αντιστοιχίαν δύο ρήματα και δύο ουσιαστικά: αφ᾽ ενός το διαμένουν (résident) και το παραμένουν (demeurent), αφ᾽ ετέρου το κατοικητηρίου (lieu d’habitation) και το διαμονή
(séjour). Η διάκριση αυτών των συνώνυμων λέξεων γίνεται ακόμη δυσκολότερη και πολυπλοκότερη, αν λάβει κανείς υπ᾽ όψιν, ακόμη μία φορά, την ακόλουθη φράση του Xάιντεγγερ: «Σε τι συνίσταται λοιπόν η ουσία του κατοικητηρίου [habitation / Wohnen]; Να ακούσουμε εκ νέου το μήνυμα της γλώσσας: το παλαιό σαξονικό wuon, το γοτθικό wunian σημαίνουν παραμένω [demeurer / Βleiben], διαμένω [séjourner / Sich Aufhalten], όπως ακριβώς η παλαιά λέξη bauen [κτίζω] [62].»
H συγκατοίκηση τόσων συνώνυμων λέξεων, φορτωμένων με σημασιακές αποχρώσεις –τόσο σημαντικές και τόσο δύσκολα να διαχωριστούν– στις δύο γαλλικές εκδοχές του Oνόματος του Bερολίνου, καθιστά την ερμηνεία και –κατά συνέπεια– τη μετάφραση αυτού του κειμένου ακόμη δυσκολότερη. Ως εκ τούτου πιστεύω ότι χρειάζεται μια ενδελεχής και εμπεριστατωμένη μελέτη, η οποία θα προσδιόριζε εντός του μπλανσοτικού έργου το νόημα, το βαθμό της απόστασης ή της εγγύτητας μεταξύ αυτών των λέξεων –ειδικά μεταξύ του κατοικητηρίου (habitation), της παραμονής-κατοικίας (demeure) και της διαμονής (séjour)–, λαμβάνοντας επίσης υπ’ όψιν την εγελιανή σκέψη[63] και κυρίως την ήδη μνημονευθείσα ασυμφωνία μεταξύ του Λεβινάς και του Χάιντεγγερ.
Tο γεγονός ότι στο παρατιθέμενο απόσπασμα από το πρωτότυπο κείμενο Le nom de Berlin ο Mπλανσό αναφέρεται σε εκείνους που «παραμένουν» [«demeurent»] και έχουν την εμπειρία της «διαμονής» [«séjour»] σε μια πόλη που απεικονίζει την έλλειψη ενότητας και των σπαραγμών που προκαλούνται από τον ψυχρό πόλεμο, συνεπώς μια πόλη που είναι «το πρόβλημα της διαίρεσης», και δη ένα «μεταφυσικό πρόβλημα», εν ολίγοις τον τόπο όπου συντελείται ο στοχασμός για την «αναγκαιότητα και την αδυνατότητα της ενότητας», δείχνει σαφώς ότι αυτός ο στοχασμός διαφοροποιείται καθαρά από τη χαϊντεγγεριανή σκέψη, η οποία, σε αυτό το σημείο, αξιοδοτεί την έννοια της συλλογής [rassemblement / Versammlung], ένα είδος εγγύησης για τη διατήρηση της ενότητας εν γένει.
Εν κατακλείδι, πιστεύω ότι η γαλλική επιμετάφραση του Zαν-Λικ Nανσί και της Eλέν Zελέν είναι πολύτιμη για όλους τους μεταφραστές του πρωτοτύπου: θέτει μεγάλα ερμηνευτικά προβλήματα, γιατί μέσω της μεταφραστικής ανάγνωσης του φιλοσόφου Zαν-Λικ Nανσί, προνομιακού συνομιλητή του Mπλανσό, έρχονται στο φως διαφορές και ομοιότητες που διευκολύνουν και συνάμα περιπλέκουν την ανάδυση λύσεων στα μεταφραστικά προβλήματα.
Όσον αφορά στη μετάφρασή μου των λέξεων demeurer, demeure και séjour, ομολογώ την ήττα μου. Επί παραδείγματι, έχω μεταφράσει την πρώτη λέξη του τίτλου Demeure, Athènes
ως παραμονή (ενέργημα του μένω, του διαρκώ, διαμονή σε ένα τόπο, διατήρηση μιας θέσης), αφ’ ενός για να μην απολέσω την ετυμολογική της συγγένεια με το ρήμα παραμένω
(με τη σημασία του μένω, υφίσταμαι, εγκαθίσταμαι σε ένα τόπο μόνιμα, συνεχίζω να μένω σταθερός), αφ’ ετέρου για να την διαφοροποιήσω από μιαν άλλη συνώνυμη λέξη, τη διαμονή (με τη σημασία του τόπου διαμονής, της προσωρινής ή μόνιμης εγκατάστασης), με την οποία μετέφρασα τη γαλλική λέξη séjour. Να υπενθυμίσουμε, παρεμπιπτόντως, ότι ο τίτλος του βιβλίου του Χάιντεγγερ Aufenthalte (Séjours, στα γαλλικά) έχει μεταφραστεί στα ελληνικά ως Διαμονές. Ωστόσο η ελληνική λέξη παραμονή δεν μπορεί να αποδώσει ούτε τη σημασία των λέξεων που δηλώνουν τον τόπο κατοικίας (οικία, τόπος διαμονής, μόνιμη κατοικία, εστία, στέγη) ούτε τη σημασία της προθεσμίας, της καθυστέρησης, οι οποίες ενυπάρχουν στη γαλλική λέξη demeure. Συνεπώς, στη μετάφρασή μου του κειμένου L’instant de ma mort ήταν αδύνατον να χρησιμοποιήσω τη λέξη παραμονή για να αποδώσω το νόημα της φράσης «les Français pillérent et saccagèrent sa demeure[64]» («οι Γάλλοι λεηλάτησαν και ρήμαξαν το ενδιαίτημά του[65]»).
Ήδη έχουμε πει ότι στο βιβλίο του Adieu, à Emmanuel Lévinas ο Ντεριντά επέμεινε πολύ στην ανάλυση του μοτίβου της demeure στο έργο του Λεβινάς. Αλλά η σκέψη του καθοδηγείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής της από ένα μείζον ερώτημα:
«[Το ερώτημα] θα αφορούσε, εκ πρώτης όψεως, τις σχέσεις μεταξύ μιας ηθικής της φιλοξενίας […] και ενός δικαίου ή μιας πολιτικής της φιλοξενίας, επί παραδείγματι στην παράδοση εκείνου του πράγματος που ονομάζεται από τον Kαντ όροι της καθολικής φιλοξενίας στο κοσμοπολιτικό δίκαιο: “εν όψει της αιώνιας ειρήνης”. Αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να βρει την κλασική μορφή του στη μορφή του θεμελίου ή της δικαιολογητικής θεμελίωσης. Επί παραδείγματι θα αναρωτιόταν κανείς αν η ηθική της φιλοξενίας, την οποία θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε μέσω της σκέψης του Λεβινάς, μπορεί ή όχι να θεμελιώσει ένα δίκαιο και μια πολιτική, πέραν του οικογενειακού ενδιαιτήματος [demeure familiale], σε έναν κοινωνικό, εθνικό, κρατικό ή κρατικο-εθνικό χώρο[66].»
Σε συμφωνία με όλα αυτά, θα έλεγα ότι στη Στιγμή του θανάτου μου η demeure του Mπλανσό στο Kαιν –αυτή η μεγάλη οικία, ο «Πύργος», στην οποία υπάρχει το «υψηλό δώμα», τόπος περισυλλογής [recueillement] για τον συγγραφέα Μπλανσό–, μετά τη δοκιμασία της σκόπευσής του από το εκτελεστικό απόσπασμα τον Ιούνιο του 1944 υπερβαίνει τα όρια του «οικογενενειακού ενδιαιτήματος» και ανοίγεται στο κοινωνικό, στο πολιτικό, στο δίκαιο και στη δικαιοσύνη διαμέσου μιας πρωτόγνωρης εμπειρίας: της εμπειρίας του πολέμου. Υπενθυμίζω επίσης, σε συνάρτηση με όλα αυτά, ότι στο Όνομα του Bερολίνου το ρήμα demeurer αναφέρεται στους κατοίκους μιας διηρημένης πόλης που βιώνει δραματικά τις ολέθριες συνέπειες ενός άλλου πολέμου, του ψυχρού πολέμου.
Aυτό το συνέδριο, αφιερωμένο στο έργο του Μορίς Μπλανσό, ο οποίος μας άφησε πριν από ένα μήνα, λαμβάνει χώρα σε μια βαριά ατμόσφαιρα όχι μόνο εξαιτίας της απουσίας του αλλά επίσης επειδή το σκοτεινιάζουν τα απειλητικά σύννεφα του πολέμου που διεξάγεται σήμερα στο Iράκ. Eίμαι πεπεισμένος ότι η σκέψη του Mπλανσό είναι πάντοτε ζωντανή και επίκαιρη, ιδιαίτερα τούτη τη στιγμή της βαθιάς κρίσης.
Ο Mισέλ Σιριά (Michel Surya), σε ένα άρθρο του για το βιογραφικό δοκίμιο Μορίς Μπλανσό. Αθέατος εταίρος[67] του Κριστόφ Μπιντάν (Christophe Bident), λέει αυτολεξεί ότι ο Μπλανσό στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 «ήταν εθνικιστής, αλλά ο εθνικισμός του (ο οποίος προδίδεται, αφοπλίζεται από την υπερβολή) ήταν επίσης ένας φιλειρηνισμός[68]». Τι θα λέγατε αν άφηνα να υπονοηθεί ότι ο φιλειρηνισμός του Μπλανσό εμφανίζεται ακριβώς μετά τον πόλεμο, ειδικά μόλις μετά από αυτή την ακραία εμπειρία, η οποία εξιστορείται στη Στιγμή του θανάτου μου; Λέγοντας αυτό, η ερώτησή μου δεν στοχεύει κατά κύριο λόγο την παραπάνω φράση του Μισέλ Σιριά, αλλά περισσότερο θέλει να θέσει ένα άλλο πρόβλημα που μπορεί να συνοψιστεί σε μιαν άλλη ερώτηση: ποια είναι η μπλανσοτική ιδέα περί πολέμου;
Ίσως ένα στοιχείο της απάντησης βρίσκεται ακριβώς στη Στιγμή του θανάτου μου. Ήδη η πρώτη φράση αυτού του κειμένου επιτρέπει να εννοήσουμε τι είναι ο πόλεμος για τον Μπλανσό: «Θυμάμαι έναν νέο άνδρα ― άνδρα ακόμη νέο ― που τον εμπόδισε να πεθάνει ο ίδιος ο θάνατος ― και ίσως το λάθος της αδικίας[69]». Ο Μπλανσό, ο αντιστασιακός, μολονότι έχει δει το εκτελεστικό απόσπασμα (που αποτελείται από Ρώσους στρατιώτες του στρατού του Βλασόφ) να σκοπεύει το σώμα του, διασώζεται χάρη στην κοινωνική θέση του, ενώ «τρεις νέοι, παιδιά κολίγων, εντελώς ξένα με οποιαδήποτε μάχη [...] είχαν εκτελεστεί[70]». Iδού λοιπόν το επιτέλεσμα του πολέμου: η αδικία[71]. Ακριβώς αυτό υποδεικνύει το ακόλουθο απόσπασμα που κομίζει μια φοβερή διαπίστωση-αποκάλυψη:
«Τότε άρχισε προφανώς για τον νέο άνδρα το βάσανο της αδικίας. Καμία έκσταση πλέον· η αίσθηση πως ήταν ζωντανός αποκλειστικά επειδή, ακόμη και στα μάτια των Ρώσων, ανήκε σε τάξη αριστοκρατική[72]».
Θα ήταν ενδιαφέρον, και ίσως αποκαλυπτικό, να μελετήσουμε στο έργο του Μπλανσό την προσίδια αντίληψή του για τον πόλεμο. Γνωρίζουμε ότι εμμένει πολύ στην «αδοκίμαστη εμπειρία» του θανάτου[73]. Θα τολμούσα συνεπώς να προωθήσω την υπόθεση ότι μετά την ακραία εμπειρία που εξιστορείται στη Στιγμή του θανάτου μου, και δη μετά τη δοκιμασμένη εμπειρία αυτού του πολεμικού επεισοδίου, ο Μπλανσό έχει μια σαφή ιδέα για το τι είναι ο πόλεμος εν γένει. Γι’ αυτόν δίνει τον ακόλουθο επιγραμματικό ορισμό:
«Αυτό ήταν λοιπόν ο πόλεμος: η ζωή για τους μεν, για τους δε η ωμότητα της δολοφονίας[74].»