Χάρτης 24 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://www.hartismag.gr/hartis-24/afierwma/titlos
Καρούζο πρωτοδιάβασα στις ανθολογίες του Περάνθη, του Πολίτη και του Αποστολίδη. Πρώτη-Δευτέρα Λυκείου. Θυμάμαι τα ποιήματα που μου χαράχτηκαν εξαρχής: «Απολέλυσαι της ασθενείας σου», που το αποστήθισα σύντομα:
Νηστεύει η ψυχή μου από πάθη / και το σώμα μου ολόκληρο την ακολουθεί. / Οι απαραίτητες μόνο επιθυμίες – / και το κρανίο μου ολημερίς χώρος μετανοίας / όπου η προσευχή παίρνει το σχήμα θόλου.
Κύριε, ανήκα στους εχθρούς σου. / Συ εισαι όμως τώρα που δροσίζεις / το μέτωπό μου ως γλυκύτατη αύρα. / Εβαλες μέσα μου πένθος χαρωπό / και γύρω μου / όλα πια ζουν και λάμπουν. […]
Ύστερα τα : «Πέντε ποιήματα μες στο σκοτάδι», από όπου μου ριζώθηκαν οι στίχοι:
Γυρίζει μόνος / στα χείλη του παντάνασσα σιωπή / συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του. / Ωχρός / με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος / νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός / έλληνας.
Πάντα ο δρόμος μέσ' στα μάτια του / κι η λάμψη απ' τη φωτιά / που καταλύει / τη νύχτα. / Γυρίζει μόνος / στα χέρια του κλαδί από ελιά / γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά / αισθάνεται / πως όλα χάθηκαν.
Mην του μιλάτε είναι άνεργος / τα χέρια στις τσέπες του / σαν δυο χειροβομβίδες. / Mην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες. / Άνθη της λεμονιάς / λουλούδια του ανέμου / στεφάνωσέ τον Άνοιξη / τον κλώθει ο θάνατος.
Καθώς και το «Σύντομον»:
Τραγουδώ τους πεσμένους προπάτορες / είμαι των άστρων ο σκύλος / με τα μάτια κοιτάζω ψηλά / με τα χέρια γιορτάζω τη λάσπη.
Θυμόμουν κομμάτια από τον Υπνόσακο, από το κορυφαίο ποίημα «Στον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπάχ»:
[..] Χαίρε ψυχρέ Γαλαξία / η παραδείσια σκόνη στα πρόσωπα / χαίρε ουρανοδρόμε και χαίρε ορθόδοξε / γιατί έχεις την θλίψη σα Βρυέννιος / έχεις τον άνωθεν έρωτα σαν Μάρκος Ευγενικός / έχεις το τρίχινο ράσο του Νικηφόρου Φωκά τη γλώσσα του / Χρυσοστόμου / τα άυλα που είδε ο Ισαάκ ο Σύρος / κείνο το μαύρο έλατο σε φοβερόν αγέρα / που ρήμαξε με σπιθίσματα χιλιάδες το σκοτάδι [...]
Μαύρο πουλάκι διάβαινε στο καθαρό αγέρι / δρόμο δεν άρχισε ποτέ και δρόμο εμπρός δεν είχε / τη λύπη μόνο άνοιξε με τα μικρά φτερά του / και γέμισε ο ουρανός μελάνι / κι η νύχτα λέει της ξαστεριάς δεν έχω αστέρια απόψε [...]
Σαγηνεύτηκα με τα Πενθήματα, ενεγράφη στην μνήμη μου με φυσικό τρόπο ο «Ρομαντικός επίλογος»:
Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε / παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων / ή έστω μνημόσυνα. / Όταν δεν έχετε / μαντέψει τη δύναμη / που κάνει την αγάπη / εφάμιλλη του θανάτου. / Όταν δεν αμολήσατε αϊτό την Καθαρή Δευτέρα / χωρίς να τον βασανίζετε / τραβώντας ολοένα το σπάγγο. / Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια / Ο Νοστράδαμος. / Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά / Στην Αποκαθήλωση. / Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο. / Αν δεν αγαπάτε τα ζώα / και μάλιστα τις νυφίτσες. / Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα / οπουδήποτε. / Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani / τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος / χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του / γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν / κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά / ενοχλώντας το σύμπαν. / Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας. / Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι. / Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα / είναι μάλλον η εποχή μας. / ΠΡΟΣΟΧΗ ΧΡΩΜΑΤΑ. / Μη με διαβάζετε / όταν / έχετε / δίκιο. / Μη με διαβάζετε όταν / δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα… / Ώρα να πηγαίνω / δεν έχω άλλο στήθος.
Είχα τότε, θυμάμαι, πέσει στα κείμενά του για τον Κόντογλου και τον Παπαδιαμάντη και στο εμβληματικό ποίημά του για τον Σκιαθίτη («Ο ακέραιος κυρ-Αλέξανδρος»). Το ποίημα ανήκει στα Χορταριασμένα Χάσματα, όπου υπάρχει και το ποίημα που με συνεπήρε: «Πέρ’ άπ’ την κατανάλωση»
Χτυπούσα τα χέρια μου στα γαλάζια κρύσταλλα τ’ ουρανού./ σε κατάμαυρο μέλλον εξοντωμένος./ Ήτανε Σάββατο κι ο φτωχός Ιησούς / ο ξυπόλητος ερωμένος της αγωνίας / ο ξέχειλος απ’ τη σκιά των λαών επιστάτης / περίμενε τα χαρωπά γραΐδια στο μισόφωτο. / Βγάζει ψαλμό σα να ποτίζει περιβόλια / ο τρεμουλιάρης ιερέας κι ο καθαρός / αέρας ο υπνοφόρος. / Ευρώπη, Ευρώπη δεν είσαι τίποτ’ άλλο, / είσαι μονάχα η συνέχεια του Βαραββά!
Το 1982 έχω εισαχθεί στην Νομική Σχολή της Αθήνας. Μέχρι τότε, τα μόνα βιβλία του Καρούζου που είχα ήταν η συλλογή Δυνατότητες και Χρήση της Ομιλίας που είχε εκδοθεί το 1979 σε μικρό τραμάκι στην σειρά «Εγνατία» του Γιώργου Κάτου. Θυμάμαι από το πρώτο ποίημα, την «Έναστρη φωτογένεια»:
Ο άνθρωπος που εισόρμησε πια στην απώτερη θλίψη / με δίχως έστω ένα τριαντάφυλλο / μ' εκείνα τ' ακατέργαστα στην ώχρα μεινεσμένα μάτια / στο μισοσκέπαστο ερημόκκλησο σέρνοντας / τη μεγάλη ανάπηρη σιωπή στο καροτσάκι της ομιλίας / ανέκαθεν ήξερε την άσωστη κατάσταση-: πως είμαστε / καθημαγμένοι ερασιτέχνες του Πραγματικού / μ' ένα μυστήριο που βεβηλώνει τη διάνοια διχάζοντας / πριν η δορά της θάλασσας σηκώσει το ανάστημα του Άδη [...]
Τέλη Φλεβάρη του '83 πεθαίνει ο Στρατής Δούκας. Το ξόδι του γίνεται στο κοιμητήρι του Ζωγράφου. Απομεσήμερο με φοβερό κρύο και βοριά. Τον είχα γνωρίσει στα τελευταία του επισκεπτόμενος το νοσοκομείο, οπού ήταν κατάκοιτος. Πήγα στην κηδεία με τον Γιάννη Κοντό. Εκεί πρωτοείδα τον Καρούζο με ένα φτηνό γκρι σακάκι στο κατάκρυο και με βουρκωμένα μάτια, σχεδόν να μουγκρίζει. Θυμάμαι ότι πριν την εναπόθεση του νεκρού στο χώμα, ο Καρούζος έσκυψε, γονάτισε και βύθισε το κεφάλι του μέσα στα λευκά γένια του Δούκα, που τα ανέμιζε ο κρύος άνεμος. Του συστήθηκα και πήρα το τηλέφωνό του. Κάπνιζε συνεχώς «Σέρτικα Λαμίας». Δύο μέρες μετά, του τηλεφώνησα. Βρεθήκαμε στο Flower της πλατείας Μαβίλη. Την αναγνωστική άσκηση μνήμης που κάνω σε αυτό το κείμενο παραθέτοντας τα ποιήματά του που με πρωτοσημάδεψαν, την έκανα και στον ίδιο. Του άρεσε. Λίγο καιρό μετά —τότε έμενα στους Αμπελοκήπους στην οδό Γερουλάνου και η απόσταση από την Σούτσου ήταν ελάχιστη με τα πόδια— βρεθήκαμε σε ένα κρασοπουλειό σε προσφυγικό σπίτι επί της Πανόρμου, που το είχε από τους γονείς του ένας γκριζογένης Αϊβαλιώτης. Εκείνο το βράδυ, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, μου μιλούσε για τον Κόντογλου και τον Δούκα και για το πόσο θεωρούσε ότι συνεισέφεραν, ειδικά ο Κόντογλου τον οποίον χαρακτήριζε «ριζορθόδοξο» στην δημιουργία ενός μοντερνισμού με ελληνική ιδιοσυστασία. Έμεινα άναυδος όταν μου είπε ότι από την Μακρόνησο αλληλογραφούσε με τον Κόντογλου. Κι ότι τον βοήθησε πολύ να ξεπεράσει τα βάσανα. «Γιατί, πουλάκι μου», βρυχιόταν, «τότε οι άλλοι αναρωτιόντουσαν γιατί χάσαμε, αλλά εγώ αναρωτιόμουνα γιατί υπάρχω». Αργότερα μου μίλησε με έμφαση για την πληρότητα του κομμουνιστικού οράματος μέσα από την πατερική οντολογία και ακτημοσύνη. Ειδικά, επέμενε στις επιστολές του Παύλου, στον Χρυσόστομο και στον Βασίλειο και την κατάφωρη αντίθεσή τους με την ιδιοκτησία και την εκμετάλλευση. «Ο αββάς Ισίδωρος ο Πιλουσιώτης είναι ο πρώτος που διατύπωσε την θεωρία της υπεραξίας», κραύγαζε. Απέναντι στον εργαλιακό ορθολογισμό και στην «υπερκατανάλωση της διαλεκτικής», από την οποία ο Καρούζος θεωρούσε ότι πάσχουνε τα μητρομανή κλειστά συστήματα των πολιτικών ιδεολογιών, αντέτεινε με τον δικό του τρόπο την «έντιμον πτωχείαν» του Παπαδιαμάντη. Ήταν ο πιο Παπαδιαμαντικός και Σολωμικός ποιητής στον 20ό αιώνα.
Βρισκόμασταν πια συχνά-πυκνά. Με δεχόταν στην διεκτραγώδηση των αδιεξόδων μου. Από τα μύρια περιστατικά που έζησα μαζί του —δεν είναι εδώ ο τόπος να καταγραφούν— θυμάμαι τέλη Μαρτίου του '87, να του πηγαίνω μια πίτα ζυμωτή από αυτές που έφτιαχνε η μητέρα μου και του άρεσαν, στο υπόγειο της Σούτσου. Είχε βρέξει καταρρακτωδώς, το υπόγειο είχε πλημμυρίσει κι αυτός καθόταν ήρεμος μέσα στο νερό, μπροστά στο τραπεζάκι. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο ο άνθρωπος που είχε το σθένος να γράψει στίχους όπως: «είμαι ο πιο έρημος Μοναχός, τυλιγμένος με αχτίδες», «δεν βγάζω γλώσσα, βγαίνω άπ’την γλώσσα», «στην κρεμάστρα της δημοσιογραφίας ο 20ός αιώνας», «είν’ άλλο ο κομμουνισμός του κόμματος / και είναι άλλο η θλίψη μου και η μελαγχολία μου» και κυρίως το «θα συνεχίσω την ποίηση μόνο για πλάκα», κατέτεινε από το μηδέν στο νόημα και από το νόημα στο μηδέν. Με την οδυνηρή παλινωδία του εκκρεμούς από το: «Πάτερ ημών, ο εν τοίς ουρανοίς / (κανείς)», στο «Άκουσε Κύριε την προσευχή του σκουληκιού», και «Χριστός η ορθή γωνία Χριστός το πυθαγόρειο θεώρημα / Χριστός ο απειροστικός λογισμός άνωθεν όλβια / Χριστός τα Σύνολα / Χριστός η ψηφιδογραφία στα μαζικά σωμάτια / Χριστός η μάζα μηδέν». Ο ίδιος μιλούσε για το «ἀεὶ σχοινοβατεῖν» των Νιπτικών. Γνωρίζοντας καλά ότι ο αληθινός ποιητής στην εποχή μας περιττεύει.
Έφυγα από την Ελλάδα —δε με χωρούσε πια ο τόπος— το ᾽87. Το ᾽88 ο αδελφικός φίλος Μανώλης Μανουσάκης άρχισε να εκδίδει στην «Ερατώ» σε τόμους τα άπαντά του. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο, μου έστελνε τα βιβλία που εξέδιδε στο ενδιάμεσο. Μέχρι τότε, οι ποιητικές του συλλογές (οι πριν την δεκαετία του ᾽80) βρίσκονταν στα παλαιοπωλείο αφού ήταν εκδόσεις ιδίοις αναλώμασι. Σήμερα ευτυχώς υπάρχει η σειρά των απάντων από τον «Ίκαρο». Επέστρεψα το ᾽89. Έμαθα για την αρρώστεια του. Τον είδα αρκετές φορές πριν το τέλος του. Τον Οκτώβρη του ᾽90, τον επισκέφθηκα στο «Υγεία», λίγο πριν πέσει σε κώμα. Πηγαίναμε μαζί με τον Δημήτρη Παπαγιαννόπουλο, Ναυπλιέα δημοδιδάσκαλο και συμμαθητή του Νίκου, ο οποίος με γνώρισε έχοντας ακούσει τις εκπομπές που κάναμε στο Ραδιόφωνο, τις αφιερωμένες στο έργο του. Αυτός ήταν που μου διηγήθηκε πολλά περιστατικά του νεανικού τους βίου στο Ναύπλιο και ανάμεσα στα άλλα, μετά τον θάνατο του Νίκου, μου περιέγραψε το πώς ανέβηκε σε ένα ύψωμα την ώρα που έμπαιναν οι Ιταλοί στο Ναύπλιο, σταμάτησε την φάλαγγα και τους είπε στα Ιταλικά:
«Σας νικήσαμε και θα σας πολεμάμε μέχρι την τελική νίκη».
Κάλβειος και Σικελιανικός όσο κανείς άλλος, Παπαδιαμαντικός και Σολωμικός όσο ελάχιστοι και πάνω από όλα, μέσα στον πυρετό του οντολογικού τραυλίσματος. Όταν τον είδα αποστεωμένο δυο μέρες πριν την κοίμησή του, δίχως να το θέλω μου έφυγαν δάκρυα. Με σβησμένη την αέτια φωνή του μου ψιθύρισε: «Μην κλαις, για μας είναι τα δύσκολα. Να με θυμάσαι». Τετέλεσται. Ο μέγας παρακείμενος του κόσμου. Όταν πέθανε γράφτηκε το ποίημα που περιέλαβα μετά στο ποιητικό βιβλίο Κατόπιν Εορτή, που αποτελεί ένα εικονισματάριο των ποιητών που πέθαναν βασανισμένοι.
Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΥΓΕΙΑ ΒΡΑΔΥ ΤΗΣ 15ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1990
Πάλι κηδεύω κλάματα, όλη μέρα
κι οι λέξεις μου ταφόπετρες, σε στήθος κοιμητήρι.
μέχρι τρυγός το ήπια το ποτήρι—
Παράπονο δεν έχω· κρέμομαι στον αέρα,
σκύλος των άστρων, μια φορά, μαινόμενος,
κι απ’ το θαμνώδες μελανό του πένθους
έξω από κάθε γλώσσα, μογιλάλος, ένθους,
ακούω: «Ευλογημένος ο Ερχόμενος».
Κάτι χρυσό και πορφυρό, όπως κεραυνός
με παίρνει σύννεφο και μήτρα με σκεπάζει.
Πόσο μαύρος περπάτησα κι αλλοτινός.
Μόνο το δάκρυ του Ιησού, το αγιάζι
υπέρχρωμο στην θράκα μου νερό,
Από την θάλασσα του φόβου καθαρό
με βγάζει, λαμπροφόρο, στο μαράζι.