Χάρτης 51 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-51/kinhmatografos/pandokheio-ghimnwn-podiwn-arkhitektoniki-eghkiklopaidikoy-mithistorimatos
Η πρώτη γυναίκα που είδα όταν αναδύθηκα από την πισίνα ήταν η Πέγκυ. Πλησίασα ευλαβικά τα πόδια της που σε γαλάζια τσόκαρα ξάπλωναν σε μια σεζλόνγκ. Πόσο ωραία είναι τα πόδια σας στα σανδάλια, πριγκίπισσα, της είπα· χαμογέλασε στην φιλοφρόνηση και συμφώνησε πως «με πρόσωπα που γνωριζόμαστε καλά, δεν υπάρχει φλερτ». Χαιρόταν που με ξανάβλεπε ύστερα από τόσο καιρό, όπως και ο άντρας της κι ένα φιλικό ζευγάρι που εμφανίστηκαν αργότερα. Μου είπαν για δυο διπλανά σπίτια που έβαλαν πισίνα και αρχικά εξεπλάγην που δεν το είχα πληροφορηθεί. Όμως αμέσως μετά φωτίστηκα ολόκληρος, καθώς συνέλαβα την υπέροχη ιδέα: αν μια σειρά από πισίνες σχηματίζουν ενιαία γραμμή που διασχίζει μια ολόκληρη περιοχή του Κονέτικατ και καταλήγει στην δική μου, τότε… θα μπορούσα να επιστρέψω σπίτι κολυμπώντας! Οι πισίνες των αγαπημένων μου φίλων σχημάτιζαν έναν ποταμό, που αμέσως ονόμασα Λουσίντα, από το όνομα της λατρευτής μου γυναίκας! Θα της άξιζε μια τέτοια τιμή! Ο εξαίσιος καιρός, άλλωστε, με ενέπνεε για μια τέτοια περιπέτεια.
Η γυναίκα της δεύτερης πισίνας φορούσε ένα μπλε σύνολο και ανοιχτά σανδάλια. Με κοίταξε έκπληκτη, πόσο μάλλον όταν της πως κάποτε ήμουν τρελός γι’ αυτήν. Απόρησε που δεν της εξομολογήθηκε ποτέ. Σε λίγο εμφανίστηκε ο άντρας της και με ρώτησαν κάτι ακατανόητα για την αξία πώλησης τους σπιτιού μου αλλά τους είπα πως δεν το πουλάω γιατί θέλω οι κόρες μου να ζήσουν εκεί. Αντάλλαξαν απορημένα βλέμματα. Στο τρίτο σπίτι εμφανίστηκε μια μεσήλικη κυρία που όταν της θύμισα πως είμαι φίλος του γιου της με επέπληξε αυστηρά επειδή δεν πήγα ποτέ να τον δω ούτε του τηλεφώνησα όταν ήταν στο νοσοκομείο. Την άφησα κι έφυγα, ίσως της είχε σαλέψει. Βγήκα σε μια ολόφωτη πεδιάδα και είδα ένα άλογο. Ένοιωθα τόσο δυνατός που το προκάλεσα σε αγώνα! Τρέχαμε σχεδόν δίπλα και φυσικά με ξεπέρασε, αλλά το ανταγωνίστηκα επάξια!
Στην γειτονική πισίνα δυο νεαρές που γνώριζα καλά διασκέδαζαν με φίλους, ενώ οι γονείς τους έλειπαν στο κλαμπ. Ρώτησα την μία, την αγαπημένη μου Τζούλι, γιατί δεν την βλέπουμε πια και με κοίταξε περίεργα. Νόμιζε πως δεν την χρειαζόμασταν, είπε, όμως της τόνισα πως πάντα χρειαζόμαστε μια μπέιμπι σίτερ. Μετά μου σύστησε τον αδελφό της, που μου φάνηκε μεγαλύτερος απ’ όσο τον θυμόμουν, και μου είπε ότι πάντα θαύμαζε την κόκκινη μου Τζάγκουαρ. Της ανακοίνωσα την ιδέα μου και την προσκάλεσα να διασχίσουμε μαζί το ποτάμι με τις πισίνες. Ενθουσιάστηκε, βουτήξαμε (πόσο φωτισμένος ο βυθός απ’ τον ήλιο!), και μετά βγήκαμε στο δάσος. Μου εξομολογήθηκε πως τότε που κρατούσε τις κόρες μου είχε μεγάλο κόλλημα μαζί μου και ήθελε να πιστεύει πως ήμουν ερωτευμένος μαζί της αλλά και πολύ έντιμος ώστε να μην το εκδηλώνω λόγω του γάμου μου. Ένοιωσα υπέροχα.
Παραδίπλα είχαν πάρτι και μας υποδέχτηκαν σαστισμένοι αλλά και με ενδιαφέρον για το αναπάντεχο ζευγάρι που ζήτησε ένα πέρασμα από την πισίνα τους. Τα πέλματά της άστραψαν μες τους αφρούς της βουτιάς. Κι ύστερα είχαμε μπροστά μας μια ανοιχτή πράσινη έκταση. Τρέξαμε χαμογελαστοί και πηδήξαμε κάτι εμπόδια ιππασίας – απογειωνόμασταν και προσγειωνόμασταν σχεδόν ευτυχισμένοι. Δεν απέφυγα ένα μικρό τραύμα κι ένοιωσα κάπως τρωτός. Ξαπλώσαμε κάτω από ένα δέντρο και της απήγγειλα στίχους από το Άσμα Ασμάτων. Μου μίλησε για τα ραντεβού που βγαίνει με διάφορους νέους, χάρη σε μια πλατφόρμα όπου δίνεις ένα μικρό ποσό, συμπληρώνεις ένα ερωτηματολόγιο και σου στέλνουν το τηλέφωνο τριών ταιριαστών τύπων. (Πού να γνώριζα πως οι ηλεκτρονικές γνωριμίες του 1968 θα αποτελούσαν σήμερα κυρίαρχη πραγματικότητα! Ή, αντίστροφα, ότι τα σύγχρονα καλωδιωμένα ραντεβού εμφανίζονταν μισό αιώνα νωρίτερα!). Μίλησε και για κάτι επιθετικούς άντρες που την παρενοχλούσαν στην δουλειά της. Η μικρή μου Τζούλι, ανυπεράσπιστη … της είπα πως από εδώ και μπρος θα την προστατεύω ως φύλακας άγγελος. Έβαλα το χέρι μου στο στομάχι της αλλά το απομάκρυνε· έσπευσα να την φιλήσω αλλά αρνήθηκε με έντονο τρόπο, απόρησε με το θράσος μου και έφυγε. Μα δεν ήμουν γοητευτικός άντρας; Αμφέβαλε για την ικανότητά μου λόγω της διαφοράς ηλικίας; Πώς ήταν δυνατόν να μην άρεσα στην όμορφη νέα; Έφυγα κουτσαίνοντας από το σκιερά δέντρα, μόνος και λυπημένος.
Συναντήθηκα και με άλλους περίοικους, που κάπως δυσκολευόμουν να κατανοήσω. Ένας έγχρωμος οδηγός δυσανασχέτησε που τον μπέρδεψα με άλλον όμοιό του. Ένα γυμνό ζεύγος ηλικιωμένων απαίτησε να μην τους ξαναζητήσω τίποτα, λες και τους είχα ζητήσει ποτέ οτιδήποτε. Κάποιος με ρώτησε πού βρισκόμουν όλο αυτό τον καιρό και του απάντησα το αυτονόητο: ήμουν τριγύρω. Ένας άλλος μου είπε πως ήταν απαράδεκτο αυτό που μου συνέβη, να μας διώξουν από το σπίτι μας.
Κάποια στιγμή βρέθηκα μπροστά σε μια άδεια πισίνα. Μπροστά της καθόταν ένα μικρό αγόρι. Ο μπαμπάς του το είχε σκάσει με την μανικιουρίστα της μητέρας του, η νταντά ήταν κάπου μέσα. Μου εξομολογήθηκε ότι ήταν αποκλεισμένο από μια ομάδα φίλων και δεν είχε παρά την μοναξιά του. Του μίλησα: Πρώτα νοιώθεις ότι είναι το τέλος του κόσμου… μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι είσαι ελεύθερος, ότι είσαι ο δικός σου άντρας. Κι όταν μου είπε πόσο θα ήθελε κάποια στιγμή να ηγούνταν μιας συντροφιάς, συνέχισα: Δεν χρειάζεται να ανησυχείς αν θα είσαι αρχηγός της ομάδας κι όλα τα σχετικά με την θέση σου – είσαι αρχηγός της ψυχής σου και αυτό μετράει. Ύστερα το προέτρεψα να κολυμπήσει μαζί μου για να δει πως αν πιστεύεις πραγματικά ότι κάτι είναι αληθινό, τότε είναι αληθινό σε σένα. Κινούσαμε χέρια και πόδια στο ανύπαρκτο νερό - κολυμπήσαμε στη δεξαμενή της πίστης. Το άφησα με την θαυμαστή μας ιδέα κι έφυγα να συνεχίσω στο δικό μου άθλημα.
Στο αμέσως πλησιέστερο σπίτι είχαν πάρτι. Κόσμος συνωστιζόταν δίπλα στο νερό, μπροστά σε τραπέζια με χαβιάρι. Η οικοδέσποινα με αντιμετώπισε ως εισβολέα. Ποτέ δεν ερχόμουν, είπε, όταν με καλούσε, γιατί να χαρεί τώρα; Μια γυναίκα στεκόταν μόνη και πιάσαμε ενδιαφέρουσα κουβέντα αλλά ένας άντρας μάλλον ζήλεψε και την πήρε μακριά μου, να την ρωτήσει αν γνωρίζει ποιος είναι αυτός με τον οποίο μιλάει. Μετά είδα ένα δικό μου βαγονέτο που το είχαν μετατρέψει σε καντίνα για χοτ ντογκ και σόδα. Κάποτε έκανα τις κόρες μου βόλτα με αυτό! Πώς βρέθηκε εκεί; Πώς το όχημα του γέλιου τους κουβαλούσε τώρα τα καύσιμα των βαριεστημένων καλεσμένων; Πήγα να το πάρω πίσω αλλά αδυνατούσα να παλέψω· με έριξαν κάτω και με έδιωξαν.
Όμως η επόμενη πισίνα ήταν ήσυχη και την γνώριζα καλά. Μια όμορφη γυναίκα με βαθυκόκκινα μαλλιά καθόταν στην ξαπλώστρα, αφημένη στη ραστώνη του απογεύματος που είχε ήδη φτάσει. Η έκπληξή της δεν εκδηλώθηκε με φωνές αλλά με μια κουρασμένη έκφραση, σαν να την είχα κάνει να υποφέρει. Αφαίρεσα το αγκάθι που προσπαθούσε να βγάλει από το πόδι της, πήρα το πέλμα της στα χέρια μου και το έφερα στα χείλη, σα να ήταν δική μου, σα να μην συνέβαινε για πρώτη φορά. Με ρώτησε τι νέα από την Χώρα του Ποτέ Ποτέ και αν η ιδανική αμερικανική οικογένεια βρήκε την ευτυχία πάνω στο λόφο. Της θύμισα τον περσινό μας χειμώνα στο Τορόντο, αλλά δεν είχε πάει εκεί, είπε, εδώ και τρία χρόνια. Επέμεινα, αφού την είχα επισκεφτεί για το άνοιγμα του σώου της· μάλιστα χιόνιζε και πήγαμε με άμαξα από το ξενοδοχείο στο θέατρο. Μήπως τα μπέρδεψα και ήταν η Βοστώνη; Με ενοχλούσε ο καιρός και αναρωτιόμουν τι είχε ο ήλιος και δεν έκανε ζέστη. Με ρώτησε αν νόμιζα ότι θα έμπαινε στην κατάψυξη όσο θα έπαιζα τον οικογενειάρχη. Δεν καταλάβαινα αλλά ένοιωθα πως κάποιο παρελθόν θόλωνε το παρόν. Ρώτησα και τους δυο μας: Τι συνέβη; Τίποτα δεν έγινε όπως νόμιζα ότι θα γίνει. Όταν ήμουν παιδί οι άνθρωποι έμοιαζαν πιο ευτυχισμένοι. Θυμάται μια μικρή ανταμοιβή από την μητέρα μου να φροντίσω το γρασίδι. Σα να συνέβη ένα λεπτό πριν, σχεδόν το μυρίζω. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα και μεγάλωσα. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν και μετά… Δεν βγαίνει κανέναν νόημα.
Η Τζάνις συνέχιζε την δική της ιστορία: με κατασκόπευσε όταν συνάντησα την οικογένειά μου να τους πάω στο μπαλέτο, όταν χαμογελούσα στον περίγυρο, ενώ μια ώρα πριν ήμουν μ’ εκείνη στο κρεβάτι. Όταν ξαναβρεθήκαμε της έκανα διάλεξη για τα καθήκοντα του συζύγου και πατέρα, που αξίζει να δημοσιεύεται και στο ετήσιο Reader’s Digest. Μετά πήρα το τρένο πίσω για το Κονέτικατ, να επιστρέψω στην σύζυγο· άλλωστε ζούσαμε σε δικό της σπίτι, και γνώριζε ως και πού βρίσκεται το κάθε χαμένο κουμπί των πουκαμίσων μου. Αφού δεν θέλησα να χάσω τις ανέσεις μου, φρόντισε κι εκείνη για τις δικές της. Μου θύμισε τον υπάλληλο του ξενοδοχείου όπου μέναμε: ήταν πρωτόγονος, χωρίς αναστολές (με κοίταξε προκλητικά), με άκουγαν μαζί στο τηλέφωνο που της κλαψούριζα για την αθώα σύζυγο και τα παιδάκια μας και γελούσαν τόσο πολύ που δάγκωναν τα σεντόνια.
Δεν μπορεί να τα εννοούσε όλα αυτά, σίγουρα θα ήταν ψέματα. Ήταν έτοιμη να δακρύσει, την άγγιξα στην πλάτη, της ζήτησα να πάμε δυο βδομάδες μαζί ένα ταξίδι, οπουδήποτε. Κρύωνα όλο και περισσότερο και αγκάλιαζα το σώμα μου να ζεσταθώ. Δυσκολευόταν που μου αρνούνταν αλλά δεν ήθελε να ξαναδιαλυθεί. Της θύμισα που κάναμε έρωτα σ’ αυτή την πισίνα και μου είχε πει ότι της άρεσε. Τότε ξέσπασε και ούρλιαξε πως μου έλεγε ψέματα για τα πάντα, πως βαριόταν κι εμένα και τις ιστορίες μου για τον πόλεμο, τα ρεκόρ μου στο γκολφ, τις κατακτήσεις μου, και ότι βρήκα σ’ αυτήν το ταίρι μου, μια ψεύτρα των προαστίων. Ψέλλισα πως λυπάμαι για οτιδήποτε μπορεί να της έκανα.
Ένας δρόμος ταχείας κυκλοφορίας εμπόδιζε την πορεία μου. Οι οδηγοί δεν σταματούσαν να περάσω, μόνο περιγελούσαν τον γραφικό άντρα με το μαγιό που έμοιαζε να τα έχει χαμένα. Ύστερα από κόπο κατέληξα σε μια συνωστισμένη δημόσια πισίνα. Με υποχρέωσαν να κάνω ντους και να φορέσω σκουφάκι. Φυσικά δεν δέχτηκα. Συνάντησα παλιούς γνωστούς που με ειρωνεύτηκαν επειδή προτίμησα πισίνα κοινών θνητών, είπαν πως τα δικά τους παιδιά φέρονται με σύνεση και δεν οδηγούν μεθυσμένα· πως οι κόρες μου δεν με άκουσαν ποτέ και γελούσαν μαζί μου, πως ήμουν από μόνος μου ένα μεγάλο αστείο. Ο ουρανός είχε κατακλυστεί από μαύρα σύννεφα. Είχε αρχίσει να βρέχει όταν έφτασα σπίτι. Η καγκελόπορτα ήταν κλειδωμένη και η σκουριά της μου έβαψε τα χέρια. Την έσπρωξα και έτριξε, περπάτησα στον χορταριασμένο κήπο και χτύπησα απελπισμένος την εξώπορτα αλλά δεν άνοιγε κανείς. Κοίταξα μέσα και το σπίτι ήταν άδειο. Τίτλοι τέλους.
Αν κάποιος με βιογραφούσε σε ολιγοσέλιδο διήγημα ή μεγάλου μήκους ταινία, σαν τον Κολυμβητή που έγραψε ο συγγραφέας John Cheever και μετέφερε στον κινηματογράφο ο σκηνοθέτης Dave Perry, τότε ίσως ως αναγνώστης ή θεατής έβλεπα αλλιώς την ζωή μου. Ήμουν ένας ψηλός, μυώδης και αθλητικός άντρας και ζούσα σε μια πλούσια συνοικία με την ιδανική οικογένεια. Βρισκόμουν μέσα στο αμερικανικό όνειρο και αποτελούσα πρότυπο επιρροής στον ευρύτερο περίγυρο. Κάποια μέρα φόρεσα το μαγιό μου και άρχισα να επισκέπτομαι τους άλλους κατοίκους της εσωτερικής μας πολιτείας. Εμφανιζόμουν μπροστά τους ευχάριστος και ευγενικός. Δεν σταματούσα να εκθειάζω την λαμπερή ημέρα και τα γαλάζια νερά στις πισίνες τους. Τότε αποφάσισα να επιδοθώ σ’ εκείνο το αγώνισμα, που θα ήταν αντάξιο της ιδέας για τον εαυτό μου, της εικόνας που ήθελα να δικαιώσω. «Είμαι εξερευνητής», τους είχα πει, «μια ιδιαίτερη ανθρώπινη ύπαρξη, ταπεινή και σπουδαία».
Το φιλόδοξο σχέδιο μετατράπηκε σε προαστιακό έπος: o ήρωας ξεκινάει ένα ταξίδι με κάποιο σκοπό, γνωρίζοντας πως στο τέρμα τον περιμένει η ευτυχία· βιώνει περιπέτειες, χαρές και λύπες και κάποτε φτάνει στον προορισμό του αλλά τίποτα δεν είναι ίδιο, μόνο η τραγική αλήθεια που βρισκόταν πάντα εκεί. Στην δική μου περίπτωση όλα προσπαθούσαν να φανούν απ’ την αρχή. Οι περιπετειώδεις τόποι που διέσχιζα δεν ήταν παρά περίκλειστοι κήποι, τυπικές προαστιακές βεράντες, οικιακά αλσύλλια που δημιουργούσαν μια αίσθηση μοναξιάς που πνίγηκε στην πολυτέλεια, Αρκαδίες σε περίφραξη. Οι οικοδεσπότες ήταν βαριεστημένοι πλούσιοι που σέρνονταν γύρω από τις πισίνες, έπιναν και προσκαλούσαν ο ένας τον άλλον, αρκεί βέβαια να είχαν την ίδια κοινωνική επιφάνεια. Παραπονούνταν για το hangover του χθεσινού πάρτι (γιατί πάντα υπήρχε ένα χθεσινό πάρτι), ή συζητούσαν για τα νέα τους αποκτήματα και τα έξοδα ή τις βελτιώσεις που έκαναν για τις πισίνες τους. Όλοι έμοιαζαν σα να έβγαιναν από φωτογραφίες ενός παλιού άλμπουμ, προκαλώντας πάντα την ίδια απορία: είναι όντως ευτυχισμένοι;
Φορούσα αποκλειστικά το ίδιο ρούχο, ένα μαγιό, γιατί μόνο αυτό μου είχε μείνει και κολυμπούσα γιατί ήταν το μόνο που με συνέδεε με την προηγούμενη ζωή μου. Όσο βρισκόμουν μέσα στο αποστειρωμένο νερό, ο παλιός μου εαυτός συνέχιζε να υπάρχει, έστω και χλωριωμένος. Φλέρταρα τις κυρίες στις πρώτες δυο πισίνες για να τους δείξω πως ήμουν ενεργός λάτρης των γυναικών· φίλησα την Τζούλι γιατί επιθύμησα να της προτείνω την αστείρευτη, όπως νόμιζα, σεξουαλική μου ενέργεια. Η Τζάνις ήταν πληγωμένη γιατί υπήρξαμε εραστές και με αγάπησε πραγματικά αλλά παρέμενε στη σκιά περιμένοντας να αφήσω την γυναίκα μου – κι εγώ, όσο περισσότερο με πλησίαζε, τόσο απομακρυνόμουν μέχρι που έφυγα. Ίσως ήταν η πρώτη που φώναξε την δειλία μου και φώτισε αυτό που ήμουν. Ζούσα από την περιουσία της γυναίκας μου, δεν πλήρωνα ποτέ τα χρέη μου, οι κόρες μου μεθούσαν και οδηγούσαν επικίνδυνα (μήπως εξαιτίας τους ο γιος εκείνης της γυναίκας ήταν τραυματίας ή νεκρός;). Στο μικρό αγόρι μπορεί ασυναίσθητα να είδα εμένα, μοναχικό και απομονωμένο από όσους ήθελα να με θαυμάζουν, και ίσως του μιλούσα για την δική μου φιλοσοφία: αν μπορείς να πιστέψεις ένα ψέμα, τότε μπορείς και να το πιστέψεις ως αλήθεια και να ζήσεις πάνω του.
Και τελικά, ίσως… αν όλα άρχισαν ένα φωτεινό πρωί και διέσχισαν την ημέρα ως το σούρουπο, αν ο ουρανός ήταν καταγάλανος και αργότερα συννέφιασε, αν ο καιρός από την ηλιοφάνεια κατέληξε στην καταιγίδα και αν τα δέντρα με τα ζωηρά χρώματα στο τέλος έχασαν τα φύλλα τους, ήταν επειδή προχωρούσα από την νεότητα στο γήρας και από την φαντασία στην αλήθεια. Ολόκληρη η ζωή μου συμπυκνώθηκε σε μια ημέρα και ο χρόνος επιταχυνόταν όλο και περισσότερο. Κολυμπούσα απεγνωσμένα ενάντια στα κύματά του για να παραμείνω στο παρελθόν αλλά στο τέρμα με περίμενε το παρόν: η οριστικά χαμένη νεότητα, η παρακμή του σώματος, η απώλεια του ανδρισμού. Το χάδι μου στα πόδια εκείνων των γυναικών ήταν η τελευταία μου ερωτική πράξη, η στιγμιαία επικράτηση της μνήμης κατά της λήθης. Πάνω μου πλέον έλαμπε σαν το νερό η αχρηστία της περσόνας που αγωνίζεται να ταιριάξει στις προσδοκίες του περίγυρου, η κενότητα της επιφάνειας, η επιμονή των ανθρώπων να αγνοούν την πραγματικότητα. Ίσως κολυμπούσα προς την αληθινή μου ταυτότητα και κάθε σταθμός ήταν μια αντανάκλαση παλαιότερης ζωής και μια αποκάλυψη του χαρακτήρα μου. Μετά ήταν η σειρά μου να συγκολλήσω τα κομμάτια της ζωής μου, μια ιστορίας ταπείνωσης και πτώσης. Η δική μου Οδύσσεια δεν ήταν στις εφτά θάλασσες αλλά στις εφτά χλωριούχες πισίνες του Κονέκτικατ. Το τέλος της ήταν ένα σπίτι άδειο, σαν κι εμένα. Υπήρξα, υπήρξαμε εξαρχής άδεια δοχεία;
{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}
Η ταινία: The Swimmer (Frank Perry, 1968). Οι γυναίκες με σειρά εμφάνισης και αναφοράς: Marge Champion, Janet Landgard, Janice Rule.
_________________
Σημείωση: Η ταινία βασίστηκε στο διήγημα The swimmer του John Cheever που δημοσιεύτηκε στο New Yorker και εντάχθηκε στην φερώνυμη συλλογή διηγημάτων του. Γυρίστηκε το 1966 από τον Frank Perry, που αποχώρησε πριν το τέλος της λόγω διαφωνιών. Πολλές ημιτελείς σκηνές ολοκληρώθηκαν και νέες σκηνές προστέθηκαν από τον Sydney Pollack ως το 1968.