Χάρτης 50 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-50/afierwma/to-periplanwmeno-swma-tis-ghrafis
Ο πλατωνικός Φαίδρος, σύμφωνα με τον Ζακ Ρανσιέρ, έχει ρυθμίσει τη σκέψη για τη γραφή για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια. Στο τέλος του διαλόγου, με την παρουσίαση του μύθου για την επινόηση της γραφής, επιχειρείται ουσιαστικά η αναίρεση της πρωτοκαθεδρίας του γραπτού λόγου και η πρόταξη του προφορικού. Ο Θευθ, επινοητής της γραφής, αλλά και των αριθμών, των αριθμητικών πράξεων, της γεωμετρίας και της αστρονομίας, παρουσιάζει τις επινοήσεις του στον βασιλιά Θαμούς, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να διαδοθούν σε όλους τους υπόλοιπους που δεν τις κατέχουν. Τον ρωτάει λοιπόν ο βασιλιάς για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε επινόησης και όταν έρχεται η ώρα να επιχειρηματολογήσει υπέρ των γραμμάτων, ο Θευθ θα του πει: «Αυτό, Βασιλιά μου, το μάθημα, θα καταστήσει τους Αιγύπτιους σοφότερους και καλύτερους στη μνήμη· βρέθηκε δηλαδή φάρμακο για τη μνήμη αλλά και για τη σοφία βέβαια» (274e).[1] Ο Θαμούς θα απαντήσει στον Θευθ ότι στην πραγματικότητα αυτό που επινόησε είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που υποστηρίζει. Τα γράμματα όχι μόνο δεν θα βοηθήσουν τη μνήμη, αλλά θα οδηγήσουν στη λήθη τις ψυχές που θα τα εμπιστευτούν καθώς θα παραμελήσουν τη μνήμη: «εξαιτίας του ότι εμπιστεύονται τη γραφή, αναθυμούνται πράγματα προερχόμενα εκτός των ιδίων και με ξένους προς τους ίδιους χαρακτήρες, όχι προερχόμενα από μέσα τους και από τους ίδιους τους εαυτούς». Ο Θαμούς θα ολοκληρώσει υποστηρίζοντας ότι ο Θευθ δεν ανακάλυψε το γιατρικό της μνήμης αλλά της υπενθύμισης (275a).
Tι είναι αυτό που καταλογίζει ο Θαμούς στη γραφή; ρωτάει ο Ρανσιέρ. Η γραφή έχει ένα διπλό πρόβλημα. Πρώτον, είναι σιωπηλή. Δεν μπορεί να ταξιδέψει με τον λόγο στον οποίο δίνει περίγραμμα, ούτε να απαντήσει σε αυτούς που θα τον αμφισβητήσουν. Δεύτερον, είναι, από την άλλη, πολύ ομιλητική. Χωρίς συνοδεία, μπορεί να καταλήξει οπουδήποτε, χωρίς να ξέρει σε ποιον θα πρέπει να μιλήσει και σε ποιον όχι. Έτσι, «η γραφή είναι σιωπηλή/ομιλητική ζωγραφική, το ορφανό εκφώνημα, στερημένο από τη φωνή που της δίνει νόημα και εγκυρότητα, σε απόκλιση από τη διαδρομή μέσω της οποίας ο λόγος είναι αρχή της ζωής». Από αυτή την άποψη, θα μας πει ο Ρανσιέρ, «η γραφή δεν είναι απλώς ένα κατώτερο είδος ομιλίας. Είναι μια ανισορροπία της αποδεκτής τάξης του λόγου, του τρόπου με τον οποίο διανέμεται και την ίδια στιγμή του τρόπου με τον οποίο διανέμει σώματα σε μια εύτακτη κοινότητα».[2]
Για να κατανοήσουμε την αρχή αυτής της αταξίας, μας λέει ο Ρανσιέρ, πρέπει να δούμε έναν άλλο μύθο που αναφέρει ο Σωκράτης στον διάλογό του με τον Φαίδρο και συγκεκριμένα τον μύθο των τζιτζικιών. Αυτό που θέλει να δείξει ο Σωκράτης είναι ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων στο πλαίσιο της γενικότερης συλλογιστικής που ακολουθεί σχετικά με τη δυναμική και τις αντίστοιχες κινήσεις που υπάρχουν ως δυνατότητα στον έρωτα, στις διαφορετικές επιλογές και στις διαβαθμίσεις από το πάθος μέχρι την απόλυτη αδιαφορία, προσποιητή ή πραγματική. Ο Ρανσιέρ, για τις ανάγκες του δικού του επιχειρήματος, κρατάει απλώς τη διάκριση ανάμεσα σε εκείνους που δεν συζητούν και σε εκείνους που συζητούν και από την άλλη τις σημαντικά υψηλότερες ανταμοιβές που έχει η δεύτερη κατηγορία (259a - c). Θα αναφερθεί επίσης στον μύθο του φτερωτού άρματος, μια μεταφορά της αρχιτεκτονικής της ψυχής και της κυκλικής πορείας που ακολουθεί ανεξάρτητα από το ανθρώπινο σώμα αλλά και στο εσωτερικό του (246a). Τόσο ο μύθος των τζιτζικιών όσο και του φτερωτού άρματος της ψυχής λειτουργούν για τον Ρανσιέρ ως μηχανισμοί κατανομής στον χώρο και στον χρόνο, επιβεβαιώνοντας ότι η ακεραιότητα ενός τρόπου ζωής εξαρτάται από τη σύνδεση με αληθινούς τρόπους όρασης και ομιλίας.
Η γραφή φέρει μια δύναμη αποσταθεροποίησης και διασάλευσης των ιεραρχιών που ορίζουν τις σχετικές θέσεις και δυνατότητες στην τοπογραφία μιας κοινότητας. Είναι η διαφωνία στην «κοινοτική συμφωνία που για τον Πλάτωνα είναι η αρμονία ανάμεσα σε τρία πράγματα: οι ασχολίες των πολιτών, δηλαδή ο τρόπος τους να φτιάχνουν· το ήθος ή αλλιώς ο τρόπος της ύπαρξής τους· και τέλος, η κοινοτική νομοθεσία που δεν είναι απλώς ο νόμος της κοινότητας αλλά επίσης η μελωδία της ή ο τόνος».[3] Η γραφή επιτελεί έναν αναμερισμό αυτών των τριών στοιχείων μέσα από την απροσδιοριστία της απεύθυνσής της. Αυτόν τον αναμερισμό, την αποσταθεροποίηση που επιτελεί το περιπλανώμενο σώμα της γραφής, ο Ρανσιέρ το ονομάζει λογοτεχνικότητα.
Μια βασική γραμμή της προσέγγισης του Ρανσιέρ για τη σκέψη και τη γραφή είναι η αμφισβήτηση του κλασικού τρόπου με τον οποίο τίθεται το πρόβλημα της μετάδοσης της σκέψης όπου συνήθως η εργασία της μετάδοσης αντιμετωπίζεται ως εργασία κάλυψης μιας διαφοράς ικανοτήτων και γνώσης. Η διαφορά στην προκειμένη περίπτωση αντιβαίνει την ισότητα των ικανοτήτων που είναι βασικό αξίωμα της σκέψης του Ρανσιέρ. Η φιλοσοφία αντιμετωπίζεται συνήθως ως ένα σύστημα αφηρημένων ιδεών. Επομένως, το πρόβλημα της μετάδοσης της σκέψης στην κλασική του μορφή ισοδυναμεί με το ερώτημα «πώς να παρουσιάσουμε αυτές τις ιδέες ώστε να τις φέρουμε στα μέτρα αυτών που δεν είναι συνηθισμένοι να χειρίζονται τις αφαιρέσεις».[4] Στον βαθμό που ένα τέτοιο ερώτημα έχει νόημα, μια από τις συνέπειές του είναι η υπόθεση ότι υπάρχει ένας κόσμος μοιρασμένος ανάμεσα σε αυτούς που ξέρουν και αυτούς που δεν ξέρουν, αυτούς που μπορούν να σκέφτονται και να μιλούν φιλοσοφικά και αυτούς που όχι. Η γραφή για τον Ρανσιέρ έρχεται ακριβώς σε αυτό το σημείο όπου εμφανίζεται η ανάγκη να υπάρχουν διατυπώσεις σε μια γλώσσα που είναι κοινή. Επομένως, οι διαφορετικοί τρόποι γραφής που έχει στη διάθεσή της ή μπορεί να αναπτύξει η φιλοσοφία είναι που παρέχουν τη δυνατότητα για μια άλλη προσέγγιση των διακρίσεων και των ιεραρχιών που επιχειρεί να θεμελιώσει. Το πρόβλημα της μετάδοσης της σκέψης, ένα από τα βασικά προβλήματα της ίδιας της φιλοσοφίας, είναι από αυτή την άποψη ένα πρόβλημα σχεδιαστικής και κατασκευαστικής υφής περισσότερο. Πώς, με άλλα λόγια, μπορεί να υπάρξει ένα νοηματικό δίκτυο που να συνδέει διαφορετικές μορφές γραφής και ομιλίας, διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης, κόσμους που είναι ετερογενείς μεταξύ τους; Καταλαβαίνουμε εδώ ότι η συγκρότηση ενός τέτοιου δικτύου βασίζεται στην ικανότητα που έχει η γραφή να κινείται ελεύθερα, στη δυνατότητα της περιπλάνησής της.
Στην Πολιτεία ο Πλάτωνας περιγράφει τη μυθοπλαστική γέννηση μιας ιδεατής κοινότητας βασιζόμενος καταρχάς σε μια κατανομή των εργασιών, μια τοπογραφία και μια ιεραρχία θέσεων και ιδιοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο, παράγονται οι αντίστοιχες διανομές και κατατάξεις των τύπων ομιλίας που προέρχονται από διαφορετικές ομάδες, θέσεις, ιδιότητες. Ένα μεγάλο μέρος της εργασίας του Ρανσιέρ ήταν, και παραμένει, να δείξει πώς μέσα από τον πειραματισμό με σχήματα σκέψης και γραφής μπορεί να αμφισβητηθεί το μη αναγώγιμο της απόστασης ανάμεσα σε διαφορετικές δέσμες ομιλίας. Από αυτή την άποψη, η γραφή «είναι μια εργασία έρευνας που παράγει τη σκέψη».[5] Και αυτή την εργασία μπορούμε να τη δούμε ως σχεδιαστική και συνθετική, από τη στιγμή που παύουμε να θεωρούμε τη γραφή ως ένα όργανο που εξυπηρετεί τη μετάδοση της σκέψης. Κάνοντας λόγο για έρευνα και παραγωγή της σκέψης μέσω της γραφής εννοούμε την εργασία της κίνησης σε έναν χώρο κυκλοφορίας διαφορετικών δεσμίδων ομιλίας προερχόμενες από τεκμήρια της γραφής και ομάδες που παρουσιάζονται να ανήκουν σε ένα ορισμένο πεδίο το καθένα.
Ο Ρανσιέρ αναγνωρίζει δύο βασικούς άξονες αυτής της εργασίας. Υπάρχει ο οριζόντιος άξονας που έχει να κάνει κυρίως με την επεξεργασία των υφολογικών διαφορών ώστε να γίνει κατανοητό ως κοινό το αντικείμενο για το οποίο μιλάνε οι διαφορετικές επιστήμες. Και υπάρχει ο κατακόρυφος άξονας στον οποίο εγγράφεται η εργασία της επεξηγηματικής λογικής, δηλαδή η αναζήτηση, η ανάλυση και ο ανασχεδιασμός της αιτιακής διαδικασίας της σκέψης που συνδέεται με την παράγωγη μιας γλώσσας και το νόημά της. Η γραφή ως επιτέλεση μιας κίνησης σε αυτούς τους δύο άξονες μπορεί να ιδωθεί ως ένα σύνολο από ορισμένες λειτουργίες όπως ανασχηματισμός της πρότασης, αναδιατύπωση, πύκνωση, σύγκριση, μετατόπιση ενός λόγου ώστε να συνδεθεί με έναν άλλο. Αυτή την τελευταία λειτουργία είναι που αξιοποιεί ο Ρανσιέρ στο βιβλίο του Η νύχτα των προλετάριων. Η διαδικασία συγγραφής του από τον Ρανσιέρ ήταν στην προκειμένη περίπτωση μια εργασία μετατόπισης, μια εργασία συνύφανσης των αρθρώσεων του δικού του λόγου «με εκείνες των κειμένων των εργατών».[6]
Προκειμένου να εντάξει αυτά τα κείμενα των ‘προλετάριων’ σε ένα άλλο σύστημα ορατότητας, ο Ρανσιέρ χρησιμοποίησε επίσης εκφραστικές και σημασιοδοτικές αλληλουχίες προερχόμενες από κείμενα φιλοσοφικά, πεζογραφικά ή δραματικά, αλλά και μελωδίες της όπερας. Αντίστοιχα, στον Αδαή δάσκαλο, αυτό που προσπάθησε να κάνει ο Ρανσιέρ, πάλι με δικά του λόγια, ήταν να δημιουργήσει «μια γλώσσα που θα μετέδιδε τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε σήμερα μέσω της ομιλίας ενός ανθρώπου που έγραψε την εποχή του 1820 αλλά με κατηγορίες και μορφές έκφρασης που είναι αυτές του προηγούμενου αιώνα».[7] Το σημαντικό για τον Ρανσιέρ είναι η δημιουργία ενός ιστού γλώσσας και σκέψης, μια μορφή κοινότητας της γλώσσας και της σκέψης σε αντίθεση με τις απόλυτες διακρίσεις που θέλουν από τη μία πλευρά την επεξηγηματική λογική ή την επιχειρηματολογία και από την άλλη, την αφήγηση. Από αυτή την άποψη, η γραφή είναι μια διαδικασία μεταμόρφωσης καθώς οι λέξεις, οι σκέψεις και τα εκφωνήματα των άλλων μπορούν να αποσπαστούν από το αρχικό πλαίσιο εκφοράς και δημιουργίας και να ενταχθούν σε νέους σχηματισμούς. Με αυτόν τον τρόπο είναι που καλεί ο Ρανσιέρ να δούμε τη γραφή, ως μια περιπλάνηση σε μια τοπογραφία δυνατοτήτων, με αυτόν τον τρόπο είναι που την εξασκεί και την αντιμετωπίζει ο ίδιος: προχωρώ μέσα από μετατοπίσεις που προσπαθούν να καταστήσουν λειτουργικές νέες συνδέσεις ανάμεσα σε νόημα και νόημα, μας λέει ο Ρανσιέρ. Πρόκειται για μια διαδικασία περιπλάνησης, για τη δημιουργία ενός νέου τοπίου του αισθητού και του νοητού εντός του οποίου μπορεί να κινηθεί αυτός που παραδοσιακά ονομάζουμε αποδέκτη, όχι όμως σε μια προσπάθεια να κατανοήσει απαραίτητα τι είναι απαραίτητα αυτό που ειπώθηκε αλλά περισσότερο με ποιον τρόπο μιλάει στον ίδιο.[8]
«Η λογοτεχνία συγκροτεί έναν ορισμένο τύπο κοινού κόσμου».[9]
Και, υπάρχει ένας τύπος κοινού κόσμου που κατασκευάζεται μέσα από τις φράσεις που χρησιμοποιώ, μέσα από τις φράσεις που γράφω. Και αν θα θέλαμε να δούμε τι είναι μια πολιτική της γραφής, οφείλουμε πρώτα να δούμε τη γραφή και τις λέξεις που αυτή διευθετεί, καθώς η γραφή είναι κάτι παραπάνω από μια πρακτική μετεγγραφής του λόγου, είναι μια μορφή μερισμού του αισθητού.[10]
Αυτή η ιδέα της γραφής ως μερισμού του αισθητού ξεκινάει, σύμφωνα με τον Ρανσιέρ, από τον Πλάτωνα. Στον Φαίδρο, ένα από τα βασικά ερωτήματα είναι η ακυρολεξία της γραφής. Η γραφή καταδικάζεται από τον Πλάτωνα επειδή είναι ένας λόγος που κυκλοφορεί τελείως ελεύθερος, χωρίς να την ελέγχει κανένας, χωρίς να είναι ενσαρκωμένη από μια φωνή που να την απευθύνει σε έναν συγκεκριμένο αποδέκτη. Στον Φαίδρο
μπορούμε να συνοψίσουμε εκείνα τα δύο πράγματα που ενοχλούν κυρίως τον Πλάτωνα στη γραφή. Πρώτον, η ακινησία της (το παράδειγμα των αθηναϊκών νόμων που είναι χαραγμένοι σε πέτρες και βρίσκονται σε δημόσιους χώρους, διαθέσιμοι στο βλέμμα του καθενός και με εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις, σε αντίθεση με την επιστήμη της ιατρικής και την πραγματική πολιτική) και από την άλλη, η κίνησή της, η περιπλάνησή της, η πλήρης απουσία ελέγχου για τις διαδρομές που θα επιτελέσει και η άγνοια για το αν θα απευθυνθεί σε κάποιον που πρέπει ή όχι. Είναι με αφορμή αυτό το δεύτερο σημείο, που ο Ρανσιέρ, κατά δική του ομολογία, αντιλαμβάνεται την πολιτική διάσταση της γραφής· τη διαθεσιμότητα των λέξεων που δηλώνουν τη δύναμη της γραφής στη δημιουργία κοινοτήτων. Και αυτό που ονομάζει ως αρχιπολιτική στον Πλάτωνα ο Ρανσιέρ το αντιλαμβάνεται ως μια προστασία «ενάντια στον διπλό κίνδυνο της ακινησίας και της κίνησης της γραφής».[11]
Στον Πλάτωνα η ομιλία δεν είναι απαραίτητα στατική, αλλά πάντα συνοδεύεται από αυτόν που θα μπορέσει να την απευθύνει εκεί που πρέπει, να δώσει τις εξηγήσεις που χρειάζονται, να μην υπάρχει καμία παρανόηση. Η ομιλία από αυτή την άποψη, επιβάλλει έναν νόμο που είναι κατά κάποιο τρόπο βιολογικός, ενσωματώνεται στη λειτουργία της κοινότητας, δεν υπάρχει απλώς ως εξωτερικότητα.
Ο Ρανσιέρ στα δύο βασικά ζητήματα του ιδιώματος και της ακυρολεξίας της γραφής θα διαχωρίσει τη θέση του από τον Ντεριντά. Ο λόγος δεν είναι απλώς μια διαδικασία γλωσσικής άρθρωσης. Είναι επίσης μια διαδικασία υποκειμενοποίησης. Για τον Ρανσιέρ, η υποκειμενοποίηση (που είναι πάντα πολιτική διαδικασία) είναι η πολιτική ενός εαυτού ως άλλου, ο εαυτός ως έτερος (heteron είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Ρανσιέρ). Σε αυτό το πλαίσιο, η χειραφέτηση είναι το αποτέλεσμα διαδικασιών υποκειμενοποίησης και η αντίστοιχη λογική που προσιδιάζει στην χειραφέτηση είναι μια ετερολογία: μια λογική στην οποία ένας εαυτός αρχίζει και βλέπει τον εαυτό του ως άλλον, όχι με όρους αποξένωσης ή αλλοτρίωσης αλλά, αντίθετα, με όρους δυνατότητας.[12] Η χειραφέτηση για τον Ρανσιέρ δεν είναι μια γνώση που κάποιος κατέχει ενώ ένας άλλος όχι· αυτή η θέση άλλωστε είναι και η αφετηρία της κριτικής του στη μαρξιστική επιστήμη και στην αξίωση ότι η αλήθεια μπορεί να διδαχθεί στις μάζες, σε αυτές τις μάζες-θύματα της ιδεολογίας σύμφωνα με τον Αλτουσέρ, θύματα μιας μηχανής παραγωγής ψευδαισθήσεων που ενεργοποιείται αυτομάτως όπου υπάρχουν σχέσεις κυριαρχίας.
Η έρευνα πάνω στην εργατική χειραφέτηση οδήγησε τον Ρανσιέρ σε κάποιες βασικές διαπιστώσεις και κυρίως στη διαπίστωση ότι η χειραφέτηση έχει να κάνει με την ίδια την ικανότητα του ατόμου ή μιας ομάδας να σκεφτούν τους εαυτούς τους ως ικανούς για έναν άλλο κόσμο. Η αρχή της κάθε δυνατότητας είναι η αρχή της ισότητας. Μέσα από την αρχή της ισότητας οδηγούμαστε στην αλήθεια στην πολιτική ή, ισοδύναμα, στην οικουμενικότητα στην πολιτική. Για τον Ρανσιέρ, ο τρόπος επενέργειας της αλήθειας είναι «η διαλογική και πρακτική κατασκευή μιας πολεμικής επαλήθευσης, μιας περίπτωσης, μιας επίδειξης». Αντίστοιχα, ο τόπος της αλήθειας «δεν είναι ο τόπος ενός εδάφους ή ενός ιδανικού· είναι πάντα topos [λατινικά στο πρωτότυπο], ο τόπος μιας υποκειμενοποίησης μέσω μιας συλλογιστικής πλοκής».[13] Αυτός ο τόπος είναι ο τόπος μιας διαφοράς, ο τόπος ενός επιχειρήματος που συναρθρώνει διαφορετικές επικράτειες – ταυτότητες, ο τόπος ενός μεταιχμίου ανάμεσα σε κάτι που υπάρχει ή δεν υπάρχει πια ή δεν υπάρχει ακόμα. Από αυτή την άποψη, η λογική της υποκειμενοποίησης «περιλαμβάνει πάντα μια αδύνατη ταυτοποίηση».[14] Ο τόπος του επιχειρήματος, σύμφωνα με τον οποίο πλέκεται (υφαίνεται, φτιάχνεται) ένα υποκείμενο, δεν μπορεί να εξισωθεί με την ίδια την ταυτότητα του υποκειμένου. Η διαδικασία της υποκειμενοποίησης θα είναι πάντα ένα υπερσύνολο του υποκειμένου.
Επομένως, το ιδίωμα στην προκειμένη περίπτωση «είναι μια γλώσσα που διασχίζει τον διαχωρισμό, μια γλώσσα της επικοινωνίας που σφυρηλατείται συλλαμβάνοντας τη γλώσσα του άλλου, τις λέξεις του άλλου».[15] Από αυτή την άποψη η γραφή είναι κάτι παραπάνω από μια μεταγραφή του λόγου, είναι μια μορφή μερισμού του αισθητού που δημιουργεί την ισότητα. Για τον Ρανσιέρ, σε αντίθεση με τον Ντεριντά, «το ιδίωμα ονομάζει ένα εγχείρημα της γλώσσας προς την κατεύθυνση της συγκρότησης της πολιτικής συνομιλίας»[16]. Ο Ρανσιέρ θα δηλώσει ότι όπως και στην περίπτωση του ιδιώματος, έτσι και στο ζήτημα της ακυρολεξίας της γραφής, αυτό που τον χωρίζει από τον Ντεριντά είναι η ερμηνεία αυτής της ακυρολεξίας. Αυτό που ενδιαφέρει τον Ρανσιέρ δεν είναι το ερώτημα της διαφοράς στην καρδιά του λόγου. Είναι το ερώτημα της διαθεσιμότητας των λέξεων και των επιπτώσεών τους στον μερισμό του αισθητού.
Το ηθικό καθεστώς της τέχνης είναι το βασικό σχήμα που χρησιμοποιεί ο Ρανσιέρ για να αποδώσει την πλατωνική σύνδεση ανάμεσα σε ηθική, πολιτική και αισθητική. Οι εικόνες της τέχνης οφείλουν να λένε και να δείχνουν την αλήθεια (ο προσανατολισμός της μίμησης στην ιδέα) διατηρώντας ταυτόχρονα την πολιτική τοπογραφία θέσεων, ρόλων και ιδιοτήτων. Στο αναπαραστατικό καθεστώς των τεχνών η πιστότητα της μίμησης μετασχηματίζεται από μέσο σε στόχο. Η μίμηση δεν αποτελεί πλέον το μέσο για τη συναρμογή της ηθικής με την πολιτική και την αισθητική. Η αναφορά της μιμητικής στόχευσης αλλάζει. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον η αντιστοιχία ανάμεσα σε μια υπερβατική επικράτεια των ιδεών και την πραγματικότητα, ούτε η συμφωνία απαραίτητα με τον κυρίαρχο μερισμό του αισθητού. Υπάρχουν πλέον εσωτερικά σε κάθε τέχνη συστήματα κανόνων και ιεραρχίες από τα οποία προκύπτουν συστήματα παραγωγής της αναπαράστασης ως ομοιότητας και ως απόδοσης ή διαχείρισης ενός συγκεκριμένου θέματος. Η έννοια της ρύθμισης είναι κεντρική σε αυτό το καθεστώς και αναφέρεται κυρίως στα όρια ανάμεσα στα διαφορετικά είδη των τεχνών, την ένταση της αληθοφάνειας, τη γενικότερη οικονομία της αναπαράστασης και την οριοθέτηση του μη αναπαραστάσιμου. Αυτό το καθεστώς είναι σε συμφωνία με τον Αριστοτέλη. Το αισθητικό καθεστώς συγκροτείται τον 19ο αιώνα. Μια βασική του έκφραση είναι η πεζογραφία του Φλωμπέρ και η αμφιθυμία που τη χαρακτηρίζει ως προς το νόημα, τις αντιλήψεις, τις πράξεις, τις συγκινήσεις. Στο αισθητικό καθεστώς συντελείται μια αποσύνδεση από τις προδιαγραφές που θέτει το καλλιτεχνικό μέσο· καταλύονται οι ιεραρχίες που ρύθμιζαν την αντιστοιχία ανάμεσα σε θέματα και τύπους εικόνας στο εσωτερικό του αναπαραστατικού καθεστώτος. Αυτά τα τρία καθεστώτα οργανώνονται σε μια λογική ιστορικής διαδοχής χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούν να συνυπάρχουν, ούτε ότι σήμερα είμαστε μάρτυρες καλλιτεχνικών εκδηλώσεων που εντάσσονται μόνο στο αισθητικό καθεστώς.
Στον Φλωμπέρ η γραφή γίνεται συνώνυμο του ύφους, το υπόδειγμα ενός βιβλίου για το τίποτα. Όλα μπορούν να υπεισέλθουν σε αυτό και επομένως, ακριβώς η ισότητα των λογοτεχνικών σημείων ως αδιαφορία για τη θεματική τους είναι που δίνει κύρος σε αυτό το τίποτα, με την έννοια της άρνησης ενός προσδιορισμού για το τι ακριβώς είναι ένα βιβλίο: η έλλειψη περιορισμού στην παραγωγή λογοτεχνικών σημείων ακυρώνει την οποιαδήποτε πρόθεση μιας συγκεκριμένης θεματικής. Το τίποτα γίνεται πολύ πιο πλούσιο από κάθε άλλο συγκεκριμένο προσδιορισμό που θα μπορούσε να είναι στη θέση του. Το τίποτα λειτουργεί στην ουσία ως διάνυσμα μετατόπισης της προσοχής από το αφηγηματικό περιεχόμενο στη λειτουργία του ύφους (δηλαδή στο πώς αποδίδεται το νόημα μέσα από τη μορφοποίηση των φράσεων). Η γραφή αυτονομείται, μια ορισμένη αδιαφορία του θέματος και της πρόθεσης τίθεται σε λειτουργία. Στη γραφή του Μαλλαρμέ συναντούμε μια άλλη εκδοχή του βιβλίου για το τίποτα. Η γραφή του υπακούει σε μια αρνητική θεολογία όπου «το τίποτα τίθεται σε πρώτο πλάνο ως τα πάντα που εμβληματοποιούν το όλο».[17] Η γλώσσα αναλαμβάνει να υποκαταστήσει τον θεό που έχει πεθάνει.
Η λογοτεχνία συγκροτείται ως σύστημα από τον συνδυασμό ενός ρεαλιστικού πλεονάσματος των πραγμάτων και της αισθητικής δεισιδαιμονίας απέναντι στις λέξεις.[18] Για τον Ρανσιέρ, οι επιμέρους διακρίσεις σε ρεύματα όπως ρομαντισμός, ρεαλισμός, μοντερνισμός, μεταμοντερνισμός είναι ψευδο-διακρίσεις. Αυτό που προέχει, σύμφωνα με τον Ρανσιέρ πάντα, είναι η κατανόηση της λογοτεχνικής ιδιαιτερότητας, η ανεύρεση μιας γραμμής που να διασχίζει περιόδους και επιμέρους διακρίσεις και να συμβάλλει σε μια αποσαφήνιση του ερωτήματος, Τι είναι αυτό που κάνει τη λογοτεχνία λογοτεχνία; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον μερισμό του αισθητού που καθίσταται εφικτός μέσω της γραφής στο πλαίσιο του αισθητικού καθεστώτος των τεχνών: «Αυτό που κάνει τη λογοτεχνία λογοτεχνία σε αυτό το καθεστώς δεν είναι ο ηθικός σκοπός ούτε η υποδειγματική μιμητική λειτουργία, αλλά η καινούρια ικανότητα μετασχηματισμού των καντιανών κατηγοριών που μας επιτρέπουν τη σύλληψη του κόσμου, την ικανότητά του για αποσύνδεση ονομάτων και σωμάτων, τον διαχωρισμό αντιστοιχιών ανάμεσα στις λέξεις και τα πράγματα, την ενεργοποίηση νέων τρόπων συσχετισμού. Η διατάραξη του συστήματος των a priori μορφών που καθορίζουν τι εμφανίζεται ως αισθητό για την αντίληψη».[19]
Η λογοτεχνία είναι καθοριστική στην αναδιαμόρφωση του τρόπου που βλέπουμε τον κόσμο. Είναι επίσης πολιτική με τους δικούς της αισθητικούς όρους. Αν η πολιτική δηλώνει τους αποδεκτούς μερισμούς, τη δεδομένη τοπογραφία του κοινωνικού χώρου, η πολιτική – αισθητική διάσταση αφορά την ορατότητα και τους λόγους που συνδέονται με αυτή την ορατότητα της δεδομένης τοπογραφίας. Η πολιτική της λογοτεχνίας δεν έχει να κάνει με την αναδιατύπωση θέσεων ή την προαγωγή συμφερόντων. «Είναι μια νέα και ανοικτή σύνδεση με τα πράγματα».[20] Η λογοτεχνία, σε αυτό το πλαίσιο θεώρησης, «δεν έχει να κάνει με τις ιστορίες, τους χαρακτήρες, τις πλοκές ή τις καταστάσεις, όσο με την επιβεβαίωση ενός συνολικού αναπροσανατολισμού των τρόπων αντίληψης και των νέων μερισμών της ύλης που καθιστά αισθητή».[21] Καταργείται το αυτονόητο της εμπειρικής πραγματικότητας. Η λογοτεχνία επιτελεί τους μετασχηματισμούς της σε ένα νέο αισθητικό πεδίο όπου βασική μονάδα αναφοράς είναι το μοριακό κλάσμα, ένα ελάχιστο της ύλης που μπορεί να αποδεσμεύεται από υφιστάμενους σχηματισμούς, να εισέρχεται σε νέους ή άλλους, υφαίνοντας με αυτόν τον τρόπο νέους ιστούς συσχετισμών ανάμεσα σε αισθήσεις, συγκινήσεις, ιδέες και ονόματα χωρίς να είναι απαραίτητη η εργασία μιας παντοδύναμης πλοκής.
Η αρχή της αδιαφορίας και η υπονόμευση του παραδοσιακού κριτικού μοντέλου της τέχνης βρίσκονται πολύ κοντά στο ιδανικό της αισθητικής απόστασης που αντλεί ο Ρανσιέρ από τον ρομαντισμό.[22] Στο αισθητικό καθεστώς η βασική ρύθμιση είναι η αναστολή της οποιασδήποτε σχέσης ανάμεσα σε ποίηση και αίσθηση, ανάμεσα σε συγκεκριμένες μορφές και συγκεκριμένες επιδράσεις ή κοινωνικές λειτουργίες. Η διαφωνία είναι για τον Ρανσιέρ η μόνη αποδεκτή μορφή επίδραση της τέχνης και η μόνη κοινή ιδιότητα που έχει με την πολιτική. Η μορφή διαφωνίας που προσιδιάζει στην αισθητική και λογοτεχνική δραστηριότητα μπορεί να υπάρξει μόνο ως αναδιαμόρφωση του αισθητού ιστού της εμπειρίας, χωρίς προκαθορισμό, χωρίς να υπάρχει η εκπλήρωση ενός αιτήματος συμφωνίας ανάμεσα σε αιτίες και αποτελέσματα, με αναφορά πάντα στο είδος και στον τρόπο της επίδρασης.
Στο La Chair des mots. Politiques de l’écriture (1998) ο Ρανσιέρ υποστηρίζει ότι ο βασικός κίνδυνος για τον σχεδιασμό της γραφής δεν είναι το κενό που χωρίζει το κείμενο από την ολοκλήρωσή του, αλλά περισσότερο το πλεόνασμα των λέξεων, το ξέσπασμα μιας αλήθειας που έγινε σάρκα που θα μπορούσε να αναιρέσει την «εύθραυστη αλήθεια του βιβλίου».[23] Θα συμπεραίνει λοιπόν ο Ρανσιέρ ότι υπάρχει ένα «περίεργο παιχνίδι ανάμεσα στις λέξεις και στο σώμα τους». Με αναφορά στον πλατωνικό Κρατύλο και τη θέση ότι οι λέξεις δεν μοιάζουν σε αυτό που λένε ο Ρανσιέρ θα υποστηρίξει: «Αυτό είναι το τίμημα της σκέψης. Πρέπει να υπάρξει αντίσταση σε κάθε ομοιότητα».[24] Τι είναι η λογοτεχνία λοιπόν; Σε αυτό το κλασικό ερώτημα ο Ρανσιέρ θα απαντήσει ότι η λογοτεχνία είναι «ο ιστορικός τρόπος της ορατότητας της τέχνης της γραφής». Θα αποφύγει να αντιμετωπίσει τη λογοτεχνία ως ένα σύνολο διακριτών ιδιοτήτων (ποιες ιδιότητες οφείλει να έχει ή έχει ένα λογοτεχνικό έργο) και θα αποφύγει επίσης να προσεγγίσει τη λογοτεχνία με ουσιοκρατικούς όρους (η ουσία της λογοτεχνίας, η ιδέα μιας λογοτεχνικότητας). Από την άλλη, θα αποφύγει τον σχετικισμό που υπάρχει σε απόψεις όπως αυτή του John Searle: «Είναι οι αναγνώστες που θα αποφασίσουν εάν ένα έργο είναι λογοτεχνικό ή όχι».[25]
Ο Βολταίρος στο Φιλοσοφικό Λεξικό θα προσεγγίσει αρνητικά τον όρο λογοτεχνία. Θα κάνει λόγο για ασάφεια και απροσδιοριστία, αν και αυτός ο όρος είναι παρών σε όλες τις γλώσσες. Ωστόσο, δεν θα αποφύγει να δώσει τελικά έναν ορισμό: η λογοτεχνία αντιστοιχεί σήμερα σε αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν γραμματεία. Το περιεχόμενο του όρου λογοτεχνία τον 17ο αιώνα ήταν διαφορετικό από αυτό έχει σήμερα. Υπάρχει αναμφίβολα ένας ιστορικός προσδιορισμός. Κάποτε, η λογοτεχνία δήλωνε την ικανότητα να μπορεί να μιλήσει κάποιος για τα γράμματα και τις τέχνες. «Τον 18ο αιώνα, ο όρος λογοτεχνία δεν δήλωνε τα έργα ή την τέχνη που τα παράγει αλλά τη γνώση που τα αξιολογούσε».[26] Η ιδέα της λογοτεχνίας ως «διακριτή εμπειρία της γλώσσας και ως αναγνωρίσιμο σώμα έργου που κάνει έκδηλη αυτή την εμπειρία» άρχισε να αναδύεται τον 18ο αιώνα και κυριάρχησε τον 19ο. Η αλλαγή στη σημασία και στο περιεχόμενο του όρου λογοτεχνία διενεργείται μέσα από τη μετάβαση από το αναπαραστατικό στο αισθητικό καθεστώς. Αυτό που θα μπορούσε να είναι πλέον μια χειραφετημένη μορφή λογοτεχνίας, χειραφετημένη από τα αξιολογικά συστήματα της εποχής. Η μετάβαση στο αισθητικό καθεστώς δεν δηλώνει μια αλλαγή των κανόνων αξιολόγησης αλλά μια άλλη ιδέα για αυτό που είναι και κάνουν τα έργα της γραφής, η οποία θα οδηγήσει τη λογοτεχνία στη σημασία της όχι ως μια τέχνη της αξιολόγησης ή της αποτίμησης αλλά ως μια τέχνη της γραφής. Τότε όμως, η έννοια της γραφής μπορεί να χωριστεί σε δύο διαφορετικά εκδοχές: Η γραφή ως περιπλάνηση, ως «ορφανή ομιλία που στερείται ενός σώματος που θα τη συνόδευε ίσως και θα πιστοποιούσε αυτό που είναι». Και από την άλλη, η γραφή «ως ιερογλυφικό που φέρει την ιδέα της πάνω στο σώμα της». Για τον Ρανσιέρ, η αντίφαση της λογοτεχνίας είναι η ένταση ανάμεσα σε αυτές ακριβώς τις δύο ιδέες της γραφής. Μέσα από την ένταση αυτή είναι που διασφαλίζεται η αισθητική και πολιτική λειτουργία της λογοτεχνίας, μέσα από την περιπλάνηση της γραφής σε έναν χώρο όπου η ελευθερία και ο μη προκαθορισμός της συνάντησής της με άλλες γραφές παρέχουν τη σχεδιαστική δυνατότητα νέων τοπογραφιών του αισθητού και του νοητού.
Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος της υπό έκδοση μονογραφίας με τίτλο Σχεδιάζοντας το σώμα της γραφής. Αισθητική, πολιτική, φιλοσοφία, Εκδόσεις Στερέωμα.