Χάρτης 50 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-50/afierwma/flaneur-of-nature
«Ο ήλιος είναι δύναμη. Ο ήλιος καθοδηγεί εμπνέει, μαγεύει. Ο ήλιος είναι Θεός», έλεγε ο περίφημος Βρετανός ρομαντικός ζωγράφος Ουίλιαμ Τέρνερ (1789-1862), από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της τέχνης του 19ου αιώνα, γνωστός για τις μοναδικές θαλασσογραφίες του, για την εξειδίκευση στα τοπία, τις ιστορικές θεματογραφίες, αλλά και για τις εμμονικές περιπλανήσεις του στη βρετανική ύπαιθρο γύρω από την Οξφόρδη προς άγραν εικαστικών θεμάτων.
Ο Ουίλιαμ Τέρνερ, που τελούσε σε μόνιμη κατάσταση αναζήτησης και ανησυχίας, σκάρωνε ανεξάντλητους μηχανισμούς περιπλάνησης προκειμένου ν’ ανακαλύψει τοπία που θα τον αιφνιδίαζαν ευχάριστα με το ενδιαφέρον τους και θα του πυροδοτούσαν την πολυπόθητη έμπνευση. Ήταν επίσης γνωστός έως θρυλικός για τις ακραίες μεθόδους προσέγγισης των φυσικών καιρικών φαινομένων σε σχέση με τη θάλασσα, όταν δενόταν σε κατάρτια πλοίων εν μέσω καταιγίδων για να μπορεί ν’ αποδώσει απόλυτα ρεαλιστικά την κοσμοχαλασιά, την θαλασσοταραχή και τα ασυνήθιστα χρώματα του ουρανού. Ο ίδιος πάντα συνήθιζε μετά από ατέλειωτους ρομαντικούς περιπάτους να χάνεται μέσα σ’ ένα προσωπικό συνονθύλευμα αισθήσεων και στοχασμών, και τότε έστηνε κάπου το καβαλέτο του στο φυσικό σκηνικό της προτίμησής του το οποίο και επιχειρούσε να αιχμαλωτίσει στον πίνακά του. Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν ότι στην εποχή του τον αποκαλούσαν χαρακτηριστικά «Flâneur of Nature», θέμα της φετινής φιλοξενούμενης κεντρικής έκθεσης που είχα την τύχη ν’ απολαύσω στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης της Καταλονίας που έχει την έδρα του στη Βαρκελώνη.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι στον 21ο αιώνα, τον αιώνα της παγκοσμιοποίησης, του επιβεβλημένου κυνισμού και ορθολογισμού από τη λαίλαπα της τεχνολογίας, στην κοινωνία της υπερπληροφορίας, της υπερεπικοινωνίας και διασύνδεσης, μια έκθεση παγκόσμιας εμβέλειας για έναν ρομαντικό ζωγράφο-φαινόμενο επιλέγει τον εξίσου ρομαντικό τίτλο «Ο Φλανέρ της Φύσης» τη στιγμή που η λέξη και η έννοια «flâneur» εκτός από φαινομενικά παρωχημένη, όπως κάθε τι άσκοπο – διότι ζούμε στην εποχή του στόχου και του σκοπού – αποδεικνύεται ξεπερασμένη και άγνωστη σχεδόν στη γενιά Ζ, στους μιλένιαλς και γενικά στην πλειοψηφία των νέων ανθρώπων κάτω των σαράντα ετών.
Η περιπλάνηση (σκόπιμη και μη) στο αστικό, αλλά κυρίως στο φυσικό περιβάλλον υπήρξε ανέκαθεν πηγή δημιουργικότητας και ψυχικής διέγερσης για στοχαστές και καλλιτέχνες, ένας τύπος πνευματικής άσκησης που γνώρισε την κορύφωσή του τον 19ο αιώνα με την επικράτηση του ρομαντικού ρεύματος. Σήμερα στο απόγειο της νευρωτικής ζωής, όπου κάθε ίχνος ρομαντισμού έχει υποχωρήσει άτακτα, η πρακτική αυτή για όποιον την επιλέγει, αποδεικνύεται τόσο ευεργετική, όσο και θεραπευτική. Η ενστικτώδης διαφυγή στο πράσινο από την αστική αγχώδη ζωή ανάμεσα σε οθόνες και πληκτρολόγια, τον ψυχρό αυτοματισμό των μηχανών που μας περιβάλλουν, τον υπερπρογραμματισμό και τη μονοτονία, εκεί όπου η φύση και η τέχνη πετυχαίνουν την τέλεια συμβίωση, οδηγούν τον πλάνητα σε μια διαρκή μεταμόρφωση με αναπάντεχα διαφορετικό αποτέλεσμα κάθε φορά.
Ο πλάνης και περιπλανώμενος απολαμβάνει την ελευθερία της κίνησης και του περιπάτου χωρίς σκοπό και χωρίς προορισμό. Μια ελευθερία που τρέφει τη δυνατότητα συνάντησης με μια απροσδόκητη έκπληξη που θα τον τροφοδοτήσει με επιπλέον καλλιτεχνικό υλικό, εσωτερική αναζήτηση, πνευματική εγρήγορση και στοχασμό. Κάθε φορά που απομακρύνεται από τους θορύβους, το άγχος και τον συνωστισμό καταφεύγοντας στη φύση, αναζητώντας τη λυτρωτική και ηρεμιστική της επίδραση, οδηγείται συχνά στην διατύπωση αισθητικών ιδεών που αποτυπώνονται σε συνθέσεις που ψάχνουν να αιχμαλωτίσουν το καρδιοχτύπι της φύσης και να ενεργοποιήσουν το βαρόμετρο της ψυχής.
«Ποτέ δεν κοιτάμε απλά ένα πράγμα, αλλά τη σχέση του με τον εαυτό μας, όπως τα τοπία για παράδειγμα. ”Το οράν” είναι μια πράξη επιλογής» (John Berger). Επιλέγω να δω ή να μη δω κάτι. Είμαι ό,τι επιλέγω να δω κι αυτό που βλέπω – όπως επιλέγω να το δω – με καθορίζει. Βλέπω με τα ιδιαίτερα ολόδικά μου χαρακτηριστικά, με το προσωπικό μου βλέμμα που έχω ακονίσει με τα απόλυτα δικά μου εργαλεία κι απελευθερώνω το ατομικό πνευματικό μου αποτύπωμα.
Επιλέγω να δω το δέντρο για παράδειγμα, που είναι ένα αδιαμφισβήτητο σύμβολο πνευματικότητας και σοφίας και να στοχαστώ πάνω στην ύπαρξή του σε σχέση με τη δική μου ύπαρξη, με τη δική μου ανάγκη να το θαυμάσω, να το κατανοήσω, να το αγαπήσω.
Κοιτάζω το δέντρο και νιώθω την αμφίδρομη σχέση μαζί του, ότι δηλαδή και το δέντρο μού επιστρέφει το βλέμμα μου κοιτάζοντάς με, με το ίδιο το βλέμμα μου που μου επιστρέφει ατόφιο. Η επιστροφή του βλέμματος αυτού διεγείρει τη στοχαστική διεργασία. Δανείζομαι έστω προσωρινά, το πράσινο χρώμα, το ανεπαίσθητο θρόισμα των φύλλων, την κρυφή αναπνοή, τη γαλήνια αταραξία.
Συνεπώς το να κοιτάς ένα δέντρο αντλώντας τα παραπάνω στοιχεία, για παράδειγμα, σημαίνει ότι επουλώνεις έστω προσωρινά ένα δικό σου τραύμα, την ανθρώπινη νεύρωσή σου να υπάρχεις υστερικά, προγραμματίζοντας και υπερπρογραμματίζοντας διαρκώς τη ζωή, που δεν παύεις να την κουρδίζεις ολοένα με πλήθος ανησυχίες και άγχη, εγκλωβισμένος στον γνωστό φαύλο κύκλο δουλειά-κέρδος-κατανάλωση-κτήση, ποθώντας τελικά να γίνεις ένας άλλος από αυτόν που είσαι, κρατώντας επιμελώς και διαρκώς πεινασμένη την αίσθηση του ανικανοποίητου, προσδοκώντας ένα είδος τελειότητας που αποδεικνύεται ρηχή μη φέροντας κανένα φυσικό στοιχείο και χαρακτηριστικό εμβάθυνσης, συμπόνοιας, κατανόησης, ανθρωπιάς και ενσυνείδησης.
Ένας γνήσιος flâneur στοχάζεται πρωταρχικά πάνω στον ίδιο τον εαυτό του, στη σχέση του με τον κόσμο και τους μηχανισμούς σύνδεσής του με τον κόσμο αυτόν. Ένας γνήσιος flâneur θαυμάζει ένα δέντρο γιατί θέλει ουσιαστικά να νιώσει ελεύθερος, ακλόνητος, αποφασιστικός, προκειμένου να μονιμοποιήσει την ύπαρξή του. Ένα δέντρο συνδέεται με την έννοια της αχρονίας, της μονιμότητας, της αιωνιότητας, άρα του δίνει μια σταθερά ύπαρξης, ένα κράτημα ζωής.
Κοιτάζω το δέντρο
Κοιτάζω το ίδιο δέντρο κάθε φορά
Κοιτάζω το ίδιο δέντρο κάθε μέρα
Την ίδια πάντα ώρα
Είναι σαν να το βλέπω για πρώτη φορά
Το δέντρο παραμένει
Σταθερό σιωπηλό κι αμετακίνητο
Ένα δέντρο νιώθει κι αφουγκράζεται
Όμως όσο έντονα το κοιτάζω
Ελπίζοντας να το βγάλω
Από το φάσμα της αδιαφορίας
Που το περιβάλλει
Είναι σχεδόν απίθανο
Να σκέφτεται κάτι για μένα
Όμως μπορεί μ’ ένα ανεπαίσθητο
λίκνισμά του καταφατικό
Να μου αποδείξει
Ότι αυτό που σκέφτομαι γι’ αυτό
Είναι σωστό