Χάρτης 50 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-50/klimakes/orlando-furioso-i-poy-paei-i-ghnwsi-otan-tin-khanoime
Πριν από κάμποσα χρόνια, περίπου 14, μετέφρασα μερικές στροφές από το μέγα ιταλικό έπος Orlando Furioso, το αναγεννησιακό αριστούργημα του Ludovico Ariosto (Φεράρα 1516). Ήταν το 2009, όταν ο αείμνηστος Ανταίος Χρυσοστομίδης ετοίμαζε την ελληνική έκδοση του έργου του Ουμπέρτο Έκο Η Ομορφιά της Λίστας που μόλις είχε εκδοθεί στην Ιταλία. Προς έκπληξή μου ο Ανταίος με κάλεσε στο γραφείο του και μου ζήτησε να μεταφράσω ένα απόσπασμα αυτού του έπους που είχε συμπεριλάβει ο Έκο στο βιβλίο αυτό (το οποίο αποτελείται από μια συλλογή παραθεμάτων από την παγκόσμια λογοτεχνία που περιλαμβάνουν μακροσκελείς καταλόγους πραγμάτων). Πραγματικά απόρησα που ένας από τους πιο καταξιωμένους μεταφραστές της ιταλικής λογοτεχνίας απευθυνόταν σε μένα, που γνωρίζω ελάχιστα ιταλικά, να μεταφράσω από τη γλώσσα αυτή και μάλιστα από τον Orlando. «Έλα, άσ’ τα αυτά,» μου είπε «μια χαρά θα το κάνεις». Ήταν σαν να ήξερε την κρυφή μου σχέση με το έργο αυτό –ένα όργιο της γλώσσας– που μ’ έκανε επί χρόνια, κάθε τόσο, να επιχειρώ να διαβάσω κομμάτια του στο πρωτότυπο. Πιο πιθανό βέβαια ήταν η πεποίθησή του αυτή να στηριζόταν στο γεγονός ότι λίγους μήνες πριν είχα δημοσιεύσει μια μετάφραση ενός σχετικά σύντομου ποιήματος του Λεοπάρντι (στον μικρή ανθολογία ρομαντικής ποίησης με τίτλο Άγνωστες γλώσσες [Άγρα 2009]), που είχε γίνει δεκτή με ευμενή σχόλια. Κι έτσι έγινα και μεταφραστής του Ariosto… (εννοείται, με τη βοήθεια λεξικών και αγγλικών και γαλλικών μεταφράσεων).
Πρόσφατα ξαναδιάβασα τη μετάφραση εκείνη και, όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, είδα ότι σε κάποια σημεία χρειαζόταν αλλαγές. Ξαναδούλεψα, λοιπόν, λίγο το κείμενο και είπα «γατί να μην το βγάλω στο μεϊντάνι να πάρει λίγο αέρα;» Αλλά κι επειδή πολλά από όσα καυτηριάζει ο ποιητής για την μωρία, την απληστία, την μικρότητα και την κακία των ανθρώπων ισχύουν και σήμερα –όπως τα βιώνουμε και μέσα από τις καθημερινές ειδήσεις– θαρρώ πως δεν θα ήταν άχρηστο να ακούσουμε να μας τα ψέλνουν γι’ άλλη μια φορά.
Το εδάφιο από το βιβλίο του Έκο μας πηγαίνει στο σημείο όπου ο Ορλάνδος έχει χάσει τα λογικά του και είναι πλέον «μαινόμενος» και εξουδετερωμένος ως πρόμαχος της Χριστιανοσύνης. Ο φίλος και εξάδελφός του Αστόλφο αποφασίζει να τον βοηθήσει να επανέλθει. Συναντά τον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή (και Απόστολο) ο οποίος του εξηγεί πώς να επαναφέρει τον Ορλάνδο στα λογικά του. Μεταβαίνουν στη Σελήνη, στην «κοιλάδα των χαμένων πραγμάτων», δηλαδή εκεί όπου καταλήγει ό,τι χάνεται στη γη, και ο Αστόλφο εντοπίζει το «νου του Ορλάνδου», για να το φέρει ξανά στον φίλο του.
[Σημειώνεται ότι ο Έκο παραλείπει την στροφή 74.]
————
C A N T O X X X I V
————
72
Άλλα ποτάμια, άλλες λίμνες, άλλοι τόποι
είν’ εκεί πέρα, όλα άγνωστα σε μας,
άλλες πεδιάδες, άλλες κοιλάδες, άλλα όρη,
με πολιτείες δικές τους, κάστρα κι οχυρά,
κι ειν’ τόσο μεγάλα τα σπίτια και οι χώροι
που όμοια ο παλατίνος δεν είχε δει ξανά.
Κι είναι και δάση απέραντα, απάτητη ερημία,
όπου μέσα νύμφες κατοικούν και κυνηγούν θηρία.
73
Δεν στέκει όλα να τα δει ο δούκας μαγεμένος
γιατί δεν είχε πάει εκεί γι' αυτά.
Μα απ’ τον απόστολο τον άγιο οδηγημένος
φτάνει σε μια κοιλάδα ανάμεσα σε δυο βουνά,
όπου βρίσκεται, σαν από θαύμα φυλαγμένο,
ό,τι η δική μας ανοησία σπαταλά,
είτε ο χρόνος κι η Τύχη καταστρέφει:
Ό,τι εδώ κάτω χάνεται, εκεί πάντοτ’ επιστρέφει.
[…]
75
Δάκρυα κι αναστεναγμοί των εραστών,
χρόνος άσκοπος που σβήνει στο παιχνίδι,
και οκνηρία ατέλειωτη ανθρώπων αμαθών,
σχέδια μάταια που η ζωή συντρίβει,
πόθοι μάταιοι όλων των ειδών,
που έκαναν τον τόπο να γεμίζει:
ό,τι κι αν είχε ποτέ εδώ στη γη χαθεί,
εκεί ο καθένας φτάνοντας μπορούσε να το βρει.
76
Περνώντας πλάι σε στοίβες ολόγυρα σπαρμένες,
πότ’ απ’ τη μια ποτ’ απ’ την άλλη ο ιππότης νόημα ζητά.
Βλέπει ένα λόφο από φλύκταινες πρησμένες
κι από μέσα ακούει θρήνους και μοιρολόγια γοερά.
Και του εφάνη πως ήταν στέμματα από αρχαίες μέρες
των Ασσυρίων ή της Λυδίας του πλούσιου βασιλιά,
ή, των κάποτε ενδόξων Ελλήνων και Περσών
που είναι τώρα αφανείς, ονόματ’ άγνωστα σχεδόν.
77
Αγκίστρια χρυσά κι ασημένια είδε μετά
σ’ ένα σωρό, κι ήταν αυτά που αφιερώνουν
όσοι ελπίζουν να εξαγοράσουν εύνοια βασιλιά,
των αργυρώνητων πριγκήπων και ηγεμόνων.
Βλέπει λόγια με γιρλάντες καλυμμένα και ρωτά
κι είναι ολ’ αυτά οι κολακείες των αιώνων.
Σαν τζιτζίκια που κοντεύουν να εκραγούν
τους αφέντες με στιχάκια υμνολογούν.
78
Κόμπους χρυσούς και χειροπέδες με πετράδια
είδε σαν απεικόνιση των άτυχων ερώτων.
Νύχια αετού γαμψά, πασίγνωστα σημάδια
των εκπροσώπων της εξουσίας των αρχόντων.
Τα φυσερά παντού γεμίζουν τα δωμάτια
μ’ αναθυμιάσεις αυλικών και ηγεμόνων,
που προσφέρουν στον δικό τους Γανυμήδη μια στιγμή
μα σβήνουν μόλις το άνθος της νιότης τους χαθεί.
79
Ερειπωμένα οχυρά και πόλεις χαλασμένες
ήταν εκεί μ’ όλα τα πλούτη να ρημάζουν.
Ρωτά κι ακούει πως είν’ από συνθήκες ξεχασμένες,
και συνωμoσίες που άτεχνα οι δράστες τους σκεπάζουν.
Είδε και φίδια μ’ όψεις σαν δέσποινες χαριτωμένες,
έργα των τοκογλύφων και ληστών που αρπάζουν:
Μετά είδε φιάλες τσακισμένες διάφορων σχημάτων
σήμα υποτέλειας στην ισχύ των άθλιων στεμμάτων.
80
Χυμένο χυλό, άφθονο σα λίμνη να γεμίζει
είδε, και τι σημαίνει ρώτησε τον σεβαστό οδηγό του:
— Η ελεημοσύνη που κάποιος (του απαντά) ορίζει
να μοιραστεί στους άπορους μετά το θάνατό του.
Διαφόρων λουλουδιών σωρό μεγάλο προσεγγίζει,
που είχε χάσει από καιρό τ’ όμορφο άρωμά του.
Ήταν αυτό το δώρο (αν μπορώ νομίμως να το πω)
του Κωνσταντίνου προς τον Σιλβέστρο τον καλό.
81
Είδε μέγα πλήθος από ξόβεργες εκεί,
που ήταν, ω γυναίκες, οι δικές σας ομορφιές.
Να τα ιστορήσω όλα χρόνο θα ’παιρνε πολύ
σε στίχους να σας διηγηθώ τόσες σκηνές,
τόσες χιλιάδες που δεν φτάνει ολόκληρη ζωή.
Κι ήταν κι όλες οι αρρώστιες μας οι μιαρές:
μόνο η τρέλα από κει έλλειπε εντελώς·
μένει εδώ, και ποτέ δεν ταξιδεύει εκτός.
82
Κάποιες ημέρες πριν και κάποιες πράξεις,
που είχε ξεχάσει, τον γυρνούν να δει ξανά,
αυτά που χωρίς εξήγηση ενός γνώστη αν κοιτάξεις
δεν ξέρεις να διακρίνεις το νόημα σωστά.
Ύστερα φτάνει σ’ αυτό που κανείς δεν έχει ανάγκη,
που δεν προσεύχεται ποτέ για τέτοια δωρεά:
Μιλώ για του νου τη γνώση, που είναι εκεί βουνό
κι απ’ όλα τ’ άλλα πράγματα προβάλλει πιο ψηλό.
83
Έμοιαζε μ’ ένα κρασί ντελικάτο κι απαλό,
Που γρήγορα εξατμίζεται, αν δεν κλειστεί καλά·
κι είδε σε φλασκιά να το φυλάνε σφραγιστό
που ήταν κάθε λογής, μεγάλα και μικρά.
Το μεγαλύτερο απ’ όλα που έστεκε εδώ
τ’ αφέντη της Αγγλάντης το μέγα νου κρατά·
κι αμέσως εξεχώριζε απ’ όσα ήταν κοντά του
γιατί απ’ έξω έγραφε:
Ο Νους του Ορλάνδου.
84
Και όμοια η κάθε φιάλη είχε γραμμένο
το όνομα εκείνου που το νου του περιείχε.
Η δική του τραβά τον ιππότη μας τον αντρειωμένο
και κοιτά ώρα πολλή, όμως γι άλλους απορία είχε
που νόμιζε πως δράμι μυαλό δεν είχαν ξοδεμένο.
Μα εδώ η κάθε φιάλη σαφή απόδειξη παρείχε
ότι όλοι αυτοί είχαν γνώση αλήθεια λιγοστή,
αφού τόση ποσότητα βρισκόταν ήδη εκεί.
85
Άλλοι το νου από έρωτα ή λόγους τιμής τον χάνουν,
άλλοι που πελάγη οργώνοντας γυρεύουν περιουσίες,
άλλοι που ελπίζουν ότι οι ισχυροί τις χάρες θα τους κάνουν,
άλλοι πάλι μπερδεύονται με μάγια κι ανοησίες·
άλλοι με τα κοσμήματα, ή μ’ όσα οι ζωγράφοι φτιάχνουν
κι άλλοι μ’ ό,τι είν’ οι πιο βαθιές γι αυτούς επιθυμίες.
Σοφιστές κι αστρολόγοι πλήθος ήταν μαζεμένοι εκεί
μα κι οι ποιητές στο μέρος τούτο ήταν κι αυτοί πολλοί.