Χάρτης 49 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-49/poiisi-kai-pezografia/prova-athanasias-se-mikri-khwra
Τον Χάρο ψάχνω για να βρω, χάρη να του ζητήσω…
(παραδοσιακό Οινουσσών)
Με τη φύλαξη της εισόδου στο στόμιο του κρατήρα επιφορτισμένος ήταν ο πανόπτης Άργος και τα εκατό του μάτια. Λαιμητόμοι ακριβείας ακολουθούσαν για την πλήρη εξασφάλιση του απορρήτου των πειραμάτων.
Εντός του σβησμένου ηφαιστείου, πίσω από σφραγισμένες θύρες θησαυροφυλακίου, λειτουργούσαν με πάσα μυστικότητα τα εργαστήρια — εκεί όπου σχεδιαζόταν η τέλεια παγίδα για τον Χάροντα. Η σύλληψη υπήρξε μεγαλοφυής : θα του έριχναν προς βορά απατηλά ομοιώματα.
Η υλοποίηση της ιδέας αποτελούσε τη μεγαλύτερη στα χρονικά πρόκληση της τεχνολογίας. Επιστήμονες και επενδυτές από όλον τον πλανήτη συνεργάζονταν για το κοινό καλό. Οι μεγιστάνες του πλούτου είχαν ήδη προπληρώσει τα ομοιώματά τους. Ώσπου ήρθε η μέρα που ο πρώτος απατηλός θνητός έγινε πραγματικότητα. Πριν καν βγει στην αγορά, οι δείκτες των χρηματιστηρίων έσπασαν κάθε προηγούμενο ρεκόρ.
Βεβαίως, οι έρευνες συνεχίζονταν πυρετωδώς έως ότου το προϊόν γίνει προσιτό και στους κοινούς θνητούς, όπως ταμείο και δημοκρατία επιτάσσουν. Και όντως έγινε με μια εφαρμογή στα κινητά, φιλικότατη προς τον χρήστη. Η ονομασία αυτής δεν μπορούσε παρά να είναι συμβατή με τη Βίβλο της Τεχνολογίας : «ΒΦΚΜΚ», τουτέστιν «Βάτος φλεγομένη και μη καιομένη».
Τώρα πια, ακόμη και στις χώρες του τρίτου κόσμου, η εφαρμογή γινόταν ανάρπαστη. Καταργήθηκαν μεμιάς πόλεμοι, κηδείες, μαιευτήρια, ασφαλιστήρια ζωής. Σ’ όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη της γης οι άνθρωποι ανοίγανε σαμπάνιες.
Με χρόνους όμως με καιρούς, καθώς πολλαπλασιάζονταν τα ομοιώματα πολλαπλασιαζόταν και η πιθανότητα του λάθους. Ώσπου, μία ωραία πρωία, ο Χάρων κατέβασε στον Άδη έναν αυθεντικό θνητό. Ζήτημα χρόνου ήταν ν’ ακολουθήσει δεύτερος και τρίτος…
Ραγδαία τα χρηματιστήρια άρχισαν να καταρρέουν. Παγκόσμια κρίση ξέσπασε, οικονομική και όχι μόνον. Στρατοί συγκροτούνταν εκ νέου. Ξυλουργοί αναζητούσαν στα αρχεία σχέδια για κιβούρια. Κλάματα μωρού ακούστηκαν ξανά.
Η φλεγομένη, η καιομένη, η αλάνθαστη ζωή ήταν πάλι εκεί.
ΥΓ. Μεταξύ μας, οι ομοιωματούχοι είχαν βαρεθεί να ανοίγουνε σαμπάνιες.
Επιστρέφοντας από ανοιξιάτικη εκδρομή, βρήκα την πρόσοψη του σπιτιού μου κατεδαφισμένη. Το εσωτερικό έδειχνε ανέπαφο. Έπιπλα, πίνακες, η τηλεόραση, όλα στη θέση τους. Όσο για την εσωτερική σκάλα, δεν είχε πάθει το παραμικρό. Μόνον όταν έφτασα στην κορυφή της, αντιλήφθηκα πως δεν υπήρχε κάθοδος.
Προσπάθησα να κατεβώ από την κουπαστή. Στο μέσο της διαδρομής κλυδωνίστηκα, άρπαξα ένα κλαδί να κρατηθώ, μα το δέντρο δεν ήταν ριζωμένο. Όλο το ανθισμένο άλσος γύρω μου —άκουσα κάποιον να σχολιάζει— αποτελούσε τεχνητό ντεκόρ. Ωστόσο το αιωρούμενο από το χέρι μου κυπαρίσσι με βοήθησε να κρατήσω την ισορροπία μου.
Όταν έφτασα στο πλατύσκαλο, είπα στον αρχηγό της εκδρομής : «Ευτυχώς που έχω το σπίτι ασφαλισμένο». «Μάλλον δεν θα διάβασες τους αστερίσκους», μου απάντησε.
Τα λόγια του σήμαναν συναγερμό. Έπρεπε να σπεύσω στη Μεγάλη Πλατεία, μα το εκδρομικό επρόκειτο ν’ ακολουθήσει αντίθετη διαδρομή. Αποχαιρέτησα τους εκδρομείς και ανηφόρισα προς τη λεωφόρο.
Στη στάση περίμενε μόνη μια ηλικιωμένη γυναίκα. Στο ένα χέρι κρατούσε σφιχτά ένα πλαστικό πορτοφολάκι και στο άλλο ένα σφουγγάρι για τα πιάτα. Λαϊκός άνθρωπος φαινόταν. Δυο χρόνια πάλευε η κόρη της - «αυτή που όλα τα ξεκεφαλώνει»- να της βγάλει σύνταξη κι ακόμη τίποτε. «Κανείς δεν μας υπολογίζει», κατέληξε.
Η λεωφόρος ήταν άδεια. Ούτε λεωφορείο περνούσε ούτε τρόλεϊ ούτε ταξί ούτε όχημα κανένα. Ξαφνικά αναρωτήθηκα γιατί έπρεπε να πάω στη Μεγάλη Πλατεία, αφού η ασφαλιστική δεν έδρευε εκεί. Άλλωστε την Κυριακή τα γραφεία είναι κλειστά.
«Και οι δικοί μου; Γιατί δεν με συντρέχουν οι δικοί μου;» Τότε συνειδητοποίησα ότι κατευθυνόμουν προς μιαν άνοιξη αλλοτινή, με δέντρα ριζωμένα, άνοιξη που είχε αρχίσει κι είχε τελειώσει και δεν υπήρχε πουθενά.
Η λεωφόρος παρέμενε έρημη κι απέραντη. Από ένα διπλανό όνειρο ακούστηκαν κανονιοβολισμοί. Σκοτωμένα άλογα σπάρθηκαν στους δρόμους. Η ηλικιωμένη μού πρόσφερε ένα κομμάτι κέικ. Καθώς το μασούσα, ένιωσα αλλόκοτη τη γεύση του και το έφτυσα.
«Κανείς δεν μας υπολογίζει», είπε για άλλη μια φορά η γυναίκα παίρνοντας πίσω το μισοφαγωμένο σφουγγαράκι της, «είμαστε μικρή χώρα».