Χάρτης 21 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2020
https://www.hartismag.gr/hartis-21/afierwma/enas-gnwstos-zwgrafos-enas-agnwstos-syggrafeas
Γεννήθηκε στην Αθήνα την 1.1.1900, κατά τον φίλο του Τάκη Παπατσώνη. Κατ’άλλες πηγές όμως, έτος γέννησής του μπορεί να είναι το 1901 ή το 1902 ή, ακόμα, το 1903. Ο πατέρας του Στέφανος ήταν απόγονος φαναριώτικης οικογένειας λογίων και διπλωματών της Υψηλής Πύλης, με προγόνους που περιλαμβάνουν τον Μάρκο Μουσούρο και τον Αθανάσιο Βογορίδη, αλλά και τον Φώτιο Φωτιάδη, πρώτο μεταφραστή του Δάντη στα ελληνικά. Μητέρα του ήταν η Πηνελόπη Χωρέμη, της γνωστής αλεξανδρινής οικογένειας.
Ο Βασίλης Φωτιάδης ήταν ο νεότερος από τα έξη παιδιά του πατέρα του και έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στην Αθήνα, όπου και πήρε, από πολύ νεαρή ηλικία, με πρωτοβουλία της μητέρας του, τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον Οδυσσέα Φωκά.
Το 1919, μετά τον θάνατο του πατέρα του, αναχώρησε με την μητέρα του στο εξωτερικό, ταξίδεψαν σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και τελικά εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι, όπου ζούσε ήδη ο ετεροθαλής αδελφός του Κωνσταντίνος, (ο γαλλόφωνος συγγραφέας Constantin Photiadès). Εκεί, και με τη βοήθεια του αδελφού του, γνώρισε και συναναστράφηκε πολλούς σημαντικούς ζωγράφους και συγγραφείς (Ματίς, Ντερέν, κ.π.ά., καθώς και Μαλρώ, Ζιντ, Βαλερύ, κ.ά., ακόμα και τον Τ.Σ. Έλιοτ), με αρκετούς από τους οποίους διατήρησε μακρόχρονη αλληλογραφία και φιλία.
Γνώρισε, επίσης, τον Δημήτριο Γαλάνη, από τον οποίο έμαθε διάφορες τεχνικές της χαρακτικής και συνδέθηκε με μεγάλη φιλία μαζί του, μέχρι τον θάνατο του το 1966, διατηρώντας τακτική αλληλογραφία. Χαρακτικά του Γαλάνη κοσμούν και το βιβλίο του Φωτιάδη Το δέντρο με τους βώλους.
Στο Παρίσι, επίσης, έκανε τις πρώτες του εκθέσεις ζωγραφικής, εικονογραφήσεις βιβλίων, δημοσίευσε τα πρώτα του πεζά κείμενα. Εκεί εκδόθηκε και το πρώτο του βιβλίο.
Το 1936 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λωζάννη, για λόγους υγείας της μητέρας του. Εκεί γνώρισε, το 1940, την Ιρέν Αβιολά, την οποία παντρεύτηκε λίγα χρόνια αργότερα και έζησε μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής του.
Στη Λωζάννη πέρασε όλα τα υπόλοιπα χρόνια του, καθώς η οικονομική άνεση της οικογένειάς του τού επέτρεψε να ζήσει χωρίς το βάρος του βιοπορισμού, ζωγραφίζοντας, εκθέτοντας συστηματικά σε ελβετικές και παρισινές γκαλερί, εκδίδοντας βιβλία πεζογραφίας και ποίησης, αρθρογραφώντας τακτικά σε τοπικές εφημερίδες πάνω σε θέματα τέχνης, αισθητικής και λογοτεχνίας.
Πέθανε στη Λωζάννη στις 14 Ιανουαρίου 1975.
Ο Βασίλης Φωτιάδης είναι γνωστός στο εξωτερικό και στην Ελλάδα κατά κύριο λόγο σαν ζωγράφος, καθώς η ζωγραφική ήταν και η κύρια ενασχόλησή του. Η ζωγραφική του είναι παραστατική, επηρεασμένη από τους ιμπρεσιονιστές, τους ιταλούς ζωγράφους της Αναγέννησης, ειδικά τους βενετσιάνους Τισιανό και Τζιορτζιόνε, καθώς επίσης από τον Κορό, το έργο του οποίου εκτιμούσε ιδιαίτερα.
Τα θέματά του είναι τοπία, νεκρές φύσεις, προσωπογραφίες και γυμνά. Στους πίνακες του κυριαρχούν παστέλ χρώματα που δημιουργούν, όπως έγραψε κάποιος κριτικός, «μια μεσογειακή ατμόσφαιρα». Τα τοπία που απεικονίζονται συνήθως είναι της Ελβετίας, της Ιταλίας, αλλά και της Ελλάδας, ιδιαίτερα της Αττικής και περιλαμβάνουν πολλές απόψεις της Ακρόπολης, ενώ στις προσωπογραφίες του κυριαρχούν πορτρέτα γυναικών και ιδιαίτερα της συζύγου του. Πίνακές του υπάρχουν σε πολλά μουσεία και ιδιωτικές συλλογές και συχνά περιλαμβάνονται σε καταλόγους οίκων δημοπρασιών.
Το 1966 οι εκδόσεις τέχνης «Ides et Calendes» εξέδωσαν ένα πλούσια εικονογραφημένο λεύκωμα, αφιερωμένο στο ζωγραφικό του έργο, με κείμενο και επιμέλεια του γάλλου τεχνοκριτικού Κλωντ Ροζέ-Μαρξ. Στο βιβλίο περιλαμβάνονται και πολλές κρίσεις γνωστών συγγραφέων για το έργο του, καθώς και ένα αναλυτικό βιογραφικό σημείωμα γραμμένο από τον ποιητή και φίλο του, Θεόδωρο Γρίβα, από το οποίο (και ελλείψει άλλων σοβαρών πηγών) αντλήσαμε πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή του και μας βοήθησε στην αναζήτηση και εύρεση περισσότερων στοιχείων που να τον αφορούν.
Το χαρακτικό έργο του Φωτιάδη περιλαμβάνει κυρίως ξυλογραφίες, λιθογραφίες και οξυγραφίες, τις οποίες τύπωνε σε μικρό αριθμό αντιτύπων και, συνήθως, χάριζε σε φίλους του. Ορισμένα από τα χαρακτικά χρησιμοποιήθηκαν για την εικονογράφηση βιβλίων. Είναι πολύ γνωστή μια προσωπογραφία του Κ.Π.Καβάφη, που δημοσιεύτηκε στην έκδοση των Ποιημάτων (1947 και 1973), σε μετάφραση στα γαλλικά του Θ. Γρίβα.
Σαν τεχνοκριτικός, δημοσίευσε τα βιβλία: Ρενουάρ: Τα γυμνά (Renoir: Nus) (1960) και Η ζωγραφική του 18ου αιώνα (La peinture du XVIIIe siècle) (1964), το οποίο μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Πολλά άρθρα του για θέματα τέχνης, ιδιαίτερα ζωγραφικής, καθώς και παρουσιάσεις και κριτικές καλλιτεχνών δημοσιεύτηκαν σε γαλλικά και ελβετικά περιοδικά και εφημερίδες και σε καταλόγους εκθέσεων.
Ο λογοτέχνης Βασίλης Φωτιάδης ήταν ολιγογράφος, «σπάνιος» συγγραφέας και έγραφε αποκλειστικά στα γαλλικά. Βιβλία του: η νουβέλα Μαρυλέν ή σε ποιόν να το πεις; (Marylène ou à qui le dire?) (1936), δύο συλλογές διηγημάτων: Το δέντρο με τους βώλους (L’ arbre
à billes), (1946) (αριθμημένη έκδοση με χαρακτικά του Δ. Γαλάνη) και Οι διαφανείς (Les transparents) (1958), καθώς και δύο ποιητικές συλλογές: Στίχοι (Vers) (1962) και Δίστιχα (Distiques) (1974).
Στο αρχείο του υπάρχουν αρκετά ολοκληρωμένα έργα (συλλογές διηγημάτων, ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα), ορισμένα εκ των οποίων είχαν προχωρήσει πολύ στον σχεδιασμό προς έκδοση, παρέμειναν όμως ανέκδοτα. Εκτός από τις παραπάνω αυτοτελείς εκδόσεις, πολλά διηγήματα, ποιήματα, άρθρα, δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά, εφημερίδες και συλλογικούς τόμους.
Η ποίηση του Φωτιάδη είναι κλασική, λυρική, σε πλήρη αρμονία με το ζωγραφικό του έργο. Πολύ χαρακτηριστικά γράφει ο Τάκης Παπατσώνης: «στον Βασίλη Φωτιάδη … παρατηρούμε τούτο το θαυμάσιο φαινόμενο, πώς το εικαστικό έργο περιέχει όλο τον λυρισμό του ποιητικού του λόγου και το ποιητικό όλη την χρωματική ευαισθησία του ζωγραφικού».
Τα πεζά του κινούνται σε διαφορετικό κλίμα, αυτό του φανταστικού, «του θαυμαστού και του παράξενου» όπως γράφει ο Ροζέ-Μαρξ. Κατά τον Γάλλο κριτικό, η ζωγραφική («η γραφή του πινέλου») και τα γραπτά του Φωτιάδη έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, όπου είναι αδύνατον να διαχωριστεί το ορατό από το μη ορατό: «οι δύο (αυτές) γραφές μάς αποκαλύπτουν την ίδια σφραγίδα και την ίδια μαγεία». Τα διηγήματά του έχουν επιρροές από Γάλλους συγγραφείς του 19ου αιώνα και Γερμανούς ρομαντικούς. Οι ιστορίες του, όμως, έχουν πρωτοτυπία, λεπτοδουλεμένη γραφή, ιδιαίτερους χαρακτήρες, και, μέσα από την αφήγηση, το στοιχείο του φανταστικού προβάλλει αβίαστα˙ όλα αυτά, συχνά σε συνδυασμό με έναν «εκλεπτισμένο ερωτισμό», οδηγούν στην τελική ανατροπή. Ο Φωτιάδης, μιλώντας για τον εαυτό του, στην εισαγωγή που είχε γράψει για συλλογή διηγημάτων του που θα είχε τίτλο Η σκοτεινή πλευρά (η οποία παρέμεινε ανέκδοτη), έλεγε ότι είχε την «φυσική προδιάθεση» να αφουγκράζεται «την αθέατη πλευρά … αυτού που συνήθως αποκαλούμε πραγματικότητα».
Για το έργο του είχε πει: «αν κάτι έχω προσφέρει, το οφείλω στο φως το ελληνικό κι όλα τ’ άλλα στη Γαλλία, αυτήν που με δίδαξε από δεκαπεντάχρονο παιδί τον Μπωντελαίρ και τον Μαλλαρμέ, τον Κορό και τον Ντελακρουά».
Ο Βασίλης Φωτιάδης επισκεπτόταν συχνά την γενέτειρά του, ζωγράφισε πολλά τοπία της Αθήνας και της Αττικής και πάντα ανέφερε και προέβαλλε την ελληνική καταγωγή του. Μάλιστα το 1942, με δική του πρωτοβουλία, εκδόθηκε στην Ελβετία ο τόμος Αφιερώματα στην Ελλάδα (Hommages à la Grèce) με πρόλογο του ίδιου και κείμενα που προσέφεραν αφιλοκερδώς οι Ρενάν, Μπαρές, Μωράς, Ντε Λακρετέλ, Ραμύζ, κ.ά. Οι εισπράξεις του βιβλίου αυτού, όπως αναφέρεται και στον κολοφώνα, διατέθηκαν «για το έργο της βοήθειας προς τα Ελληνόπουλα».
Όποιος ψάχνει για τον Φωτιάδη και το έργο του, στα ελληνικά, θα ξεκινήσει φυσικά από το αναπόφευκτο διαδίκτυο, όπου υπάρχουν αρκετές αναφορές σε αυτόν, ως ζωγράφο αποκλειστικά.
Περισσότερα για τον συγγραφέα Βασίλη Φωτιάδη, που μας απασχολεί περισσότερο στο παρόν αφιέρωμα, θα πρέπει να αναζητηθούν σε παλαιοβιβλιοπωλεία και σε δημόσιες βιβλιοθήκες, ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες και περιοδικά.
Με το τρόπο αυτό εντοπίσαμε στο περιοδικό Εκλογή (τεύχος 154, Αυγούστου 1958), το διήγημα Το πράσινο δωμάτιο. Η μετάφραση (όνομα μεταφραστή δεν αναφέρεται) έχει αρκετές περικοπές και συντομεύσεις, όμως παρ’όλα αυτά, δεν χάνεται τελείως η ατμόσφαιρα του πρωτοτύπου και, τέλος πάντων, είναι η μοναδική δημοσίευση λογοτεχνικού κειμένου του στα ελληνικά που μπορέσαμε να εντοπίσουμε. Έχει ενδιαφέρον και το σύντομο κείμενο παρουσίασης του ίδιου και του βιβλίου του Οι διαφανείς (το οποίο, σημειωτέον, μόλις είχε εκδοθεί), που προτάσσεται του διηγήματος.
Ανασύραμε επίσης μια επιφυλλίδα του, με τίτλο Η αφηρημένη τέχνη, δημοσιευμένη στην εφημερίδα Καθημερινή στο φύλλο της 21ης Μαρτίου 1957. Και εδώ προτάσσεται ένα σύντομο αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρον κείμενο παρουσίασής του, με αρκετά και έγκυρα στοιχεία για τον καλλιτέχνη, γραμμένο, προφανώς, από κάποιον που είχε γνώση του έργου του.
Εκτός από λίγα σκόρπια δημοσιεύματα σε εφημερίδες που αφορούν τη ζωγραφική του, το πιο σημαντικό κείμενο για τη ζωή και το έργο του είναι αυτό του Τ.Κ.Παπατσώνη, με τίτλο Βασίλης Φωτιάδης – Ο μάγος της Λωζάννης 1900-1975, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 1143, 15/2/1975, ένα μήνα δηλαδή μετά τον θάνατό του. Σ’αυτό ο γνωστός ποιητής και φίλος του Φωτιάδη αναφέρεται με αγάπη και εκτίμηση στον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη, μιλώντας για το έργο του και δίνοντας πολλές προσωπικές πληροφορίες γι' αυτόν. Αναφέρεται μάλιστα εκτενώς και στο συγγραφικό του έργο.
Από διαφορες πηγές, τέλος, αποκαλύπτεται ότι ο (άγνωστος αυτός) Βασίλης Φωτιάδης αλληλογραφούσε με τον Γιώργο Σεφέρη και τον Γιώργο Κατσίμπαλη – τουλάχιστον κατά τη δεκαετία του ‘30. Είχε μάλιστα προσφερθεί τότε να δώσει στον Σεφέρη συστατική επιστολή προκειμένου να συναντήσει τον Έλιοτ. Ας σημειωθεί, επίσης, εδώ ότι, σε επιστολή του προς τον Κατσίμπαλη, ήδη από το 1931, εγκωμίαζε τον ποιητή της Στροφής, γράφοντας: «στο πρόσωπό του έχουμε έναν αληθινό ποιητή».
Αν ο ζωγράφος Βασίλης Φωτιάδης είναι σχετικά γνωστός σε ένα ορισμένο κοινό στην Ελλάδα, ο συγγραφέας παραμένει παντελώς άγνωστος. Ίσως αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, δεδομένου ότι ο ίδιος δεν επεδίωξε να γίνει γνωστός ούτε και στα γαλλικά ή γαλλόφωνα γράμματα, παρά τις προσωπικές σχέσεις του με σπουδαίους συγγραφείς της εποχής και τις επαινετικές κριτικές που είχαν τα βιβλία του.
Επιπλέον, όσον αφορά την Ελλάδα, εκτός από τα παραπάνω, καθοριστικό ήταν προφανώς το γεγονός ότι έγραφε αποκλειστικά στα γαλλικά, δεν μεταφράστηκε ποτέ και ζούσε μόνιμα στο εξωτερικό. Εξ άλλου ποτέ δεν αναμίχθηκε στην ελληνική πνευματική ζωή, αν και, ηλικιακά τουλάχιστον, ανήκε στη «Γενιά του '30» και είχε, όπως αναφέραμε, επαφή με έναν, τουλάχιστον, κατ ’εξοχήν εκπρόσωπό της.
Όσο για τον ζωγράφο Φωτιάδη και κατά πόσο αυτός έκανε ποτέ έκθεση με έργα του στον τόπο μας, η αναζήτηση δεν έφερε στο φως κανένα δημοσίευμα. Μόνο ο Γρίβας, στο βιογραφικό σημείωμα που δημοσίευσε στο λεύκωμα για τον Φωτιάδη, αναφέρει ότι το 1931 εξέθεσε στην Αθήνα μια θρησκευτική σύνθεση («Ευαγγελισμό της Θεοτόκου»), η οποία στη συνέχεια δόθηκε στην ορθόδοξη εκκλησία στο Παρίσι. Αναφέρει μάλιστα ότι ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου την επαίνεσε σε άρθρο του στην εφημερίδα Εστία, το οποίο πάντως δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε.
Και ο Έλληνας αναγνώστης δικαίως μπορεί να αναρωτηθεί: «τελικά, είναι Βασίλης Φωτιάδης ή Vassily Photiadès;». Είναι ένας Έλληνας συγγραφέας που έγραψε και στα γαλλικά, όπως ο Ζαν Μωρεάς, ο Νικολά Σεγκύρ, ο Γιάννης Ψυχάρης, κ.ά.; Είναι ένας γαλλόφωνος συγγραφέας που γεννήθηκε στην Ελλάδα, όπως ο Αλμπέρ Κοέν, ο Ζωρζ Χαλντάς, κ.ά.; Είναι ένας «ελληνο-γάλλος λόγιος ζωγράφος», όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο Γ.Π. Σαββίδης; Ή μήπως είναι, όπως έγραψε ο Παπατσώνης, ήδη από το 1975, ένας καλλιτέχνης «έξω του καιρού μας»;
Ένας φιλόλογος, που δεν είναι ο υπογράφων, θα μπορούσε να δώσει μια τεκμηριωμένη απάντηση.
Εμείς, θα αρκεστούμε απλώς να παραθέσουμε κάποια στοιχεία που προέκυψαν ψάχνοντας:
Ο Φωτιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα και έζησε στην Ελλάδα μέχρι την ηλικία των 18 χρονών περίπου. Η εκπαίδευσή του, όμως, και κατ’επέκταση, η «μητρική του γλώσσα», όπως προκύπτει από όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, υπήρξε η γαλλική: ήδη σε ηλικία δέκα περίπου ετών είχε συμμετάσχει σε διαγωνισμό αινίγματος της γαλλικής εφημερίδας Le Figaro.
Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι η Γαλλία του δίδαξε τη γλώσσα, με τον Μπωντλέρ και τον Μαλαρμέ.
Eφόσον η γαλλική ήταν, προφανώς, εξ αρχής η γλώσσα του, δεν ανήκει στην κατηγορία των συγγραφέων που «πέρασαν» σε αυτή από την ελληνική. Από τον κατάλογο του αρχείου του δεν προκύπτει κάποιο, πρωτόλειο έστω, κείμενό του γραμμένο στα ελληνικά.
Οι υπάρχουσες επιστολές του προς τον Σεφέρη είναι γραμμένες γαλλικά, όπως και η αλληλογραφία του με τον Κατσίμπαλη. Πιστεύουμε πως όταν ψηφιοποιηθεί το προσωπικό αρχείο του Β. Φωτιάδη, που έχει διασωθεί καθώς έχει αποκτηθεί από το ΚΙΚΠΕ, και γίνει προσβάσιμο στο κοινό, μάλλον θα επιβεβαιωθεί η αποκλειστική χρήση της γαλλικής και στην αλληλογραφία του με άλλους Έλληνες.
Από την αλληλογραφία αυτή, όμως, προκύπτει ότι είχε διαβάσει τη Στροφή και τη Στέρνα, ίσως και το βιβλίο του Καραντώνη για τον Σεφέρη.
Θεματικά, τα (δημοσιευμένα) κείμενά του δε σχετίζονται με τη χώρα μας. Συνήθως μάλιστα διαδραματίζονται σε χώρες της Κεντρικής ή Βόρειας Ευρώπης και σπανίως στην Ελλάδα ή σε χώρα που θα μπορούσε να εκληφθεί σαν χώρα του Νότου ή της Μεσογείου.
Ας ληφθεί, όμως, υπ’όψη και το γεγονός ότι ποτέ δεν «εκ-γάλλισε» το όνομά του, σε αντίθεση με άλλους και πάντα πρόβαλλε την ελληνική του καταγωγή.
Όσο για το «έξω του καιρού του», την απάντηση μπορούν να δώσουν τα ίδια τα έργα του.
Κλείνοντας αυτή τη σύντομη, πρώτη παρουσίαση του Βασίλη Φωτιάδη, ας συγκρατήσουμε τα λόγια με τα οποία ο Τάκης Παπατσώνης τελειώνει το κείμενό του στη Νέα Εστία: «Και να σκέπτεται κανείς, πως ένας τέτιος λεπτότατος καλλιτέχνης, λόγιος, ποιητής, κριτικός έμεινε σχεδόν άγνωστος στον τόπο του».
Καθώς λοιπόν φέτος συμπληρώθηκαν 45 χρόνια από τον θάνατό του, είναι καιρός να ανακαλύψουμε το λογοτεχνικό, αλλά και να επανεκτιμήσουμε το συνολικό έργο αυτού του πολυτάλαντου, «Αναγεννησιακού» θα τολμούσαμε να πούμε, Έλληνα του εξωτερικού.