Χάρτης 49 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-49/biblia/i-istoria-simvainei-ki-emeis-simvainoime-entos-tis-i-an-eimaste-emeis-to-simvan-tis-istorias
Υπάρχουν δύο στοιχεία που καθορίζουν το τελευταίο μυθιστόρημα της Λίλας Κονομάρα Ο μπόγος. Το πρώτο είναι η «άχρονη», ας την πω έτσι χρονικότητά του. Ενώ η δομή του είναι συγκροτημένη στη βάση μιας χρονικής ακολουθίας, η οποία καλύπτει σχεδόν ολόκληρο τον εικοστό αιώνα και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, οι ήρωές του φαίνεται να μη μετέχουν του χρόνου ή τουλάχιστον της υλικής φθοράς που αυτός επιφέρει· φαίνεται να μην έχουν ηλικία, ή, καλύτερα, να διατρέχουν τις ηλικίες, παραμένοντας στην ίδια σχεδόν κατάσταση με τη στιγμή που τους γνωρίσαμε. Μετέχουν όμως του ιστορικού χρόνου, της μικρής και της μεγάλης ιστορίας που εξελίσσεται, της καθημερινότητας και των συνθηκών της που αλλάζουν. Και αυτή, η μικρή και η μεγάλη ιστορία είναι το δεύτερο, μετά τον χρόνο, στοιχείο.
Όλα ξεκινούν με μια βιβλική σχεδόν εικόνα, όπου σκίζεται το καταπέτασμα του ουρανού, μια γιγάντια μορφή με φτερά ξεπροβάλει, όμως αν την κοιτάξουμε ξανά, στη θέση της εμφανίζεται η μορφή ενός δαίμονα (ας κρατήσουμε την εικόνα).
Βρισκόμαστε στα τέλη του 1911, ένα χρόνο πριν τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους και το μεγάλωμα της Ελλάδας, σε έναν τόπο που δεν προσδιορίζεται ακριβώς, τοποθετείται όμως κάπου στη Μακεδονία.
Εκεί βρίσκεται ένα πρωί αναίσθητος ένας άγνωστος άντρας νεαρής ηλικίας, ψηλός, καστανόξανθος με γαλανά μάτια, (ας κρατήσουμε και αυτή την εικόνα) που ενώ ανακτά τις αισθήσεις του, διατείνεται, με ελαφρώς ξενική προφορά, ότι δεν θυμάται τίποτε από τη μέχρι τότε ζωή του. Οι ντόπιοι, μη γνωρίζοντας το όνομά του, και μόνον από κάποια μισόλογα, υποθέτουν ότι τον λένε Μανόλη.
Ο Μανόλης είναι το κεντρικό, το καταλυτικό, όπως αποδεικνύεται πρόσωπο του μυθιστορήματος της Λίλας Κονομάρα. Είναι το νήμα που διαπερνά τις μικρές ιστορίες των ανθρώπων γύρω του και τους συνδέει με τη μεγάλη ιστορία του τόπου, είναι η στιγμή που τρέφεται από τον χρόνο και τον χωνεύει εντός της.
Οι λοιποί χαρακτήρες του έργου, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικοί, περισσότερο ή λιγότερο πολύπλοκοι, αναπτύσσονται και λειτουργούν δίκην προτύπων μιας κοινωνικής διαστρωμάτωσης η οποία, παρά τις ιστορικές ανακατατάξεις, αποτέλεσμα τραγικών, κατά κανόνα, γεγονότων, και παρά τις ιλιγγιώδεις πολιτισμικές αλλαγές, διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά της: ο βιομήχανος, εσαεί εκφραστής των καπιταλιστικών και συντηρητικών ανακλαστικών, ο παπάς, ο γιατρός, ο εργολάβος, ο ιδεολόγος καθηγητής, πιστός στις επιταγές του κόμματος, ο νταβατζής, ο απόκληρος, ο ρουφιάνος περιπτεράς, ο αστυνόμος, η πλήττουσσα μεγαλοκυρία που αναζητά διέξοδο στον εξωσυζυγικό έρωτα, οι κυρίες της φιλοπτώχου, η πόρνη, το κακομαθημένο αστόπαιδο, ο χάκερ, η κόρη καλής οικογενείας που καταλήγει τρομοκράτισσα.
Αντιστικτικά σε αυτούς τους αναγνωρίσιμους, και διαρκώς παρόντες στην ελληνική πραγματικότητα, χαρακτήρες, υπάρχουν η φύση και οι σαλοί συνομιλητές της, η ελιά, το ποτάμι, το φεγγάρι, το φίδι, οι μέλισσες· υπάρχουν τα τοπόσημα, το πάρκο, το καφενείο, το εξοχικό κέντρο, το γραφείο, το κοιμητήριο, οι αυλές· υπάρχουν οι μύθοι και η μαγεία τους, ένα τεράστιο μωσαϊκό ανθρώπων, καταστάσεων και πραγμάτων, που ξετυλίγεται σε μικρής έκτασης κεφάλαια και συνθέτει μια συμφωνία τού όλου ‒και λέγοντας «όλο» εννοώ τη συνολική σύλληψη του μυθιστορήματος, που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω ως την αποτύπωση της συλλογικής περιπέτειας και εμπειρίας ενός έθνους, σε ένα χρονικό σημείο όπου και μέσα από την ιστορική συγκυρία ενός και πλέον αιώνα, διαμορφώνει τη σύγχρονη φυσιογνωμία του.
Και βέβαια, το «ιστορική συγκυρία» είναι μεν δυο λέξεις, στις οποίες όμως περικλείονται δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η μικρασιατική καταστροφή και η προσφυγιά, η κατοχή από ξένες δυνάμεις, αναδύσεις ιδεολογιών και ματαιώσεις τους, αγωνιστικές διεκδικήσεις, μια εθνική αντίσταση και ένας εμφύλιος, δικτατορικά καθεστώτα, εξορίες, βασανιστήρια και εκτελέσεις, αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, ψευδεπίγραφες πολιτικές αλλαγές, μέχρι την κυριαρχία του διαδικτύου.
Όλα αυτά, μαζί με τη σημαίνουσα σημασία του γεωγραφικού στίγματος (μια επαρχιακή πόλη, μικρογραφία της μεσοαστικής ελληνική κοινωνίας, των όψεων και των παθογενειών της, σε μια περιοχή όπου συναντώνται, συγκρούονται ή συνυπάρχουν φυλές, γλώσσες και πολιτισμοί), συνιστούν το πλαίσιο το οποίο ορίζει την κίνηση και τη δυναμική των προσώπων και εντέλει του ίδιου τού μυθιστορήματος.
Και ο Μανόλης; Οι δύο εικόνες που σημείωσα στην αρχή είναι αυτές που κατά κύριο λόγο σχηματοποιούν το καταλυτικό της παρουσίας του: Άγγελος και δαίμονας, με μεσσιανικά χαρακτηριστικά (καστανόξανθος με γαλανά μάτια), με το όνομα «Εμμανουήλ», το όνομα δηλαδή που θα έφερε ο Μεσσίας, κατά τις προφητείες, φορέας ο ίδιος ιερότητας και θαυμάτων και αποδιοπομπαίος τράγος στο τέλος, εμφανίζεται δίχως ταυτότητα από το πουθενά, εμπλέκεται στις ζωές των ανθρώπων, ταράζοντας ή κατευθύνοντάς τες, και εξαφανίζεται, αφού προηγουμένως κυνηγημένος βρίσκει καταφύγιο στο δωμάτιο της πόρνης Μάγδας (Μαγδαληνής), η οποία του πλένει και του σφουγγίζει τα πόδια. Κάποιοι τον έχουν δει κάποτε και αλλού, ναυτικό και λαθρέμπορο, τυχοδιώκτη, εξόριστο, περιπλανώμενο αγαπητικό, χωρίς ωστόσο να είναι και βέβαιοι· κάποιοι τον αγγίζουν για να λάβουν τη χάρη και άλλοι εξαρχής τον αντιμετωπίζουν καχύποπτα. Αντικείμενο ερωτικού πόθου γυναικών και αντρών, κινείται στα όρια των κατεστημένων ηθικών κωδίκων και ιδεολογιών. Και ενώ στην εξέλιξη του μυθιστορήματος οι φωνές των προσώπων του εναλλάσσονται, συγκροτώντας και την πλοκή του, η μόνη φωνή που απουσιάζει, η μόνη που δεν ακούγεται, είναι η φωνή του κυρίαρχου ήρωά του.
Ποιος είναι τελικά ο Μανόλης; Το αλληγορικό πρόσωπο μιας παραβολής, αυτός που εισβάλει ξαφνικά σε έναν τακτοποιημένο, κατά τον τρόπο του, κόσμο; Αυτός που οδηγεί τούτο τον κόσμο μέχρι την τελική σκηνή του πανηγυριού και μέσα από τον ξέφρενο χορό στην αποδιοργάνωση και την αποκαθήλωση των βεβαιοτήτων του, θυμίζοντάς μας την εισβολή του νεαρού, άγνωστου άντρα στο αποκαλυπτικό παζολινικό «Θεώρημα»; Αυτός που δημιουργεί, μέσω του γέλιου, τη δική του λυτρωτική Αποκάλυψη στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου; Ή μήπως είναι το ανεξερεύνητο πρόσωπο που θα εξακολουθήσει να παραμένει τέτοιο, όπως ανεξερεύνητες παραμένουν στο βάθος τους οι έννοιες του καλού και του κακού;
Παραθέτω:
«Τον κοιτάζουν με θαυμασμό, θέλουν να τον αγγίξουν, κρέμονται από τα χείλη του. Στα μάτια τους ο άνθρωπος αυτός είναι ο εκλεκτός του Θεού, ένας πανίσχυρος μεσολαβητής που διακονεί τον Λόγο Του για τη δική τους σωτηρία».
Όμως, σε άλλο σημείο:
«Είναι ξεκάθαρο ότι ο τύπος τους κοροϊδεύει όλους. Είναι χωμένος παντού. Κάνει τρελό σεξ. Βγάζει απίστευτα χρήματα. Το παίζει καλός. Ζωγραφίζει την εκκλησία. Του μιλάει η Παναγία. Κάνει δωρεές. Βοηθάει τους αδύναμους. Δοξάζεται. Όπου να ’ναι θα τον ανακηρύξουν άγιο».
Αναφέρθηκα παραπάνω στις φωνές των προσώπων που εναλλάσσονται. Και στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε ότι πρόκειται για ένα βιβλίο πολυφωνικό. Στην πραγματικότητα όμως, όλες οι φωνές είναι διαμεσολαβημένες. Κανείς δεν μιλά άμεσα και σε πρώτο πρόσωπο, είναι η συγγραφέας που αφηγείται για λογαριασμό τους. Αυτή η επιλογή δίνει στην Κονομάρα το πλεονέκτημα να χρησιμοποιεί τη δική της, συγγραφική, γλώσσα, ακόμη και όταν το κείμενο ξεφεύγει από το ρεαλιστικό περιβάλλον του και κατευθύνεται σε χώρους πιο ποιητικούς: προς το παραμύθι, τη γητειά, τον παγανισμό, το θαύμα. Μια γλώσσα, ωστόσο, που διαθέτει την εσωτερική ευελιξία να περιγράφει, στις δικές της ταλαντώσεις, το αντιληπτό και το ασύλληπτο, να βαθαίνει στις ψυχικές καταστάσεις και ν’ αναδύεται στα αίτιά τους. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα θέλω να αναφέρω τις παραγράφους όπου περιγράφεται το νούμερο του γύρου του θανάτου και όπου ο ρυθμός και το ύφος της γλώσσας μπαινοβγαίνουν από το συναίσθημα στην κίνηση της μηχανής, επιταχύνονται όσο επιταχύνεται εκείνη, γυρίζουν μέχρι που εκτοξεύονται μαζί της «στον ουρανό».
Μέχρι το τέλος σχεδόν του βιβλίου, και παρά τις μικρονύξεις σε κάποια σημεία του, αναρωτιόμουν τι σημαίνει ο τίτλος του. Καθόλου αβανταδόρικος για μυθιστόρημα, ο μπόγος ανακαλεί εικόνες του παρελθόντος, όπως αυτές αποτυπώνονται σε παλιές φωτογραφίες ή στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες: πρόσφυγες φορτωμένοι τους μπόγους τους με όσα υπάρχοντα τους είχαν απομείνει, χωρικοί που ταξιδεύουν στην πρωτεύουσα με τον μπόγο τους περασμένο στο μπράτσο, υπηρέτριες που μεταφέρουν στις πλύστρες τ’ άπλυτα του σπιτιού. Η σαφής απάντηση έρχεται από τη συγγραφέα λίγες σελίδες πριν απ’ το τέλος: «Όλη η ιστορία αυτού του τόπου θα μπορούσε να συνοψιστεί σ’ έναν μπόγο που γέμιζε και άδειαζε με τις εποχές».
Συνοψίζοντας: Έχουμε να κάνουμε με ένα καλογραμμένο, σύνθετο και απαιτητικό στις διερωτήσεις του μυθιστόρημα, όπως άλλωστε ο,τιδήποτε καταπιάνεται με την ιστορία. Και αυτό επειδή στον αναγνώστη απευθύνεται η απορία του αν η ιστορία συμβαίνει κι εμείς συμβαίνουμε εντός της ή αν είμαστε εμείς το συμβάν της ιστορίας.