Χάρτης 48 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-48/afierwma/ethnos-eksairetika
Ι.
Με Έθνος εξαιρετικά και Σέρτικα Λαμίας
νύχτες και νύχτες διάβαζε μόνος στο παραγώνι
τη γλώσσα της φωτιάς, την ζωή του να παφλάζει
να του μιλάει μ’ άλλιώτικη σιωπή και με τις λάμψεις.
Με Έθνος εξαιρετικά και Σέρτικα Λαμίας
περνάει και τώρα μέσα στις ελιές στ’ αμπέλια
αόρατος με του λαγού το ρίγος, με τρεμούλα
αγριμικού πεσμένου σ’ ύπουλην ενέδρα.
Κι ακούγεται ώς πέρα του τσιγάρου η μυρωδιά
πώς ανεβαίνει το πρωί από το ποτάμι
ν’ απλώνεται φτερούγα λιβανιά στα έρημα μέρη,
Λένε βλέπουν την χλαίνη του μες απ’ τα κυπαρίσσια
κι αστράφτουν στιλβωμένα τα κουμπιά της
την ώρα την χλωρή, όταν η νύχτα ξεψυχάει
και μένει ένας καπνός στο πέρασμά του
πάχνη της πίκρας πάνω από την θάλασσα και μόσχος.
ΙΙ.
Με Έθνος εξαιρετικά και Αγρινίου Καρέλια
θυμότανε της Προύσας το χαρμάνι και το Κάλε-Γκρότο.
Ξεχέρσωνε και κλάδευε και έσκαβε τ’ αμπέλια.
Τα μεσημέρια έσπαγε τις πέτρες δίχως κρότο.
Στου Χάρου το αντροκάλεσμα ποιος βγαίνει νικητής;
Ποιος έχασε αδερφοποιτό στα φοβερά τελώνια;
Από Μπιζάνι-Εσκή Σεχίρ, στρατιώτης δέκα χρόνια
κι ύστερα της σιωπής σποριάς, του πόνου τρυγητής.
Αέρας φέρνει μια βροχή και δέρνει αυτόν τον τόπο.
Γέρνουν τα δέντρα ξέπλεκα, πέτρες ανατριχιάζουν
σαν πρόβατα ξεμεινεμένα κι όλο λαχανιάζουν
γερμένες στου παραδαρμού το μένος και τον κόπο.
Τρίζει το σπίτι σφίγγοντας τ’ άρρητα μυστικά του.
Στην άδεια σάλα η σκουριά θαμπώνει τον καθρέφτη.
Νοτίζουν στην φωτογραφία τα μάτια τα δικά του
Και του καπνού η μυρωδιά χύνεται: «Φύγε κλέφτη!»
ΙΙΙ.
Ξυλοδεσιές, πατώματα, σαρακοφαγωμένα —
όμως βαστούν ακόμη του σπιτιού τα κόκαλα.
Μπαίνεις στην κάμαρη, Τα ρούχα κρεμασμένα
στην ξύλινη ντουλάπα. Ένα-ένα, τα ρούχα τα καλά.
Τεκμήρια του παροδικού, ενδύματα του τίποτα
κάποτε ζεσταθήκανε από κορμιά ανείπωτα.
Στην άκρη η χλαίνη του. Τραύμα που χαίνει.
Να στάζει αίμα στο κενό. Να επιμένει.
Με τα χρυσά κουμπιά. Η βαριά του χλαίνη
απ’ του θανάτου φέγγος κρυφά λαμπρισμένη.
Με την οπή νωπή στο αριστερό της το πλευρό.
Πιάνω την μυρωδιά του — ένας καπνός την φέρνει.
Γαλάζια, θερινή κι ηλιοκαμένη.
Από τσιγάρο σέρτικο, από κλαρί σγουρό.
ΙV.
[Η Ιστορία του Γέρο-Χρήστου Π. (1899-2000)]
Πώς να μιλήσω για τον γέρο, σιωπηλό και μόνο
με ανάριχτη την χλαίνη και με τ’ άρβυλα.
Όπως το δέντρο τον αέρα, ύφαινε τον πόνο
μια σιωπηλή βελανιδιά —μα έχω χείλη βέβηλα.
Αλλά, ψυχή μου, ότι σ΄ ανάθρεψε στοχάσου
με κόκκινο κρασί και σέρτικο τσιγάρο.
Τα μάτια σου το φως του να μην χάσουν
Γιατί στ’ αλώνια τον γονάτισε τον χάρο.
Βράχοι θαλασσινοί,
δέντρα λησμονημένα,
καημοί μου μακρινοί
ακούστε με κι εμένα.
Μα κείνος του την είχε φυλαγμένη
και θέρισε τα δυό του παλληκάρια
—από μικροί σε Αυστραλία κι Αμέρικα χαμένοι—
Κι έμεινε από τους κεραυνούς σαν τα ξερά κλαριά.
Κι όταν σχωρέθηκε μαραζωμένη η κυρά του
ζύμωνε το ψωμί, έβγαζε το κρασί, το λάδι
το χώμα έσκαβε, κι όπως το φίδι την ουρά του
τα σωθικά του δάγκωνε καπνίζοντας το βράδυ.
Του ’μεινε τ’ άλογό του με βαρβάτα μάτια
Όλο αστραπές αγάπης και συμπόνιας.
Και οι φωτογραφίες που τον έκαναν κομμάτια
Παράθυρα για τα τοπία τα αιώνια.
Βράχοι θαλασσινοί,
δέντρα λησμονημένα,
καημοί μου μακρινοί
ακούστε με κι εμένα.
Του πότιζα το άλογο και του ’φερνα τσιγάρα
Και μου ιστορούσε για τον ποταμό Σαγγάριο
Για το υπερωκεάνιο «Πατρίς» με τα φουγάρα
Για του Χριστού το σάβανο και το σουδάριο.
Κάποτε ο μαύρος του έγειρε στο χώμα
Κοιτάζοντάς τον με τα μάτια του ποτάμια.
Σταυροκοπήθηκε. Είπε «εδώ είμαι ακόμα;»
Τον βρήκαμε την άλλη μέρα στα σφεντάμια.
Βράχοι θαλασσινοί,
δέντρα λησμονημένα,
καημοί μου μακρινοί
ακούστε με κι εμένα.